Όσοι υποστήριζαν (από την εποχή του
Ηλιού και του Κιτσίκη) και υποστηρίζουν ότι η επιλογή της πρόσδεσης στην
ΕΕ θα ήταν καταστροφική για τη χώρα φαίνεται ότι τώρα επιβεβαιώνονται. Η
λογική του Ευρωμονόδρομου και, κυρίως, η εκβιαστική εισδοχή της Ελλάδας
στην Ευρωζώνη –με τον τρόπο που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τον
Σημιτικό «εκσυγχρονισμό»- έχει πλέον καταδείξει ότι αποτελεί το βασικό
εμπόδια για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την αξιοποίηση
όλου του πλούσιου δυναμικού της.
Η κυβέρνηση του «πρώτη φορά αριστερά»
εγκλωβισμένη στην εμμονή της στον δρόμο του ευρώ –παρ” όλες τις
προηγούμενες εξαγγελίες της για το καμιά θυσία γι’ αυτό- και σε μια
δύσκολη, ομολογουμένως, διαπραγμάτευση προσπαθεί να εξισορροπήσει τις
διάφορες τάσεις στο εσωτερικό της. Ο λαός ιδεολογικοπολιτικά
απροετοίμαστος παρακολουθεί σαν θεατής σε ρωμαϊκή αρένα τους μονομάχους
και την τελική έκβαση ενώ βιώνει οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά
αδιέξοδα που δεσμεύουν τον ορίζοντα της ζωής και της δράσης του. Σε κάθε
περίπτωση είναι η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων που δεν επιτρέπει το
σύνδρομο του Πόντιου Πιλάτου. Δεν μπορεί η ματαιοδοξία της δικαίωσης να
υπερκαλύψει τη διακινδύνευση της ευθύνης.
Οι πολιτικές δυνάμεις της κομμουνιστικής
αριστεράς δεν είναι δυνατόν να συμπεριφέρονται σαν τις δεκάδες χιλιάδων
βυζαντινών μοναχών που κατά την πολιορκία της πόλης, το 1453,
προτίμησαν να προσεύχονται για τη δική τους σωτηρία την ημέρα της κρίσης
από το να δίνουν τη μάχη στις επάλξεις της βασιλέουσας. Το
«κρειττότερον εστί σαρίκιον τουρκικόν ή τιάρα παπική» δεν μπορεί να
ισχύει εδώ.
Οι υπερβάσεις είναι αναγκαίες και
επιτακτικές. Απαιτείται μια έστω ελάχιστη συνεργασία, ένα διαρκές πεδίο
αναζητήσεων, συζητήσεων, προτάσεων και δοκιμασιών που θα προετοιμάζουν,
θα διαφωτίζουν τον ελληνικό λαό, τους εργαζόμενους, την εργατική τάξη.
Θα δίνουν ισχυρά επιχειρήματα, συγκροτημένες λύσεις, την περιγραφή των
δυσκολιών, του κόστους που έχει ο δρόμος της ρήξης με την Ευρωπαϊκή
Ένωση και της αποδέσμευσης από αυτή. Παράλληλα θα εντοπίζουν και θα
αναλύουν το κέρδος που, μακροπρόθεσμα, θα επενδυθεί στο μέλλον των
Ελλήνων. Δίχως τακτικισμούς και στεγανά, χωρίς ο «αριστερός ελιτισμός»
του μικρού και η «καθαρότητα» του μεγαλύτερου να στέκονται εμπόδια στο
συντροφικό διάλογο. Η κομμουνιστική αριστερά διαθέτει ερευνητικά κέντρα
και ισχυρό επιστημονικό δυναμικό που θα μπορούσε να συμβάλει σε μια
τέτοια κατεύθυνση. Διαθέτει συσσωρευμένη πείρα και σωρεία, αναξιοποίητων
πια, μελετών από τη δεκαετία του 1950. Υπάρχουν και οι δυνάμεις και
δυνατότητες αρκεί οι μοναχοί να βγουν από τα μοναστήρια. Ας δώσουν οι
ηγούμενοι το παράδειγμα.
*Ο Γιώργος Μανιάτης είναι καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σχόλια