του Λεωνίδα Βατικιώτη
Τι μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση
από τη στιγμή που ευθέως Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Γερμανία και οι υπόλοιποι
18 υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης που απαρτίζουν το Γιούρογκρουπ απείλησαν
με επανάληψη του κυπριακού σεναρίου; Στέγνωμα δηλαδή των τραπεζών από ρευστό
και bank run; Αυτό είναι το ερώτημα που αντιτείνει η κυβέρνηση μετά τον
ατιμωτικό συμβιβασμό της στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης
στις 20 Φεβρουαρίου, επιχειρώντας να εμφανιστεί ότι βρέθηκε απροετοίμαστη
απέναντι σε τέτοιο κυνισμό και, κυρίως, με την πλάτη στον τοίχο.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι πράγματι
η κυβέρνηση δεν είχε ακούσει ποτέ τι συνέβη στην Κύπρο του Ν. Αναστασιάδη τον
Μάρτιο του 2013, από πού κι ως που επομένως να υποθέσει ότι θα κληθεί να
απαντήσει στον ίδιο εκβιασμό, και πράγματι πίστευε ότι το Γιούρογκρουπ αποτελεί
μια κοινοβιακή κοινότητα ισότιμων και αλληλέγυων εταίρων όπου με σεβασμό ακούει
ο ένας τον άλλον, λαβαίνοντας πάντα υπ’ όψη του τα προβλήματα που
αντιμετωπίζει. Και στις 20 Φεβρουαρίου έμαθε πρώτη.... φορά για τους εκβιασμούς και
τις πιέσεις που ασκούνται. Το ερώτημα που χρήζει απάντησης επομένως είναι τι
μπορεί να κάνει έστω και τώρα στο πλαίσιο των τεσσάρων μηνών που εξασφάλισε για
να διαπραγματευτεί μια νέα μακροχρόνια συμφωνία με τους πιστωτές. Χάρη
συζητήσεως μάλιστα ας υποθέσουμε ότι και το μέιλ Βαρουφάκη στις 24 Φεβρουαρίου
ήταν μια αναγκαστική υποχώρηση που έκανε για να κερδίσει χρόνο και να οργανώσει
την αντεπίθεσή της. Αναγκαστική υποχώρηση ας θεωρήσουμε επίσης και την
αναγνώριση του χρέους στην οποία προέβη η νέα κυβέρνηση, ενώ δεν όφειλε, από τη
στιγμή που υπέγραψε την απόφαση του Γιούρογκρουπ όπου αναφέρεται ότι «οι
ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την κατηγορηματική τους δέσμευση να τηρήσουν τις
οικονομικές τους υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές πλήρως και εγκαίρως».
Υποθέσεις που είναι δύσκολο να πάρουμε στα σοβαρά μετά το διάγγελμα του
πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στις 21 Φεβρουαρίου όπου εμφάνισε την ήττα ως νίκη
εξαπατώντας τον κόσμο, αλλά ας υποθέσουμε ότι ακόμη κι αυτή η προσποίηση ήταν
μέρος του παιχνιδιού για να κερδηθεί ο αναγκαίος χρόνος και να αποτραπεί η
ασφυξία που επιχειρήθηκε με κύρια ευθύνη του Σαμαρά ο οποίος όρισε σε δύο μήνες
την παράταση της δανειακής σύμβασης.
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα τι
μπορεί να κάνει η κυβέρνηση έστω και τώρα είναι εξαιρετικά αισιόδοξη: Τα πάντα!
Το τετράμηνο που απομένει, μέχρι το τέλος Ιουνίου, η κυβέρνηση προλαβαίνει να
οργανώσει την αντεπίθεσή της, να κάνει δηλαδή ό,τι δεν έκανε τα προηγούμενα
χρόνια, ώστε η έναρξη των διαπραγματεύσεων να την βρει σε θέση ισχύος, ικανή να
επιβάλλει την θέση της για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους
που θα ανοίξει τον δρόμο για την οριστική ανατροπή της λιτότητας. Έτσι θα αποφευχθεί και το Κούγκι που
υποσχέθηκε ο Π. Καμμένος γέρνοντας από το βάρος της πουλάδας και των άλλων
διακριτικών στο μπαρουτοκαπνισμένο φλάιν τζάκετ του και ο Αρμαγεδδών που
υποσχέθηκε ο πάντα παρορμητικός και ευέξαπτος, έτοιμος να μας οδηγήσει σε
εθνικές περιπέτειες, Γ. Βαρουφάκης.
Ακύρωση δανειακών συμβάσεων
Το πρώτο που οφείλει να κάνει η
κυβέρνηση είναι να ψηφίσει νόμο με τον οποίο θα ακυρώσει τις δύο δανειακές
συμβάσεις (Μάιος 2010 και Φεβρουάριος 2012). Δεδομένου ότι καμία από τις δύο
δεν έχει κυρωθεί από την Βουλή, όπως προβλέπει το άρθρο 36 παρ. 2 του
Συντάγματος (η πρώτη κατατέθηκε και μετά αποσύρθηκε, ενώ η δεύτερη εγκρίθηκε
από τη Βουλή δύο φορές ως σχέδιο, μια ως παράρτημα του ν. 4046/2012 και μια ως
Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ουδέποτε όμως πήγε για κύρωση στη Βουλή μετά
την υπογραφή της), δεν απορρέουν επομένως δεσμεύσεις με υπερνομοθετική ισχύ η
ακύρωση τους γίνεται εύκολα: με μία απλή ψηφοφορία. Το ίδιο μπορεί να γίνει και
με τα Μνημόνια και όλους τους εφαρμοστικούς νόμους: μια απλή ψηφοφορία αρκεί για
να ακυρώσει και τους 400 σχετικούς νόμους, ανοίγοντας τον δρόμο για τα ξερίζωμα
του μνημονιακού παρακράτους. Αυτό θα είναι το πρώτο πλήγμα στους δανειστές.
Το δεύτερο μέτρο σχετίζεται με
αποφάσεις που θα θωρακίσουν την μονομερή παύση πληρωμών: Λογιστικός έλεγχος του
χρέους από ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων διεθνούς κύρους (κι όχι από
κοινοβουλευτική επιτροπή) που θα αποδείξει τον παράνομο και απεχθή χαρακτήρα
του ελληνικού χρέους διευκολύνοντας την διαγραφή του, επίκληση της κατάστασης
έκτακτης ανάγκης (που έγινε δεκτή κι από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2001)
βάσει της οποίας τα κράτη μπορούν να αθετήσουν διεθνείς τους υποχρεώσεις αν
αδυνατούν να ανταποκριθούν σε βασικές κοινωνικές τους λειτουργίες, κ.α.
Το τρίτο βήμα σχετίζεται με την
προετοιμασία της νέας νομισματικής τάξης καθώς είναι βέβαιο πως η απόφαση
στάσης πληρωμών εναντίον των «επίσημων» πιστωτών στους οποίους οφείλουμε πάνω
από 257 δισ. ευρώ θα προκαλέσει την αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Εξέλιξη που είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και αναγκαία καθώς η νομισματική
κυριαρχία θα δώσει τη δυνατότητα για ορισμό κυκλοφορίας χρήματος και καθορισμό
επιτοκίων και συναλλαγματικής ισοτιμίας μακροπρόθεσμα (γιατί βραχυχρόνια θα
είναι συνδεδεμένη με το ευρώ) πλήρως συμβατά με τις ανάγκες της εγχώριας
οικονομίας. Σε αυτή την προοπτική είναι αναγκαία η σύνταξη μελέτης για τους
όρους που θα γίνει η μετάβαση στο νέο εθνικό νόμισμα.
Εδώ μάλιστα ας μην εκπλαγούμε αν
βρεθούμε ενώπιον εκπλήξεων και το πολυπόθητο για μας Grexit ακυρωθεί με ευθύνη
αυτών που μας απειλούν: των ίδιων των Γερμανών! Ο λόγος δεν είναι μόνο ότι η
έξοδος από την ευρωζώνη θα απελευθερώσει τα πιο ριψοκίνδυνα στοιχήματα στην
αγορά συναλλάγματος για την επόμενη χώρα που θα φύγει από την ευρωζώνη,
χάνοντας έτσι η Γερμανία ένα πλεονέκτημα που ίδρωσε πολύ για να το επιβάλλει:
την απουσία εξόδου από το οικοδόμημα του ευρώ. Επιπλέον, σε μια αποχώρηση της
Ελλάδας από την ζώνη του ευρώ σε συνθήκες ρήξης κι όχι συναινετικού διαζυγίου,
ο λογαριασμός στο σύστημα διακανονισμών συναλλαγών μεταξύ των κεντρικών
τραπεζών του ευρωσυστήματος Target 2 θα έμενε απλήρωτος. Κι αυτή τη στιγμή οι
απαιτήσεις της γερμανικής κεντρικής τράπεζας από την ελληνική, εξ αιτίας της
μαζικής φυγής κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες, ανέρχονται σύμφωνα με
δημοσιεύματα σε 65-70 δισ. ευρώ. Τον Δεκέμβριο ήταν 49 δις. Σε περίπτωση που η
Μέρκελ υποχρεωνόταν να αναλάβει αυτό το χρέος, θα ξέσπαγε ανταρσία στην
γερμανική Δεξιά! Υπάρχουν επομένως πολλοί λόγοι για τους οποίους το Βερολίνο
δεν επιθυμεί το Grexit και θα κάνει ό,τι μπορεί για να το αποφύγει κι ισάριθμα
επιχειρήματα με τα οποία μια κυβέρνηση μπορεί να εκβιάσει την Γερμανία για να
επιβάλει την θέλησή της: από την διαγραφή του χρέους, μέχρι την έξοδο από το
ευρώ ώστε να μην συνοδευτεί από αντίμετρα.
Εθνικοποίηση των τραπεζών
Το τέταρτο βήμα σχετίζεται με την
εθνικοποίηση των συστημικών τραπεζών και την ποινική δίωξη των διοικήσεων τους
για την ζημιά που υπέστησαν από την χρόνια κακοδιαχείριση. Δεδομένης της
πλειοψηφίας που διατηρεί ακόμη το ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των τριών από τις
τέσσερις συστημικές (πλην της Γιούρομπανκ που ούτως ή άλλως στηρίζεται σε
πήλινα πόδια κι είναι θέμα χρόνου η εξαγορά ή το κλείσιμο της) αρκεί ένας νόμος
για την ενοποίηση τους σε μια τράπεζα – εθνικό πρωταθλητή από την οποία στη
συνέχεια θα προκύψει κατ’ αρχάς μια καταθετική και μια επενδυτική. Αυτές οι
τράπεζες θα διαχειριστούν την μετάβαση στο νέο νόμισμα και την ανασυγκρότηση
της οικονομίας.
Αναπόσπαστο τμήμα της
εθνικοποίησης των τραπεζών είναι η επιβολή φραγμών στην έξοδο των κεφαλαίων από
την χώρα, ακόμη και στις αναλήψεις, όπως συνέβη στην Κύπρο μετά το κούρεμα των
καταθέσεων. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση θα εγγυηθεί τις καταθέσεις μέχρι και
το τελευταίο ευρώ, κίνδυνος για bail in ή κατασχέσεις δεν θα υφίσταται τουλάχιστον
για τους μικρομεσαίους λογαριασμούς. Για τους μεγάλους τραπεζικούς λογαριασμούς
η κυβέρνηση μπορεί να επιβάλλει μια ισοτιμία μετατροπής τέτοια που να
ισοδυναμεί με αναδιανομή του «παρκαρισμένου» πλούτου.
Τέλος, το σημαντικότερο που
πρέπει να γίνει αυτούς τους τέσσερις μήνες είναι η ίδια η κοινωνία να
οργανωθεί, να ξαναβγεί στους δρόμους και να πάρει στα χέρια της την υπόθεση της
διαγραφής του χρέους και της αποτίναξης του καθεστώτος της χρεοκρατίας. Υπόθεση
πολύ σοβαρή για να ανατεθεί σε μια κυβέρνηση.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να
δρομολογηθούν από σήμερα έτσι ώστε τέλος Ιουνίου η κυβέρνηση να μην βρεθεί με
την πλάτη στον τοίχο για μια ακόμη φορά, υποκύπτοντας στις απαιτήσεις των
δανειστών, και να είναι σε θέση να υλοποιήσει την εξαγγελία διαγραφής του
χρέους, με τους ελάχιστους δυνατούς κραδασμούς. Σε διαφορετική περίπτωση, αν
δηλαδή δεν ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και πάει στις διαπραγματεύσεις
για να πληρώσει το χρέος κι όχι να το διαγράψει, η πορεία της είναι
προδιαγεγραμμένη: θα βρεθεί στο έλεος εξευτελιστικών πιέσεων μέχρι να υπογράψει
ένα νέο μνημόνιο και πιθανότατα ένα νέο δάνειο και τότε, αφού θα έχει βγάλει
την βρόμικη δουλειά που θα ήταν αδύνατο να βγάλουν Σαμαράς και Βενιζέλος, η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα έχει την τύχη της στημένης λεμονόκουπας.
Σχόλια