Μία άκρως επίκαιρη και διδακτική ιστορία

Του Γιώργου Σαχίνη
Η Κνίδος ήταν μια πλούσια αρχαία ελληνική πόλη στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Καρίας, αποικία των Λακεδαιμονίων στο ακρωτήριο Τριόπιο. Είναι μια δωρική αποικία και είχε πάντα όλα τα στοιχεία για να γίνει και να λειτουργεί ως ένα σπουδαίο και μεγάλο εμπορικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο για τον Ελληνισμό.

Οι κάτοικοί της, Δωριείς, είχαν σπουδαία στρατιωτική παράδοση αλλά και ισχυρό ναυτικό. Η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη από γη και θάλασσα και το λιμάνι της ήταν προφυλαγμένο από δύο ισχυρούς και μεγάλους πύργους.
Κάποια στιγμή ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος αποφασίζει να κυριέψει την Ιωνία και στέλνει τον καλύτερο στρατηγό του, Αρπάγη, για να υποτάξει τις ελληνικές πόλεις της Καρίας. Η Μίλητος, η Έφεσος και η Αλικαρνασσός, είτε ύστερα από μικρή αντίσταση είτε επειδή παραδόθηκαν αμέσως, υποτάχθηκαν στους Πέρσες και εγκαταστάθηκαν άμεσα περσικές φρουρές οι οποίες ήλεγχαν απόλυτα τις ελληνικές πόλεις.
Τότε, οι κάτοικοι της Κνίδου αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που πλησίαζε και για την πόλη τους. Ο Τιτάριος, ένας γενναίος άνδρας στρατιωτικός, άρχισε να παρακινεί τους Κνίδιους στις συνελεύσεις τους στην Εκκλησία του Δήμου να ετοιμαστούν, να οχυρώσουν ακόμα καλύτερα την πόλη και να αντισταθούν στους Πέρσες που προέλαυναν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας.
Πρότεινε στους συμπολίτες του να σκάψουν ένα μεγάλο αυλάκι, μια τάφρο, το οποίο θα αποτελούσε ένα μεγάλο και ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον περσικό στρατό και η πόλη θα άντεχε για αρκετό καιρό στην πολιορκία, μέχρις ότου ίσως δέχονταν και βοήθεια στρατιωτική από την Αθήνα.
Το αυλάκι-ισθμός έφτανε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα 5 στάδια σε μήκος (περίπου 1.000 μ.) και θα μετέτρεπε την πόλη στην ουσία από ακρωτήρι σε νησί (Ηρόδοτος).
Ακούγοντας την πρότασή του, οι περισσότεροι συμπολίτες του ενθουσιάστηκαν και σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε άμεσα να ξεκινήσουν δουλειά για να υπερασπιστούν την πόλη τους.
Όμως, δύο πολιτικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι και λεγόταν ότι ήταν κατάσκοποι και πληρωμένοι από τον Πέρση βασιλιά, αντέδρασαν λέγοντας στον Τιτάριο ότι το σχέδιό του ήταν παράτολμο και σχεδόν αδύνατο να γίνει αφού θα απαιτούσε πολλούς μήνες δουλειάς και δε θα προλάβαιναν να το ετοιμάσουν πριν φτάσει ο περσικός στρατός.
Ο Τιτάριος τους απάντησε ότι «όλοι μαζί θα το σκάψουμε, όλοι μαζί για την πόλη μας, τις οικογένειες και τη ζωή μας». Τότε ξεσήκωσε το πλήθος, οι παραινέσεις του έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό και άρχισαν όλοι μαζί να δουλεύουν, μηχανικοί, εργάτες, στρατιώτες, γυναίκες και παιδιά.
Οι πρώτες δυσκολίες, όμως, δεν άργησαν να φανούν. Όσο προχωρούσε το σκάψιμο ο βράχος γινόταν όλο και πιο σκληρός, η ζέστη ήταν μεγάλη, η σκόνη πείραζε τους εργάτες στα μάτια, τα εργαλεία βάραιναν στα χέρια και κάνα δυο ατυχήματα που έγιναν αποθάρρυναν τον κόσμο που προσπαθούσε.
Οι πολιτικοί που ήταν φίλα προσκείμενοι στους Πέρσες δεν έχασαν φυσικά ευκαιρία και είπαν ότι το έργο ήταν καταραμένο από τους θεούς και έπρεπε να στείλουν αντιπροσωπία στο μαντείο των Δελφών για να τους συμβουλεύσει για το αν πρέπει να συνεχίσουν το έργο ή όχι.
Πράγματι, η πόλη έστειλε αντιπροσωπία πρώτα στους Εφόρους της Σπάρτης, οι οποίοι ήταν διεφθαρμένοι πολιτικοί γέροντες και αδιάφορα και περιφρονητικά τους παρέπεμψαν κατευθείαν στους Δελφούς.
Εκεί το μαντείο και η Πυθία, βιαστικοί, τους έδωσαν πολύ γρήγορα χρησμό, σύντομο αλλά έμμετρο, για να θυμίζουν πάντα στους πιστούς και τις ποιητικές τους ικανότητες.
«Μην κοπιάζετε, μη σκάβετε,
η δουλειά είναι περισσή.
Αν ο Μέγας Δίας το ‘θελε,
δε θα ‘σασταν νησί;».
Η αντιπροσωπία γύρισε απογοητευμένη στην Κνίδο και μετέφερε το χρησμό του μαντείου. Έτσι, η δουλειά, που στο μεταξύ είχε ξαναρχίσει και είχε προχωρήσει πολύ, σταμάτησε μεμιάς.
Όταν αργότερα πλησίασε ο περσικός στρατός με το στρατηγό του, Αρπάγη, ξεκίνησε να τους συναντήσει μια αντιπροσωπία, με επικεφαλής τους γεροντότερους πολίτες, για να τους παραδώσει την πόλη.
Συναντήθηκαν λοιπόν ακριβώς στο σημείο που είχε αρχίσει το σκάψιμο για το άνοιγμα της διώρυγας που θα προστάτευε την πόλη. Ο Αρπάγης, βλέποντας το τολμηρό σχέδιο, που φυσικά δεν ολοκληρώθηκε, ρώτησε απορημένος για ποιο λόγο είχε σταματήσει η δουλειά, η οποία, αν είχε ολοκληρωθεί, θα του ήταν μεγάλο εμπόδιο για την κατάκτηση της πόλης.
Οι γέροντες της αντιπροσωπίας του είπαν τότε για το χρησμό.
Τότε εκείνος απάντησε: «Εσείς οι Έλληνες, μωρέ, πόσο εύκολα μωραίνεστε!».
Η πόλη παραδόθηκε αμαχητί στην περσική κυριαρχία, η οποία και εγκατέστησε ολιγαρχικές φρουρές για περισσότερα από 30 χρόνια.
Πηγή

Σχόλια