«Όσο δουλεύαμε το θέμα της λίστας ήμασταν συνεχώς υπό την απειλή πειθαρχικής δίωξης» ■ «Μόλις ανοίξαμε τη δικογραφία για τα δάνεια των κομμάτων μάς κατάργησαν» ■ «Ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου επιχείρησε όχι μόνο να διακόψει τις έρευνες για υποθέσεις διαφθοράς, αλλά και να μας καταστρέψει»■ Τι απαντά ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου στον Σπύρο Μουζακίτη
«Στο διάστημα που δουλεύαμε την ποινική δικογραφία της λίστας Λαγκάρντ ήμασταν συνεχώς υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης», δηλώνει, σε μια συνέντευξη-ποταμό στο «ΘΕΜΑ», ο πρώην εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος Σπύρος Μουζακίτης.
Ο εισαγγελικός λειτουργός, που με τον συνάδελφό του Γρηγόρη Πεπόνη ανέλαβαν τον Μάιο του 2011 να πατάξουν το οικονομικό έγκλημα στη χώρα μας, 15 μήνες μετά την παραίτησή του από τη θέση αυτή σπάει τη σιωπή του και αποκαλύπτει πολιτικές και δικαστικές παρεμβάσεις που δέχτηκε στο έργο του. Ο κ. Μουζακίτης αναφέρει ότι στο στάδιο της έρευνάς τους για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ οι δύο δικαστικοί, έχοντας προηγουμένως δεχτεί ασφυκτική πίεση, οδηγήθηκαν ουσιαστικά σε παραίτηση αφού με νομοθετική ρύθμιση-μήνυμα («κύριοι, κάτω τα μολύβια, είστε αναρμόδιοι, δεν μπορείτε να συνεχίσετε») τους αφαιρέθηκαν όλες οι σοβαρές υποθέσεις. Ο επίτιμος αντεισαγγελέας Εφετών σήμερα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μετά το «άνοιγμα» της υπόθεσης των δανείων των κομμάτων επιχειρήθηκε η κατάργηση του ίδιου και του κ. Πεπόνη με νομοθετική ρύθμιση, η θέση τους σε πολύμηνη πειθαρχική ομηρία και ουσιαστικά η υπηρεσιακή απαξίωσή τους, ενώ μιλά και για τα καθημερινά εμπόδια που έβαζαν κάποιοι στο έργο τους αρνούμενοι να τους εφοδιάσουν ακόμα και με στυλό και χαρτί, λόγω της εισαγγελικής δράσης τους. Παράλληλα, ο δικηγόρος Αθηνών πλέον, αναφέρεται στους λόγους που τον οδήγησαν να αποχωρήσει από το δικαστικό σώμα για χάρη της μάχιμης δικηγορίας, καθώς και για το πώς αισθάνεται σήμερα στις δικαστικές αίθουσες.
- Πώς οδηγηθήκατε στην απόφαση να δηλώσετε ότι δεν επιθυμείτε την ανανέωση της θητείας σας ως εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος τον Μάιο του 2013;
Τον Ιανουάριο του 2013 είχαμε σε εξέλιξη αρκετές σοβαρές ποινικές δικογραφίες διαφθοράς με ανώνυμους αλλά και επώνυμους. Ενώ είχαμε τις δικογραφίες αυτές ανοιχτές, από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη θεσπίζεται ένας άλλος θεσμός, αυτός του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, οπότε τα 2/3 της ύλης του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος έφευγαν από την αρμοδιότητά του και ουσιαστικά έμενε μόνο η φοροδιαφυγή, που μπορεί να αντιμετωπιστεί και από τις κατά τόπους αρμόδιες εισαγγελίες. Κάθε φορά που αλλάζει ένας νόμος υπάρχουν μεταβατικές διατάξεις που λένε ότι όσες εκκρεμείς υποθέσεις τις χειρίζεται ο τάδε εισαγγελέας τη συγκεκριμένη στιγμή πρέπει να παραμείνουν στα χέρια του. Δεν υπάρχει δικονομικό νομοθέτημα που να μην έχει τέτοια διάταξη. Εδώ, λοιπόν, δεν είχε. Και αυτό σήμαινε «κύριοι, κάτω τα μολύβια, είστε αναρμόδιοι, δεν μπορείτε να συνεχίσετε», ενώ είχαμε ανοιχτές υποθέσεις και είχαμε στείλει κλήσεις να έρθουν άνθρωποι να απολογηθούν…
Τα πολιτικά πρόσωπα
- Υπήρχαν και πολιτικά πρόσωπα μεταξύ αυτών;
Δυστυχώς υπήρχαν και πολιτικά πρόσωπα. Οπότε μας λένε «τέρμα, δεν ασχολείστε εσείς με αυτές τις υποθέσεις». Σταματήσαμε τις έρευνες, σταματήσαμε τα πάντα και δώσαμε τις δικογραφίες. Ψάχναμε να δούμε μήπως υπάρχει μεταβατική δικονομική διάταξη. Από της ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους κανείς υπουργός δεν θέσπισε δικονομικό νόμο χωρίς να περιλάβει μεταβατική δικονομική διάταξη. Ηταν πρωτοφανές. Τότε ήταν που είπαμε ότι δεν επιθυμούμε να συνεχίσουμε τη θητεία μας στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος. Δύο μήνες μετά την αποχώρησή μας ψηφίστηκε νόμος που περιέλαβε μεταβατική διάταξη και οι δικογραφίες επέστρεψαν πάλι στους νέους εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος. Χωρίς να θέλω να μειώσω σε καμία περίπτωση τα πρόσωπα που στελέχωσαν αυτούς τους θεσμούς, παραθέτω απλά τα δεδομένα. Και τα δεδομένα είναι ότι όταν εμείς φύγαμε θεσπίστηκε μεταβατική διάταξη.
- Αυτές τις μέρες υπάρχουν εξελίξεις στην πολύκροτη υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ που χειριστήκατε…
Στο διάστημα που δουλεύαμε τη λίστα Λαγκάρντ ήμασταν συνεχώς υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης. Για ακόμα μια φορά επιχειρήθηκε να ασκηθεί εναντίον μας πειθαρχική δίωξη διότι στην περίπτωση αυτή δεν πήγαμε, υποτίθεται, σε ένα ραντεβού! Ραντεβού με τον επόπτη αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Παντελή. Κάποια στιγμή ο κ. Παντελής με τον κ. Πεπόνη είχαν μιλήσει για κάποια συνάντηση που έπρεπε να γίνει, χωρίς να είναι ξεκαθαρισμένο το πότε. Μάλιστα, επειδή δεν ήταν ξεκαθαρισμένο, ο κ. Πεπόνης δεν με είχε ενημερώσει. Ξαφνικά όμως μας έρχεται ένα έγγραφο που έλεγε «να εμφανιστείτε ενώπιον άλλου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να καταθέσετε διότι δεν ήρθατε την τάδε ώρα και μέρα σε συγκεκριμένο ραντεβού προσβάλλοντας το κύρος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου». Επεσα από τα σύννεφα. Αυτό το έγγραφο ήρθε όταν ήταν στο φόρτε της η έρευνα για τη λίστα Λαγκάρντ. Και λέμε, «καλά, εμείς προσπαθούμε να δούμε τι έχει γίνει σε αυτή την υπόθεση και μας ζητάτε ευθύνες για αθέτηση ραντεβού που δεν γνωρίζαμε;». Απειλή πειθαρχικής δίωξης και σ’ αυτό το διάστημα και παρεμβολές συνεχών προσκομμάτων. Ομως εμείς συνεχίσαμε να δουλεύουμε σαν τους ποδοσφαιριστές που είναι μέσα στο γήπεδο σε μια κόλαση και δεν καταλαβαίνουν τίποτα, σαν να έχουν ωτοασπίδες.
«Εχω τη δικαστική μου συνείδηση ήσυχη»
- Η θητεία σας με τον κ. Γρηγόρη Πεπόνη ως εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος χαρακτηρίστηκε από πολλούς θυελλώδης. Πώς την αξιολογείτε 15 μήνες μετά τη λήξη της;
Θεωρώ τον απολογισμό της θετικό παρά τα προβλήματα, έχοντας τη δικαστική μου συνείδηση ήσυχη. Στην αρχή όμως της λειτουργικής διαδρομής μου με τον κ. Πεπόνη στο οικονομικό έγκλημα προέκυψαν κάποια ζητήματα διότι η δράση μας ενόχλησε ορισμένους, οι οποίοι, ενώ είχαμε σε εξέλιξη ποινικές προκαταρκτικές δικογραφίες, επιχείρησαν να μας καταργήσουν. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, μας κοινοποίησε ένα σχέδιο νόμου που έλεγε ότι ο εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος πλέον δεν θα ήταν αντεισαγγελέας Εφετών, που ήμασταν εμείς, αλλά αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, και θα επικουρούνταν από δύο αντεισαγγελείς Πρωτοδικών. Το υπουργείο Δικαιοσύνης μας καταργούσε και ζητούσε να πούμε και την άποψή μας επί της καταργήσεώς μας.
- Για ποιον λόγο εκτιμάτε ότι προωθήθηκε αυτή η νομοθετική ρύθμιση κατάργησής σας;
Εμείς θεωρήσαμε ότι αυτή η κατάργηση και η επιχειρούμενη αλλαγή είχε σαν αιτία κάποιες συγκεκριμένες ποινικές προκαταρκτικές δικογραφίες που είχαμε ανοίξει. Είχε εκδηλωθεί και πριν δυσαρέσκεια γι’ αυτές τις υποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην έχουμε καμία υλική και οργανωτική βοήθεια στην προσπάθεια να συγκροτήσουμε και να οργανώσουμε το γραφείο του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Μεγάλη δυστοκία παρατηρήθηκε στην έγκριση -από τους αρμόδιους υπουργούς- των αποσπάσεων των υπαλλήλων για τη στελέχωση του γραφείου μέχρι τον εφοδιασμό του με αναλώσιμα και γραφική ύλη! Μάλιστα ζητήσαμε να αποσπαστεί ένας γραμματέας, αλλά η απάντηση ήταν «όχι», με αποτέλεσμα στις προκαταρκτικές εξετάσεις ο κ. Πεπόνης να εξετάζει τον μάρτυρα και εγώ να γράφω ως γραμματέας ή όταν εξέταζα εγώ έγραφα ο ίδιος ταυτόχρονα!
«Είπαμε να μας αφήσουν ήσυχους»
- Ποια υπόθεση πιστεύετε ότι ενόχλησε περισσότερο;
Μία από τις δικογραφίες που ενόχλησε ειδικότερα ήταν αυτή σχετικά με τα δάνεια των κομμάτων, μια και είχαν χορηγηθεί χρήματα από τις τράπεζες στα κόμματα χωρίς εμπράγματες ασφάλειες. Με το που ανοίξαμε αυτή τη δικογραφία μάς απεστάλη τον Δεκέμβριο του 2011 το σχέδιο κατάργησής μας. Εν συνεχεία, κάνοντας εφαρμογή σχετικής διατάξεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλώσαμε αποχή από τα καθήκοντά μας. Δεν παραιτηθήκαμε. Είπαμε ότι το σχέδιο αυτό για εμάς δηλώνει ότι «δεν μας εγκρίνετε, δεν μας έχετε εμπιστοσύνη, εκφράζετε κατά του προσώπου μας κάποιες απαράδεκτες υπόνοιες και ως εκ τούτου απέχουμε από τα καθήκοντά μας έως ότου το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο λάβει θέση». Είπαμε ότι εμείς θέλαμε να λειτουργήσουμε και να μας αφήσουν ήσυχους. Δεν μπορεί να κάνουμε προκαταρκτικές εξετάσεις και να μας ζητούν να πούμε τη γνώμη μας επί της καταργήσεώς μας. Περιμένοντας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει, η πολιτική εξουσία μας κατηγόρησε ότι προσβάλαμε το κύρος της Δικαιοσύνης, ενώ εν μέρει με τη σιωπή της συνηγορούσε στην άποψη αυτή και η δικαστική εξουσία.
- Το ερώτημα που απέστελε τότε (σ.σ.: τον Ιαν. του 2012) ο κ. Παπαϊωάννου προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για την αντικατάστασή σας υπήρξε ιδιαίτερα σκληρό με αιχμηρούς χαρακτηρισμούς...
Από το σχέδιο νόμου που δεν προωθήθηκε τελικά, πήγαν με άλλο τρόπο να επιτύχουν την αντικατάστασή μας, μέσω του ερωτήματος-κατηγορητηρίου του κυρίου υπουργού. Επειδή αυτό το ερώτημα περιείχε πολύ σοβαρές αιχμές εναντίον μας, εάν γινόταν δεκτό θα έπρεπε να ακολουθήσει η πειθαρχική δίωξή μας, η οποία θα οδηγούσε στην οριστική μας παύση. Δηλαδή μας έβαζε στην ίδια κατηγορία με δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι σε προγενέστερο χρόνο είχαν παυτεί οριστικά εξαιτίας ανάμιξής τους σε δωροδοκίες. Εχει αναλογιστεί ο κ. Παπαϊωάννου ότι επιχείρησε όχι μόνο να διακόψει την υπηρεσιακή λειτουργία των εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος που ερευνούσαν σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς κρατικών παραγόντων, αλλά και επιπλέον να τους καταστρέψει υπηρεσιακά; Εχει το σθένος άραγε να ανασκευάσει σήμερα αυτό που είπε στις αρχές του 2012, ότι δηλαδή οι εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος «προσέβαλαν το κύρος της Δικαιοσύνης»; Σήμερα που εξαιτίας της υπηρεσιακής δράσης τους πρόκειται να συγκροτηθεί ενδεχομένως, μετά από πολλά χρόνια, ακόμη και Ειδικό Δικαστήριο;
- Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όμως αποφάσισε κατά πλειοψηφία να παραμείνετε στη θέση σας…
Παρά την απόφαση αυτή και την υπέρ μας θέση του εισηγητή του Συμβουλίου, κάποιες εις βάρος μας αιτιάσεις που διατύπωσε στάλθηκαν από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, στα πειθαρχικά όργανα. Αυτό ήταν μια νόμιμη ενέργεια αφού υπήρχαν κάποιες αιτιάσεις και εκ του λόγου αυτού διαβιβάστηκε στην Επιθεώρηση. Ομως η Επιθεώρηση έπρεπε να το δει το θέμα και να αποφανθεί. Εμεινε στην Επιθεώρηση 7 μήνες, πράγμα υπερβολικό κατά την άποψή μου. Εμείς επί 7 μήνες δηλαδή εργαζόμαστε νυχθημερόν, γνωρίζοντας όμως άτυπα ότι εκκρεμούσε στην Επιθεώρηση ένα υλικό από το οποίο μπορούσαμε ανά πάσα στιγμή να βρεθούμε πειθαρχικά διωκτέοι. Ολες οι πειθαρχικές υποθέσεις θα πρέπει να περαιώνονται σε σύντομο διάστημα, είτε να ασκείται πειθαρχική δίωξη, είτε να αρχειοθετούνται, ώστε να μπορεί να δικαστικός λειτουργός να εργάζεται χωρίς ψυχολογική πίεση, να μην είναι στην ουσία όμηρος. Ομηρία επί ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Εμείς δεν αισθανθήκαμε όμως έτσι γιατί ξέραμε ότι και οριστικά να μας έπαυαν η συνείδησή μας ήταν καθαρή. Κάποια στιγμή τελικώς τέθηκε στο αρχείο αυτή η υπόθεση, καθώς θεωρήθηκε ότι οι συγκεκριμένες αιτιάσεις δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση πειθαρχικό παράπτωμα.
«Προχωρήσαμε πολλές σοβαρές υποθέσεις»
- Τι απαντάτε σήμερα στους επικριτές σας που εκείνη την εποχή σας καταλόγιζαν ότι ανοίγατε πολλές υποθέσεις οι οποίες τελικώς δεν προχωρούσαν;
Είχαμε πανελλαδική αρμοδιότητα. Στο γραφείο μας έφταναν καθημερινά γύρω στις 1.000 μηνυτήριες αναφορές και καταγγελίες που τις βλέπαμε με τον κ. Πεπόνη, αλλά δύο αντεισαγγελείς Πρωτοδικών, οι οποίοι και αυτοί κυριολεκτικά έφτυσαν αίμα. Ορισμένοι έφυγαν μετά από λίγους μήνες λόγω της πίεσης. Δεν δεχόμαστε την άποψη ότι οι υποθέσεις δεν προχώρησαν. Στο διάστημα της θητείας μας οι περισσότερες σοβαρές υποθέσεις ολοκληρώθηκαν, μερικές πήγαν στα ακροατήρια, άλλες για να μην πάνε χρειάστηκε νομοθετική αντιμετώπιση, όπως η δικογραφία για τα δάνεια των κομμάτων που τακτοποιήθηκε με μια νομοθετική διάταξη, μια τροπολογία που έλεγε ότι δεν έχει ευθύνη κανένας και δεν υπάρχει πρόβλημα. Μια τροπολογία που ήρθε αφού είχε ολοκληρωθεί από μέρους μας η διαδικασία και με ειδικούς υπαλλήλους είχαμε αποφανθεί ποια είναι η ζημία τελικά που προκλήθηκε. Δικαίωμα βέβαια της Πολιτείας είναι να νομοθετήσει οτιδήποτε, αλλά δεν μπορούν να λένε ότι δεν προχωρήσαμε τις δικογραφίες. Ηρθε ένας νόμος και εμείς δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε την έρευνα.
- Αποδέχεστε την άποψη κάποιων ότι τα βάλατε με το σύστημα και την εξουσία;
Εμείς τα βάλαμε με το οικονομικό έγκλημα και με εκείνους που ήταν φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί αυτού του εγκλήματος, αδιαφορώντας για την ταυτότητα των δραστών. Ο τρόπος δράσης μας όμως φάνηκε ότι ενόχλησε από την αντιμετώπιση που είχαμε. Ομως, το να ενοχλήσαι και να εκφράζεις μια άποψη είναι άλλο από το να θέλεις να ληφθούν τέτοια μέτρα ώστε αυτοί οι άνθρωποι να καταστραφούν. Δύο ανθρώπους που δεν επέδειξαν απαράδεκτη συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας, που να προσβάλλει το δικαστικό σώμα, επιχειρείς να τους αντικαταστήσεις με έναν άκομψο τρόπο στέλνοντας στους ίδιους το σχέδιό σου και αφού βλέπεις ότι δεν γίνεται, επιχειρείς με άλλον τρόπο να τους καταστρέψεις και στη συνέχεια τους έχεις ομήρους επί μήνες εν όψει ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου. Και ενώ αυτοί οι άνθρωποι συνέχιζαν να δουλεύουν σαν τα σκυλιά, αφού πηγαίναμε στο γραφείο μας 7 το πρωί και φεύγαμε 12 το βράδυ, πάλι τους έχεις υπό την καθημερινή απειλή διατύπωσης πειθαρχικών παραπτωμάτων και δεν βρίσκεις κάτι να κάνεις πάνω στη δουλειά τους - διότι οφείλω να σας πω ότι υπήρχε και αυτό. Υπήρχε δηλαδή παραγγελία από τον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που έλεγε ότι «θέλω να μου λέτε κάθε μέρα τι ακριβώς κάνετε. Να μου αναφέρετε πόσες δικογραφίες έχετε, τι τις κάνατε, πού τις πήγατε, πότε θα γυρίσουν». Δεν μπορείς να αναφέρεις όλη μέρα. Εμείς οι ίδιοι συντάσσαμε στατιστικούς πίνακες, λέγαμε η τάδε δικογραφία έφυγε την τάδε του μηνός, την τάδε ώρα, πήγε στην τάδε υπηρεσία. Οι συνθήκες στις οποίες εργαζόμαστε ήταν τέτοιες που αναρωτιόμαστε πως αν δεν γράφαμε τη «δικογραφία ΑΒΜ» και γράφαμε από λάθος ένα άλλο γράμμα στον κωδικό, θα διωχθούμε πειθαρχικά. Θα μπορούσε να πει κάποιος ναι!
- Είναι βάσιμη η άποψη τμήματος της κοινής γνώμης ότι στο τέλος οι ισχυροί που διαπράττουν οικονομικά εγκλήματα τη γλιτώνουν;
Ως έναν βαθμό είναι βάσιμο αυτό που λέτε. Πολλές φορές με νομοθετικές παρεμβάσεις κάποιες κατηγορίες κατηγορούμενων οικονομικών εγκλημάτων τη γλιτώνουν. Αυτό γίνεται και γινόταν πάντοτε. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Οταν ο νόμος δεν αλλάζει, θα εφαρμοστεί εναντίον πάντων, είτε είναι επώνυμος είτε ανώνυμος. Δεν γίνεται διαφορετικά. Πολλές φορές όμως έρχεται ξαφνικά ένας νόμος που λέει π.χ. ότι όσα εγκλήματα έγιναν από μια ημερομηνία και προγενέστερα παραγράφονται. Ή αλλάζουν τα προβλεπόμενα όρια καθορισμού για να κατηγοριοποιηθεί ένα έγκλημα στα κακουργήματα ή στα πλημμελήματα. Και η κοινή γνώμη το σχολιάζει αρνητικά, ειδικά αν μέσα σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν και κάποιοι επώνυμοι. Πολλές φορές μπορεί και να διευκολυνθούν κάποιοι. Δεν λέω βέβαια ότι γίνεται κατά κανόνα. Κάποιοι ευνοούνται επειδή είναι τυχεροί ή κάποιοι άλλοι μπορεί να το έχουν προκαλέσει αυτό. Και η κοινή γνώμη σε αυτές τις περιπτώσεις εξανίσταται.
- Τι σας οδήγησε μετά από 30 χρόνια στην εισαγγελική έδρα να βρεθείτε στα έδρανα των συνηγόρων;
Το θέμα της παραίτησης από το δικαστικό σώμα το είχα στα επαγγελματικά πλάνα μου από παλιά. Σκεφτόμουν ότι με τη συμπλήρωση 25ετίας θα έφευγα. Δεν παραιτήθηκα επειδή υπήρχε κάποιος άλλος λόγος ή κάποιο άλλο κίνητρο. Το μοναδικό κίνητρο ήταν ότι τα τελευταία 10 χρόνια της επαγγελματικής μου διαδρομής θα ήθελα να τα κάνω στη δικηγορία, πράγμα που κάνω από τον Φεβρουάριο του 2014.
- Πώς αισθάνεστε στον νέο σας ρόλο;
Η ποινική δίκη έχει τρεις παράγοντες: δικαστές - εισαγγελέα - δικηγόρους, οι οποίοι συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία. Το εισαγγελικό έργο μοιάζει με του δικηγόρου περισσότερο απ’ ό,τι το δικαστικό. Εξαιτίας αυτής της ομοιότητας και του ότι είμαι εύκολος άνθρωπος όσον αφορά στις καταστάσεις, έχω αρχίσει και προσαρμόζομαι. Εχει και το δικηγορικό λειτούργημα τη γοητεία του και την ομορφιά του. Ο δικηγόρος επιτελεί και αυτός ένα λειτούργημα και κάθε κατηγορούμενος, όσο και αν φαίνεται στην αρχή το αδίκημα που έχει τελέσει βαρύ, αποτρόπαιο και αποκρουστικό, που προκαλεί την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, μπορεί να έχει κάποια καλά στοιχεία. Προσπαθώ να είμαι πάρα πολύ τυπικός με τους συναδέλφους μου. Δεν θέλω να τους φέρνω σε καμία περίπτωση σε δύσκολη θέση. Εκ πεποιθήσεως δεν είμαι από εκείνους που επιτίθενται εναντίον των εισαγγελέων της έδρας. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού και ειλικρινά δεν πρόκειται ποτέ να το κάνω έστω και αν ακουστεί η πιο εξωφρενική πρόταση για μια υπόθεση που θα παρίσταμαι.
- Πώς σας αντιμετωπίζουν οι νεότεροι εισαγγελείς αλλά και οι εντολείς σας;
Υπεύθυνα και τυπικά. Και εγώ είμαι απόλυτα τυπικός όσον αφορά στους εισαγγελείς. Στους ανθρώπους που έρχονται στο δικηγορικό γραφείο μου έχω ξεκαθαρίσει ότι θέλω να με βλέπουν καθαρά ως δικηγόρο και ποτέ μην πάει το μυαλό τους στο τι ήμουν πριν. Οτι η διαδρομή μου αυτή αφορά μόνο εμένα, είμαι περήφανος γι’ αυτή και δεν τη διαγράφω. Αν τους αρέσει η δουλειά μου ως δικηγόρου έχει καλώς. Ερχονται στον Μουζακίτη τον δικηγόρο και όχι τον πρώην εισαγγελέα, γι’ αυτό αναλαμβάνω και θα τα δώσω όλα γι’ αυτούς, μέσα σε λογικά πλαίσια, τηρουμένων των κοινωνικών θεσμών και υποχρεώσεων, εκδίδοντας τα απαραίτητα φορολογικά στοιχεία, με την προϋπόθεση να μη μου πούνε ποτέ κάτι για το παρελθόν. Πλέον, δεν ξέρω κανέναν. Οπως δεν γνώριζα κανέναν από αυτούς που έχουν έρθει στο δικηγορικό μου γραφείο όταν ήμουν εισαγγελέας. Λόγω χαρακτήρα και επαγγέλματος ήμουν και είμαι ένας άνθρωπος σχεδόν κλειστός, με ελάχιστες παρέες με ανώδυνους ανθρώπους. Δεν είχα γνωριμίες και αυτό δεν είναι κανόνας για τους δικαστές και εισαγγελείς. Ορισμένοι έχουν τις γνωριμίες τους. Εγώ δεν είχα τίποτα, δεν ήξερα άνθρωπο.
Μιλτιάδης Παπαϊωάννου: «Ουδέποτε παρενέβην στο έργο του κυρίου Μουζακίτη»Ο πρώην υπουργός κ. Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, σε απάντηση των ισχυρισμών του Σπ. Μουζακίτη, που δημοσιεύονται στην εφημερίδα “Πρώτο Θέμα” έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο δικηγόρος Σπ. Μουζακίτης από ανεπαρκής εισαγγελικός λειτουργός, σήμερα γίνεται και κοινός συκοφάντης. Για όσα με αφορούν ψεύδεται ασυστόλως. Υπενθυμίζω ότι ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα είναι έργο του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με το νόμο, που θέσπισε το ΠΑΣΟΚ, η επιλογή των οικονομικών εισαγγελέων γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) και όχι από τον υπουργό.
Ουδέποτε υπήρξε νομοθετική πρωτοβουλία για κατάργηση του θεσμού. Τουναντίον κατατέθηκαν προτάσεις για βελτίωση και επέκταση σε όλη τη χώρα για να γίνει πιο αποτελεσματικός ο έλεγχος , αφού χιλιάδες υποθέσεις, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, εκκρεμούσαν ενώπιον του.
Ουδέποτε παρενέβην στο έργο του, όπως και στο έργο οποιουδήποτε δικαστή.
Του υπενθυμίζω, επίσης, ότι ως οικονομικός εισαγγελέας άνοιξε εκατοντάδες υποθέσεις σύμφωνα, πάντοτε, με τη δημοσιογραφική σκανδαλοθηρία.
Πόσες ολοκλήρωσε;
Ας κάνει σήμερα τον απολογισμό του.
Ζητούσε πάντοτε τη δημοσιότητα. Πρωτόγνωρη συμπεριφορά για δικαστικό λειτουργό. Το επιδιώκει και σήμερα. Και δυστυχώς του δίδεται αφειδώς. Γιατί;
Του υπενθυμίζω, τέλος, ότι την παραπομπή του στο ΑΔΣ ουσιαστικά ζήτησε ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο προϊστάμενος του Αντεισαγγελέας, γιατί, για λόγους που επικαλέστηκε και ποτέ δεν απεδείχθησαν, είχε παραιτηθεί από το λειτούργημα του.
Η υποβολή ερωτήματος από τον υπουργό είναι μια τυπική διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο.
Φαίνεται όμως ότι πρώην Αντεισαγγελέας αγνοεί βασικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας.
Αυτά προς το παρόν».
Πηγή
http://diulistirio.blogspot.gr/
«Στο διάστημα που δουλεύαμε την ποινική δικογραφία της λίστας Λαγκάρντ ήμασταν συνεχώς υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης», δηλώνει, σε μια συνέντευξη-ποταμό στο «ΘΕΜΑ», ο πρώην εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος Σπύρος Μουζακίτης.
Ο εισαγγελικός λειτουργός, που με τον συνάδελφό του Γρηγόρη Πεπόνη ανέλαβαν τον Μάιο του 2011 να πατάξουν το οικονομικό έγκλημα στη χώρα μας, 15 μήνες μετά την παραίτησή του από τη θέση αυτή σπάει τη σιωπή του και αποκαλύπτει πολιτικές και δικαστικές παρεμβάσεις που δέχτηκε στο έργο του. Ο κ. Μουζακίτης αναφέρει ότι στο στάδιο της έρευνάς τους για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ οι δύο δικαστικοί, έχοντας προηγουμένως δεχτεί ασφυκτική πίεση, οδηγήθηκαν ουσιαστικά σε παραίτηση αφού με νομοθετική ρύθμιση-μήνυμα («κύριοι, κάτω τα μολύβια, είστε αναρμόδιοι, δεν μπορείτε να συνεχίσετε») τους αφαιρέθηκαν όλες οι σοβαρές υποθέσεις. Ο επίτιμος αντεισαγγελέας Εφετών σήμερα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μετά το «άνοιγμα» της υπόθεσης των δανείων των κομμάτων επιχειρήθηκε η κατάργηση του ίδιου και του κ. Πεπόνη με νομοθετική ρύθμιση, η θέση τους σε πολύμηνη πειθαρχική ομηρία και ουσιαστικά η υπηρεσιακή απαξίωσή τους, ενώ μιλά και για τα καθημερινά εμπόδια που έβαζαν κάποιοι στο έργο τους αρνούμενοι να τους εφοδιάσουν ακόμα και με στυλό και χαρτί, λόγω της εισαγγελικής δράσης τους. Παράλληλα, ο δικηγόρος Αθηνών πλέον, αναφέρεται στους λόγους που τον οδήγησαν να αποχωρήσει από το δικαστικό σώμα για χάρη της μάχιμης δικηγορίας, καθώς και για το πώς αισθάνεται σήμερα στις δικαστικές αίθουσες.
- Πώς οδηγηθήκατε στην απόφαση να δηλώσετε ότι δεν επιθυμείτε την ανανέωση της θητείας σας ως εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος τον Μάιο του 2013;
Τον Ιανουάριο του 2013 είχαμε σε εξέλιξη αρκετές σοβαρές ποινικές δικογραφίες διαφθοράς με ανώνυμους αλλά και επώνυμους. Ενώ είχαμε τις δικογραφίες αυτές ανοιχτές, από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη θεσπίζεται ένας άλλος θεσμός, αυτός του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, οπότε τα 2/3 της ύλης του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος έφευγαν από την αρμοδιότητά του και ουσιαστικά έμενε μόνο η φοροδιαφυγή, που μπορεί να αντιμετωπιστεί και από τις κατά τόπους αρμόδιες εισαγγελίες. Κάθε φορά που αλλάζει ένας νόμος υπάρχουν μεταβατικές διατάξεις που λένε ότι όσες εκκρεμείς υποθέσεις τις χειρίζεται ο τάδε εισαγγελέας τη συγκεκριμένη στιγμή πρέπει να παραμείνουν στα χέρια του. Δεν υπάρχει δικονομικό νομοθέτημα που να μην έχει τέτοια διάταξη. Εδώ, λοιπόν, δεν είχε. Και αυτό σήμαινε «κύριοι, κάτω τα μολύβια, είστε αναρμόδιοι, δεν μπορείτε να συνεχίσετε», ενώ είχαμε ανοιχτές υποθέσεις και είχαμε στείλει κλήσεις να έρθουν άνθρωποι να απολογηθούν…
Τα πολιτικά πρόσωπα
- Υπήρχαν και πολιτικά πρόσωπα μεταξύ αυτών;
Δυστυχώς υπήρχαν και πολιτικά πρόσωπα. Οπότε μας λένε «τέρμα, δεν ασχολείστε εσείς με αυτές τις υποθέσεις». Σταματήσαμε τις έρευνες, σταματήσαμε τα πάντα και δώσαμε τις δικογραφίες. Ψάχναμε να δούμε μήπως υπάρχει μεταβατική δικονομική διάταξη. Από της ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους κανείς υπουργός δεν θέσπισε δικονομικό νόμο χωρίς να περιλάβει μεταβατική δικονομική διάταξη. Ηταν πρωτοφανές. Τότε ήταν που είπαμε ότι δεν επιθυμούμε να συνεχίσουμε τη θητεία μας στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος. Δύο μήνες μετά την αποχώρησή μας ψηφίστηκε νόμος που περιέλαβε μεταβατική διάταξη και οι δικογραφίες επέστρεψαν πάλι στους νέους εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος. Χωρίς να θέλω να μειώσω σε καμία περίπτωση τα πρόσωπα που στελέχωσαν αυτούς τους θεσμούς, παραθέτω απλά τα δεδομένα. Και τα δεδομένα είναι ότι όταν εμείς φύγαμε θεσπίστηκε μεταβατική διάταξη.
- Αυτές τις μέρες υπάρχουν εξελίξεις στην πολύκροτη υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ που χειριστήκατε…
Στο διάστημα που δουλεύαμε τη λίστα Λαγκάρντ ήμασταν συνεχώς υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης. Για ακόμα μια φορά επιχειρήθηκε να ασκηθεί εναντίον μας πειθαρχική δίωξη διότι στην περίπτωση αυτή δεν πήγαμε, υποτίθεται, σε ένα ραντεβού! Ραντεβού με τον επόπτη αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Παντελή. Κάποια στιγμή ο κ. Παντελής με τον κ. Πεπόνη είχαν μιλήσει για κάποια συνάντηση που έπρεπε να γίνει, χωρίς να είναι ξεκαθαρισμένο το πότε. Μάλιστα, επειδή δεν ήταν ξεκαθαρισμένο, ο κ. Πεπόνης δεν με είχε ενημερώσει. Ξαφνικά όμως μας έρχεται ένα έγγραφο που έλεγε «να εμφανιστείτε ενώπιον άλλου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να καταθέσετε διότι δεν ήρθατε την τάδε ώρα και μέρα σε συγκεκριμένο ραντεβού προσβάλλοντας το κύρος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου». Επεσα από τα σύννεφα. Αυτό το έγγραφο ήρθε όταν ήταν στο φόρτε της η έρευνα για τη λίστα Λαγκάρντ. Και λέμε, «καλά, εμείς προσπαθούμε να δούμε τι έχει γίνει σε αυτή την υπόθεση και μας ζητάτε ευθύνες για αθέτηση ραντεβού που δεν γνωρίζαμε;». Απειλή πειθαρχικής δίωξης και σ’ αυτό το διάστημα και παρεμβολές συνεχών προσκομμάτων. Ομως εμείς συνεχίσαμε να δουλεύουμε σαν τους ποδοσφαιριστές που είναι μέσα στο γήπεδο σε μια κόλαση και δεν καταλαβαίνουν τίποτα, σαν να έχουν ωτοασπίδες.
«Εχω τη δικαστική μου συνείδηση ήσυχη»
- Η θητεία σας με τον κ. Γρηγόρη Πεπόνη ως εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος χαρακτηρίστηκε από πολλούς θυελλώδης. Πώς την αξιολογείτε 15 μήνες μετά τη λήξη της;
Θεωρώ τον απολογισμό της θετικό παρά τα προβλήματα, έχοντας τη δικαστική μου συνείδηση ήσυχη. Στην αρχή όμως της λειτουργικής διαδρομής μου με τον κ. Πεπόνη στο οικονομικό έγκλημα προέκυψαν κάποια ζητήματα διότι η δράση μας ενόχλησε ορισμένους, οι οποίοι, ενώ είχαμε σε εξέλιξη ποινικές προκαταρκτικές δικογραφίες, επιχείρησαν να μας καταργήσουν. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, μας κοινοποίησε ένα σχέδιο νόμου που έλεγε ότι ο εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος πλέον δεν θα ήταν αντεισαγγελέας Εφετών, που ήμασταν εμείς, αλλά αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, και θα επικουρούνταν από δύο αντεισαγγελείς Πρωτοδικών. Το υπουργείο Δικαιοσύνης μας καταργούσε και ζητούσε να πούμε και την άποψή μας επί της καταργήσεώς μας.
- Για ποιον λόγο εκτιμάτε ότι προωθήθηκε αυτή η νομοθετική ρύθμιση κατάργησής σας;
Εμείς θεωρήσαμε ότι αυτή η κατάργηση και η επιχειρούμενη αλλαγή είχε σαν αιτία κάποιες συγκεκριμένες ποινικές προκαταρκτικές δικογραφίες που είχαμε ανοίξει. Είχε εκδηλωθεί και πριν δυσαρέσκεια γι’ αυτές τις υποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην έχουμε καμία υλική και οργανωτική βοήθεια στην προσπάθεια να συγκροτήσουμε και να οργανώσουμε το γραφείο του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Μεγάλη δυστοκία παρατηρήθηκε στην έγκριση -από τους αρμόδιους υπουργούς- των αποσπάσεων των υπαλλήλων για τη στελέχωση του γραφείου μέχρι τον εφοδιασμό του με αναλώσιμα και γραφική ύλη! Μάλιστα ζητήσαμε να αποσπαστεί ένας γραμματέας, αλλά η απάντηση ήταν «όχι», με αποτέλεσμα στις προκαταρκτικές εξετάσεις ο κ. Πεπόνης να εξετάζει τον μάρτυρα και εγώ να γράφω ως γραμματέας ή όταν εξέταζα εγώ έγραφα ο ίδιος ταυτόχρονα!
«Είπαμε να μας αφήσουν ήσυχους»
- Ποια υπόθεση πιστεύετε ότι ενόχλησε περισσότερο;
Μία από τις δικογραφίες που ενόχλησε ειδικότερα ήταν αυτή σχετικά με τα δάνεια των κομμάτων, μια και είχαν χορηγηθεί χρήματα από τις τράπεζες στα κόμματα χωρίς εμπράγματες ασφάλειες. Με το που ανοίξαμε αυτή τη δικογραφία μάς απεστάλη τον Δεκέμβριο του 2011 το σχέδιο κατάργησής μας. Εν συνεχεία, κάνοντας εφαρμογή σχετικής διατάξεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλώσαμε αποχή από τα καθήκοντά μας. Δεν παραιτηθήκαμε. Είπαμε ότι το σχέδιο αυτό για εμάς δηλώνει ότι «δεν μας εγκρίνετε, δεν μας έχετε εμπιστοσύνη, εκφράζετε κατά του προσώπου μας κάποιες απαράδεκτες υπόνοιες και ως εκ τούτου απέχουμε από τα καθήκοντά μας έως ότου το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο λάβει θέση». Είπαμε ότι εμείς θέλαμε να λειτουργήσουμε και να μας αφήσουν ήσυχους. Δεν μπορεί να κάνουμε προκαταρκτικές εξετάσεις και να μας ζητούν να πούμε τη γνώμη μας επί της καταργήσεώς μας. Περιμένοντας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει, η πολιτική εξουσία μας κατηγόρησε ότι προσβάλαμε το κύρος της Δικαιοσύνης, ενώ εν μέρει με τη σιωπή της συνηγορούσε στην άποψη αυτή και η δικαστική εξουσία.
- Το ερώτημα που απέστελε τότε (σ.σ.: τον Ιαν. του 2012) ο κ. Παπαϊωάννου προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για την αντικατάστασή σας υπήρξε ιδιαίτερα σκληρό με αιχμηρούς χαρακτηρισμούς...
Από το σχέδιο νόμου που δεν προωθήθηκε τελικά, πήγαν με άλλο τρόπο να επιτύχουν την αντικατάστασή μας, μέσω του ερωτήματος-κατηγορητηρίου του κυρίου υπουργού. Επειδή αυτό το ερώτημα περιείχε πολύ σοβαρές αιχμές εναντίον μας, εάν γινόταν δεκτό θα έπρεπε να ακολουθήσει η πειθαρχική δίωξή μας, η οποία θα οδηγούσε στην οριστική μας παύση. Δηλαδή μας έβαζε στην ίδια κατηγορία με δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι σε προγενέστερο χρόνο είχαν παυτεί οριστικά εξαιτίας ανάμιξής τους σε δωροδοκίες. Εχει αναλογιστεί ο κ. Παπαϊωάννου ότι επιχείρησε όχι μόνο να διακόψει την υπηρεσιακή λειτουργία των εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος που ερευνούσαν σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς κρατικών παραγόντων, αλλά και επιπλέον να τους καταστρέψει υπηρεσιακά; Εχει το σθένος άραγε να ανασκευάσει σήμερα αυτό που είπε στις αρχές του 2012, ότι δηλαδή οι εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος «προσέβαλαν το κύρος της Δικαιοσύνης»; Σήμερα που εξαιτίας της υπηρεσιακής δράσης τους πρόκειται να συγκροτηθεί ενδεχομένως, μετά από πολλά χρόνια, ακόμη και Ειδικό Δικαστήριο;
- Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όμως αποφάσισε κατά πλειοψηφία να παραμείνετε στη θέση σας…
Παρά την απόφαση αυτή και την υπέρ μας θέση του εισηγητή του Συμβουλίου, κάποιες εις βάρος μας αιτιάσεις που διατύπωσε στάλθηκαν από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, στα πειθαρχικά όργανα. Αυτό ήταν μια νόμιμη ενέργεια αφού υπήρχαν κάποιες αιτιάσεις και εκ του λόγου αυτού διαβιβάστηκε στην Επιθεώρηση. Ομως η Επιθεώρηση έπρεπε να το δει το θέμα και να αποφανθεί. Εμεινε στην Επιθεώρηση 7 μήνες, πράγμα υπερβολικό κατά την άποψή μου. Εμείς επί 7 μήνες δηλαδή εργαζόμαστε νυχθημερόν, γνωρίζοντας όμως άτυπα ότι εκκρεμούσε στην Επιθεώρηση ένα υλικό από το οποίο μπορούσαμε ανά πάσα στιγμή να βρεθούμε πειθαρχικά διωκτέοι. Ολες οι πειθαρχικές υποθέσεις θα πρέπει να περαιώνονται σε σύντομο διάστημα, είτε να ασκείται πειθαρχική δίωξη, είτε να αρχειοθετούνται, ώστε να μπορεί να δικαστικός λειτουργός να εργάζεται χωρίς ψυχολογική πίεση, να μην είναι στην ουσία όμηρος. Ομηρία επί ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Εμείς δεν αισθανθήκαμε όμως έτσι γιατί ξέραμε ότι και οριστικά να μας έπαυαν η συνείδησή μας ήταν καθαρή. Κάποια στιγμή τελικώς τέθηκε στο αρχείο αυτή η υπόθεση, καθώς θεωρήθηκε ότι οι συγκεκριμένες αιτιάσεις δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση πειθαρχικό παράπτωμα.
«Προχωρήσαμε πολλές σοβαρές υποθέσεις»
- Τι απαντάτε σήμερα στους επικριτές σας που εκείνη την εποχή σας καταλόγιζαν ότι ανοίγατε πολλές υποθέσεις οι οποίες τελικώς δεν προχωρούσαν;
Είχαμε πανελλαδική αρμοδιότητα. Στο γραφείο μας έφταναν καθημερινά γύρω στις 1.000 μηνυτήριες αναφορές και καταγγελίες που τις βλέπαμε με τον κ. Πεπόνη, αλλά δύο αντεισαγγελείς Πρωτοδικών, οι οποίοι και αυτοί κυριολεκτικά έφτυσαν αίμα. Ορισμένοι έφυγαν μετά από λίγους μήνες λόγω της πίεσης. Δεν δεχόμαστε την άποψη ότι οι υποθέσεις δεν προχώρησαν. Στο διάστημα της θητείας μας οι περισσότερες σοβαρές υποθέσεις ολοκληρώθηκαν, μερικές πήγαν στα ακροατήρια, άλλες για να μην πάνε χρειάστηκε νομοθετική αντιμετώπιση, όπως η δικογραφία για τα δάνεια των κομμάτων που τακτοποιήθηκε με μια νομοθετική διάταξη, μια τροπολογία που έλεγε ότι δεν έχει ευθύνη κανένας και δεν υπάρχει πρόβλημα. Μια τροπολογία που ήρθε αφού είχε ολοκληρωθεί από μέρους μας η διαδικασία και με ειδικούς υπαλλήλους είχαμε αποφανθεί ποια είναι η ζημία τελικά που προκλήθηκε. Δικαίωμα βέβαια της Πολιτείας είναι να νομοθετήσει οτιδήποτε, αλλά δεν μπορούν να λένε ότι δεν προχωρήσαμε τις δικογραφίες. Ηρθε ένας νόμος και εμείς δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε την έρευνα.
- Αποδέχεστε την άποψη κάποιων ότι τα βάλατε με το σύστημα και την εξουσία;
Εμείς τα βάλαμε με το οικονομικό έγκλημα και με εκείνους που ήταν φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί αυτού του εγκλήματος, αδιαφορώντας για την ταυτότητα των δραστών. Ο τρόπος δράσης μας όμως φάνηκε ότι ενόχλησε από την αντιμετώπιση που είχαμε. Ομως, το να ενοχλήσαι και να εκφράζεις μια άποψη είναι άλλο από το να θέλεις να ληφθούν τέτοια μέτρα ώστε αυτοί οι άνθρωποι να καταστραφούν. Δύο ανθρώπους που δεν επέδειξαν απαράδεκτη συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας, που να προσβάλλει το δικαστικό σώμα, επιχειρείς να τους αντικαταστήσεις με έναν άκομψο τρόπο στέλνοντας στους ίδιους το σχέδιό σου και αφού βλέπεις ότι δεν γίνεται, επιχειρείς με άλλον τρόπο να τους καταστρέψεις και στη συνέχεια τους έχεις ομήρους επί μήνες εν όψει ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου. Και ενώ αυτοί οι άνθρωποι συνέχιζαν να δουλεύουν σαν τα σκυλιά, αφού πηγαίναμε στο γραφείο μας 7 το πρωί και φεύγαμε 12 το βράδυ, πάλι τους έχεις υπό την καθημερινή απειλή διατύπωσης πειθαρχικών παραπτωμάτων και δεν βρίσκεις κάτι να κάνεις πάνω στη δουλειά τους - διότι οφείλω να σας πω ότι υπήρχε και αυτό. Υπήρχε δηλαδή παραγγελία από τον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που έλεγε ότι «θέλω να μου λέτε κάθε μέρα τι ακριβώς κάνετε. Να μου αναφέρετε πόσες δικογραφίες έχετε, τι τις κάνατε, πού τις πήγατε, πότε θα γυρίσουν». Δεν μπορείς να αναφέρεις όλη μέρα. Εμείς οι ίδιοι συντάσσαμε στατιστικούς πίνακες, λέγαμε η τάδε δικογραφία έφυγε την τάδε του μηνός, την τάδε ώρα, πήγε στην τάδε υπηρεσία. Οι συνθήκες στις οποίες εργαζόμαστε ήταν τέτοιες που αναρωτιόμαστε πως αν δεν γράφαμε τη «δικογραφία ΑΒΜ» και γράφαμε από λάθος ένα άλλο γράμμα στον κωδικό, θα διωχθούμε πειθαρχικά. Θα μπορούσε να πει κάποιος ναι!
- Είναι βάσιμη η άποψη τμήματος της κοινής γνώμης ότι στο τέλος οι ισχυροί που διαπράττουν οικονομικά εγκλήματα τη γλιτώνουν;
Ως έναν βαθμό είναι βάσιμο αυτό που λέτε. Πολλές φορές με νομοθετικές παρεμβάσεις κάποιες κατηγορίες κατηγορούμενων οικονομικών εγκλημάτων τη γλιτώνουν. Αυτό γίνεται και γινόταν πάντοτε. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Οταν ο νόμος δεν αλλάζει, θα εφαρμοστεί εναντίον πάντων, είτε είναι επώνυμος είτε ανώνυμος. Δεν γίνεται διαφορετικά. Πολλές φορές όμως έρχεται ξαφνικά ένας νόμος που λέει π.χ. ότι όσα εγκλήματα έγιναν από μια ημερομηνία και προγενέστερα παραγράφονται. Ή αλλάζουν τα προβλεπόμενα όρια καθορισμού για να κατηγοριοποιηθεί ένα έγκλημα στα κακουργήματα ή στα πλημμελήματα. Και η κοινή γνώμη το σχολιάζει αρνητικά, ειδικά αν μέσα σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν και κάποιοι επώνυμοι. Πολλές φορές μπορεί και να διευκολυνθούν κάποιοι. Δεν λέω βέβαια ότι γίνεται κατά κανόνα. Κάποιοι ευνοούνται επειδή είναι τυχεροί ή κάποιοι άλλοι μπορεί να το έχουν προκαλέσει αυτό. Και η κοινή γνώμη σε αυτές τις περιπτώσεις εξανίσταται.
- Τι σας οδήγησε μετά από 30 χρόνια στην εισαγγελική έδρα να βρεθείτε στα έδρανα των συνηγόρων;
Το θέμα της παραίτησης από το δικαστικό σώμα το είχα στα επαγγελματικά πλάνα μου από παλιά. Σκεφτόμουν ότι με τη συμπλήρωση 25ετίας θα έφευγα. Δεν παραιτήθηκα επειδή υπήρχε κάποιος άλλος λόγος ή κάποιο άλλο κίνητρο. Το μοναδικό κίνητρο ήταν ότι τα τελευταία 10 χρόνια της επαγγελματικής μου διαδρομής θα ήθελα να τα κάνω στη δικηγορία, πράγμα που κάνω από τον Φεβρουάριο του 2014.
- Πώς αισθάνεστε στον νέο σας ρόλο;
Η ποινική δίκη έχει τρεις παράγοντες: δικαστές - εισαγγελέα - δικηγόρους, οι οποίοι συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία. Το εισαγγελικό έργο μοιάζει με του δικηγόρου περισσότερο απ’ ό,τι το δικαστικό. Εξαιτίας αυτής της ομοιότητας και του ότι είμαι εύκολος άνθρωπος όσον αφορά στις καταστάσεις, έχω αρχίσει και προσαρμόζομαι. Εχει και το δικηγορικό λειτούργημα τη γοητεία του και την ομορφιά του. Ο δικηγόρος επιτελεί και αυτός ένα λειτούργημα και κάθε κατηγορούμενος, όσο και αν φαίνεται στην αρχή το αδίκημα που έχει τελέσει βαρύ, αποτρόπαιο και αποκρουστικό, που προκαλεί την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, μπορεί να έχει κάποια καλά στοιχεία. Προσπαθώ να είμαι πάρα πολύ τυπικός με τους συναδέλφους μου. Δεν θέλω να τους φέρνω σε καμία περίπτωση σε δύσκολη θέση. Εκ πεποιθήσεως δεν είμαι από εκείνους που επιτίθενται εναντίον των εισαγγελέων της έδρας. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού και ειλικρινά δεν πρόκειται ποτέ να το κάνω έστω και αν ακουστεί η πιο εξωφρενική πρόταση για μια υπόθεση που θα παρίσταμαι.
- Πώς σας αντιμετωπίζουν οι νεότεροι εισαγγελείς αλλά και οι εντολείς σας;
Υπεύθυνα και τυπικά. Και εγώ είμαι απόλυτα τυπικός όσον αφορά στους εισαγγελείς. Στους ανθρώπους που έρχονται στο δικηγορικό γραφείο μου έχω ξεκαθαρίσει ότι θέλω να με βλέπουν καθαρά ως δικηγόρο και ποτέ μην πάει το μυαλό τους στο τι ήμουν πριν. Οτι η διαδρομή μου αυτή αφορά μόνο εμένα, είμαι περήφανος γι’ αυτή και δεν τη διαγράφω. Αν τους αρέσει η δουλειά μου ως δικηγόρου έχει καλώς. Ερχονται στον Μουζακίτη τον δικηγόρο και όχι τον πρώην εισαγγελέα, γι’ αυτό αναλαμβάνω και θα τα δώσω όλα γι’ αυτούς, μέσα σε λογικά πλαίσια, τηρουμένων των κοινωνικών θεσμών και υποχρεώσεων, εκδίδοντας τα απαραίτητα φορολογικά στοιχεία, με την προϋπόθεση να μη μου πούνε ποτέ κάτι για το παρελθόν. Πλέον, δεν ξέρω κανέναν. Οπως δεν γνώριζα κανέναν από αυτούς που έχουν έρθει στο δικηγορικό μου γραφείο όταν ήμουν εισαγγελέας. Λόγω χαρακτήρα και επαγγέλματος ήμουν και είμαι ένας άνθρωπος σχεδόν κλειστός, με ελάχιστες παρέες με ανώδυνους ανθρώπους. Δεν είχα γνωριμίες και αυτό δεν είναι κανόνας για τους δικαστές και εισαγγελείς. Ορισμένοι έχουν τις γνωριμίες τους. Εγώ δεν είχα τίποτα, δεν ήξερα άνθρωπο.
Μιλτιάδης Παπαϊωάννου: «Ουδέποτε παρενέβην στο έργο του κυρίου Μουζακίτη»Ο πρώην υπουργός κ. Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, σε απάντηση των ισχυρισμών του Σπ. Μουζακίτη, που δημοσιεύονται στην εφημερίδα “Πρώτο Θέμα” έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο δικηγόρος Σπ. Μουζακίτης από ανεπαρκής εισαγγελικός λειτουργός, σήμερα γίνεται και κοινός συκοφάντης. Για όσα με αφορούν ψεύδεται ασυστόλως. Υπενθυμίζω ότι ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα είναι έργο του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με το νόμο, που θέσπισε το ΠΑΣΟΚ, η επιλογή των οικονομικών εισαγγελέων γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) και όχι από τον υπουργό.
Ουδέποτε υπήρξε νομοθετική πρωτοβουλία για κατάργηση του θεσμού. Τουναντίον κατατέθηκαν προτάσεις για βελτίωση και επέκταση σε όλη τη χώρα για να γίνει πιο αποτελεσματικός ο έλεγχος , αφού χιλιάδες υποθέσεις, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, εκκρεμούσαν ενώπιον του.
Ουδέποτε παρενέβην στο έργο του, όπως και στο έργο οποιουδήποτε δικαστή.
Του υπενθυμίζω, επίσης, ότι ως οικονομικός εισαγγελέας άνοιξε εκατοντάδες υποθέσεις σύμφωνα, πάντοτε, με τη δημοσιογραφική σκανδαλοθηρία.
Πόσες ολοκλήρωσε;
Ας κάνει σήμερα τον απολογισμό του.
Ζητούσε πάντοτε τη δημοσιότητα. Πρωτόγνωρη συμπεριφορά για δικαστικό λειτουργό. Το επιδιώκει και σήμερα. Και δυστυχώς του δίδεται αφειδώς. Γιατί;
Του υπενθυμίζω, τέλος, ότι την παραπομπή του στο ΑΔΣ ουσιαστικά ζήτησε ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο προϊστάμενος του Αντεισαγγελέας, γιατί, για λόγους που επικαλέστηκε και ποτέ δεν απεδείχθησαν, είχε παραιτηθεί από το λειτούργημα του.
Η υποβολή ερωτήματος από τον υπουργό είναι μια τυπική διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο.
Φαίνεται όμως ότι πρώην Αντεισαγγελέας αγνοεί βασικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας.
Αυτά προς το παρόν».
Πηγή
http://diulistirio.blogspot.gr/
Σχόλια