Του Gérard LAFAY, Ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Παρισίου ΙΙ
Το Ίδρυμα Δημητρίου και Μαρίας Δελιβάνη πραγματοποίησε πριν λίγες ημέρες μια ενδιαφέρουσα ημερίδα με θέμα το χρέος και τη δυνατότητα επιβίωσης της Ελλάδας. Προσκλήθηκαν και μίλησαν δύο σημαντικοί Γάλλοι καθηγητές, ενώ μέσω skype, διατύπωσε την άποψή του και ο γνωστός Έλληνας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο SOAS του Λονδίνου, Κώστας Λαπαβίτσας. Η κ. Δελιβάνη έκανε τη σύνοψη των απόψεων που διατυπώθηκαν. Τις εισηγήσεις αυτές δημοσιεύουν από σήμερα, οι “Ανιχνεύσεις”.
Σήμερα η ελληνική οικονομία υποφέρει από διπλό χρέος που αγγίζει δυσθεώρητα ύψη, τόσο σε ότι αφορά το ακαθάριστο δημόσιο χρέος (177% του ΑΕΠ) όσο και το εξωτερικό καθαρό χρέος (143% του ΑΕΠ). Έτσι η χώρα υπόκειται , από την αρχή αυτής της δεκαετίας, σε θεραπεία choc, που υπαγορεύεται από την Τρόικα των διεθνών γραφειοκρατών, και αποτέλεσμα της οποίας ήταν η κατάρρευση της παραγωγής και η έκρηξη της ανεργίας. Είναι ξεκάθαρο ότι το φάρμακο ήταν χειρότερο από την ασθένεια: αυτοί οι γιατροί μπορεί να συγκριθούν με αυτούς, των χρόνων του Μολιέρου, του Γάλλου δραματουργού του XVIIου αιώνα, που προκαλούσε αιμορραγία για να θεραπεύσει μια σοβαρή ασθένεια.
Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδας οφείλεται βέβαια σε λανθασμένες πολιτικές των διαφόρων εθνικών κυβερνήσεων, που διαδέχθηκαν διαχρονικά η μία την άλλη, είτε δεξιών είτε αριστερών. Αλλά όμως αποτελεί συνέπεια της σύγχρονης εφαρμογής δύο ολέθριων ιδεολογιών, αφενός του ευρωπαϊσμού και αφετέρου του άκρατου φιλελευθερισμού. Η μόνη αποτελεσματική λύση θα ήταν η επιστροφή στη δραχμή συνοδευόμενη από ενδεδειγμένη πολιτική
1) Οι αδικοπραγίες του ευρωπαϊσμού
Η δημιουργία του μοναδιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, το ευρώ, που επιβλήθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αντιπροσωπεύει το πιο τυπικό παράδειγμα τεχνικής κατασκευής, που οι γραφειοκράτες, ξεκομμένοι από την οικονομική πραγματικότητα είχαν ονειρευτεί. Φαντάστηκαν ότι θα ήταν αρκετή η εγκαθίδρυση ενός ενιαίου νομίσματος, στο εσωτερικό μιας ομάδας ευρωπαϊκών οικονομιών, για να επιτευχθεί μια ταχεία σύγκλιση συμπεριφορών και παραγωγικών διαρθρώσεων. Αυτή η ειδυλλιακή προοπτική θα έπρεπε να οδηγήσει από μόνη της σε επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και περιορισμό της ανεργίας. Σε περίπτωση δυσκολιών, εξαιτίας εμμονής των ανισορροπιών ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές περιοχές, θα έπρεπε να αρκούσε η οργάνωση μιας φυγής προς τα μπρος, προς μια ενοποίηση ολοένα στενότερη, ώστε να λάβει χώρα είτε μεταφορά χρημάτων, είτε μεταφορά πληθυσμών.
Στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε από αυτά. Όχι μόνο η ευρωπαϊκή ήπειρος έγινε ο ασθενέστερος κρίκος της παγκόσμιας ανάπτυξης, δακτυλοδεικτούμενη συνεχώς διεθνώς, αλλά οι διαρθρωτικές αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες μας διευρύνονται σημαντικά μετά από αυτήν την ημερομηνία. Η πραγματική συναλλαγματική τιμή του ευρώ, ανώτερη από την αντίστοιχη των έξω-ευρωπαίων εταίρων μας, επιδείνωσε τον διεθνή ανταγωνισμό δημιουργώντας στις περισσότερες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοδο των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και με το εξωτερικό καθώς και μία συνεχή άνοδο της ανεργίας ιδίως μεταξύ των νέων.
Οι συντελεστές αποτυχίας του ευρώΤρείς συντελεστές εξηγούν μια τέτοια εξέλιξη. Καταρχήν το γεγονός ότι οι ρυθμοί πληθωρισμού των χωρών, που εντελώς παροδικά είχαν συγκρατηθεί προκειμένου να επιτρέψουν την έλευση του ευρώ, ξαναβρήκαν τις διαρθρωτικές αποκλίσεις των συμπεριφορών, που χαρακτηρίζουν καθεμιά από τις οικονομίες. Εμφανώς, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα απέτυχε στην προσπάθειά της να εγκαταστήσει έναν και μόνο πληθωριστικό ρυθμό μεταξύ του συνόλου των οικονομιών της ευρωζώνης, ενόσω και οι συμπεριφορές παρέμεναν με διαρθρωτικές αποκλίσεις. Επιπλέον, αυτή καθεαυτή η ύπαρξη του κοινού νομίσματος ενίσχυσε τις αποκλίσεις στο μέτρο που, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, όλες οι χώρες είχαν το προνόμιο ενός κοινού ονομαστικού επιτοκίου για τα δάνειά τους, και η ύπαρξη του ευρώ φαινόταν αμετάκλητη. Για ρυθμούς πληθωρισμού, ανώτερους από το επίπεδο αυτό του επιτοκίου, οι πιο έντονα πληθωριστικές οικονομίες έχουν αυτομάτως, αποκτήσει αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Ο μηχανισμός αυτός τροφοδότησε μεγάλες κερδοσκοπικές φούσκες, στον τομέα ακινήτων στην Ισπανία, και στον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ιρλανδία.Ο δεύτερος συντελεστής συνδέεται με την ιδιόμορφη πολιτική της Γερμανίας, της κυριότερης βιομηχανικής δύναμης στη γηραιά ήπειρο. Η κυβέρνηση του Gerhard Schröder θέλησε, και ορθά, να θεραπεύσει την επιδείνωση των ετών 1990, σχετικά με την ενοποίηση, και πρότεινε την «Ατζέντα 2010». Δυστυχώς, προχώρησε περισσότερο από όσο έπρεπε προς αυτή την κατεύθυνση. Και ενώ η Γερμανία αναμενόταν να έχει θετικό ρόλο για ολόκληρη την ευρωζώνη, επέλεξε πολιτική σχεδόν παγώματος των μισθών. Αυτή η πολιτική, μερκαντιλιστικού τύπου, εξαρτούσε τη βάση της γερμανικής ανάπτυξης από το εμπορικό πλεόνασμα, του οποίου η επίτευξη του μεγαλύτερου του τμήματος γινόταν σε βάρος των εταίρων της στην ευρωζώνη, και όχι σε βάρος της εσωτερικής της ζήτησης. Έτσι, η γερμανική κυβέρνηση έγινε ο κύριος υπεύθυνος της αποτυχίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, και σήμερα αυτό είναι ξεκάθαρο.
Οι διαδοχικές αυξήσεις του επιτοκίου από την ΕΚΤ εξηγούνται μέσω της καταστρεπτικής πολιτικής που προσπαθούσε να εμποδίσει την πτώση του ευρώ, σε μια περίοδο που η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα είχε τους λόγους της να αυξάνει τα αμερικανικά επιτόκια. Μεταξύ του φθινοπώρου του 1999 και του φθινοπώρου του 2000, η ΕΚΤ αύξησε επτά φορές τα βασικά της επιτόκια, ανεβάζοντας το βασικό μεταξύ τους στο 4,75%. Από την άνοιξη του 2001, τα βραχυπρόθεσμα ευρωπαϊκά επιτόκια κατέληξαν να ξεπεράσουν τα αμερικανικά,, που μειώνονται έκτοτε με βραδύτητα. Η τακτική αυτή επιδεινώθηκε, από το 2003, εξαιτίας της αντικατάστασης του Wim Duisenberg από τον Jean-Claude Trichet, ως επι κεφαλής της ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό η εξωτερική αξία του ευρώ κατέληξε να είναι υπερτιμημένη σε μακροχρόνια βάση. Το 2013, το μέσο επίπεδο των τιμών στο σύνολο της ευρωζώνης είναι κατά 31% ανώτερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο παγκόσμιο, αφού το 2009 η διαφορά αυτή είχε αγγίξει το 42%.
Η πτώση του ευρώ σε πραγματικούς όρους ήταν πολύ θετική για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις, η πτώση αυτή δεν ήταν το αποτέλεσμα του εξωτερικού εμπορίου, δεδομένου ότι το εμπορικό πλεόνασμα περιορίστηκε κατά 149,8 στα 52,7 δις. δολάρια μεταξύ του 1997 και του 2000. Σε πιο απλή γλώσσα, ήταν η μείωση του σχετικού κόστους της ευρωπαϊκής παραγωγής αυτή που έπαιξε στην εσωτερική ζήτηση αυτών των οικονομιών, σύμφωνα με το γνωστό φαινόμενο έκτοτε της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο ερχόταν σε αντίθεση με τις προθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επιθυμούσε ένα «ισχυρό νόμισμα» στο εξωτερικό προκειμένου να δημιουργήσει μία δήθεν «αξιοπιστία» απέναντι στο δολάριο.
Ο τρίτος συντελεστής βρίσκεται στην εξέλιξη του επιτοκίου του ευρώ σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, χαρακτηριζόμενο μέσα από τις μεταβολές του σε σχέση με το δολάριο των ΗΠΑ. Εκκινώντας από τη γένεσή του τον Ιανουάριο του 1999, με επιτόκιο γύρω στο 1,28$, το ευρώ ωφελήθηκε σε μια πρώτη φάση από την ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος. Έπεσε έτσι στο χαμηλότερο επίπεδο του 0,8252$ στις 26 Οκτωβρίου του 2000. Ήμασταν, συνεπώς, ικανοποιημένοι από αυτήν την κατάσταση, ο ρυθμός ανάπτυξης της ευρωζώνης ήταν 3,9% χωρίς να διαπιστώνεται ούτε στο ελάχιστο πληθωρισμός. Ήταν η εποχή που στη Γαλλία η κυβέρνηση του Jospin πίστευε ότι ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής του και επιδόθηκε σε τυχάρπαστες πρωτοβουλίες όπως η εβδομάδα των 35 ωρών.
Μια αποτυχία ανεπανόρθωτηΑναμφίβολα, το ευρώ είναι μια τραγική αποτυχία, που επιπλέον είναι και ανεπανόρθωτη. Τα μέσα που ελήφθησαν εναντίον αυτής της κατάστασης αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά το ένα μετά το άλλο. Πρόκειται, καταρχήν για τα μέτρα λιτότητας στον προϋπολογισμό, που είναι συχνά απαραίτητα για να ελέγξουν τις υπερβολές των δημοσίων δαπανών. Ωστόσο, δεν είναι σε θέση να έχουν θετικά αποτελέσματα χωρίς περιορισμό της ανάπτυξης. Αυτή η τελευταία αποδείχθηκε αδύνατη στα περισσότερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, εξαιτίας της απαγορευτικά υψηλής τιμής της πραγματικής εξωτερικής αξίας του ευρώ, και έτσι τα μέτρα λιτότητας κατέληξαν σε επιδείνωση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, προκαλώντας ακόμη υψηλότερο δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα είναι το εμβληματικό παράδειγμα αυτής της λανθασμένης πολιτικής η οποία, για να επαναφέρει τον προϋπολογισμό σε αποτέλεσμα λιγότερο ελλειμματικό το 2014, χρειάστηκε να περικόψει όλες τις κοινωνικές δαπάνες και να μειώσει κατά 26% το ΑΕΠ, από το 2008.Πρόκειται στη συνέχεια να υποκατασταθεί, στις επί μέρους οικονομίες, η νομισματική υποτίμηση- που ήταν πια αδύνατη εξαιτίας του κοινού νομίσματος-από μια εσωτερική υποτίμηση. Σε οικονομία ανοικτή στον ανταγωνισμό, είναι φυσικά απαραίτητο να δοθεί προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα. Αλλά η απαίτηση αυτή χρησιμοποιείται ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί δραστική μείωση των μισθών και των κοινωνικών επιδομάτων. Η μείωση είναι της τάξης του 20-25%, κατεύθυνση έντονα αντιδραστική που δεν έχει προηγούμενο εδώ και 30 χρόνια. Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε ήδη στην Ελλάδα σε μεγάλη κλίμακα. Τα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρα : το μόνο θετικό αποτέλεσμα είναι η βελτίωση του εξωτερικού εμπορίου, αλλά με τίμημα τη δραματική πτώχεια του πληθυσμού και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας που ήδη υπερβαίνει το 27%.Το τρίτο φάρμακο συνίσταται στη χρηματοδότηση, σε βάση διαρκείας, των πτωχών περιοχών από τις πλουσιότερες. Αυτή η μέθοδος επαναπαύεται στην αλληλεγγύη των πολιτών, και υπάρχει στο εσωτερικό του κάθε έθνους. Στο όνομα, εξάλλου, αυτής της αλληλεγγύης οι Γερμανοί της Δύσης συναίνεσαν σε σημαντικές προσπάθειες για να φέρουν στο επίπεδό τους συμπατριώτες τους της Ανατολικής Γερμανίας. Μέχρι σήμερα, ελήφθησαν άτολμα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου από την ισχυρότερη και πλουσιότερη οικονομία όλων, την Γερμανία. Αλλά η τωρινή Ευρώπη, επειδή βρίσκεται μακρά του να αποτελεί ένα έθνος, αυτή η μορφή αλληλεγγύης είναι αδιανόητη σε ευρεία κλίμακα. Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η προσπάθεια συναίνεσης θα όφειλε να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον 10% του ΑΕΠ του συνόλου της Ένωσης. Οι ευρωπαϊκοί λαοί, αν ερωτηθούν, δεν θα αποδεχθούν μια τέτοια λύση. Εκτός και αν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών την επιβάλλουν δια της βίας, στο όνομα της ενοποίησης, με τρόπο αντιδημοκρατικό.Η τελευταία λύση είναι αυτή που υιοθετήθηκε από τον Mario Draghi, τον νυν Πρόεδρο της ΕΚΤ. Αν επιθυμεί, πάση θυσία να σώσει το ευρώ, αποδεικνύοντας ότι είναι πιο διορατικός από τον προκάτοχό του τον Jean-Claude Trichet, οι λύσει που προτείνει είναι το ίδιο αναποτελεσματικές. Πράγματι, σε κατάσταση που συνδυάζει τον αντιπληθωρισμό αγαθών και υπηρεσιών με τον πληθωρισμό στα Χρηματιστήρια και στα ακίνητα, επιτόκια περίπου μηδενικά δεν αρκούν για να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις της νομισματικής πολιτικής. Και αναφορικά με τον πειρασμό να προσφύγουμε σε Quantitative Easing=Ποσοτική Διευκόλυνση, όπως οι Αμερικανοί, ξαναγοράζοντας αφειδώς δημόσιους τίτλους, θα ήταν εξίσου επικίνδυνη γιατί θα κινδύνευε να επιταχύνει την έλευση μιας παγκόσμιας χρηματιστηριακής κρίσης που θα ερχόταν αργά ή γρήγορα.2) Οι αδικοπραγίες ενός άκρατου φιλελευθερισμούΗ διεθνής οικονομία άρχισε να αποσταθεροποιείται στη δεκαετία του 1970 εξαιτίας της γενικευμένης αστάθειας των επιτοκίων, που προκάλεσαν βαθιές μεταβολές σε αντίθεση με τη σταθερότητα που αναμενόταν. Ακριβώς στοχεύοντας στη σταθερότητα θέλησαν να οργανώσουν ζώνη ευρωπαϊκής νομισματικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, και υπό την επίδραση της άκρατης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, το καπιταλιστικό σύστημα βρέθηκε χωρίς πυξίδα, κίνηση που επιταχύνθηκε από την απορύθμιση, ειδικότερα την ακύρωση της Glass-Seagall Act το 1999. Αυτό διαπιστώνεται και από την πλήρη απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, αλλά και από την χρηματοποίηση της οικονομίας2.1) Η πλήρης απελευθέρωση των συναλλαγώνΗ Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, στην αρχή, ζώνη ανοικτή στο εμπόριο, αλλά επωφελείτο από εμπορική προτίμηση. Στο διάστημα των εμπορικών διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο της GATT και αργότερα του OMC, αφέθηκε να κυλήσει σε πλήρη ελευθερία των συναλλαγών. Το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό υπέστη έτσι ένα ηχηρό χτύπημα από τον ανταγωνισμό οικονομιών με χαμηλούς μισθούς που εφάρμοζαν νομισματικό dumping, κοινωνικό ή περιβαλλοντικό. Η Ευρώπη υπέφερε ακόμη περισσότερο σε σύγκριση με τις οικονομίες της ευρωζώνης που τραυματίστηκαν από ένα νόμισμα υπερβολικά ακριβό, πολύ υπερτιμημένο. Επιπλέον, η Commission των Βρυξελλών εφαρμόζει την απελευθέρωση των συναλλαγών με αφελή τρόπο, ενώ οι περισσότεροι των εταίρων μας δεν διστάζουν να προστατεύονται με πολλαπλούς τρόπους όταν απειλούνται ζωτικά τους συμφέροντα.Αυτή η υπαγωγή των μισθωτών στον παγκόσμιο ανταγωνισμό εξηγείται από το ότι δεν επωφελούνται πια από τα κέρδη της παραγωγικότητας στα οποία συνέβαλαν, όπως συνέβαινε στο καθεστώς “fordiste”. Γιατί αυτή η στροφή προς την άκρατα φιλελευθεροποιημένη παγκοσμιοποίηση απαιτεί ρυθμούς απόδοσης πολύ υψηλούς, που δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν χωρίς στασιμότητα ή πτώση των μισθών. Αυτό το φαινόμενο υλοποιείται ήδη εδώ και πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, όπου οι μισθοί της μεσαίας τάξης παρέμειναν στάσιμοι επί 25ετία, έτσι που η διατήρηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών εξασφαλίστηκε μόνον χάρις στο δανεισμό τους, που προστέθηκε σε αυτόν του Κράτους. Είναι η οδός προς την οποίαν αναμφίβολα κατευθύνεται το σύνολο της ΕΕ, στο όνομα της «ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας». Όχι μόνον η αγοραστική δύναμη των μισθωτών παραμένει στάσιμη, αλλά επιπλέον τείνει να μειώνεται παντού, και ιδιαιτέρως σε χώρες όπως η Ελλάδα, που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα από την Τρόικα για τον πειραματισμό του άκρατου φιλελευθερισμού.Είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι όλοι δεν είναι χαμένοι σε αυτές τις εξελίξεις. Οι διαφορές στα εισοδήματα τείνουν να αυξηθούν με φαντασμαγορικό τρόπο στο εσωτερικό οικονομιών, προς όφελος μιας παγκόσμιας ολιγαρχίας. Αν πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι λαοί μπορεί να ωφεληθούν μερικώς από την πτώση της τιμής των εισαγόμενων προϊόντων από χώρες με χαμηλούς μισθούς, με την προϋπόθεση φυσικά ότι έχουν απασχόληση, οι κυρίως ωφελημένοι είναι αυτοί που κερδίζουν από την εμπορευσιμότητα (οι μεγάλες επιφάνειες) ή που αντλούν εισοδήματα από άμεσες επενδύσεις εκτός Ευρώπης . Δεν πρέπει να απορεί κανείς, από τώρα και μπρος, για το ότι αυτή η ολιγαρχία εμφανίζεται χωρίς ενδοιασμούς, υπέρ της γενίκευσης της απελευθέρωσης των συναλλαγών και υπέρ της τεχνητής διατήρησης στη ζωή του ευρώ.2.2.) Η χρηματιστηριοποίηση της οικονομίαςΑντί να υπηρετεί κανείς την πραγματική οικονομία, ενθαρρύνοντας τη χρηματοδότηση των παραγωγικών επενδύσεων, η διεθνής οικονομία επιδόθηκε σε κούρσα δήθεν νεοτερισμών, έχοντας στη φαντασία της πληθώρας χρηματιστηριακών προϊόντων και παραγώγων πιο περίπλοκων τα μεν των δε. Ο στόχος τους δεν είναι η βελτίωση της λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, αλλά η εξεύρεση των πιο πρόσφορων μέσων για την προσφυγή στη χρεοκοπία.Αντικατέστησαν έτσι τους πραγματικούς επιχειρηματίες, δημιουργούς πραγματικού πλούτου, που απορρέει από παραγωγική δραστηριότητα, με καιροσκόπους των χρηματιστηριακών αγορών, δημιουργούς εικονικού πλούτου, κερδοσκοπώντας στις αγορές με τις συναλλαγματικές τιμές, τα επιτόκια, τις μετοχές, τα ομόλογα, τις πρώτες ύλες και με τα πάσης φύσης χρηματιστηριακά προϊόντα. Οπωσδήποτε, αυτή η διαστροφή του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι δυνατόν να διαιωνιστεί. Όπως το 1929, όπως το 2007, όλα τα στοιχεία μιας νέας συστημικής κρίσης βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα: η χρηματιστηριακή ρευστότητα είναι σε υπεραφθονία, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος είναι σε ιστορικά επίπεδα, η ρύθμιση της οικονομίας εμφανίζει σημαντική αργοπορία.Τον Φεβρουάριο του 1929, οκτώ μήνες πριν την κατάρρευση του νομισματικού συστήματος, η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, τρομοκρατημένη από τα σφάλματα που έκανε, έγραφε στην ετήσια έκθεσή της: «Πολυάριθμα έτη πείρας έδειξαν ότι οι αυξήσεις δανείων πέρα από τις ανάγκες της οικονομίας οδηγούν φυσιολογικά σε συνέπειες ατυχείς, σε υπερβολές κερδοσκοπίας, σε άνοδο των τιμών, σε φούσκες που τελειώνουν με ύφεση». Από το 2008, η δημιουργία ρευστότητας από της κεντρική αμερικανική τράπεζα δεν είχε επαφή με την πραγματική οικονομία. Αυτή η ρευστότητα επενδύθηκε μαζικά στην κερδοσκοπία, προκαλώντας μια φαντασμαγορική άνοδο των αγορών, ενόσω η παγκόσμια ανάπτυξη είχε περιοριστεί στο μισό μετά την κρίση. Η φούσκα είναι έτοιμη να εκραγεί.Το δημόσιο χρέος έκανε εντυπωσιακό άλμα στις περισσότερες χώρες του κόσμου, κυρίως εξαιτίας της χρηματιστηριακής κρίσης του 2008. Αλλά και το ιδιωτικό χρέος, αυτό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, βρίσκεται επίσης σε ύψη πρωτοφανή σε πολλές χώρες, συχνά σε αυτές που έχουν τη φήμη ενάρετης διαχείρισης του δημόσιου χρέους τους. Το 1929 όπως και το 2007, το ιδιωτικό χρέος μόνο είχε προκαλέσει την κρίση. Σήμερα η κατάσταση της παγκόσμιας χρέωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, είναι πρωτοφανής.Τέλος, όπως το 1929 και το 2007, τα διεθνή δημοσιονομικά ήταν ελάχιστα ρυθμισμένα. Το G20 του Λονδίνου, στις 1 και 2 Απριλίου , είχε θαρραλέα υποστηρίξει πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων προκειμένου να περιοριστεί η υπερτροφία της οικονομίας. Στο πέρασμα των ετών, η προσπάθεια ρύθμισης περιορίστηκε , τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Συμβάσεις έχουν υπογραφεί, αλλά κατοπτρίζουν περισσότερο την επίδραση των lobbies παρά την επιθυμία της πάση θυσία αποφυγής μιας νέας κρίσης. Τα δημοσιονομικά της σκιάς, δηλαδή αυτά που ρυθμίζονται ελάχιστα ή καθόλου, αυξάνουν αντί να υποχωρούν. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια και οι αγορές των παραγώγων έχουν επιδόσεις ανώτερες σε σύγκριση με πριν από την κρίση. Οι ίδιες οι τράπεζες έχουν μόνιμα το δικαίωμα να κερδοσκοπούν. Ο δημοσιονομικός νεωτερισμός είναι πιο δραστήριος παρά ποτέ, λ.χ. με το trading υψηλής συχνότητας, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτος πριν από το 2007, και αντιπροσωπεύει εφεξής το ήμισυ των συναλλαγών στις αγορές μετοχών.Για το λόγο αυτό οι έμπειροι παρατηρητές εκτιμούν ότι οι νέες κερδοσκοπικές φούσκες, που σταδιακά φουσκώνουν, μοιραίως θα εκραγούν. Μια νέα παγκόσμια δημοσιονομική κρίση θα ξεσπάσει αργά ή γρήγορα. Όχι μόνο το ευρώ δεν θα προστατεύσει την Ευρώπη αλλά αντιθέτως αυτή κινδυνεύει να είναι το πρώτο θύμα, αν ληφθεί υπόψη η καταστρεπτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.3) Η επάνοδος στη δραχμήΕνόψει της δημοσιονομικής κρίσης, που αργά ή γρήγορα θα κάνει την εμφάνισή της, η διάλυση του ευρώ επιβάλλεται. Ωστόσο, είναι πάντοτε προτιμότερο να μην αναμένει κανείς την κρίση για να προχωρήσει σε μεταρρύθμιση που, οπωσδήποτε επιβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση, η κατεδάφιση του ευρώ δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αντιθέτως θα έπρεπε να διευκολύνει την επιστροφή στις ρίζες του, στο λόγο ύπαρξής του, που είναι η εγκατάσταση μιας ζώνης εμπορικής προτίμησης και νομισματικής σταθερότητας. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η επάνοδος στη δραχμή είναι απαραίτητος, αλλά όχι επαρκής όρος, για να εξασφαλίσει την αναγέννηση της Ελλάδας.
Παράλληλα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μετά την γενική κατάρρευση της ζώνης του ευρώ, ενδείκνυται ο καθορισμός των προϋποθέσεων επιτυχίας της επιχείρησης στο επίπεδο εσωτερικής διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας. Διότι, η δημιουργία μιας νέας δραχμής δεν σημαίνει επιστροφή στη χαλαρότητα και την αναποτελεσματικότητα του παρελθόντος, αλλά απαιτεί θαρραλέες προσπάθειες για την ανόρθωση μιας χώρας, που καταστράφηκε από την Τρόικα, όπως αν είχε εξέλθει από πόλεμο. Αν η νομισματική υποτίμηση πρέπει να είναι απότομη, χρειάζεται αντιθέτως η λήψη διαδοχικών και εξισορροπητικών μέτρων, προκειμένου να πραγματοποιηθούν πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη του λαού, αποφεύγοντας υπερβολική ύψωση των τιμών. Κάθε νομισματική υποτίμηση δημιουργεί δυστυχώς πληθωριστικά αποτελέσματα, εξαιτίας της ανόδου της τιμής των εισαγομένων αγαθών, και θα πρέπει αυτό το φαινόμενο να περιοριστεί, όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να διατηρηθεί μια σημαντική πραγματική υποτίμηση. Αυτή η επιχείρηση θα έπρεπε να γίνει κατά το γαλλικό πρότυπο της υποτίμησης του 1958, της οποίας η επιτυχία προήλθε από μια σταθερή ενέργεια που στηρίχθηκε από την κοινή γνώμη και από μια δραστήρια κυβέρνηση.
Η δημιουργία μιας νέας δραχμής, οφείλει, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, να ενσωματωθεί σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Η μοναχική έξοδος από την ευρωζώνη δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση. Θα ήταν προτιμότερο να τοποθετηθεί στη γενικευμένη κατάρρευση αυτής της ζώνης, που είναι μοιραίο να επέλθει οπωσδήποτε, το αργότερο ως την επόμενη παγκόσμια δημοσιονομική κρίση. Θα έπρεπε τότε να δημιουργηθεί ένα νέο νομισματικό σύστημα, που να διοικείται από ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ινστιτούτο, το οποίο θα περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, ίση με τον σταθμισμένο όρο των εθνικών νομισματικών μονάδων. Θα ήταν σκόπιμο να αναρτηθούν σε αφίσες, ως εμβλήματα, οι επιθυμητές ισοτιμίες των επί μέρους εθνικών νομισμάτων, σε σχέση με την ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, υπολογισμένες με τρόπο που να περιορίζεται η κερδοσκοπία, να αποκαθίσταται ο ανταγωνισμός όλων των Κρατών, να εξασφαλίζεται ισορροπία συναλλαγών μεταξύ τους και να απορροφάται η ανεργία. Θα πρέπει να επαγρυπνεί κανείς ώστε η πραγματική συναλλαγματική τιμή των εθνικών νομισμάτων να σταθεροποιηθεί, εκ των υστέρων, στο εσωτερικό ενός περιθωρίου διακύμανσης που οφείλει να καθοριστεί. Θα πρέπει ταυτόχρονα να οριστεί με κοινή συμφωνία ο τρόπος με τον οποίον θα αντιμετωπιστούν το χρέος δημόσιο και ιδιωτικό, δεδομένου ότι εξυπακούεται ότι στο μέλλον το χρέος της Ελλάδας, καθώς και των άλλων χωρών, θα πρέπει να υπαχθεί, κάτω από λογικούς όρους, κεντρική Τράπεζα και όχι να εξακολουθεί να εξαρτάται από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά.
3.2) Η ενσωμάτωση σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα
Το αποτέλεσμα της νομισματικής υποτίμησης στο εξωτερικό εμπόριο δεν είναι άμεση, διότι εξαρτάται από καθυστερήσεις αντιδράσεων και από τις ελαστικότητες του εξωτερικού εμπορίου. Αλλά, αξίζει να προσθέσω την επίδραση, που είναι το ίδιο ισχυρή σήμερα, της μεταβολής της εξωτερικής πραγματικής αξίας του νομίσματος στη ροπή για επένδυση. Πράγματι, σε παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η υποτίμηση καθιστά πιο αποδοτική την παραγωγική επένδυση που πραγματοποιείται σε εθνικό έδαφος, τόσο για τις τοπικές επιχειρήσεις, όσο και για τις ξένες[1]. Πρόκειται για το φαινόμενο που ερμηνεύει το θετικό αποτέλεσμα, το οποίο ήδη ανέφερα παραπάνω, δηλαδή της πτώσης του ευρώ τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του.
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι θα επιτρέψει μια «νομισματική υποτίμηση», και όχι πια μια «εσωτερική υποτίμηση» όπως ήταν η λανθασμένη λύση της Τρόικας. Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξαναγίνει ανταγωνιστική μέσω τιμών σε σχέση με ολόκληρο τον κόσμο. Η υποτίμηση θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα να επιτρέψει μία φυσική επάνοδο εξωτερικού εμπορίου σε κατάσταση ισορροπίας, και όχι μια τεχνητή επάνοδο σε ισορροπία, εξαιτίας της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης.
Η εγκαθίδρυση μιας νέας δραχμής σημαίνει ότι θα αντικατασταθεί το ευρώ από αυτό το εθνικό νόμισμα, που θα είναι πλήρες λειτουργιών. Θα χρειασθεί να μετατραπούν σ’αυτό το νέο νόμισμα το σύνολο των τιμών και μισθών του εσωτερικού, καθώς και τα διαθέσιμα στις τράπεζες, με βάση ένα ευρώ έναντι μιας εθνικής νομισματικής μονάδας, κάτι που θα είχε το πλεονέκτημα να μη μεταβάλει στο ελάχιστο τις συνήθειες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με ότι συνέβη σχετικά όταν επιβλήθηκε το ευρώ.
3.1) Ένας απαραίτητος όρος για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας
Η εγκαθίδρυση μιας νέας δραχμής σημαίνει ότι θα αντικατασταθεί το ευρώ από αυτό το εθνικό νόμισμα, που θα είναι πλήρες λειτουργιών. Θα χρειασθεί να μετατραπούν σ’αυτό το νέο νόμισμα το σύνολο των τιμών και μισθών του εσωτερικού, καθώς και τα διαθέσιμα στις τράπεζες, με βάση ένα ευρώ έναντι μιας εθνικής νομισματικής μονάδας, κάτι που θα είχε το πλεονέκτημα να μη μεταβάλει στο ελάχιστο τις συνήθειες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με ότι συνέβη σχετικά όταν επιβλήθηκε το ευρώ.
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι θα επιτρέψει μια «νομισματική υποτίμηση», και όχι πια μια «εσωτερική υποτίμηση» όπως ήταν η λανθασμένη λύση της Τρόικας. Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξαναγίνει ανταγωνιστική μέσω τιμών σε σχέση με ολόκληρο τον κόσμο. Η υποτίμηση θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα να επιτρέψει μία φυσική επάνοδο εξωτερικού εμπορίου σε κατάσταση ισορροπίας, και όχι μια τεχνητή επάνοδο σε ισορροπία, εξαιτίας της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης.
Το αποτέλεσμα της νομισματικής υποτίμησης στο εξωτερικό εμπόριο δεν είναι άμεση, διότι εξαρτάται από καθυστερήσεις αντιδράσεων και από τις ελαστικότητες του εξωτερικού εμπορίου. Αλλά, αξίζει να προσθέσω την επίδραση, που είναι το ίδιο ισχυρή σήμερα, της μεταβολής της εξωτερικής πραγματικής αξίας του νομίσματος στη ροπή για επένδυση. Πράγματι, σε παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η υποτίμηση καθιστά πιο αποδοτική την παραγωγική επένδυση που πραγματοποιείται σε εθνικό έδαφος, τόσο για τις τοπικές επιχειρήσεις, όσο και για τις ξένες[1]. Πρόκειται για το φαινόμενο που ερμηνεύει το θετικό αποτέλεσμα, το οποίο ήδη ανέφερα παραπάνω, δηλαδή της πτώσης του ευρώ τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του.
3.2) Η ενσωμάτωση σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα
Η δημιουργία μιας νέας δραχμής, οφείλει, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, να ενσωματωθεί σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Η μοναχική έξοδος από την ευρωζώνη δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση. Θα ήταν προτιμότερο να τοποθετηθεί στη γενικευμένη κατάρρευση αυτής της ζώνης, που είναι μοιραίο να επέλθει οπωσδήποτε, το αργότερο ως την επόμενη παγκόσμια δημοσιονομική κρίση. Θα έπρεπε τότε να δημιουργηθεί ένα νέο νομισματικό σύστημα, που να διοικείται από ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ινστιτούτο, το οποίο θα περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, ίση με τον σταθμισμένο όρο των εθνικών νομισματικών μονάδων. Θα ήταν σκόπιμο να αναρτηθούν σε αφίσες, ως εμβλήματα, οι επιθυμητές ισοτιμίες των επί μέρους εθνικών νομισμάτων, σε σχέση με την ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, υπολογισμένες με τρόπο που να περιορίζεται η κερδοσκοπία, να αποκαθίσταται ο ανταγωνισμός όλων των Κρατών, να εξασφαλίζεται ισορροπία συναλλαγών μεταξύ τους και να απορροφάται η ανεργία. Θα πρέπει να επαγρυπνεί κανείς ώστε η πραγματική συναλλαγματική τιμή των εθνικών νομισμάτων να σταθεροποιηθεί, εκ των υστέρων, στο εσωτερικό ενός περιθωρίου διακύμανσης που οφείλει να καθοριστεί. Θα πρέπει ταυτόχρονα να οριστεί με κοινή συμφωνία ο τρόπος με τον οποίον θα αντιμετωπιστούν το χρέος δημόσιο και ιδιωτικό, δεδομένου ότι εξυπακούεται ότι στο μέλλον το χρέος της Ελλάδας, καθώς και των άλλων χωρών, θα πρέπει να υπαχθεί, κάτω από λογικούς όρους, κεντρική Τράπεζα και όχι να εξακολουθεί να εξαρτάται από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά.
Παράλληλα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μετά την γενική κατάρρευση της ζώνης του ευρώ, ενδείκνυται ο καθορισμός των προϋποθέσεων επιτυχίας της επιχείρησης στο επίπεδο εσωτερικής διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας. Διότι, η δημιουργία μιας νέας δραχμής δεν σημαίνει επιστροφή στη χαλαρότητα και την αναποτελεσματικότητα του παρελθόντος, αλλά απαιτεί θαρραλέες προσπάθειες για την ανόρθωση μιας χώρας, που καταστράφηκε από την Τρόικα, όπως αν είχε εξέλθει από πόλεμο. Αν η νομισματική υποτίμηση πρέπει να είναι απότομη, χρειάζεται αντιθέτως η λήψη διαδοχικών και εξισορροπητικών μέτρων, προκειμένου να πραγματοποιηθούν πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη του λαού, αποφεύγοντας υπερβολική ύψωση των τιμών. Κάθε νομισματική υποτίμηση δημιουργεί δυστυχώς πληθωριστικά αποτελέσματα, εξαιτίας της ανόδου της τιμής των εισαγομένων αγαθών, και θα πρέπει αυτό το φαινόμενο να περιοριστεί, όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να διατηρηθεί μια σημαντική πραγματική υποτίμηση. Αυτή η επιχείρηση θα έπρεπε να γίνει κατά το γαλλικό πρότυπο της υποτίμησης του 1958, της οποίας η επιτυχία προήλθε από μια σταθερή ενέργεια που στηρίχθηκε από την κοινή γνώμη και από μια δραστήρια κυβέρνηση.
[1] Βλέπε για το θέμα αυτό το έργο μας Initiation à l’économie internationale, Economica,Παρίσι, 2η έκδοση,2006,καθώς και τη διατριβή του de Benjamin de Prost, Les deux formes d’IDE et l’investissement productif : l’impact du taux de change réel, Πανεπιστήμιο Panthéon-Assas Paris II, Δεκέμβριος 2012.
Πηγή
Το Ίδρυμα Δημητρίου και Μαρίας Δελιβάνη πραγματοποίησε πριν λίγες ημέρες μια ενδιαφέρουσα ημερίδα με θέμα το χρέος και τη δυνατότητα επιβίωσης της Ελλάδας. Προσκλήθηκαν και μίλησαν δύο σημαντικοί Γάλλοι καθηγητές, ενώ μέσω skype, διατύπωσε την άποψή του και ο γνωστός Έλληνας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο SOAS του Λονδίνου, Κώστας Λαπαβίτσας. Η κ. Δελιβάνη έκανε τη σύνοψη των απόψεων που διατυπώθηκαν. Τις εισηγήσεις αυτές δημοσιεύουν από σήμερα, οι “Ανιχνεύσεις”.
Σήμερα η ελληνική οικονομία υποφέρει από διπλό χρέος που αγγίζει δυσθεώρητα ύψη, τόσο σε ότι αφορά το ακαθάριστο δημόσιο χρέος (177% του ΑΕΠ) όσο και το εξωτερικό καθαρό χρέος (143% του ΑΕΠ). Έτσι η χώρα υπόκειται , από την αρχή αυτής της δεκαετίας, σε θεραπεία choc, που υπαγορεύεται από την Τρόικα των διεθνών γραφειοκρατών, και αποτέλεσμα της οποίας ήταν η κατάρρευση της παραγωγής και η έκρηξη της ανεργίας. Είναι ξεκάθαρο ότι το φάρμακο ήταν χειρότερο από την ασθένεια: αυτοί οι γιατροί μπορεί να συγκριθούν με αυτούς, των χρόνων του Μολιέρου, του Γάλλου δραματουργού του XVIIου αιώνα, που προκαλούσε αιμορραγία για να θεραπεύσει μια σοβαρή ασθένεια.
Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδας οφείλεται βέβαια σε λανθασμένες πολιτικές των διαφόρων εθνικών κυβερνήσεων, που διαδέχθηκαν διαχρονικά η μία την άλλη, είτε δεξιών είτε αριστερών. Αλλά όμως αποτελεί συνέπεια της σύγχρονης εφαρμογής δύο ολέθριων ιδεολογιών, αφενός του ευρωπαϊσμού και αφετέρου του άκρατου φιλελευθερισμού. Η μόνη αποτελεσματική λύση θα ήταν η επιστροφή στη δραχμή συνοδευόμενη από ενδεδειγμένη πολιτική
1) Οι αδικοπραγίες του ευρωπαϊσμού
Η δημιουργία του μοναδιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, το ευρώ, που επιβλήθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αντιπροσωπεύει το πιο τυπικό παράδειγμα τεχνικής κατασκευής, που οι γραφειοκράτες, ξεκομμένοι από την οικονομική πραγματικότητα είχαν ονειρευτεί. Φαντάστηκαν ότι θα ήταν αρκετή η εγκαθίδρυση ενός ενιαίου νομίσματος, στο εσωτερικό μιας ομάδας ευρωπαϊκών οικονομιών, για να επιτευχθεί μια ταχεία σύγκλιση συμπεριφορών και παραγωγικών διαρθρώσεων. Αυτή η ειδυλλιακή προοπτική θα έπρεπε να οδηγήσει από μόνη της σε επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και περιορισμό της ανεργίας. Σε περίπτωση δυσκολιών, εξαιτίας εμμονής των ανισορροπιών ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές περιοχές, θα έπρεπε να αρκούσε η οργάνωση μιας φυγής προς τα μπρος, προς μια ενοποίηση ολοένα στενότερη, ώστε να λάβει χώρα είτε μεταφορά χρημάτων, είτε μεταφορά πληθυσμών.
Στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε από αυτά. Όχι μόνο η ευρωπαϊκή ήπειρος έγινε ο ασθενέστερος κρίκος της παγκόσμιας ανάπτυξης, δακτυλοδεικτούμενη συνεχώς διεθνώς, αλλά οι διαρθρωτικές αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες μας διευρύνονται σημαντικά μετά από αυτήν την ημερομηνία. Η πραγματική συναλλαγματική τιμή του ευρώ, ανώτερη από την αντίστοιχη των έξω-ευρωπαίων εταίρων μας, επιδείνωσε τον διεθνή ανταγωνισμό δημιουργώντας στις περισσότερες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοδο των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και με το εξωτερικό καθώς και μία συνεχή άνοδο της ανεργίας ιδίως μεταξύ των νέων.
Οι συντελεστές αποτυχίας του ευρώΤρείς συντελεστές εξηγούν μια τέτοια εξέλιξη. Καταρχήν το γεγονός ότι οι ρυθμοί πληθωρισμού των χωρών, που εντελώς παροδικά είχαν συγκρατηθεί προκειμένου να επιτρέψουν την έλευση του ευρώ, ξαναβρήκαν τις διαρθρωτικές αποκλίσεις των συμπεριφορών, που χαρακτηρίζουν καθεμιά από τις οικονομίες. Εμφανώς, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα απέτυχε στην προσπάθειά της να εγκαταστήσει έναν και μόνο πληθωριστικό ρυθμό μεταξύ του συνόλου των οικονομιών της ευρωζώνης, ενόσω και οι συμπεριφορές παρέμεναν με διαρθρωτικές αποκλίσεις. Επιπλέον, αυτή καθεαυτή η ύπαρξη του κοινού νομίσματος ενίσχυσε τις αποκλίσεις στο μέτρο που, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, όλες οι χώρες είχαν το προνόμιο ενός κοινού ονομαστικού επιτοκίου για τα δάνειά τους, και η ύπαρξη του ευρώ φαινόταν αμετάκλητη. Για ρυθμούς πληθωρισμού, ανώτερους από το επίπεδο αυτό του επιτοκίου, οι πιο έντονα πληθωριστικές οικονομίες έχουν αυτομάτως, αποκτήσει αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Ο μηχανισμός αυτός τροφοδότησε μεγάλες κερδοσκοπικές φούσκες, στον τομέα ακινήτων στην Ισπανία, και στον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ιρλανδία.Ο δεύτερος συντελεστής συνδέεται με την ιδιόμορφη πολιτική της Γερμανίας, της κυριότερης βιομηχανικής δύναμης στη γηραιά ήπειρο. Η κυβέρνηση του Gerhard Schröder θέλησε, και ορθά, να θεραπεύσει την επιδείνωση των ετών 1990, σχετικά με την ενοποίηση, και πρότεινε την «Ατζέντα 2010». Δυστυχώς, προχώρησε περισσότερο από όσο έπρεπε προς αυτή την κατεύθυνση. Και ενώ η Γερμανία αναμενόταν να έχει θετικό ρόλο για ολόκληρη την ευρωζώνη, επέλεξε πολιτική σχεδόν παγώματος των μισθών. Αυτή η πολιτική, μερκαντιλιστικού τύπου, εξαρτούσε τη βάση της γερμανικής ανάπτυξης από το εμπορικό πλεόνασμα, του οποίου η επίτευξη του μεγαλύτερου του τμήματος γινόταν σε βάρος των εταίρων της στην ευρωζώνη, και όχι σε βάρος της εσωτερικής της ζήτησης. Έτσι, η γερμανική κυβέρνηση έγινε ο κύριος υπεύθυνος της αποτυχίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, και σήμερα αυτό είναι ξεκάθαρο.
Οι διαδοχικές αυξήσεις του επιτοκίου από την ΕΚΤ εξηγούνται μέσω της καταστρεπτικής πολιτικής που προσπαθούσε να εμποδίσει την πτώση του ευρώ, σε μια περίοδο που η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα είχε τους λόγους της να αυξάνει τα αμερικανικά επιτόκια. Μεταξύ του φθινοπώρου του 1999 και του φθινοπώρου του 2000, η ΕΚΤ αύξησε επτά φορές τα βασικά της επιτόκια, ανεβάζοντας το βασικό μεταξύ τους στο 4,75%. Από την άνοιξη του 2001, τα βραχυπρόθεσμα ευρωπαϊκά επιτόκια κατέληξαν να ξεπεράσουν τα αμερικανικά,, που μειώνονται έκτοτε με βραδύτητα. Η τακτική αυτή επιδεινώθηκε, από το 2003, εξαιτίας της αντικατάστασης του Wim Duisenberg από τον Jean-Claude Trichet, ως επι κεφαλής της ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό η εξωτερική αξία του ευρώ κατέληξε να είναι υπερτιμημένη σε μακροχρόνια βάση. Το 2013, το μέσο επίπεδο των τιμών στο σύνολο της ευρωζώνης είναι κατά 31% ανώτερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο παγκόσμιο, αφού το 2009 η διαφορά αυτή είχε αγγίξει το 42%.
Η πτώση του ευρώ σε πραγματικούς όρους ήταν πολύ θετική για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις, η πτώση αυτή δεν ήταν το αποτέλεσμα του εξωτερικού εμπορίου, δεδομένου ότι το εμπορικό πλεόνασμα περιορίστηκε κατά 149,8 στα 52,7 δις. δολάρια μεταξύ του 1997 και του 2000. Σε πιο απλή γλώσσα, ήταν η μείωση του σχετικού κόστους της ευρωπαϊκής παραγωγής αυτή που έπαιξε στην εσωτερική ζήτηση αυτών των οικονομιών, σύμφωνα με το γνωστό φαινόμενο έκτοτε της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο ερχόταν σε αντίθεση με τις προθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επιθυμούσε ένα «ισχυρό νόμισμα» στο εξωτερικό προκειμένου να δημιουργήσει μία δήθεν «αξιοπιστία» απέναντι στο δολάριο.
Ο τρίτος συντελεστής βρίσκεται στην εξέλιξη του επιτοκίου του ευρώ σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, χαρακτηριζόμενο μέσα από τις μεταβολές του σε σχέση με το δολάριο των ΗΠΑ. Εκκινώντας από τη γένεσή του τον Ιανουάριο του 1999, με επιτόκιο γύρω στο 1,28$, το ευρώ ωφελήθηκε σε μια πρώτη φάση από την ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος. Έπεσε έτσι στο χαμηλότερο επίπεδο του 0,8252$ στις 26 Οκτωβρίου του 2000. Ήμασταν, συνεπώς, ικανοποιημένοι από αυτήν την κατάσταση, ο ρυθμός ανάπτυξης της ευρωζώνης ήταν 3,9% χωρίς να διαπιστώνεται ούτε στο ελάχιστο πληθωρισμός. Ήταν η εποχή που στη Γαλλία η κυβέρνηση του Jospin πίστευε ότι ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής του και επιδόθηκε σε τυχάρπαστες πρωτοβουλίες όπως η εβδομάδα των 35 ωρών.
Μια αποτυχία ανεπανόρθωτηΑναμφίβολα, το ευρώ είναι μια τραγική αποτυχία, που επιπλέον είναι και ανεπανόρθωτη. Τα μέσα που ελήφθησαν εναντίον αυτής της κατάστασης αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά το ένα μετά το άλλο. Πρόκειται, καταρχήν για τα μέτρα λιτότητας στον προϋπολογισμό, που είναι συχνά απαραίτητα για να ελέγξουν τις υπερβολές των δημοσίων δαπανών. Ωστόσο, δεν είναι σε θέση να έχουν θετικά αποτελέσματα χωρίς περιορισμό της ανάπτυξης. Αυτή η τελευταία αποδείχθηκε αδύνατη στα περισσότερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, εξαιτίας της απαγορευτικά υψηλής τιμής της πραγματικής εξωτερικής αξίας του ευρώ, και έτσι τα μέτρα λιτότητας κατέληξαν σε επιδείνωση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, προκαλώντας ακόμη υψηλότερο δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα είναι το εμβληματικό παράδειγμα αυτής της λανθασμένης πολιτικής η οποία, για να επαναφέρει τον προϋπολογισμό σε αποτέλεσμα λιγότερο ελλειμματικό το 2014, χρειάστηκε να περικόψει όλες τις κοινωνικές δαπάνες και να μειώσει κατά 26% το ΑΕΠ, από το 2008.Πρόκειται στη συνέχεια να υποκατασταθεί, στις επί μέρους οικονομίες, η νομισματική υποτίμηση- που ήταν πια αδύνατη εξαιτίας του κοινού νομίσματος-από μια εσωτερική υποτίμηση. Σε οικονομία ανοικτή στον ανταγωνισμό, είναι φυσικά απαραίτητο να δοθεί προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα. Αλλά η απαίτηση αυτή χρησιμοποιείται ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί δραστική μείωση των μισθών και των κοινωνικών επιδομάτων. Η μείωση είναι της τάξης του 20-25%, κατεύθυνση έντονα αντιδραστική που δεν έχει προηγούμενο εδώ και 30 χρόνια. Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε ήδη στην Ελλάδα σε μεγάλη κλίμακα. Τα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρα : το μόνο θετικό αποτέλεσμα είναι η βελτίωση του εξωτερικού εμπορίου, αλλά με τίμημα τη δραματική πτώχεια του πληθυσμού και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας που ήδη υπερβαίνει το 27%.Το τρίτο φάρμακο συνίσταται στη χρηματοδότηση, σε βάση διαρκείας, των πτωχών περιοχών από τις πλουσιότερες. Αυτή η μέθοδος επαναπαύεται στην αλληλεγγύη των πολιτών, και υπάρχει στο εσωτερικό του κάθε έθνους. Στο όνομα, εξάλλου, αυτής της αλληλεγγύης οι Γερμανοί της Δύσης συναίνεσαν σε σημαντικές προσπάθειες για να φέρουν στο επίπεδό τους συμπατριώτες τους της Ανατολικής Γερμανίας. Μέχρι σήμερα, ελήφθησαν άτολμα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου από την ισχυρότερη και πλουσιότερη οικονομία όλων, την Γερμανία. Αλλά η τωρινή Ευρώπη, επειδή βρίσκεται μακρά του να αποτελεί ένα έθνος, αυτή η μορφή αλληλεγγύης είναι αδιανόητη σε ευρεία κλίμακα. Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η προσπάθεια συναίνεσης θα όφειλε να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον 10% του ΑΕΠ του συνόλου της Ένωσης. Οι ευρωπαϊκοί λαοί, αν ερωτηθούν, δεν θα αποδεχθούν μια τέτοια λύση. Εκτός και αν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών την επιβάλλουν δια της βίας, στο όνομα της ενοποίησης, με τρόπο αντιδημοκρατικό.Η τελευταία λύση είναι αυτή που υιοθετήθηκε από τον Mario Draghi, τον νυν Πρόεδρο της ΕΚΤ. Αν επιθυμεί, πάση θυσία να σώσει το ευρώ, αποδεικνύοντας ότι είναι πιο διορατικός από τον προκάτοχό του τον Jean-Claude Trichet, οι λύσει που προτείνει είναι το ίδιο αναποτελεσματικές. Πράγματι, σε κατάσταση που συνδυάζει τον αντιπληθωρισμό αγαθών και υπηρεσιών με τον πληθωρισμό στα Χρηματιστήρια και στα ακίνητα, επιτόκια περίπου μηδενικά δεν αρκούν για να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις της νομισματικής πολιτικής. Και αναφορικά με τον πειρασμό να προσφύγουμε σε Quantitative Easing=Ποσοτική Διευκόλυνση, όπως οι Αμερικανοί, ξαναγοράζοντας αφειδώς δημόσιους τίτλους, θα ήταν εξίσου επικίνδυνη γιατί θα κινδύνευε να επιταχύνει την έλευση μιας παγκόσμιας χρηματιστηριακής κρίσης που θα ερχόταν αργά ή γρήγορα.2) Οι αδικοπραγίες ενός άκρατου φιλελευθερισμούΗ διεθνής οικονομία άρχισε να αποσταθεροποιείται στη δεκαετία του 1970 εξαιτίας της γενικευμένης αστάθειας των επιτοκίων, που προκάλεσαν βαθιές μεταβολές σε αντίθεση με τη σταθερότητα που αναμενόταν. Ακριβώς στοχεύοντας στη σταθερότητα θέλησαν να οργανώσουν ζώνη ευρωπαϊκής νομισματικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, και υπό την επίδραση της άκρατης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, το καπιταλιστικό σύστημα βρέθηκε χωρίς πυξίδα, κίνηση που επιταχύνθηκε από την απορύθμιση, ειδικότερα την ακύρωση της Glass-Seagall Act το 1999. Αυτό διαπιστώνεται και από την πλήρη απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, αλλά και από την χρηματοποίηση της οικονομίας2.1) Η πλήρης απελευθέρωση των συναλλαγώνΗ Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, στην αρχή, ζώνη ανοικτή στο εμπόριο, αλλά επωφελείτο από εμπορική προτίμηση. Στο διάστημα των εμπορικών διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο της GATT και αργότερα του OMC, αφέθηκε να κυλήσει σε πλήρη ελευθερία των συναλλαγών. Το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό υπέστη έτσι ένα ηχηρό χτύπημα από τον ανταγωνισμό οικονομιών με χαμηλούς μισθούς που εφάρμοζαν νομισματικό dumping, κοινωνικό ή περιβαλλοντικό. Η Ευρώπη υπέφερε ακόμη περισσότερο σε σύγκριση με τις οικονομίες της ευρωζώνης που τραυματίστηκαν από ένα νόμισμα υπερβολικά ακριβό, πολύ υπερτιμημένο. Επιπλέον, η Commission των Βρυξελλών εφαρμόζει την απελευθέρωση των συναλλαγών με αφελή τρόπο, ενώ οι περισσότεροι των εταίρων μας δεν διστάζουν να προστατεύονται με πολλαπλούς τρόπους όταν απειλούνται ζωτικά τους συμφέροντα.Αυτή η υπαγωγή των μισθωτών στον παγκόσμιο ανταγωνισμό εξηγείται από το ότι δεν επωφελούνται πια από τα κέρδη της παραγωγικότητας στα οποία συνέβαλαν, όπως συνέβαινε στο καθεστώς “fordiste”. Γιατί αυτή η στροφή προς την άκρατα φιλελευθεροποιημένη παγκοσμιοποίηση απαιτεί ρυθμούς απόδοσης πολύ υψηλούς, που δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν χωρίς στασιμότητα ή πτώση των μισθών. Αυτό το φαινόμενο υλοποιείται ήδη εδώ και πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, όπου οι μισθοί της μεσαίας τάξης παρέμειναν στάσιμοι επί 25ετία, έτσι που η διατήρηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών εξασφαλίστηκε μόνον χάρις στο δανεισμό τους, που προστέθηκε σε αυτόν του Κράτους. Είναι η οδός προς την οποίαν αναμφίβολα κατευθύνεται το σύνολο της ΕΕ, στο όνομα της «ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας». Όχι μόνον η αγοραστική δύναμη των μισθωτών παραμένει στάσιμη, αλλά επιπλέον τείνει να μειώνεται παντού, και ιδιαιτέρως σε χώρες όπως η Ελλάδα, που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα από την Τρόικα για τον πειραματισμό του άκρατου φιλελευθερισμού.Είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι όλοι δεν είναι χαμένοι σε αυτές τις εξελίξεις. Οι διαφορές στα εισοδήματα τείνουν να αυξηθούν με φαντασμαγορικό τρόπο στο εσωτερικό οικονομιών, προς όφελος μιας παγκόσμιας ολιγαρχίας. Αν πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι λαοί μπορεί να ωφεληθούν μερικώς από την πτώση της τιμής των εισαγόμενων προϊόντων από χώρες με χαμηλούς μισθούς, με την προϋπόθεση φυσικά ότι έχουν απασχόληση, οι κυρίως ωφελημένοι είναι αυτοί που κερδίζουν από την εμπορευσιμότητα (οι μεγάλες επιφάνειες) ή που αντλούν εισοδήματα από άμεσες επενδύσεις εκτός Ευρώπης . Δεν πρέπει να απορεί κανείς, από τώρα και μπρος, για το ότι αυτή η ολιγαρχία εμφανίζεται χωρίς ενδοιασμούς, υπέρ της γενίκευσης της απελευθέρωσης των συναλλαγών και υπέρ της τεχνητής διατήρησης στη ζωή του ευρώ.2.2.) Η χρηματιστηριοποίηση της οικονομίαςΑντί να υπηρετεί κανείς την πραγματική οικονομία, ενθαρρύνοντας τη χρηματοδότηση των παραγωγικών επενδύσεων, η διεθνής οικονομία επιδόθηκε σε κούρσα δήθεν νεοτερισμών, έχοντας στη φαντασία της πληθώρας χρηματιστηριακών προϊόντων και παραγώγων πιο περίπλοκων τα μεν των δε. Ο στόχος τους δεν είναι η βελτίωση της λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, αλλά η εξεύρεση των πιο πρόσφορων μέσων για την προσφυγή στη χρεοκοπία.Αντικατέστησαν έτσι τους πραγματικούς επιχειρηματίες, δημιουργούς πραγματικού πλούτου, που απορρέει από παραγωγική δραστηριότητα, με καιροσκόπους των χρηματιστηριακών αγορών, δημιουργούς εικονικού πλούτου, κερδοσκοπώντας στις αγορές με τις συναλλαγματικές τιμές, τα επιτόκια, τις μετοχές, τα ομόλογα, τις πρώτες ύλες και με τα πάσης φύσης χρηματιστηριακά προϊόντα. Οπωσδήποτε, αυτή η διαστροφή του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι δυνατόν να διαιωνιστεί. Όπως το 1929, όπως το 2007, όλα τα στοιχεία μιας νέας συστημικής κρίσης βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα: η χρηματιστηριακή ρευστότητα είναι σε υπεραφθονία, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος είναι σε ιστορικά επίπεδα, η ρύθμιση της οικονομίας εμφανίζει σημαντική αργοπορία.Τον Φεβρουάριο του 1929, οκτώ μήνες πριν την κατάρρευση του νομισματικού συστήματος, η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, τρομοκρατημένη από τα σφάλματα που έκανε, έγραφε στην ετήσια έκθεσή της: «Πολυάριθμα έτη πείρας έδειξαν ότι οι αυξήσεις δανείων πέρα από τις ανάγκες της οικονομίας οδηγούν φυσιολογικά σε συνέπειες ατυχείς, σε υπερβολές κερδοσκοπίας, σε άνοδο των τιμών, σε φούσκες που τελειώνουν με ύφεση». Από το 2008, η δημιουργία ρευστότητας από της κεντρική αμερικανική τράπεζα δεν είχε επαφή με την πραγματική οικονομία. Αυτή η ρευστότητα επενδύθηκε μαζικά στην κερδοσκοπία, προκαλώντας μια φαντασμαγορική άνοδο των αγορών, ενόσω η παγκόσμια ανάπτυξη είχε περιοριστεί στο μισό μετά την κρίση. Η φούσκα είναι έτοιμη να εκραγεί.Το δημόσιο χρέος έκανε εντυπωσιακό άλμα στις περισσότερες χώρες του κόσμου, κυρίως εξαιτίας της χρηματιστηριακής κρίσης του 2008. Αλλά και το ιδιωτικό χρέος, αυτό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, βρίσκεται επίσης σε ύψη πρωτοφανή σε πολλές χώρες, συχνά σε αυτές που έχουν τη φήμη ενάρετης διαχείρισης του δημόσιου χρέους τους. Το 1929 όπως και το 2007, το ιδιωτικό χρέος μόνο είχε προκαλέσει την κρίση. Σήμερα η κατάσταση της παγκόσμιας χρέωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, είναι πρωτοφανής.Τέλος, όπως το 1929 και το 2007, τα διεθνή δημοσιονομικά ήταν ελάχιστα ρυθμισμένα. Το G20 του Λονδίνου, στις 1 και 2 Απριλίου , είχε θαρραλέα υποστηρίξει πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων προκειμένου να περιοριστεί η υπερτροφία της οικονομίας. Στο πέρασμα των ετών, η προσπάθεια ρύθμισης περιορίστηκε , τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Συμβάσεις έχουν υπογραφεί, αλλά κατοπτρίζουν περισσότερο την επίδραση των lobbies παρά την επιθυμία της πάση θυσία αποφυγής μιας νέας κρίσης. Τα δημοσιονομικά της σκιάς, δηλαδή αυτά που ρυθμίζονται ελάχιστα ή καθόλου, αυξάνουν αντί να υποχωρούν. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια και οι αγορές των παραγώγων έχουν επιδόσεις ανώτερες σε σύγκριση με πριν από την κρίση. Οι ίδιες οι τράπεζες έχουν μόνιμα το δικαίωμα να κερδοσκοπούν. Ο δημοσιονομικός νεωτερισμός είναι πιο δραστήριος παρά ποτέ, λ.χ. με το trading υψηλής συχνότητας, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτος πριν από το 2007, και αντιπροσωπεύει εφεξής το ήμισυ των συναλλαγών στις αγορές μετοχών.Για το λόγο αυτό οι έμπειροι παρατηρητές εκτιμούν ότι οι νέες κερδοσκοπικές φούσκες, που σταδιακά φουσκώνουν, μοιραίως θα εκραγούν. Μια νέα παγκόσμια δημοσιονομική κρίση θα ξεσπάσει αργά ή γρήγορα. Όχι μόνο το ευρώ δεν θα προστατεύσει την Ευρώπη αλλά αντιθέτως αυτή κινδυνεύει να είναι το πρώτο θύμα, αν ληφθεί υπόψη η καταστρεπτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.3) Η επάνοδος στη δραχμήΕνόψει της δημοσιονομικής κρίσης, που αργά ή γρήγορα θα κάνει την εμφάνισή της, η διάλυση του ευρώ επιβάλλεται. Ωστόσο, είναι πάντοτε προτιμότερο να μην αναμένει κανείς την κρίση για να προχωρήσει σε μεταρρύθμιση που, οπωσδήποτε επιβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση, η κατεδάφιση του ευρώ δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αντιθέτως θα έπρεπε να διευκολύνει την επιστροφή στις ρίζες του, στο λόγο ύπαρξής του, που είναι η εγκατάσταση μιας ζώνης εμπορικής προτίμησης και νομισματικής σταθερότητας. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η επάνοδος στη δραχμή είναι απαραίτητος, αλλά όχι επαρκής όρος, για να εξασφαλίσει την αναγέννηση της Ελλάδας.
Παράλληλα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μετά την γενική κατάρρευση της ζώνης του ευρώ, ενδείκνυται ο καθορισμός των προϋποθέσεων επιτυχίας της επιχείρησης στο επίπεδο εσωτερικής διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας. Διότι, η δημιουργία μιας νέας δραχμής δεν σημαίνει επιστροφή στη χαλαρότητα και την αναποτελεσματικότητα του παρελθόντος, αλλά απαιτεί θαρραλέες προσπάθειες για την ανόρθωση μιας χώρας, που καταστράφηκε από την Τρόικα, όπως αν είχε εξέλθει από πόλεμο. Αν η νομισματική υποτίμηση πρέπει να είναι απότομη, χρειάζεται αντιθέτως η λήψη διαδοχικών και εξισορροπητικών μέτρων, προκειμένου να πραγματοποιηθούν πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη του λαού, αποφεύγοντας υπερβολική ύψωση των τιμών. Κάθε νομισματική υποτίμηση δημιουργεί δυστυχώς πληθωριστικά αποτελέσματα, εξαιτίας της ανόδου της τιμής των εισαγομένων αγαθών, και θα πρέπει αυτό το φαινόμενο να περιοριστεί, όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να διατηρηθεί μια σημαντική πραγματική υποτίμηση. Αυτή η επιχείρηση θα έπρεπε να γίνει κατά το γαλλικό πρότυπο της υποτίμησης του 1958, της οποίας η επιτυχία προήλθε από μια σταθερή ενέργεια που στηρίχθηκε από την κοινή γνώμη και από μια δραστήρια κυβέρνηση.
Η δημιουργία μιας νέας δραχμής, οφείλει, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, να ενσωματωθεί σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Η μοναχική έξοδος από την ευρωζώνη δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση. Θα ήταν προτιμότερο να τοποθετηθεί στη γενικευμένη κατάρρευση αυτής της ζώνης, που είναι μοιραίο να επέλθει οπωσδήποτε, το αργότερο ως την επόμενη παγκόσμια δημοσιονομική κρίση. Θα έπρεπε τότε να δημιουργηθεί ένα νέο νομισματικό σύστημα, που να διοικείται από ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ινστιτούτο, το οποίο θα περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, ίση με τον σταθμισμένο όρο των εθνικών νομισματικών μονάδων. Θα ήταν σκόπιμο να αναρτηθούν σε αφίσες, ως εμβλήματα, οι επιθυμητές ισοτιμίες των επί μέρους εθνικών νομισμάτων, σε σχέση με την ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, υπολογισμένες με τρόπο που να περιορίζεται η κερδοσκοπία, να αποκαθίσταται ο ανταγωνισμός όλων των Κρατών, να εξασφαλίζεται ισορροπία συναλλαγών μεταξύ τους και να απορροφάται η ανεργία. Θα πρέπει να επαγρυπνεί κανείς ώστε η πραγματική συναλλαγματική τιμή των εθνικών νομισμάτων να σταθεροποιηθεί, εκ των υστέρων, στο εσωτερικό ενός περιθωρίου διακύμανσης που οφείλει να καθοριστεί. Θα πρέπει ταυτόχρονα να οριστεί με κοινή συμφωνία ο τρόπος με τον οποίον θα αντιμετωπιστούν το χρέος δημόσιο και ιδιωτικό, δεδομένου ότι εξυπακούεται ότι στο μέλλον το χρέος της Ελλάδας, καθώς και των άλλων χωρών, θα πρέπει να υπαχθεί, κάτω από λογικούς όρους, κεντρική Τράπεζα και όχι να εξακολουθεί να εξαρτάται από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά.
3.2) Η ενσωμάτωση σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα
Το αποτέλεσμα της νομισματικής υποτίμησης στο εξωτερικό εμπόριο δεν είναι άμεση, διότι εξαρτάται από καθυστερήσεις αντιδράσεων και από τις ελαστικότητες του εξωτερικού εμπορίου. Αλλά, αξίζει να προσθέσω την επίδραση, που είναι το ίδιο ισχυρή σήμερα, της μεταβολής της εξωτερικής πραγματικής αξίας του νομίσματος στη ροπή για επένδυση. Πράγματι, σε παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η υποτίμηση καθιστά πιο αποδοτική την παραγωγική επένδυση που πραγματοποιείται σε εθνικό έδαφος, τόσο για τις τοπικές επιχειρήσεις, όσο και για τις ξένες[1]. Πρόκειται για το φαινόμενο που ερμηνεύει το θετικό αποτέλεσμα, το οποίο ήδη ανέφερα παραπάνω, δηλαδή της πτώσης του ευρώ τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του.
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι θα επιτρέψει μια «νομισματική υποτίμηση», και όχι πια μια «εσωτερική υποτίμηση» όπως ήταν η λανθασμένη λύση της Τρόικας. Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξαναγίνει ανταγωνιστική μέσω τιμών σε σχέση με ολόκληρο τον κόσμο. Η υποτίμηση θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα να επιτρέψει μία φυσική επάνοδο εξωτερικού εμπορίου σε κατάσταση ισορροπίας, και όχι μια τεχνητή επάνοδο σε ισορροπία, εξαιτίας της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης.
Η εγκαθίδρυση μιας νέας δραχμής σημαίνει ότι θα αντικατασταθεί το ευρώ από αυτό το εθνικό νόμισμα, που θα είναι πλήρες λειτουργιών. Θα χρειασθεί να μετατραπούν σ’αυτό το νέο νόμισμα το σύνολο των τιμών και μισθών του εσωτερικού, καθώς και τα διαθέσιμα στις τράπεζες, με βάση ένα ευρώ έναντι μιας εθνικής νομισματικής μονάδας, κάτι που θα είχε το πλεονέκτημα να μη μεταβάλει στο ελάχιστο τις συνήθειες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με ότι συνέβη σχετικά όταν επιβλήθηκε το ευρώ.
3.1) Ένας απαραίτητος όρος για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας
Η εγκαθίδρυση μιας νέας δραχμής σημαίνει ότι θα αντικατασταθεί το ευρώ από αυτό το εθνικό νόμισμα, που θα είναι πλήρες λειτουργιών. Θα χρειασθεί να μετατραπούν σ’αυτό το νέο νόμισμα το σύνολο των τιμών και μισθών του εσωτερικού, καθώς και τα διαθέσιμα στις τράπεζες, με βάση ένα ευρώ έναντι μιας εθνικής νομισματικής μονάδας, κάτι που θα είχε το πλεονέκτημα να μη μεταβάλει στο ελάχιστο τις συνήθειες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με ότι συνέβη σχετικά όταν επιβλήθηκε το ευρώ.
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι θα επιτρέψει μια «νομισματική υποτίμηση», και όχι πια μια «εσωτερική υποτίμηση» όπως ήταν η λανθασμένη λύση της Τρόικας. Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξαναγίνει ανταγωνιστική μέσω τιμών σε σχέση με ολόκληρο τον κόσμο. Η υποτίμηση θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα να επιτρέψει μία φυσική επάνοδο εξωτερικού εμπορίου σε κατάσταση ισορροπίας, και όχι μια τεχνητή επάνοδο σε ισορροπία, εξαιτίας της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης.
Το αποτέλεσμα της νομισματικής υποτίμησης στο εξωτερικό εμπόριο δεν είναι άμεση, διότι εξαρτάται από καθυστερήσεις αντιδράσεων και από τις ελαστικότητες του εξωτερικού εμπορίου. Αλλά, αξίζει να προσθέσω την επίδραση, που είναι το ίδιο ισχυρή σήμερα, της μεταβολής της εξωτερικής πραγματικής αξίας του νομίσματος στη ροπή για επένδυση. Πράγματι, σε παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η υποτίμηση καθιστά πιο αποδοτική την παραγωγική επένδυση που πραγματοποιείται σε εθνικό έδαφος, τόσο για τις τοπικές επιχειρήσεις, όσο και για τις ξένες[1]. Πρόκειται για το φαινόμενο που ερμηνεύει το θετικό αποτέλεσμα, το οποίο ήδη ανέφερα παραπάνω, δηλαδή της πτώσης του ευρώ τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του.
3.2) Η ενσωμάτωση σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα
Η δημιουργία μιας νέας δραχμής, οφείλει, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, να ενσωματωθεί σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Η μοναχική έξοδος από την ευρωζώνη δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση. Θα ήταν προτιμότερο να τοποθετηθεί στη γενικευμένη κατάρρευση αυτής της ζώνης, που είναι μοιραίο να επέλθει οπωσδήποτε, το αργότερο ως την επόμενη παγκόσμια δημοσιονομική κρίση. Θα έπρεπε τότε να δημιουργηθεί ένα νέο νομισματικό σύστημα, που να διοικείται από ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ινστιτούτο, το οποίο θα περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, ίση με τον σταθμισμένο όρο των εθνικών νομισματικών μονάδων. Θα ήταν σκόπιμο να αναρτηθούν σε αφίσες, ως εμβλήματα, οι επιθυμητές ισοτιμίες των επί μέρους εθνικών νομισμάτων, σε σχέση με την ευρωπαϊκή μονάδα μέτρησης, υπολογισμένες με τρόπο που να περιορίζεται η κερδοσκοπία, να αποκαθίσταται ο ανταγωνισμός όλων των Κρατών, να εξασφαλίζεται ισορροπία συναλλαγών μεταξύ τους και να απορροφάται η ανεργία. Θα πρέπει να επαγρυπνεί κανείς ώστε η πραγματική συναλλαγματική τιμή των εθνικών νομισμάτων να σταθεροποιηθεί, εκ των υστέρων, στο εσωτερικό ενός περιθωρίου διακύμανσης που οφείλει να καθοριστεί. Θα πρέπει ταυτόχρονα να οριστεί με κοινή συμφωνία ο τρόπος με τον οποίον θα αντιμετωπιστούν το χρέος δημόσιο και ιδιωτικό, δεδομένου ότι εξυπακούεται ότι στο μέλλον το χρέος της Ελλάδας, καθώς και των άλλων χωρών, θα πρέπει να υπαχθεί, κάτω από λογικούς όρους, κεντρική Τράπεζα και όχι να εξακολουθεί να εξαρτάται από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά.
Παράλληλα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μετά την γενική κατάρρευση της ζώνης του ευρώ, ενδείκνυται ο καθορισμός των προϋποθέσεων επιτυχίας της επιχείρησης στο επίπεδο εσωτερικής διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας. Διότι, η δημιουργία μιας νέας δραχμής δεν σημαίνει επιστροφή στη χαλαρότητα και την αναποτελεσματικότητα του παρελθόντος, αλλά απαιτεί θαρραλέες προσπάθειες για την ανόρθωση μιας χώρας, που καταστράφηκε από την Τρόικα, όπως αν είχε εξέλθει από πόλεμο. Αν η νομισματική υποτίμηση πρέπει να είναι απότομη, χρειάζεται αντιθέτως η λήψη διαδοχικών και εξισορροπητικών μέτρων, προκειμένου να πραγματοποιηθούν πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη του λαού, αποφεύγοντας υπερβολική ύψωση των τιμών. Κάθε νομισματική υποτίμηση δημιουργεί δυστυχώς πληθωριστικά αποτελέσματα, εξαιτίας της ανόδου της τιμής των εισαγομένων αγαθών, και θα πρέπει αυτό το φαινόμενο να περιοριστεί, όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να διατηρηθεί μια σημαντική πραγματική υποτίμηση. Αυτή η επιχείρηση θα έπρεπε να γίνει κατά το γαλλικό πρότυπο της υποτίμησης του 1958, της οποίας η επιτυχία προήλθε από μια σταθερή ενέργεια που στηρίχθηκε από την κοινή γνώμη και από μια δραστήρια κυβέρνηση.
[1] Βλέπε για το θέμα αυτό το έργο μας Initiation à l’économie internationale, Economica,Παρίσι, 2η έκδοση,2006,καθώς και τη διατριβή του de Benjamin de Prost, Les deux formes d’IDE et l’investissement productif : l’impact du taux de change réel, Πανεπιστήμιο Panthéon-Assas Paris II, Δεκέμβριος 2012.
Πηγή
Σχόλια