Αρης Σκιαδόπουλος
Μη μου πεις αν και γιατί ήταν μάταιοι οι αγώνες. Και μη μιλάς για πεσιμισμούς και τέτοια διάφορα. Πες «όλα πήγαν καλά». Πήγες πέρα από το μετέωρο βήμα του πελαργού. Εφτασες ως εκεί που μετεωρίζεται η ίδια η ύπαρξή σου. Καθρεφτίζεσαι στην αντανάκλαση του απόλυτου κενού.
Θυμάσαι τον Τάσσο Ζωγράφο στη Μακρόνησο; Είχε κάψει μπιέλες κι είπε στον Κούνδουρο «δεν αντέχω ρε Νίκο, θα τρέξω στο γκρεμό να πέσω από κει στη θάλασσα, να με περάσουν για τρελό. Όμως, μόλις τρέξω, ας έρθει κάποιος πίσω μου να με προλάβει, γιατί αν δεν με προλάβει θα πέσω»…
Έφυγε πρώτος προς τον γκρεμό και κάποια μέτρα πίσω του ξαμολήθηκε σ ένα τρελό κατοστάρι ο Βέγγος και τον πρόλαβε στο τσακ.
Θυμάσαι και τους άλλους συντρόφους. Άλλους τους άφησες στον Αλβανικό, άλλους στο Γράμμο κι άλλους στη μανία του Σκαλούμπακα. Μερικοί είναι πάντα στο Κόμμα, άλλοι βρέθηκαν εντός- εκτός κι άλλοι εκτός δια παντός και τελεσίδικα. Μα ο φόρος στον αγώνα είναι ίδιος, καταχωρημένος στο τεφτέρι της Ιστορίας. Κάποιοι είναι διαλυμένοι, όπως ένας φίλος, σπουδαίος στιχουργός και ποιητής, που μούπε:
«Δούλεψα,πέτυχα,έβγαλα λεφτά δεν έχω παράπονο. Ένα όμως με βασανίζει: Εκείνη η υπογραφή..»
Και τώρα,να, ύστερα απ´ όλα αυτά, που έφτασες στο παραπέντε…
Τρακόσια ευρώ η κατώτερη, ένα καλάθι με λίγο ψωμί καμιά ελιά, λίγο λαδάκι για το μήνα, ίσα να περισσέψει και για το νοίκι. Τις Κυριακές πάλι, έτσι όπως στη δεκαετία του πενήντα, μισό κιλό κιμάς κατεψυγμένος, ρόλο μ ένα αυγό στη μέση και στο φούρνο. Να μείνει και κάνα φράγκο για το παιδί, ή τ΄ αγγόνι. Ο γιος άνεργος, τ΄ αγγόνι μ΄ ένα πτυχίο, καρφωμένο στον τοίχο.
Και κοντά τρία εκατομμύρια συνέλληνες στο όριο της φτώχειας σαν κι εσένα. Εντάξει, όχι πώς γύρευες πολλά, απλά κάτι λογάριαζες, καλλίτερο, για τα γεράματα. Τώρα, μήτε γηροκομείο δε σε δέχεται. Κι΄ όσο για τα νοσοκομεία, έχουν κι αυτά μια προτεραιότητα. Οι νεώτεροι, πολύ σωστά, προηγούνται.
Η Ευρώπη περιμένει πώς και τι τα παιδιά, που δεν έχουν πια πρησμένα γόνατα κι ούτε τα λες αλήτες. Στις αποσκευές τους, σε θέση περίοπτη, τα μεταπτυχιακά και τα ντοκτορά… Δεν πάνε πια σε φάμπρικες. Τα περιμένουν ανθρώπινοι μισθοί και σχετικά καλές συνθήκες διαβίωσης. Αφήνουν όμως πίσω τους τον πόνο της απουσίας.. Ένα κενό που δεν πληρούται με λόγια παρηγόριας. Το κενό που προκαλεί η ανάγκη..
Και φτου ξανά, για νέους αγώνες. Ξανά στους δρόμους με τις ντουντούκες, κι οι άλλοι ασυγκίνητοι. Δεν αναπαράγεις την ηττοπάθεια. Ξανά μπροστά, να φύγει ο εφιάλτης. Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες και τα λοιπά… Μόνο που με πορείες ως το Σύνταγμα δεν ανατρέπεται αυτός ο μπελάς. Απλά ο βρόχος σφίγγει όλα και πιο πολύ. Κι΄ η πατρίδα όλο και ξεμακραίνει σε χέρια ξένα. Ο Φούχτελ σαν αρπαχτικό καιροφυλαχτεί. Αυτή η κατοχή δεν έχει έλεος. Μας αντιμετωπίζουν πια σαν χρεοκοπημένη επιχείρηση που κατάσχουν μπιτ παρά τα γραφεία της τούς υπολογιστές της,κάθε είδους εξοπλισμό.
Μια χώρα σε κατάρρευση. Όχι σαν πατρίδα. Αυτό που ανάγκασε την Πρόεδρο της Αργεντινής Κίρτσνερ να ξεσπάσει στους τοκογλύφους: «Είμαστε Πατρίδα,Όχι αποικία!»
Ίσως αυτό πρέπει να εγκολπωθούμε κι εμείς. Δεν είμαστε κάνα χρεοκοπημένο περίπτερο της Ευρώπης. Δεν είμαστε μια προβληματική της επιχείρηση. Είμαστε μια πατρίδα στην οποία οφείλει όλος ο κόσμος για όσα δανείστηκε και οικειοποιήθηκε απ´ αυτήν. Μόνο που για να το επιβάλλουμε στους άλλους θα πρέπει πρώτα εμείς ν αγαπήσουμε αυτή τη πατρίδα. Να επιστρέψουμε σ΄ αυτήν, γιατί τη χάσαμε στους καιρούς…
Καλή πατρίδα, σύντροφοι!
Πηγή
Μη μου πεις αν και γιατί ήταν μάταιοι οι αγώνες. Και μη μιλάς για πεσιμισμούς και τέτοια διάφορα. Πες «όλα πήγαν καλά». Πήγες πέρα από το μετέωρο βήμα του πελαργού. Εφτασες ως εκεί που μετεωρίζεται η ίδια η ύπαρξή σου. Καθρεφτίζεσαι στην αντανάκλαση του απόλυτου κενού.
Θυμάσαι τον Τάσσο Ζωγράφο στη Μακρόνησο; Είχε κάψει μπιέλες κι είπε στον Κούνδουρο «δεν αντέχω ρε Νίκο, θα τρέξω στο γκρεμό να πέσω από κει στη θάλασσα, να με περάσουν για τρελό. Όμως, μόλις τρέξω, ας έρθει κάποιος πίσω μου να με προλάβει, γιατί αν δεν με προλάβει θα πέσω»…
Έφυγε πρώτος προς τον γκρεμό και κάποια μέτρα πίσω του ξαμολήθηκε σ ένα τρελό κατοστάρι ο Βέγγος και τον πρόλαβε στο τσακ.
Θυμάσαι και τους άλλους συντρόφους. Άλλους τους άφησες στον Αλβανικό, άλλους στο Γράμμο κι άλλους στη μανία του Σκαλούμπακα. Μερικοί είναι πάντα στο Κόμμα, άλλοι βρέθηκαν εντός- εκτός κι άλλοι εκτός δια παντός και τελεσίδικα. Μα ο φόρος στον αγώνα είναι ίδιος, καταχωρημένος στο τεφτέρι της Ιστορίας. Κάποιοι είναι διαλυμένοι, όπως ένας φίλος, σπουδαίος στιχουργός και ποιητής, που μούπε:
«Δούλεψα,πέτυχα,έβγαλα λεφτά δεν έχω παράπονο. Ένα όμως με βασανίζει: Εκείνη η υπογραφή..»
Και τώρα,να, ύστερα απ´ όλα αυτά, που έφτασες στο παραπέντε…
Τρακόσια ευρώ η κατώτερη, ένα καλάθι με λίγο ψωμί καμιά ελιά, λίγο λαδάκι για το μήνα, ίσα να περισσέψει και για το νοίκι. Τις Κυριακές πάλι, έτσι όπως στη δεκαετία του πενήντα, μισό κιλό κιμάς κατεψυγμένος, ρόλο μ ένα αυγό στη μέση και στο φούρνο. Να μείνει και κάνα φράγκο για το παιδί, ή τ΄ αγγόνι. Ο γιος άνεργος, τ΄ αγγόνι μ΄ ένα πτυχίο, καρφωμένο στον τοίχο.
Και κοντά τρία εκατομμύρια συνέλληνες στο όριο της φτώχειας σαν κι εσένα. Εντάξει, όχι πώς γύρευες πολλά, απλά κάτι λογάριαζες, καλλίτερο, για τα γεράματα. Τώρα, μήτε γηροκομείο δε σε δέχεται. Κι΄ όσο για τα νοσοκομεία, έχουν κι αυτά μια προτεραιότητα. Οι νεώτεροι, πολύ σωστά, προηγούνται.
Η Ευρώπη περιμένει πώς και τι τα παιδιά, που δεν έχουν πια πρησμένα γόνατα κι ούτε τα λες αλήτες. Στις αποσκευές τους, σε θέση περίοπτη, τα μεταπτυχιακά και τα ντοκτορά… Δεν πάνε πια σε φάμπρικες. Τα περιμένουν ανθρώπινοι μισθοί και σχετικά καλές συνθήκες διαβίωσης. Αφήνουν όμως πίσω τους τον πόνο της απουσίας.. Ένα κενό που δεν πληρούται με λόγια παρηγόριας. Το κενό που προκαλεί η ανάγκη..
Και φτου ξανά, για νέους αγώνες. Ξανά στους δρόμους με τις ντουντούκες, κι οι άλλοι ασυγκίνητοι. Δεν αναπαράγεις την ηττοπάθεια. Ξανά μπροστά, να φύγει ο εφιάλτης. Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες και τα λοιπά… Μόνο που με πορείες ως το Σύνταγμα δεν ανατρέπεται αυτός ο μπελάς. Απλά ο βρόχος σφίγγει όλα και πιο πολύ. Κι΄ η πατρίδα όλο και ξεμακραίνει σε χέρια ξένα. Ο Φούχτελ σαν αρπαχτικό καιροφυλαχτεί. Αυτή η κατοχή δεν έχει έλεος. Μας αντιμετωπίζουν πια σαν χρεοκοπημένη επιχείρηση που κατάσχουν μπιτ παρά τα γραφεία της τούς υπολογιστές της,κάθε είδους εξοπλισμό.
Μια χώρα σε κατάρρευση. Όχι σαν πατρίδα. Αυτό που ανάγκασε την Πρόεδρο της Αργεντινής Κίρτσνερ να ξεσπάσει στους τοκογλύφους: «Είμαστε Πατρίδα,Όχι αποικία!»
Ίσως αυτό πρέπει να εγκολπωθούμε κι εμείς. Δεν είμαστε κάνα χρεοκοπημένο περίπτερο της Ευρώπης. Δεν είμαστε μια προβληματική της επιχείρηση. Είμαστε μια πατρίδα στην οποία οφείλει όλος ο κόσμος για όσα δανείστηκε και οικειοποιήθηκε απ´ αυτήν. Μόνο που για να το επιβάλλουμε στους άλλους θα πρέπει πρώτα εμείς ν αγαπήσουμε αυτή τη πατρίδα. Να επιστρέψουμε σ΄ αυτήν, γιατί τη χάσαμε στους καιρούς…
Καλή πατρίδα, σύντροφοι!
Πηγή
Σχόλια