Τι είναι η Διατλαντική Συμφωνία που προβλέπεται να συναφθεί μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ και να ψηφισθεί εντός του 2015; Φανταστείτε ένα πιο εξευγενισμένο fast track, μια Τρόικα με πολιτικά, ένα συγκαλυμμένο Μνημόνιο κι όλα αυτά σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Και τότε θα έχετε την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων ή ΤΤΙΡ (Transatlantic Trade and Investment Partnership). Μια συμφωνία που απειλεί ευθέως ό,τι κάνει από την επομένη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου την ευρωπαϊκή διαφορά, έστω στις αφηγήσεις: εργατικά δικαιώματα, προστασία του περιβάλλοντος και του καταναλωτή, κ.α.
Την Διατλαντική συμφωνία προσπάθησαν να εξωραΐσουν μελέτες που αποτίμησαν την συμβολή της στην αύξηση του ΑΕΠ. Αν και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το ερευνητικό κέντρο που ανέλαβε την υποχρέωση (Centre for Economic Policy Research) δεν ήταν τόσο...«τολμηρό» στις προβλέψεις του, όπως για παράδειγμα το ΙΟΒΕ που εκτιμούσε τον Ιούλιο του 2010 δια στόματος του τότε διευθυντή του Γ. Στουρνάρα ότι η απελευθέρωση των μεταφορών θα αύξανε το ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε 5 μάλιστα χρόνια. (Εδώ μπορείτε να διαβάσετε ρεπορτάζ από την “περισπούδαστη” ανάλυση του ΙΟΒΕ). Πρόβλεψη που εγγράφεται στις μεγαλύτερες ηλιθιότητες που έχουν ακουστεί τα χρόνια του Μνημονίου, καταφέρνοντας ωστόσο να απογειώσει την καριέρα του Γ. Στουρνάρα. Το ερευνητικό κέντρο με έδρα το Λονδίνο, ήταν πολύ πιο συντηρητικό καθώς πρόβλεψε ότι τα επόμενα 14 χρόνια το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,5%, που ισοδυναμεί με 0,036% κατ’ έτος, εάν υπογραφεί κι εφαρμοστεί η Διατλαντική συμφωνία.
- Αν κάτι ωστόσο δεν απαντιέται είναι ποιος θα καρπωθεί την εξοικονόμηση; Γιατί ακόμη κι από την απελευθέρωση του επαγγέλματος των χερσαίων μεταφορών στην Ελλάδα, μπορεί να μην είχαμε αύξηση του ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά μείωση του κόστους μεταφοράς επήλθε. Μόνο που την καρπώθηκαν κατ’ αποκλειστικότητα οι βιομήχανοι ή και οι έμποροι, που είδαν το κόστος μεταφοράς να μειώνεται. Απ’ αυτή την εξοικονόμηση ο καταναλωτής δεν είχε το παραμικρό όφελος, όπως φαίνεται απ’ την αυξητική πορεία των τιμών λιανικής. Το ίδιο θα συμβεί και με την Διατλαντική συμφωνία!
Η Διατλαντική συμφωνία δεν σκοπεύει να μειώσει τους δασμούς, όπως συνήθως συμβαίνει στο πλαίσιο ανάλογων ολοκληρώσεων, καθώς ήδη βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα με βάση τις διεθνείς συγκρίσεις (κατά μέσο όρο 3,5% στις ΗΠΑ και 5,2% στην ΕΕ) ως αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο σημαντικότερων οικονομικών ζωνών του πλανήτη που από κοινού ελέγχουν το 44% της παγκόσμιας παραγωγής και το 60% των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το ζητούμενο της Διατλαντικής συμφωνίας είναι η κατάργηση, αργά ή γρήγορα, όλων εκείνων των ρυθμίσεων που περιορίζουν ή καθιστούν απαγορευτικές τις επενδύσεις και το εμπόριο. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα λειτουργήσει σαν πολιορκητικός κριός σε νόμους και διατάξεις που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους των εργατικών κατακτήσεων, του κοινωνικού συμβολαίου ακόμη και του συντάγματος σε κάθε χώρα.
Η Διατλαντική συμφωνία που προβλέπεται να συμφωνηθεί μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ και να ψηφιστεί εντός του 2015, για να μην συμπέσει με τις εκλογές του 2016 στην άλλη όχθη του Ατλαντικού δεδομένης της δικαιολογημένης αλλεργίας των αμερικάνων ψηφοφόρων απέναντι σε τέτοια μέτρα, θα σηματοδοτήσει μια ιστορικών διαστάσεων οπισθοδρόμηση στην ζωή κάθε ευρωπαίου εργαζόμενου και νέου για τέσσερις τουλάχιστον λόγους:
Βλάπτει την δημοκρατία
Πρώτο, επειδή η Διατλαντική Συμφωνία αποτελεί πλήγμα στην δημοκρατία. Τόσο τα μέλη του ευρωκοινοβουλίου στην ΕΕ όσο και τα μέλη του Κογκρέσου στις ΗΠΑ δεν έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της συμφωνίας. Αντίθετα με το απαγορευτικό που ισχύει για τους εκλεγμένους αντιπροσώπους, σύμφωνα με έρευνα της οργάνωσης Corporate Europe Observatory, μεταξύ Ιανουαρίου 2012 και Απριλίου 2013 αντιπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πραγματοποίησαν 119 συναντήσεις με εκπροσώπους επιχειρήσεων! Ενδεικτικό στοιχείο για τον εγγενώς αντιδημοκρατικό χαρακτήρα που έχει κάθε ανάλογη συμφωνία είναι ότι στο τέλος των διαπραγματεύσεων, με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το Ευρωκοινοβούλιο έχει το δικαίωμα μόνο να απορρίψει ή να εγκρίνει την συμφωνία. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να προτείνει τροποποιήσεις ή να απορρίψει συγκεκριμένες πλευρές της. Βάζοντας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το πιστόλι στον κρόταφο των ευρωβουλευτών αποκαλύπτει τον διακοσμητικό ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου. Το γεγονός δηλαδή ότι το κέντρο όλων των κρίσιμων αποφάσεων παραμένει η δοτή και ανεξέλεγκτη Επιτροπή, ενώ το ευρωκοινοβούλιο έρχεται πάντα εκ των υστέρων να νομιμοποιήσει το έγκλημα.
Δεύτερο, η Διατλαντική συμφωνία θωρακίζει τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών, αποδίδοντας στις πολυεθνικές επιχειρήσεις νομική υπόσταση και εξουσίες ισοδύναμες ενός κράτους! Η αναβάθμιση των συμφερόντων των πολυεθνικών επιχειρήσεων επιτυγχάνεται μέσω της πρόβλεψης, κατόπιν απαίτησης των ΗΠΑ, για ένα σύστημα Επίλυσης Διαφορών Επενδυτή – Κράτους (Investor-State Dispute Settlement, ISDS). Στο πλαίσιο αυτής της ρύθμισης επενδυτές που κρίνουν ότι θίγονται από τις αποφάσεις μιας κυβέρνησης έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν αγωγή εναντίον της χώρας ζητώντας αποζημίωση, παρακάμπτοντας τη συνηθισμένη διαδικασία της προσφυγής πρώτα στα εθνικά δικαστήρια και μετά, αν η απόφαση κρίνεται μη ικανοποιητική, να προσφεύγουν σε διεθνή διαιτητικά δικαστήρια. Πρόκειται για έναν θεσμό που αποτελεί θηλιά στον λαιμό των κυρίαρχων κρατών. Μάλιστα δεν αφορά μόνο, ούτε καν, αναπτυσσόμενες χώρες. Στρέφεται κατά προτεραιότητα σε ανεπτυγμένες χώρες, όπως βεβαιώνουν πολλά πρόσφατα παραδείγματα.
Εταιρείες εναντίον Γερμανίας και Καναδά
Ενδεικτικά αναφέρουμε την σουηδική ενεργειακή Vattenfall που έχει προσφύγει σε διεθνές διαιτητικό δικαστήριο εναντίον της γερμανικής κυβέρνησης, με αφορμή την απόφαση του Βερολίνου μετά το ατύχημα της Φουκουσίμα να κλείσει σε βάθος χρόνου όλα τα πυρηνικά εργοστάσια. Οι Σουηδοί διεκδικούν αποζημίωση ύψους 3,7 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα είναι η προσφυγή της καναδικής ενεργειακής εταιρείας Lone Pine, εναντίον της κυβέρνησης του Καναδά, μέσω αμερικάνικης θυγατρικής της μάλιστα, με αφορμή την απόφαση απαγόρευσης της μεθόδου υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) για την εξαγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου στο Κεμπέκ.
Το χειρότερο, ωστόσο, είναι πως η Διατλαντική συμφωνία επιχειρεί να αναζωογονήσει έναν θεσμό που έχει προ πολλού πεθάνει. «Τα διαιτητικά δικαστήρια αυτά καθαυτά λίγο διαφέρουν από δικαστήρια – παρωδία» τονίζει ο Τζον Χίλαρι στο ενημερωτικό φυλλάδιο του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με τίτλο Διατλαντική εταιρική σχέση εμπορίου και επενδύσεων, Χάρτα απορρύθμισης, επίθεση στην εργασία, κατάλυση της δημοκρατίας. Και συνεχίζει: Οι δικαστές δεν είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως στα εθνικά δικαστικά συστήματα, αλλά μια μικρή κλίκα δικηγόρων εταιρικού δικαίου, οι οποίοι διορίζονται κατά περίπτωση και έχουν ίδιο συμφέρον να αποφανθούν υπέρ των επιχειρήσεων. Τα δικαστήρια συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών κι οι δικαστές έχουν αποδεδειγμένα προβεί σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου τόσες πολλές φορές που ακόμη κι εκείνοι που υποστηρίζουν την ιδέα της διεθνούς διαιτησίας παραδέχονται ότι το σύστημα αυτό έχει χάσει τελείως την αξιοπιστία του. Με δημόσια δήλωσή τους, πενήντα καθηγητές νομικής και άλλοι ακαδημαϊκοί ζητούν την κατάργησή του και την επαναφορά του δικαιώματος εκδίκασης στα εθνικά δικαστήρια», τονίζει ο Τ. Χίλαρι. Αυτόν ακριβώς τον απαξιωμένο θεσμό επαναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αρέσκεται να δηλώνει υπέρμαχος του κράτους δικαίου και της νομιμότητας.
Τρίτο, η Διατλαντική Συμφωνία θα προκαλέσει συντριπτικό πλήγμα στα (εναπομείναντα) εργασιακά δικαιώματα. Κατ’ αρχάς θα προκαλέσει νέες στρατιές ανέργων για έναν πολύ απλό λόγο: οι οικονομίες κλίμακας, που είναι το πρώτο ζητούμενο από τις εμπορικές συμφωνίες, σημαίνουν λουκέτα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και απολύσεις. Ό,τι ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα με την ένταξη στην ΕΟΚ, όπου η συμμετοχή σε μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου με την ομολογουμένως αυξημένη δυνατότητα αγοράς φθηνών καταναλωτικών προϊόντων είχε ως απαραίτητο συμπλήρωμα την εκτίναξη της ανεργίας. Περαιτέρω πτώση στους μισθούς θα επέλθει και λόγω της δυνατότητας ελεύθερης μετεγκατάστασης των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς θα επιλέγουν την έδρα τους, σε συνάρτηση με το ύψος των μισθών, υποκινώντας έναν μειοδοτικό διαγωνισμό μεταξύ κρατών και περιφερειών. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Αν κι είναι ελάχιστα γνωστό, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ακόμη κι αυτή την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), που είναι επιτομή της γραφειοκρατικής σηψαιμίας, σαν τη συνέχεια της …Παρισινής Κομμούνας και των Σοβιέτ. Έτσι, αρνούνται να κυρώσουν τις συμβάσεις της που αναφέρονται σε θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και το δικαίωμα στον συνδικαλισμό. Το εργατικό δίκαιο των ΗΠΑ εξακολουθεί να κουβαλάει μια απίστευτη μπόχα Μακαρθισμού. Ο κίνδυνος επομένως είναι, στο πλαίσιο της εγγενούς τάσης που υπάρχει σε κάθε διακρατική εμπορική συμφωνία να αξιοποιείται ό,τι χειρότερο για την εργασία κι ό,τι καλύτερο για το κεφάλαιο από την γκάμα των δυνατών επιλογών, Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον να τοποθετήσουν μια ωρολογιακή βόμβα σε θεσμούς όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο βασικός μισθός, το ωράριο, η άδεια, η αποζημίωση απόλυσης.
Ευρώπη, φερέφωνο των τραπεζών
Τέλος, σημαντικό θα είναι το πλήγμα που θα δεχθεί στην Ευρώπη κι όλο το κανονιστικό πλαίσιο γύρω από την ασφάλεια των τροφίμων και την προστασία του περιβάλλοντος που μπορεί τα τελευταία χρόνια να συρρικνώνεται διαρκώς αλλά μπροστά στο πλαίσιο των ΗΠΑ θυμίζει Σοβιετία που θα ’λεγε κι ο φιλο-χουντικός Σαμαράς! Ενδιαφέρον ωστόσο έχει πως οι απειλές δεν εντοπίζονται μόνο στην γηραιά ήπειρο. Υπάρχουν οικονομικές δραστηριότητες που η ΕΕ εμφανίζεται σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, ζητώντας την κατάργηση του ρυθμιστικού πλαισίου, όπως πχ στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Εδώ «η πέτρα του σκανδάλου» εντοπίζεται στο αμερικανικό νόμο Ντοντ-Φρανκ που μέσα σε ένα πλήθος αντιφάσεων επανέφερε τον διαχωρισμό μεταξύ τραπεζών επενδύσεων και λιανικής, ως ένα στοιχειώδες μέτρο για να μην επαναληφθεί η φούσκα του 2008. «Ο στόχος οποιασδήποτε συμφωνίας θα έπρεπε ωστόσο να είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες να λειτουργούν τόσο ελεύθερα στις ΗΠΑ, όσο κι οι αμερικανικές τράπεζες κι αντίστροφα», ανέφερε ρεπορτάζ των Financial Times στις 16 Ιουνίου. Συνέχιζε μάλιστα γράφοντας πως «το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών που τώρα επιβλέπει τις διεθνείς συναλλαγές στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης λέγεται ότι είναι ελάχιστα ενθουσιασμένο με την ιδέα να συμπεριληφθεί το θέμα στην εμπορική συμφωνία». Πρακτικά η ΕΕ, αντί κι η ίδια να υιοθετήσει τους νόμους που ψηφίστηκαν στις ΗΠΑ, χαλιναγωγώντας την ασυδοσία των ευρωπαϊκών τραπεζών, και να τους ενισχύσει ακόμη περισσότερο, πιέζει για να καταργηθούν ακόμη κι αυτοί! Λειτουργεί δηλαδή πλέον, όπως οι ΗΠΑ στο πρόσφατο παρελθόν, σαν το μακρύ χέρι των τραπεζιτών!
Τα βήματα που μέρα με τη μέρα γίνονται στην κατεύθυνση της Διατλαντικής Συμφωνίας, χωρίς καμία ενημέρωση στους πολίτες, ενισχύουν το μίσος απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συλλήβδην την ΕΕ, που απροκάλυπτα πλέον εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πιο επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου. Η Διατλαντική Συμφωνία είναι το Μανιφέστο των ευρωπαϊκών big business, το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» που θα καταργήσει δικαιώματα και κατακτήσεις μισού αιώνα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να περάσει!
από το «Unfollow» Πηγή
Σχόλια