Γ. Κοντογιώργης
Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους κάνουν ιδεολογία, επιχειρούν να το οικειοποιηθούν, αποσπώντας το από τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη μονοσήμαντη νομή τους επί του κράτους
Οι χρήσεις της έννοιας έθνος, αλλά και συναφών πολιτικών εννοιών, από τη νεοτερικότητα, έχει αποκτήσει στις ημέρες μας μια βαθιά ιδεολογική χροιά με άκρως συντηρητική προσημείωση που διέρχεται το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον για τη γνωσιολογία των εννοιών βαίνει μειούμενο, με αποτέλεσμα ειδικοί και ίσως έγκυροι επί ενός γνωστικού αντικειμένου να εκτίθενται, πολυπραγμοσύνης ένεκεν, ως «ξερόλες».
Ο γνώστης της έννοιας έθνος το ξεχωρίζει από την έννοια εθνικισμός. Ο εθνικισμός χρεώνει στην κοινωνία τις πολιτικές του κράτους, ενώ αυτές υπαγορεύονται από τα συμφέροντα των αρχουσών ομάδων. Κατά τούτο, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους κάνουν ιδεολογία, επιχειρούν να το οικειοποιηθούν, αποσπώντας το από τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη μονοσήμαντη νομή τους επί του κράτους. Υπό το πρίσμα, επομένως, αυτό είναι απολύτως αντιδραστικοί.
Εχω υποστηρίξει ότι το έθνος είναι η συνείδηση της κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή του έθνους συγκρούεται με εκείνη της νεοτερικότητας σε δύο επίπεδα: Το ένα, διότι εγγράφεται σε μια γνωσιολογική και όχι ιδεολογική σκοπιμότητα. Το άλλο, διότι προσμετρά ελευθερία υπέρ της κοινωνίας, την οποία ελευθερία αντιτείνει προς στους νομείς του κράτους που επιμένουν να μονοπωλούν το πολιτικό σύστημα. Ωστε, η νεοτερική προσέγγιση του έθνους αποτελεί ιδεολογική κατασκευή κι όχι το αντίθετο. Με πρόσχημα τη διάκριση έθνους και κοινωνίας, η πολιτική τάξη επιτυγχάνει να εμφανίζεται ως εντολέας και εντολοδόχος -αφού είναι αυτή που καθορίζει τι είναι εθνικό και τι όχι- και να εξοβελίζει την κοινωνία εκτός πολιτείας στον ιδιωτικό χώρο. Το έθνος για τη νεοτερική ολιγαρχία ιστορείται διά των πεπραγμένων του κράτους και όχι της κοινωνίας.
Από την άλλη, το έθνος ως συνείδηση κοινωνίας είναι φορέας ελευθερίας, δηλαδή συλλογικότητας. Εάν η κοινωνία είχε σήμερα -δυστυχώς είναι μακράν από του να συνειδητοποιήσει την αιτία των δεινών της- ενσωματώσει στο «είναι» της πέραν της ατομικής, την πολιτική ελευθερία, η πολιτεία θα ενσαρκωνόταν από αυτήν, αυτή θα αποφάσιζε για τη μοίρα της, η ιστόρηση του έθνους θα γινόταν από αυτήν και όχι από την οικονομική, πνευματική και πολιτική ολιγαρχία. Σήμερα που η οικονομία μετεξελίχθηκε και απέκτησε κοσμοσυστημική διάσταση, οι φορείς της, η διεθνής των αγορών και οι εσωτερικοί θιασώτες της, τάσσονται εναντίον του έθνους, διότι διαβλέπουν ότι με αυτό ανά χείρας η κοινωνία των πολιτών θα τους αντιτάξει την πολιτική ελευθερία, θα αποκτήσει δηλαδή συνεκτικό πολιτικό ιστό, ικανό να ακυρώσει την ολομέτωπη κυριαρχία τους.
Ωστε, το έθνος του κράτους, το έθνος της νεοτερικής ολιγαρχίας, υπηρετεί τους πάσης φύσεως ολιγάρχες, ενώ το έθνος της κοινωνίας την κοινωνική συλλογικότητα. Το έθνος του κράτους χρεώνει στην κοινωνία τις πολιτικές των νομέων του κράτους. Το έθνος της κοινωνίας την ελευθερία/τα συμφέροντά της. Το σημαντικό, στο πλαίσιο αυτό, για τους ολιγάρχες είναι να μην επικαλεσθεί η κοινωνία την αρμοδιότητά της για το έθνος/πολιτική, διότι θα διαταράξει την ήδη επιτευχθείσα πολιτική κυριαρχία των αγορών. Διά του έθνους -της συλλογικής συνείδησης- η κοινωνία των πολιτών θα αξιώσει αρμοδιότητα επί της πολιτείας. Εξ ου και η επίκληση του έθνους από την κοινωνία ενοχοποιείται ως εθνικισμός, ενώ τα «δικαιώματα» αντιτείνονται ως υπέρτερα της ελευθερίας. Προσποιούνται οι ολιγάρχες ότι δεν αντιλαμβάνονται πως η ελευθερία κάνει άνευ αντικειμένου τα δικαιώματα. Γνωρίζουν όμως ότι με το καθ’ όλα ιδεολογικό αυτό επιχείρημα θα νομιμοποιήσουν την ολιγαρχική τους διακήρυξη ότι «η πλειοψηφία [δηλαδή η κοινωνία των πολιτών] είναι εχθρός των δικαιωμάτων».
Στον αντίποδα, υπέρ του παλαιού τύπου εθνικισμού, που είναι σήμερα εξίσου ολιγαρχικός, τάσσεται η Ακροδεξιά. Ο οποίος, επειδή έληξε ο χρόνος του, οι θιασώτες του έχουν υιοθετήσει μια συνήθη λαϊκιστική ρητορική. Η Ακροδεξιά δεν είναι προφανώς αντισυστημική, είναι απλώς αντισυμβατική, σε σύγκριση με την τυπική κοινοβουλευτική ολιγαρχία/κομματοκρατία. Συναντώνται όμως και οι δύο, στην απέχθειά τους προς την κοινωνία. Δεν θέλουν τη δημοκρατία, ουδέ καν την αντιπροσώπευση. Αποκαλούν δημοκρατία το ολιγαρχικό έκτρωμα του Διαφωτισμού.
Εντούτοις, ο πιο αντιδραστικός, δηλαδή εχθρικός προς την κοινωνία εθνικισμός, στο μέτρο που δεν αποκλείει απλώς την κοινωνία από την ελευθερία, αλλά και την οδηγεί στην περιθωριοποίηση/εξαθλίωση, είναι ο «αναθεωρητικός» εθνικισμός και, κυριολεκτικά, ο ολιγαρχικός εθνικισμός. Ο ένας επιχειρεί την οικειοποίηση του έθνους της κοινωνίας, ο άλλος εχθρεύεται την ταυτοτική/κοινωνική συλλογικότητα, υιοθετώντας πολλές φορές, τον εθνικισμό του «άλλου»: είτε των γειτόνων είτε των αγορών ή και των δύο μαζί.
Η ελληνική ιστοριογραφική «επιστήμη» είναι παραδειγματική ως προς αυτό. Εχει επίσης το προσόν να είναι στο βάθος και ιδεολογικά αλλοτριωμένη. Υπηρετεί τον εθνικισμό του ηγεμόνα, διατεινόμενη ότι κάνει επιστήμη. Αρκεί να διαπιστώσουμε ότι, παντού, ιστορία και αρχαιολογία συμφωνούν να δώσουν την εθνική ταυτότητα του ηγεμόνα σε ιστορικά τεκμήρια κατακτημένων. Το πιο προκλητικά ενδιαφέρον παράδειγμα είναι οι αρχαιότητες της ρωμαϊκής εποχής. Αδυνατούν, δηλαδή, να διακρίνουν οι «ειδήμονες» αυτοί τη διαφορά της διατύπωσης «ρωμαϊκός» έναντι «ρωμαϊκής εποχής».
Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων μεταφέρθηκε επί ρωμαϊκού πλοίου (!). Η αγροτική έπαυλις που βρέθηκε πρόσφατα κοντά στο Κιάτο, ανήκε σε ρωμαίο ευγενή! Μέσα στα μουσεία, όλα τα ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής βαφτίζονται «Ρωμαϊκά». Εάν τους επισημάνεις το ανιστόρητο του γεγονότος, σου αντιτείνουν ότι το να πεις ελληνικά τα ευρήματα της ρωμαιοκρατίας είναι εθνικιστικό! Το χειρότερο είναι ό,τι συμβαίνει με το Βυζάντιο. Ο σκοταδισμός των ιδεολογικά υποτελών μεταφράζεται σε ιστορική αλήθεια.
Να προχωρήσω; Ποιοι, άραγε, στήριξαν τη λεηλασία της χώρας, από την Επανάσταση και εντεύθεν, αποδίδοντας την ελληνική κακοδαιμονία στην κοινωνία και στις κληρονομιές της, αντί να τη χρεώσουν στο δεσποτικό κράτος και στο ακραιφνές δημιούργημά του, την κομματοκρατία;
Οι αντιδραστικοί της Δεξιάς και της Αριστεράς που, ως ολιγάρχες, απεχθάνονται κάθε τι που θα σφυρηλατούσε το πρόταγμα για τη θεσμισμένη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Αρνούνται να αποδεχθούν, ως μηρυκαστικοί πρακτορίσκοι των ηγεμόνων της νεοτερικότητας την ύπαρξη ελληνικού έθνους πριν από το νεοελληνικό κράτος, επειδή, οι πιο συνειδητοί, γνωρίζουν ότι το έθνος ως συνείδηση κοινωνίας είναι η συνεκτική πρώτη ύλη, που θα παράξει την εξωτερική, αλλά και εσωτερική ελευθερία της κοινωνίας, κατά των δυναστών της. Εξ ου και κάθε αναφορά στο παρελθόν, κάθε επίκληση του εθνικού συμφέροντος, κάθε επιχείρημα για την ευθύνη του κράτους για τα δεινά της χώρας, εγγράφεται ως υπόλογα εθνικισμού. Αισθάνονται ότι είναι επιτρεπτή η καπηλεία του έθνους μόνο για να χειραγωγήσουν την κοινωνία, όχι όμως και η αναφορά στην πατρίδα, ως εθνική εστία, διότι αντιστρατεύεται την εθελοδουλεία, την ιδέα της ξένης προστασίας και το δικό τους μονοπώλιο στην εξουσία.
Αρκεί να δούμε πώς διαχειρίζονται οι πνευματικοί ολιγάρχες το φυλετισμό. Γνωρίζουμε ότι ακόμη και τον 19ο αιώνα οι Ελληνες όριζαν το έθνος πολιτισμικά, εν αντιθέσει προς τους νηπιακούς ανθρωποκεντρικά Ευρωπαίους που το αντιλαμβανόταν ως μια απλώς φυλετική υπόθεση. Εντούτοις, η εντόπια «αναθεωρητική» ιστοριογραφία αγωνιά ακόμη να βρει την αιματολογική καταγωγή των αγωνιστών της επανάστασης! Ετσι, προφανώς εκτιμούν ότι θα καταδείξουν ότι η ελευθερία των Ελλήνων είναι υπόχρεη των ξένων, και θα κοντύνουν το συνεκτικό ρόλο της ελληνικότητας. Το εγχείρημα της αποδόμησης της συλλογικότητας των Ελλήνων το ομολογούν οι ίδιοι ευθαρσώς. Οίκοθεν νοείται ότι σκοπός τους δεν είναι η ιστορική αλήθεια, αλλά η ιδεολογική θεμελίωση της ηγεμονίας των νομέων του κράτους και των συγκατανευσιφάγων.
Επανέρχομαι στα αρχικά ολίγα: «κρίττον το σιγάν» και ιδίως σε ό,τι αφορά στη σύγχυση μεταξύ (νομιζομένης) επιστήμης και (αντιδραστικής) ιδεολογίας. Το να διατηρείς τη σοβαρότητά σου είναι δύσκολο, αλλά αναγκαίο. Η προσπάθεια να επενδύσεις με επιστημονική περικάλυψη την ιδεολογία σου είναι ένα πρόβλημα. Η γελοιοποίηση είναι εύκολη, όταν σε κατέχει το πάθος της άγνοιας.
Πηγή
Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους κάνουν ιδεολογία, επιχειρούν να το οικειοποιηθούν, αποσπώντας το από τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη μονοσήμαντη νομή τους επί του κράτους
Οι χρήσεις της έννοιας έθνος, αλλά και συναφών πολιτικών εννοιών, από τη νεοτερικότητα, έχει αποκτήσει στις ημέρες μας μια βαθιά ιδεολογική χροιά με άκρως συντηρητική προσημείωση που διέρχεται το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον για τη γνωσιολογία των εννοιών βαίνει μειούμενο, με αποτέλεσμα ειδικοί και ίσως έγκυροι επί ενός γνωστικού αντικειμένου να εκτίθενται, πολυπραγμοσύνης ένεκεν, ως «ξερόλες».
Ο γνώστης της έννοιας έθνος το ξεχωρίζει από την έννοια εθνικισμός. Ο εθνικισμός χρεώνει στην κοινωνία τις πολιτικές του κράτους, ενώ αυτές υπαγορεύονται από τα συμφέροντα των αρχουσών ομάδων. Κατά τούτο, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους κάνουν ιδεολογία, επιχειρούν να το οικειοποιηθούν, αποσπώντας το από τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη μονοσήμαντη νομή τους επί του κράτους. Υπό το πρίσμα, επομένως, αυτό είναι απολύτως αντιδραστικοί.
Εχω υποστηρίξει ότι το έθνος είναι η συνείδηση της κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή του έθνους συγκρούεται με εκείνη της νεοτερικότητας σε δύο επίπεδα: Το ένα, διότι εγγράφεται σε μια γνωσιολογική και όχι ιδεολογική σκοπιμότητα. Το άλλο, διότι προσμετρά ελευθερία υπέρ της κοινωνίας, την οποία ελευθερία αντιτείνει προς στους νομείς του κράτους που επιμένουν να μονοπωλούν το πολιτικό σύστημα. Ωστε, η νεοτερική προσέγγιση του έθνους αποτελεί ιδεολογική κατασκευή κι όχι το αντίθετο. Με πρόσχημα τη διάκριση έθνους και κοινωνίας, η πολιτική τάξη επιτυγχάνει να εμφανίζεται ως εντολέας και εντολοδόχος -αφού είναι αυτή που καθορίζει τι είναι εθνικό και τι όχι- και να εξοβελίζει την κοινωνία εκτός πολιτείας στον ιδιωτικό χώρο. Το έθνος για τη νεοτερική ολιγαρχία ιστορείται διά των πεπραγμένων του κράτους και όχι της κοινωνίας.
Από την άλλη, το έθνος ως συνείδηση κοινωνίας είναι φορέας ελευθερίας, δηλαδή συλλογικότητας. Εάν η κοινωνία είχε σήμερα -δυστυχώς είναι μακράν από του να συνειδητοποιήσει την αιτία των δεινών της- ενσωματώσει στο «είναι» της πέραν της ατομικής, την πολιτική ελευθερία, η πολιτεία θα ενσαρκωνόταν από αυτήν, αυτή θα αποφάσιζε για τη μοίρα της, η ιστόρηση του έθνους θα γινόταν από αυτήν και όχι από την οικονομική, πνευματική και πολιτική ολιγαρχία. Σήμερα που η οικονομία μετεξελίχθηκε και απέκτησε κοσμοσυστημική διάσταση, οι φορείς της, η διεθνής των αγορών και οι εσωτερικοί θιασώτες της, τάσσονται εναντίον του έθνους, διότι διαβλέπουν ότι με αυτό ανά χείρας η κοινωνία των πολιτών θα τους αντιτάξει την πολιτική ελευθερία, θα αποκτήσει δηλαδή συνεκτικό πολιτικό ιστό, ικανό να ακυρώσει την ολομέτωπη κυριαρχία τους.
Ωστε, το έθνος του κράτους, το έθνος της νεοτερικής ολιγαρχίας, υπηρετεί τους πάσης φύσεως ολιγάρχες, ενώ το έθνος της κοινωνίας την κοινωνική συλλογικότητα. Το έθνος του κράτους χρεώνει στην κοινωνία τις πολιτικές των νομέων του κράτους. Το έθνος της κοινωνίας την ελευθερία/τα συμφέροντά της. Το σημαντικό, στο πλαίσιο αυτό, για τους ολιγάρχες είναι να μην επικαλεσθεί η κοινωνία την αρμοδιότητά της για το έθνος/πολιτική, διότι θα διαταράξει την ήδη επιτευχθείσα πολιτική κυριαρχία των αγορών. Διά του έθνους -της συλλογικής συνείδησης- η κοινωνία των πολιτών θα αξιώσει αρμοδιότητα επί της πολιτείας. Εξ ου και η επίκληση του έθνους από την κοινωνία ενοχοποιείται ως εθνικισμός, ενώ τα «δικαιώματα» αντιτείνονται ως υπέρτερα της ελευθερίας. Προσποιούνται οι ολιγάρχες ότι δεν αντιλαμβάνονται πως η ελευθερία κάνει άνευ αντικειμένου τα δικαιώματα. Γνωρίζουν όμως ότι με το καθ’ όλα ιδεολογικό αυτό επιχείρημα θα νομιμοποιήσουν την ολιγαρχική τους διακήρυξη ότι «η πλειοψηφία [δηλαδή η κοινωνία των πολιτών] είναι εχθρός των δικαιωμάτων».
Στον αντίποδα, υπέρ του παλαιού τύπου εθνικισμού, που είναι σήμερα εξίσου ολιγαρχικός, τάσσεται η Ακροδεξιά. Ο οποίος, επειδή έληξε ο χρόνος του, οι θιασώτες του έχουν υιοθετήσει μια συνήθη λαϊκιστική ρητορική. Η Ακροδεξιά δεν είναι προφανώς αντισυστημική, είναι απλώς αντισυμβατική, σε σύγκριση με την τυπική κοινοβουλευτική ολιγαρχία/κομματοκρατία. Συναντώνται όμως και οι δύο, στην απέχθειά τους προς την κοινωνία. Δεν θέλουν τη δημοκρατία, ουδέ καν την αντιπροσώπευση. Αποκαλούν δημοκρατία το ολιγαρχικό έκτρωμα του Διαφωτισμού.
Εντούτοις, ο πιο αντιδραστικός, δηλαδή εχθρικός προς την κοινωνία εθνικισμός, στο μέτρο που δεν αποκλείει απλώς την κοινωνία από την ελευθερία, αλλά και την οδηγεί στην περιθωριοποίηση/εξαθλίωση, είναι ο «αναθεωρητικός» εθνικισμός και, κυριολεκτικά, ο ολιγαρχικός εθνικισμός. Ο ένας επιχειρεί την οικειοποίηση του έθνους της κοινωνίας, ο άλλος εχθρεύεται την ταυτοτική/κοινωνική συλλογικότητα, υιοθετώντας πολλές φορές, τον εθνικισμό του «άλλου»: είτε των γειτόνων είτε των αγορών ή και των δύο μαζί.
Η ελληνική ιστοριογραφική «επιστήμη» είναι παραδειγματική ως προς αυτό. Εχει επίσης το προσόν να είναι στο βάθος και ιδεολογικά αλλοτριωμένη. Υπηρετεί τον εθνικισμό του ηγεμόνα, διατεινόμενη ότι κάνει επιστήμη. Αρκεί να διαπιστώσουμε ότι, παντού, ιστορία και αρχαιολογία συμφωνούν να δώσουν την εθνική ταυτότητα του ηγεμόνα σε ιστορικά τεκμήρια κατακτημένων. Το πιο προκλητικά ενδιαφέρον παράδειγμα είναι οι αρχαιότητες της ρωμαϊκής εποχής. Αδυνατούν, δηλαδή, να διακρίνουν οι «ειδήμονες» αυτοί τη διαφορά της διατύπωσης «ρωμαϊκός» έναντι «ρωμαϊκής εποχής».
Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων μεταφέρθηκε επί ρωμαϊκού πλοίου (!). Η αγροτική έπαυλις που βρέθηκε πρόσφατα κοντά στο Κιάτο, ανήκε σε ρωμαίο ευγενή! Μέσα στα μουσεία, όλα τα ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής βαφτίζονται «Ρωμαϊκά». Εάν τους επισημάνεις το ανιστόρητο του γεγονότος, σου αντιτείνουν ότι το να πεις ελληνικά τα ευρήματα της ρωμαιοκρατίας είναι εθνικιστικό! Το χειρότερο είναι ό,τι συμβαίνει με το Βυζάντιο. Ο σκοταδισμός των ιδεολογικά υποτελών μεταφράζεται σε ιστορική αλήθεια.
Να προχωρήσω; Ποιοι, άραγε, στήριξαν τη λεηλασία της χώρας, από την Επανάσταση και εντεύθεν, αποδίδοντας την ελληνική κακοδαιμονία στην κοινωνία και στις κληρονομιές της, αντί να τη χρεώσουν στο δεσποτικό κράτος και στο ακραιφνές δημιούργημά του, την κομματοκρατία;
Οι αντιδραστικοί της Δεξιάς και της Αριστεράς που, ως ολιγάρχες, απεχθάνονται κάθε τι που θα σφυρηλατούσε το πρόταγμα για τη θεσμισμένη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Αρνούνται να αποδεχθούν, ως μηρυκαστικοί πρακτορίσκοι των ηγεμόνων της νεοτερικότητας την ύπαρξη ελληνικού έθνους πριν από το νεοελληνικό κράτος, επειδή, οι πιο συνειδητοί, γνωρίζουν ότι το έθνος ως συνείδηση κοινωνίας είναι η συνεκτική πρώτη ύλη, που θα παράξει την εξωτερική, αλλά και εσωτερική ελευθερία της κοινωνίας, κατά των δυναστών της. Εξ ου και κάθε αναφορά στο παρελθόν, κάθε επίκληση του εθνικού συμφέροντος, κάθε επιχείρημα για την ευθύνη του κράτους για τα δεινά της χώρας, εγγράφεται ως υπόλογα εθνικισμού. Αισθάνονται ότι είναι επιτρεπτή η καπηλεία του έθνους μόνο για να χειραγωγήσουν την κοινωνία, όχι όμως και η αναφορά στην πατρίδα, ως εθνική εστία, διότι αντιστρατεύεται την εθελοδουλεία, την ιδέα της ξένης προστασίας και το δικό τους μονοπώλιο στην εξουσία.
Αρκεί να δούμε πώς διαχειρίζονται οι πνευματικοί ολιγάρχες το φυλετισμό. Γνωρίζουμε ότι ακόμη και τον 19ο αιώνα οι Ελληνες όριζαν το έθνος πολιτισμικά, εν αντιθέσει προς τους νηπιακούς ανθρωποκεντρικά Ευρωπαίους που το αντιλαμβανόταν ως μια απλώς φυλετική υπόθεση. Εντούτοις, η εντόπια «αναθεωρητική» ιστοριογραφία αγωνιά ακόμη να βρει την αιματολογική καταγωγή των αγωνιστών της επανάστασης! Ετσι, προφανώς εκτιμούν ότι θα καταδείξουν ότι η ελευθερία των Ελλήνων είναι υπόχρεη των ξένων, και θα κοντύνουν το συνεκτικό ρόλο της ελληνικότητας. Το εγχείρημα της αποδόμησης της συλλογικότητας των Ελλήνων το ομολογούν οι ίδιοι ευθαρσώς. Οίκοθεν νοείται ότι σκοπός τους δεν είναι η ιστορική αλήθεια, αλλά η ιδεολογική θεμελίωση της ηγεμονίας των νομέων του κράτους και των συγκατανευσιφάγων.
Επανέρχομαι στα αρχικά ολίγα: «κρίττον το σιγάν» και ιδίως σε ό,τι αφορά στη σύγχυση μεταξύ (νομιζομένης) επιστήμης και (αντιδραστικής) ιδεολογίας. Το να διατηρείς τη σοβαρότητά σου είναι δύσκολο, αλλά αναγκαίο. Η προσπάθεια να επενδύσεις με επιστημονική περικάλυψη την ιδεολογία σου είναι ένα πρόβλημα. Η γελοιοποίηση είναι εύκολη, όταν σε κατέχει το πάθος της άγνοιας.
Πηγή
Σχόλια