Η παγκόσμια αντεπίθεση του καπιταλισμού, η οποία ξεκίνησε πριν 25 χρόνια και δεν δείχνει διάθεση οπισθοχώρησης, οδηγεί στην διάλυση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους και στην κατάργηση κάθε μορφής δημόσιου αγαθού. Στον καπιταλισμό δεν υπάρχει η έννοια "δημόσιο αγαθό", οπότε όλα όσα εννοούμε ως τέτοια παραδίδονται βορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο με συνοπτικές διαδικασίες. Μόνο που του συγκεκριμένου στόχου προηγούνται διάφορα τερτίπια, μέσω των οποίων επιδιώκεται η απαξίωση των προς κατάργηση δημόσιων αγαθών, ώστε να αμβλυνθούν οι πιθανές κοινωνικές αντιδράσεις. Ένα τέτοιο τερτίπι είναι και η πολυθρύλητη "αξιολόγηση".
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ιδέα τής αξιολόγησης είναι πανίσχυρη. Ποιός θα τολμούσε ποτέ να αντιταχθεί στην αξιολόγησή του εκτός από τον τεμπέλη ή τον ανίκανο; Θεωρητικώς, μόνο οι ανίκανοι και οι τεμπέληδες κινδυνεύουν από μια αξιολόγηση επειδή αυτή θα ξεμπροστιάσει τις αδυναμίες τους. Όσο για την περίφημη "κοινή γνώμη", ποιός λογικός άνθρωπος θα επιχειρηματολογούσε κατά μιας διαδικασίας, η οποία -υποτίθεται πως- έχει σκοπό την απομάκρυνση των αναξίων και, επομένως, την βελτίωση των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών; Δυστυχώς, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο θέλουν να το παρουσιάσουν οι εξωνημένοι αναλυτές των μέσων μαζικής εξαπάτησης.
Η αλήθεια είναι ότι το παιχνιδάκι τής αξιολόγησης γίνεται με όρους που βάζουν οι διαχειριστές τής εξουσίας. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει από χέρι ένα βασικό χαρακτηριστικό: την στήριξη της κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή την στήριξη των συμφερόντων τής αστικής τάξης η οποία κυριαρχεί σήμερα. Και για να το πω ανάποδα: αν η αξιολόγηση δεν βόλευε τον κεντρικό στόχο που λέγεται κατάργηση των δημόσιων αγαθών, πολύ απλά δεν θα γινόταν.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την δωρεάν δημόσια παιδεία. Ποιός είναι ο στόχος; η κατάργησή της και η παράδοσή της στον ιδιωτικό τομέα. Άρα η σχετική αξιολόγηση πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Πώς γίνεται αυτό;
Με δεδομένο ότι η αξιολόγηση των καθηγητών θα πρέπει να βγάλει ένα ποσοστό "άχρηστων" και "ανίκανων" (θυμίζω ότι, σύμφωνα με τον νόμο τού Κυριάκουλα, ένα 15% των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να βαθμολογείται κάτω από την βάση), οι εκπαιδευτικοί είναι υποχρεωμένοι να αρχίσουν να "τρέχουν". Κυρίως, πρέπει να φροντίσουν να έχουν "μετρήσιμα αποτελέσματα". Ένα άρθρο σε κάποιο περιοδικό, ας πούμε, συνίσταται διότι παράγει "μετρήσιμο αποτέλεσμα" και προσθέτει πόντους. Αντίθετα, η επιμονή για βοήθεια σε κάποιους μαθητές οι οποίοι παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες, δεν συνίσταται διότι δεν μπορεί να προστεθεί στον προσωπικό φάκελλο του δάσκαλου.
Θέλετε άλλο παράδειγμα. Ένας πανεπιστημιακός καθηγητής δεν έχει συμφέρον να ξοδέψει χρόνο και κόπο για να γράψει ένα καλό σύγγραμμα. Είναι προτιμώτερο, με πολύ λιγώτερο χρόνο και με σαφώς μικρότερο κόπο, να γράψει πολλά μικρά άρθρα, τα οποία θα δημοσιευθούν είτε σε επιστημονικά περιοδικά είτε, απλώς, σε εφημερίδες. Ο όγκος των δημοσιεύσεων μετράει πολύ περισσότερο στο μάζεμα "πόντων", ακόμη κι αν πρόκειται για αναμασήματα.
Παράλληλα, οι αξιολογήσεις των εκπαιδευτικών οδηγούν -μοιραία- στην αξιολόγηση των μονάδων στις οποίες υπηρετούν. Έτσι, δημιουργούνται "καλά" και "κακά" σχολεία, όλων των βαθμίδων. Κι από την στιγμή που κάθε μαθητής/σπουδαστής/φοιτητής θα έχει δικαίωμα επιλογής τού σχολείου στο οποίο θα εγγραφεί, είναι φυσικό τα "κακά" σχολεία να κλείσουν. Εδώ, θα αντιτείνει κάποιος ότι το κλείσιμο ενός κακού σχολείου σημαίνει απλώς την απομάκρυνση από το σύστημα των κακών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σ' αυτό. Μονο που αυτή η σκέψη είναι εξαιρετικά απλοϊκή: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι στα "καλά" σχολεία θα μείνουν "καλοί" εκπαιδευτικοί, η επόμενη αξιολόγηση θα πρέπει να εντοπίσει άλλο ένα 15% "ανίκανων" και "τεμπέληδων". Άρα, το "ξεσκαρτάρισμα" θα συνεχιστεί, ψάχνοντας πλέον για τα "καλύτερα" σχολεία ανάμεσα στα "καλά".
Όσον αφορά τα πανεπιστήμια, ένα άλλο "μετρήσιμο αποτέλεσμα" είναι οι προτιμήσεις των φοιτητών. Ουαί και αλλοίμονο στους καθηγητές που διδάσκουν είτε στρυφνά και δύσκολα μαθήματα είτε μαθήματα που δεν προτιμώνται από τις τρέχουσες "ανάγκες της αγοράς". Δηλαδή, αλλοίμονο στους καθηγητές που διδάσκουν π.χ. φιλοσοφία ή μηχανολογία και εύγε σ' εκείνους που διδάσκουν μάρκετινγκ ή διαφήμιση. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η εξήγηση στο φαινόμενο που διαπιστώνεται στην Αγγλία ή στην Αυστραλία κατά την τελευταία εικοσαετία, να ενισχύονται οι "πιασάρικες" και "σύγχρονες" σχολές σε βάρος των κλασσικών.
Ας δούμε, όμως, μια άλλη παράμετρο, η οποία αποδεικνύει ότι, εν τέλει, η αξιολόγηση οδηγεί στην... απαξίωση. Μπορεί ο αδαής λαός να πιστεύει ότι η αξιολόγηση οδηγεί σε βελτιώσεις διότι προάγει την άμιλλα μετά των αξιολογουμένων αλλά κατά βάση το αποτέλεσμα είναι τελείως διαφορετικό διότι εκείνο που προάγει η αξιολόγηση είναι η αποφυγή συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Για να γίνει κατανοητό αυτό, σκεφθείτε δυο υποψηφίους που διαγωνίζονται για μια θέση. Από την στιγμή που η αποτυχία τού ενός συνεπάγεται την επιτυχία τού άλλου, υπάρχει περίπτωση να συνεργαστούν ή να βοηθήσει ο ένας τον άλλο; Αντίθετα, αν κάποιος μπορεί να βγάλει το μάτι τού ανταγωνιστή του, θα το κάνει πολύ ευχαρίστως. Αυτή ακριβώς η παράμετρος είναι που ανάγκασε την Microsoft, την Google και άλλες μεγάλες εταιρείες να καταργήσουν την αξιολόγηση που λίγο πρωτύτερα είχαν επιβάλει στους εργαζομένους τους.
Και μια τελευταία σκέψη. Σε ένα σύστημα παιδείας στηριγμένο στην αξιολόγηση, ποιά τύχη θα είχαν αιρετικά μυαλά όπως π.χ. Διογένης, Γαλιλαίος ή Βίντγκενστάιν; Πώς θα επιβίωναν ως καθηγητές οι "στρυφνοί" Ανδρόνικος και Τσιμάρας; Ποιός θα αξιολογούσε θετικά "αντιδραστικά" στοιχεία όπως ο Σωκράτης ή ο Βολταίρος; Από ποιού συστήματος αξιολόγησης την κρησάρα θα πέρναγαν όλοι αυτοί που έβγαζαν φλύκταινες στην σκέψη να υπηρετήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία;
Κάπως έτσι, λοιπόν, η διαδικασία αξιολόγησης δημιουργεί μια ιεράρχηση όπου το φαίνεσθαι υπερέχει του είναι και όπου ενθαρρύνεται η αυτολογοκρισία. Και κάπως έτσι το εύκολο προτιμάται ως πλέον μετρήσιμο και το επίπονο ηττάται ως αντενδεικνυόμενο αξιολογικώς. Συνελόντι ειπείν, η αξιολόγηση οδηγεί σε έναν κυνισμό, ο οποίος απαξιώνει το κάθε δημόσιο αγαθό υποβιβάζοντάς το σε σκέτο εμπόρευμα. Κι όταν ένα δημόσιο αγαθό καταντάει εμπόρευμα, η συνέχεια είναι απολύτως λογική: φτάνει η στιγμή τής εκμετάλλευσής του από το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Πηγή
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ιδέα τής αξιολόγησης είναι πανίσχυρη. Ποιός θα τολμούσε ποτέ να αντιταχθεί στην αξιολόγησή του εκτός από τον τεμπέλη ή τον ανίκανο; Θεωρητικώς, μόνο οι ανίκανοι και οι τεμπέληδες κινδυνεύουν από μια αξιολόγηση επειδή αυτή θα ξεμπροστιάσει τις αδυναμίες τους. Όσο για την περίφημη "κοινή γνώμη", ποιός λογικός άνθρωπος θα επιχειρηματολογούσε κατά μιας διαδικασίας, η οποία -υποτίθεται πως- έχει σκοπό την απομάκρυνση των αναξίων και, επομένως, την βελτίωση των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών; Δυστυχώς, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο θέλουν να το παρουσιάσουν οι εξωνημένοι αναλυτές των μέσων μαζικής εξαπάτησης.
Η αλήθεια είναι ότι το παιχνιδάκι τής αξιολόγησης γίνεται με όρους που βάζουν οι διαχειριστές τής εξουσίας. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει από χέρι ένα βασικό χαρακτηριστικό: την στήριξη της κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή την στήριξη των συμφερόντων τής αστικής τάξης η οποία κυριαρχεί σήμερα. Και για να το πω ανάποδα: αν η αξιολόγηση δεν βόλευε τον κεντρικό στόχο που λέγεται κατάργηση των δημόσιων αγαθών, πολύ απλά δεν θα γινόταν.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την δωρεάν δημόσια παιδεία. Ποιός είναι ο στόχος; η κατάργησή της και η παράδοσή της στον ιδιωτικό τομέα. Άρα η σχετική αξιολόγηση πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Πώς γίνεται αυτό;
Με δεδομένο ότι η αξιολόγηση των καθηγητών θα πρέπει να βγάλει ένα ποσοστό "άχρηστων" και "ανίκανων" (θυμίζω ότι, σύμφωνα με τον νόμο τού Κυριάκουλα, ένα 15% των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να βαθμολογείται κάτω από την βάση), οι εκπαιδευτικοί είναι υποχρεωμένοι να αρχίσουν να "τρέχουν". Κυρίως, πρέπει να φροντίσουν να έχουν "μετρήσιμα αποτελέσματα". Ένα άρθρο σε κάποιο περιοδικό, ας πούμε, συνίσταται διότι παράγει "μετρήσιμο αποτέλεσμα" και προσθέτει πόντους. Αντίθετα, η επιμονή για βοήθεια σε κάποιους μαθητές οι οποίοι παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες, δεν συνίσταται διότι δεν μπορεί να προστεθεί στον προσωπικό φάκελλο του δάσκαλου.
Θέλετε άλλο παράδειγμα. Ένας πανεπιστημιακός καθηγητής δεν έχει συμφέρον να ξοδέψει χρόνο και κόπο για να γράψει ένα καλό σύγγραμμα. Είναι προτιμώτερο, με πολύ λιγώτερο χρόνο και με σαφώς μικρότερο κόπο, να γράψει πολλά μικρά άρθρα, τα οποία θα δημοσιευθούν είτε σε επιστημονικά περιοδικά είτε, απλώς, σε εφημερίδες. Ο όγκος των δημοσιεύσεων μετράει πολύ περισσότερο στο μάζεμα "πόντων", ακόμη κι αν πρόκειται για αναμασήματα.
Παράλληλα, οι αξιολογήσεις των εκπαιδευτικών οδηγούν -μοιραία- στην αξιολόγηση των μονάδων στις οποίες υπηρετούν. Έτσι, δημιουργούνται "καλά" και "κακά" σχολεία, όλων των βαθμίδων. Κι από την στιγμή που κάθε μαθητής/σπουδαστής/φοιτητής θα έχει δικαίωμα επιλογής τού σχολείου στο οποίο θα εγγραφεί, είναι φυσικό τα "κακά" σχολεία να κλείσουν. Εδώ, θα αντιτείνει κάποιος ότι το κλείσιμο ενός κακού σχολείου σημαίνει απλώς την απομάκρυνση από το σύστημα των κακών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σ' αυτό. Μονο που αυτή η σκέψη είναι εξαιρετικά απλοϊκή: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι στα "καλά" σχολεία θα μείνουν "καλοί" εκπαιδευτικοί, η επόμενη αξιολόγηση θα πρέπει να εντοπίσει άλλο ένα 15% "ανίκανων" και "τεμπέληδων". Άρα, το "ξεσκαρτάρισμα" θα συνεχιστεί, ψάχνοντας πλέον για τα "καλύτερα" σχολεία ανάμεσα στα "καλά".
Όσον αφορά τα πανεπιστήμια, ένα άλλο "μετρήσιμο αποτέλεσμα" είναι οι προτιμήσεις των φοιτητών. Ουαί και αλλοίμονο στους καθηγητές που διδάσκουν είτε στρυφνά και δύσκολα μαθήματα είτε μαθήματα που δεν προτιμώνται από τις τρέχουσες "ανάγκες της αγοράς". Δηλαδή, αλλοίμονο στους καθηγητές που διδάσκουν π.χ. φιλοσοφία ή μηχανολογία και εύγε σ' εκείνους που διδάσκουν μάρκετινγκ ή διαφήμιση. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η εξήγηση στο φαινόμενο που διαπιστώνεται στην Αγγλία ή στην Αυστραλία κατά την τελευταία εικοσαετία, να ενισχύονται οι "πιασάρικες" και "σύγχρονες" σχολές σε βάρος των κλασσικών.
Ας δούμε, όμως, μια άλλη παράμετρο, η οποία αποδεικνύει ότι, εν τέλει, η αξιολόγηση οδηγεί στην... απαξίωση. Μπορεί ο αδαής λαός να πιστεύει ότι η αξιολόγηση οδηγεί σε βελτιώσεις διότι προάγει την άμιλλα μετά των αξιολογουμένων αλλά κατά βάση το αποτέλεσμα είναι τελείως διαφορετικό διότι εκείνο που προάγει η αξιολόγηση είναι η αποφυγή συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Για να γίνει κατανοητό αυτό, σκεφθείτε δυο υποψηφίους που διαγωνίζονται για μια θέση. Από την στιγμή που η αποτυχία τού ενός συνεπάγεται την επιτυχία τού άλλου, υπάρχει περίπτωση να συνεργαστούν ή να βοηθήσει ο ένας τον άλλο; Αντίθετα, αν κάποιος μπορεί να βγάλει το μάτι τού ανταγωνιστή του, θα το κάνει πολύ ευχαρίστως. Αυτή ακριβώς η παράμετρος είναι που ανάγκασε την Microsoft, την Google και άλλες μεγάλες εταιρείες να καταργήσουν την αξιολόγηση που λίγο πρωτύτερα είχαν επιβάλει στους εργαζομένους τους.
Και μια τελευταία σκέψη. Σε ένα σύστημα παιδείας στηριγμένο στην αξιολόγηση, ποιά τύχη θα είχαν αιρετικά μυαλά όπως π.χ. Διογένης, Γαλιλαίος ή Βίντγκενστάιν; Πώς θα επιβίωναν ως καθηγητές οι "στρυφνοί" Ανδρόνικος και Τσιμάρας; Ποιός θα αξιολογούσε θετικά "αντιδραστικά" στοιχεία όπως ο Σωκράτης ή ο Βολταίρος; Από ποιού συστήματος αξιολόγησης την κρησάρα θα πέρναγαν όλοι αυτοί που έβγαζαν φλύκταινες στην σκέψη να υπηρετήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία;
Κάπως έτσι, λοιπόν, η διαδικασία αξιολόγησης δημιουργεί μια ιεράρχηση όπου το φαίνεσθαι υπερέχει του είναι και όπου ενθαρρύνεται η αυτολογοκρισία. Και κάπως έτσι το εύκολο προτιμάται ως πλέον μετρήσιμο και το επίπονο ηττάται ως αντενδεικνυόμενο αξιολογικώς. Συνελόντι ειπείν, η αξιολόγηση οδηγεί σε έναν κυνισμό, ο οποίος απαξιώνει το κάθε δημόσιο αγαθό υποβιβάζοντάς το σε σκέτο εμπόρευμα. Κι όταν ένα δημόσιο αγαθό καταντάει εμπόρευμα, η συνέχεια είναι απολύτως λογική: φτάνει η στιγμή τής εκμετάλλευσής του από το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Πηγή
Σχόλια