Σύμφωνα με μία εξαιρετική έρευνα ενός Γερμανού (J. Berger), μόλις το 1/3 των μετοχών των μεγάλων γερμανικών ομίλων του δείκτη DAX ανήκει σε εγχώριους επενδυτές – το 1/3 σε αμερικανούς και βρετανούς, κυρίως σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενώ το υπόλοιπο 1/3 σε διάφορους άλλους ξένους.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται το ποσοστό ιδιοκτησίας των ομίλων, καθώς επίσης οι βασικότεροι μέτοχοι - όπου προηγείται φυσικά η Black Rock, με συνολική αξία μετοχών της τάξης των 44,2 δις €.
Ο Γερμανός εύλογα αναρωτιέται έμμεσα σε ποιόν ανήκει η Γερμανία – γνωρίζοντας φυσικά ότι δεν έχει δικό της σύνταγμα, πως στην «καρδιά» της έχουν εγκαταστήσει οι Η.Π.Α. τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση τους παγκοσμίως (πάνω από 50.000 άτομα, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός, με κριτήριο τα σημερινά όπλα), καθώς επίσης πως η υπερδύναμη δεν έχει υπογράψει συνθήκη ειρήνης μαζί της, μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Black Rock
Το χρηματοπιστωτικό τέρας, το οποίο ιδρύθηκε το 1988 από ορισμένους ικανότατους τραπεζικούς επενδυτές, έχει χωρίς καμία αμφιβολία την ικανότητα να αυξάνει την ισχύ των μετόχων του παγκοσμίως – διαχειριζόμενο κεφάλαια ύψους 4,3 τρις $ (πάνω από 20 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) και συμμετέχοντας, συχνά πλειοψηφικά, σε 15 από τις 20 μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη. Τα κεφάλαια αυτά, με τη βοήθεια της μόχλευσης, μπορούν να υπερβούν επενδυόμενα τα 100 τρις $, έναντι παγκόσμιου ΑΕΠ 71,83 τρις $ (2013).
Κόσμος – το μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ που αναλογεί σε κάθε χώρα – ήπειρο
.Ο γενικός διευθυντής της Black Rock (L. Fink) είναι σήμερα ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς της Wall Street – αν και δεν φαινόταν στην αρχή της καριέρας του, όπου ήταν απλά ένας από τους «χρηματοπιστωτικούς αλχημιστές» της επενδυτικής τράπεζας First Boston. Η δουλειά του ήταν να δημιουργήσει στη Wall Street μία αγορά, για «αξιόγραφα εγγυημένα με ενυπόθηκα δάνεια» (Mortgage backed Securities – MBS), – όπου η συγκεκριμένη αγορά των υποθηκών θεωρούταν εκείνη την εποχή (’80) ως μία εξαιρετικά βαρετή δραστηριότητα.
Αργότερα βέβαια η αγορά αυτή εξελίχθηκε, δημιουργώντας ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής του πλανήτη (CDO‘s) – με πρώτο θύμα της τον εφευρέτη τους. Ειδικότερα, όταν ο Fink προώθησε τα MBS στην αγορά, οι απορυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τον τότε πρόεδρο Reagan, προκάλεσαν τις πρώτες παράπλευρες ζημίες: αφού, μετά την αποδέσμευση των ρυθμιστικών δεσμών που κρατούσαν δεμένο το χρηματοπιστωτικό θηρίο, κερδοσκόπησαν σε μεγάλο βαθμό ορισμένες τράπεζες αποταμιεύσεων, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν.
Στα επόμενα χρόνια πτώχευσαν 747 τέτοιες τράπεζες, από τις συνολικά 3.234 – ενώ με τις ζημίες τους επιβαρύνθηκαν και τότε οι φορολογούμενοι Πολίτες. Σύμφωνα με την αρμόδια υπηρεσία των Η.Π.Α., η κρίση των αποταμιευτικών τραπεζών κόστισε στο δημόσιο, οπότε στους αμερικανούς Πολίτες, 341 δις $.
Η συγκεκριμένη κρίση δεν δημιούργησε τόσα προβλήματα στον Fink, όσο η μείωση των βασικών επιτοκίων που ακολούθησε για να αντιμετωπιστεί – με αποτέλεσμα να καταστραφεί το υπολογιστικό μοντέλο του τότε νεαρού επενδυτικού υπαλλήλου. Το κόστος για τον εργοδότη του (First Boston) ανήλθε στα 100 εκ. $ – οπότε έχασε τη δουλειά του, βιώνοντας μία εξαιρετικά τραυματική εμπειρία.
Στη συνέχεια βέβαια προσπάθησε με φανατισμό να καταλάβει καλύτερα τα ρίσκα της χρηματαγοράς, αλλάζοντας τη στρατηγική των επενδύσεων του – έτσι ώστε τα ρίσκα για τον ίδιο και τους πελάτες του να είναι όσο το δυνατόν πιο διαφανή.
Ο Αλαντίν
Έτσι καταλήξαμε στο διαχειριστή ρίσκου της Black Rock, ο οποίος ονομάζεται «Aladdin» – αποτελούμενος από μία ομάδα 6.000 υπολογιστών υψηλής απόδοσης, εγκατεστημένους στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον. Πρόκειται, σύμφωνα με την εταιρεία, για ένα πραγματικό θαύμα - αφού γνωρίζει ποιές συνέπειες θα είχε ένας σεισμός στο Ιράν στα χρηματιστήρια, καθώς επίσης τις πιθανότητες να εξυπηρετήσει εμπρόθεσμα τον ενυπόθηκο τραπεζικό δανεισμό του, ένας Καναδός κατασκευαστής ακινήτων.
Ο «Aladdin» συλλαμβάνει τις φούσκες σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ γνωρίζει ποιά τράπεζα θα απειληθεί με προβλήματα ρευστότητας, ποιές τράπεζες θα κινδυνεύουν με χρεοκοπία, ποιά σχέση θα έχει αυτό το συμβάν με την ισοτιμία της τουρκικής λίρας σε ινδικές ρουπίες, καθώς επίσης πως θα εξελιχθούν τα επιτόκια στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ουσιαστικά λοιπόν πρόκειται για την απόλυτη «μηχανή αξιολόγησης κινδύνων» – τη γνώση της οποίας χρειάζονται απαραιτήτως οι πάντες, σε ένα πολύπλοκο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Η γνώση αυτή του ρίσκου δεν θεωρούταν απαραίτητη πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης – με εξαίρεση τον Fink, ο οποίος είχε χάσει 100 εκ. $ και τη δουλειά του στο παρελθόν, επειδή δεν είχε υπολογίσει σωστά το ρίσκο μείωσης των βασικών επιτοκίων.
Κατ’ επακόλουθο, η εταιρεία που διεύθυνε, η Black Rock, ήταν μία από τους ελάχιστους συμμετέχοντες στις χρηματαγορές η οποία, με τη βοήθεια του «Aladdin», γνώριζε όχι μόνο το ρίσκο των ομολόγων αλλά, επίσης, ποιά «πλάκα του ντόμινο» θα ακλουθούσε την πτώση της προηγούμενης – στα πλαίσια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση, η αμερικανική κυβέρνηση εμπιστεύθηκε τη διαχείριση ρίσκου από το «Aladdin», δίνοντας την εντολή στην Black Rock να διαχειρισθεί τα «τοξικά χρεόγραφα» πολλών τρις $, τα οποία το δημόσιο και η Fed είχαν αναλάβει, μετά τη ρευστοποίηση της Bears Stern – επίσης της ασφαλιστικής εταιρείας AIG, η οποία είχε εθνικοποιηθεί για να μην χρεοκόπει, λόγω των CDS.
Η εντολή αυτή των 130 δις $, ήταν το ξεκίνημα – αφού έκτοτε, σαν να ήταν η Black Rock μία εξωτερική υπηρεσία του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών, της ανατέθηκε από αυτό η αξιολόγηση των ισολογισμών των δύο εθνικοποιημένων κτηματικών τραπεζικών τεράτων: της Fannie Mae και της Freddie Mac. Η Fed της ανέθεσε επίσης την αξιολόγηση και τη διαχείριση αξιόγραφων με ενυπόθηκες εγγυήσεις, τα οποία «αγόραζε» κατά τη διαδικασία εκτύπωσης νέων χρημάτων, συνολικής αξίας 1.250 δις $.
Ακολούθησαν «παραγγελίες» της βρετανικής καθώς επίσης της ελληνικής κυβέρνησης – αφού η τράπεζα θεωρούταν πλέον ως ο μονόφθαλμος μεταξύ των τυφλών. Ως ο μοναδικός διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων δηλαδή ο οποίος, στο χάος που επικρατούσε στις αγορές, είχε στη διάθεση του μία αξιόπιστη πυξίδα. Βέβαια, η δυνατότητα της να έχει εσωτερική πληροφόρηση από τα στοιχεία που ετίθεντο στη διάθεση της, εκ μέρους των διαφόρων κρατών και επιχειρήσεων, τροφοδοτώντας με αυτά τον «Aladdin», της εξασφάλιζε ασφαλείς προβλέψεις και εκτιμήσεις – γεγονός που δεν εκτιμήθηκε ποτέ, όσο θα έπρεπε.
.Ο αναδυόμενος γίγαντας
Παρά το ότι η διαχείριση ρίσκου έχει γίνει ο μονοπωλιακός τομέας της Black Rock, δεν παύει να είναι ένας διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων – ο καλύτερος ίσως του είδους του. Στους πελάτες της ανήκουν μερικοί από τους πλουσιότερους ανθρώπους παγκοσμίως, καθώς επίσης πανίσχυρα συνταξιοδοτικά ταμεία, τεράστια «κρατικά κεφάλαια» και μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες.
Η επιχείρηση δεν επενδύει δικά της κεφάλαια, αλλά κερδοσκοπεί με τα χρήματα των πελατών της – ενώ λέγεται χαρακτηριστικά ότι, ενώ μέχρι το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν ένας μέτριος «παίχτης», απορρόφησε έκτοτε περισσότερα χρήματα από μία μαύρη τρύπα στο σύμπαν, η οποία «καταπίνει» ένα αστέρι που εκρήγνυται.
Το αργότερο δε μετά την ανάληψη της διαχείριση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της μέχρι τότε μεγαλύτερης διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως, της Barclay’s, το 2009, η Black Rock εκσφενδονίσθηκε στην κορυφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως ανάφερα ήδη, διαχειρίζεται το απίστευτο ποσόν των 4,3 τρις $ – σχεδόν τόσα δηλαδή, όσα διαχειρίζονται όλα μαζί τα επενδυτικά κεφάλαια, καθώς επίσης τα hedge funds του πλανήτη. Επομένως, η ισχύς της είναι τεράστια – με αποτέλεσμα να μπορεί να καταστρέψει οποιοδήποτε κράτος του πλανήτη, σε χρόνο μηδέν.
Το νούμερο δύο στην παγκόσμια κατάταξη του κλάδου, η Capital Group, διαχειρίζεται μόλις το 25% αυτού του ποσού – ενώ η Black Rock δεν συμμετέχει μόνο σε όλους τους μεγάλους γερμανικούς ομίλους, αλλά, επίσης, είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος των Apple, Exxon Mobil, Microsoft, General Electric, Chevron, Royal Dutch Shell και Nestlé (ο δεύτερος μεγαλύτερος της Google).
.Οι ανταγωνιστές
Όταν «ανήλθε στην εξουσία», στο χρηματοπιστωτικό θρόνο δηλαδή η Black Rock, όλοι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές της, επίσης οι κλασσικές επενδυτικές τράπεζες, έχασαν σημαντικό έδαφος – ενώ τα στελέχη της, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν έχουν μεγάλη σχέση με τα οικονομικά. Έχουν σπουδάσει συνήθως θετικές επιστήμες, όπως μαθηματικά ή πληροφορική, έχοντας βαθιές γνώσεις στα πολύπλοκα ή περίπλοκα συστήματα, καθώς επίσης στους αλγορίθμους.
Επίσης σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές της, η Black Rock δεν ακολουθεί με τις συμμετοχές της κάποια επιχειρηματική στρατηγική – ενώ δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει επιχειρήσεις όσο το δυνατόν πιο φτηνά ή να τις διαμελίσει, για να τις πουλήσει σε κομμάτια αργότερα, με ακριβότερη τιμή. Επενδύει ουσιαστικά τα χρήματα των πελατών της σε εκείνες τις επιχειρήσεις, η τιμή των οποίων είναι η καλύτερη δυνατή σε σχέση με το ρίσκο – το οποίο υπολογίζεται από τον «Aladdin».
Ο υπολογιστής έχει προγραμματιστεί έτσι ώστε, να κερδίζει το δυνατόν περισσότερα χρήματα, με το ελάχιστο δυνατόν ρίσκο – χωρίς να λαμβάνει υπόψη του απολύτως τίποτα άλλο. Πρόκειται λοιπόν για μία μηχανή παραγωγής χρήματος, η οποία δουλεύει με αλγορίθμους, χωρίς κανένα απολύτως ανθρώπινο συναίσθημα – για ένα πυρηνικό όπλο, με ανυπολόγιστες δυνατότητες.
.Το ιδιοκτησιακό καθεστώς
Όταν μία επιχείρηση έχει μία τέτοια δύναμη, διαχειρίζεται τόσα πολλά χρήματα που τυχόν χρεοκοπία της θα μπορούσε να «τινάξει στον αέρα» ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη, ενώ απορροφάει ότι πολύτιμο βρίσκει στο δρόμο της, σαν μία γαλαξιακή μαύρη τρύπα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζει κανείς ποιός την ελέγχει – σε ποιόν δηλαδή ανήκει.
Σύμφωνα τώρα με τη μελέτη του πανεπιστημίου της Ζυρίχης (ETH), το 75% των μετοχών της ανήκει στους τρείς αρχιερείς της δύναμης: στη Merrill Lynch (θυγατρική της Bank of America), στην βρετανική Barclay’s, καθώς επίσης στην PNC Financial Services. Ειδικότερα τα εξής:
.(α) Οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της Bank of America είναι: η State Street, η Vanguard, η ίδια η Black Rock, η J. P. Morgan, η Wellington, η Capital Research, η Bank of New York Mellon, η Capital World, η Northern Trust και η Franklin Resources – όλα τα χρηματοπιστωτικά τέρατα, τα οποία ευρίσκονται στο κέντρο του συστήματος.
(β) Οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της Barclay‘s είναι, εκτός από τους συνήθεις ύποπτους (Black Rock, Legal & General, Capital Group), το επενδυτικό κεφάλαιο του Κατάρ, καθώς επίσης η βασιλική οικογένεια του Abu Dhabi – οι οποίοι διέσωσαν την τράπεζα με φρέσκα χρήματα, κατά τη διάρκεια της κρίσης.
(γ) Οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της PNC Financial Services είναι οι συνήθεις – η Black Rock, η Wellington κοκ.
.Ανάλογες ιδιοκτησιακές δομές υπάρχουν σήμερα σε κάθε μεγάλη τράπεζα – ενώ όλα τα χρηματοπιστωτικά τέρατα, τα οποία σύμφωνα με τη μελέτη του πανεπιστημίου ελέγχουν και διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία, ανήκουν το ένα στο άλλο και ελέγχονται μεταξύ τους.
Έχουν λοιπόν κατασκευάσει με τα χρήματα των πελατών τους έναν εντελώς αυτόνομο πυρήνα, ο οποίος είναι πανίσχυρος και δεν μπορεί να ελεγχτεί από κανέναν – ένα παγκόσμιο «κράτος εν κράτει», με το οποίο δεν μπορεί καμία χώρα του κόσμου να αναμετρηθεί.
Αυτό το εξωκοινοβουλευτικό πανίσχυρο κέντρο, το οποίο δεν εκλέγεται από κανέναν, δεν ελέγχεται δημοκρατικά, ενώ δεν νομιμοποιείται από τίποτα, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πλανήτη - απέναντι στον οποίο ακόμη και η κυβέρνηση της υπερδύναμης, δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να επιβληθεί. Αντίθετα, είναι πειθήνιο υποχείριο του, όπως επίσης η γερμανική κυβέρνηση ή όλες οι υπόλοιπες.
Η Δημοκρατία λοιπόν, έτσι όπως υπάρχει στη μνήμη μας, έχει προ πολλού αντικατασταθεί από τη νέα τάξη πραγμάτων – από τους συνήθεις ύποπτους, με τους οποίους κάποτε αντιπαρατέθηκε η Γερμανία και έχασε πανηγυρικά, παραμένοντας έκτοτε σκλαβωμένη, παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη.
Πηγή
- Η «αράχνη δε που έχει παγιδεύσει στο δίχτυ της», η εταιρεία δηλαδή που συμμετέχει σε όλους στους ομίλους του κορυφαίου χρηματιστηριακού γερμανικού δείκτη, είναι η Black Rock – η οποία είναι ο βασικός, μεγαλύτερος ιδιοκτήτης του 50% περίπου των γερμανικών πολυεθνικών.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται το ποσοστό ιδιοκτησίας των ομίλων, καθώς επίσης οι βασικότεροι μέτοχοι - όπου προηγείται φυσικά η Black Rock, με συνολική αξία μετοχών της τάξης των 44,2 δις €.
«Σε ποιόν ανήκουν οι μετοχές των εταιρειών του δείκτη DAX 30»
(Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)Ο Γερμανός εύλογα αναρωτιέται έμμεσα σε ποιόν ανήκει η Γερμανία – γνωρίζοντας φυσικά ότι δεν έχει δικό της σύνταγμα, πως στην «καρδιά» της έχουν εγκαταστήσει οι Η.Π.Α. τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση τους παγκοσμίως (πάνω από 50.000 άτομα, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός, με κριτήριο τα σημερινά όπλα), καθώς επίσης πως η υπερδύναμη δεν έχει υπογράψει συνθήκη ειρήνης μαζί της, μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Black Rock
Το χρηματοπιστωτικό τέρας, το οποίο ιδρύθηκε το 1988 από ορισμένους ικανότατους τραπεζικούς επενδυτές, έχει χωρίς καμία αμφιβολία την ικανότητα να αυξάνει την ισχύ των μετόχων του παγκοσμίως – διαχειριζόμενο κεφάλαια ύψους 4,3 τρις $ (πάνω από 20 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) και συμμετέχοντας, συχνά πλειοψηφικά, σε 15 από τις 20 μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη. Τα κεφάλαια αυτά, με τη βοήθεια της μόχλευσης, μπορούν να υπερβούν επενδυόμενα τα 100 τρις $, έναντι παγκόσμιου ΑΕΠ 71,83 τρις $ (2013).
Κόσμος – το μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ που αναλογεί σε κάθε χώρα – ήπειρο
.Ο γενικός διευθυντής της Black Rock (L. Fink) είναι σήμερα ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς της Wall Street – αν και δεν φαινόταν στην αρχή της καριέρας του, όπου ήταν απλά ένας από τους «χρηματοπιστωτικούς αλχημιστές» της επενδυτικής τράπεζας First Boston. Η δουλειά του ήταν να δημιουργήσει στη Wall Street μία αγορά, για «αξιόγραφα εγγυημένα με ενυπόθηκα δάνεια» (Mortgage backed Securities – MBS), – όπου η συγκεκριμένη αγορά των υποθηκών θεωρούταν εκείνη την εποχή (’80) ως μία εξαιρετικά βαρετή δραστηριότητα.
Αργότερα βέβαια η αγορά αυτή εξελίχθηκε, δημιουργώντας ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής του πλανήτη (CDO‘s) – με πρώτο θύμα της τον εφευρέτη τους. Ειδικότερα, όταν ο Fink προώθησε τα MBS στην αγορά, οι απορυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τον τότε πρόεδρο Reagan, προκάλεσαν τις πρώτες παράπλευρες ζημίες: αφού, μετά την αποδέσμευση των ρυθμιστικών δεσμών που κρατούσαν δεμένο το χρηματοπιστωτικό θηρίο, κερδοσκόπησαν σε μεγάλο βαθμό ορισμένες τράπεζες αποταμιεύσεων, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν.
Στα επόμενα χρόνια πτώχευσαν 747 τέτοιες τράπεζες, από τις συνολικά 3.234 – ενώ με τις ζημίες τους επιβαρύνθηκαν και τότε οι φορολογούμενοι Πολίτες. Σύμφωνα με την αρμόδια υπηρεσία των Η.Π.Α., η κρίση των αποταμιευτικών τραπεζών κόστισε στο δημόσιο, οπότε στους αμερικανούς Πολίτες, 341 δις $.
Η συγκεκριμένη κρίση δεν δημιούργησε τόσα προβλήματα στον Fink, όσο η μείωση των βασικών επιτοκίων που ακολούθησε για να αντιμετωπιστεί – με αποτέλεσμα να καταστραφεί το υπολογιστικό μοντέλο του τότε νεαρού επενδυτικού υπαλλήλου. Το κόστος για τον εργοδότη του (First Boston) ανήλθε στα 100 εκ. $ – οπότε έχασε τη δουλειά του, βιώνοντας μία εξαιρετικά τραυματική εμπειρία.
Στη συνέχεια βέβαια προσπάθησε με φανατισμό να καταλάβει καλύτερα τα ρίσκα της χρηματαγοράς, αλλάζοντας τη στρατηγική των επενδύσεων του – έτσι ώστε τα ρίσκα για τον ίδιο και τους πελάτες του να είναι όσο το δυνατόν πιο διαφανή.
Ο Αλαντίν
Έτσι καταλήξαμε στο διαχειριστή ρίσκου της Black Rock, ο οποίος ονομάζεται «Aladdin» – αποτελούμενος από μία ομάδα 6.000 υπολογιστών υψηλής απόδοσης, εγκατεστημένους στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον. Πρόκειται, σύμφωνα με την εταιρεία, για ένα πραγματικό θαύμα - αφού γνωρίζει ποιές συνέπειες θα είχε ένας σεισμός στο Ιράν στα χρηματιστήρια, καθώς επίσης τις πιθανότητες να εξυπηρετήσει εμπρόθεσμα τον ενυπόθηκο τραπεζικό δανεισμό του, ένας Καναδός κατασκευαστής ακινήτων.
Ο «Aladdin» συλλαμβάνει τις φούσκες σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ γνωρίζει ποιά τράπεζα θα απειληθεί με προβλήματα ρευστότητας, ποιές τράπεζες θα κινδυνεύουν με χρεοκοπία, ποιά σχέση θα έχει αυτό το συμβάν με την ισοτιμία της τουρκικής λίρας σε ινδικές ρουπίες, καθώς επίσης πως θα εξελιχθούν τα επιτόκια στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ουσιαστικά λοιπόν πρόκειται για την απόλυτη «μηχανή αξιολόγησης κινδύνων» – τη γνώση της οποίας χρειάζονται απαραιτήτως οι πάντες, σε ένα πολύπλοκο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Η γνώση αυτή του ρίσκου δεν θεωρούταν απαραίτητη πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης – με εξαίρεση τον Fink, ο οποίος είχε χάσει 100 εκ. $ και τη δουλειά του στο παρελθόν, επειδή δεν είχε υπολογίσει σωστά το ρίσκο μείωσης των βασικών επιτοκίων.
Κατ’ επακόλουθο, η εταιρεία που διεύθυνε, η Black Rock, ήταν μία από τους ελάχιστους συμμετέχοντες στις χρηματαγορές η οποία, με τη βοήθεια του «Aladdin», γνώριζε όχι μόνο το ρίσκο των ομολόγων αλλά, επίσης, ποιά «πλάκα του ντόμινο» θα ακλουθούσε την πτώση της προηγούμενης – στα πλαίσια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση, η αμερικανική κυβέρνηση εμπιστεύθηκε τη διαχείριση ρίσκου από το «Aladdin», δίνοντας την εντολή στην Black Rock να διαχειρισθεί τα «τοξικά χρεόγραφα» πολλών τρις $, τα οποία το δημόσιο και η Fed είχαν αναλάβει, μετά τη ρευστοποίηση της Bears Stern – επίσης της ασφαλιστικής εταιρείας AIG, η οποία είχε εθνικοποιηθεί για να μην χρεοκόπει, λόγω των CDS.
Η εντολή αυτή των 130 δις $, ήταν το ξεκίνημα – αφού έκτοτε, σαν να ήταν η Black Rock μία εξωτερική υπηρεσία του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών, της ανατέθηκε από αυτό η αξιολόγηση των ισολογισμών των δύο εθνικοποιημένων κτηματικών τραπεζικών τεράτων: της Fannie Mae και της Freddie Mac. Η Fed της ανέθεσε επίσης την αξιολόγηση και τη διαχείριση αξιόγραφων με ενυπόθηκες εγγυήσεις, τα οποία «αγόραζε» κατά τη διαδικασία εκτύπωσης νέων χρημάτων, συνολικής αξίας 1.250 δις $.
Ακολούθησαν «παραγγελίες» της βρετανικής καθώς επίσης της ελληνικής κυβέρνησης – αφού η τράπεζα θεωρούταν πλέον ως ο μονόφθαλμος μεταξύ των τυφλών. Ως ο μοναδικός διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων δηλαδή ο οποίος, στο χάος που επικρατούσε στις αγορές, είχε στη διάθεση του μία αξιόπιστη πυξίδα. Βέβαια, η δυνατότητα της να έχει εσωτερική πληροφόρηση από τα στοιχεία που ετίθεντο στη διάθεση της, εκ μέρους των διαφόρων κρατών και επιχειρήσεων, τροφοδοτώντας με αυτά τον «Aladdin», της εξασφάλιζε ασφαλείς προβλέψεις και εκτιμήσεις – γεγονός που δεν εκτιμήθηκε ποτέ, όσο θα έπρεπε.
.Ο αναδυόμενος γίγαντας
Παρά το ότι η διαχείριση ρίσκου έχει γίνει ο μονοπωλιακός τομέας της Black Rock, δεν παύει να είναι ένας διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων – ο καλύτερος ίσως του είδους του. Στους πελάτες της ανήκουν μερικοί από τους πλουσιότερους ανθρώπους παγκοσμίως, καθώς επίσης πανίσχυρα συνταξιοδοτικά ταμεία, τεράστια «κρατικά κεφάλαια» και μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες.
Η επιχείρηση δεν επενδύει δικά της κεφάλαια, αλλά κερδοσκοπεί με τα χρήματα των πελατών της – ενώ λέγεται χαρακτηριστικά ότι, ενώ μέχρι το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν ένας μέτριος «παίχτης», απορρόφησε έκτοτε περισσότερα χρήματα από μία μαύρη τρύπα στο σύμπαν, η οποία «καταπίνει» ένα αστέρι που εκρήγνυται.
Το αργότερο δε μετά την ανάληψη της διαχείριση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της μέχρι τότε μεγαλύτερης διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως, της Barclay’s, το 2009, η Black Rock εκσφενδονίσθηκε στην κορυφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως ανάφερα ήδη, διαχειρίζεται το απίστευτο ποσόν των 4,3 τρις $ – σχεδόν τόσα δηλαδή, όσα διαχειρίζονται όλα μαζί τα επενδυτικά κεφάλαια, καθώς επίσης τα hedge funds του πλανήτη. Επομένως, η ισχύς της είναι τεράστια – με αποτέλεσμα να μπορεί να καταστρέψει οποιοδήποτε κράτος του πλανήτη, σε χρόνο μηδέν.
Το νούμερο δύο στην παγκόσμια κατάταξη του κλάδου, η Capital Group, διαχειρίζεται μόλις το 25% αυτού του ποσού – ενώ η Black Rock δεν συμμετέχει μόνο σε όλους τους μεγάλους γερμανικούς ομίλους, αλλά, επίσης, είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος των Apple, Exxon Mobil, Microsoft, General Electric, Chevron, Royal Dutch Shell και Nestlé (ο δεύτερος μεγαλύτερος της Google).
.Οι ανταγωνιστές
Όταν «ανήλθε στην εξουσία», στο χρηματοπιστωτικό θρόνο δηλαδή η Black Rock, όλοι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές της, επίσης οι κλασσικές επενδυτικές τράπεζες, έχασαν σημαντικό έδαφος – ενώ τα στελέχη της, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν έχουν μεγάλη σχέση με τα οικονομικά. Έχουν σπουδάσει συνήθως θετικές επιστήμες, όπως μαθηματικά ή πληροφορική, έχοντας βαθιές γνώσεις στα πολύπλοκα ή περίπλοκα συστήματα, καθώς επίσης στους αλγορίθμους.
Επίσης σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές της, η Black Rock δεν ακολουθεί με τις συμμετοχές της κάποια επιχειρηματική στρατηγική – ενώ δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει επιχειρήσεις όσο το δυνατόν πιο φτηνά ή να τις διαμελίσει, για να τις πουλήσει σε κομμάτια αργότερα, με ακριβότερη τιμή. Επενδύει ουσιαστικά τα χρήματα των πελατών της σε εκείνες τις επιχειρήσεις, η τιμή των οποίων είναι η καλύτερη δυνατή σε σχέση με το ρίσκο – το οποίο υπολογίζεται από τον «Aladdin».
Ο υπολογιστής έχει προγραμματιστεί έτσι ώστε, να κερδίζει το δυνατόν περισσότερα χρήματα, με το ελάχιστο δυνατόν ρίσκο – χωρίς να λαμβάνει υπόψη του απολύτως τίποτα άλλο. Πρόκειται λοιπόν για μία μηχανή παραγωγής χρήματος, η οποία δουλεύει με αλγορίθμους, χωρίς κανένα απολύτως ανθρώπινο συναίσθημα – για ένα πυρηνικό όπλο, με ανυπολόγιστες δυνατότητες.
.Το ιδιοκτησιακό καθεστώς
Όταν μία επιχείρηση έχει μία τέτοια δύναμη, διαχειρίζεται τόσα πολλά χρήματα που τυχόν χρεοκοπία της θα μπορούσε να «τινάξει στον αέρα» ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη, ενώ απορροφάει ότι πολύτιμο βρίσκει στο δρόμο της, σαν μία γαλαξιακή μαύρη τρύπα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζει κανείς ποιός την ελέγχει – σε ποιόν δηλαδή ανήκει.
Σύμφωνα τώρα με τη μελέτη του πανεπιστημίου της Ζυρίχης (ETH), το 75% των μετοχών της ανήκει στους τρείς αρχιερείς της δύναμης: στη Merrill Lynch (θυγατρική της Bank of America), στην βρετανική Barclay’s, καθώς επίσης στην PNC Financial Services. Ειδικότερα τα εξής:
.(α) Οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της Bank of America είναι: η State Street, η Vanguard, η ίδια η Black Rock, η J. P. Morgan, η Wellington, η Capital Research, η Bank of New York Mellon, η Capital World, η Northern Trust και η Franklin Resources – όλα τα χρηματοπιστωτικά τέρατα, τα οποία ευρίσκονται στο κέντρο του συστήματος.
(β) Οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της Barclay‘s είναι, εκτός από τους συνήθεις ύποπτους (Black Rock, Legal & General, Capital Group), το επενδυτικό κεφάλαιο του Κατάρ, καθώς επίσης η βασιλική οικογένεια του Abu Dhabi – οι οποίοι διέσωσαν την τράπεζα με φρέσκα χρήματα, κατά τη διάρκεια της κρίσης.
(γ) Οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της PNC Financial Services είναι οι συνήθεις – η Black Rock, η Wellington κοκ.
.Ανάλογες ιδιοκτησιακές δομές υπάρχουν σήμερα σε κάθε μεγάλη τράπεζα – ενώ όλα τα χρηματοπιστωτικά τέρατα, τα οποία σύμφωνα με τη μελέτη του πανεπιστημίου ελέγχουν και διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία, ανήκουν το ένα στο άλλο και ελέγχονται μεταξύ τους.
Έχουν λοιπόν κατασκευάσει με τα χρήματα των πελατών τους έναν εντελώς αυτόνομο πυρήνα, ο οποίος είναι πανίσχυρος και δεν μπορεί να ελεγχτεί από κανέναν – ένα παγκόσμιο «κράτος εν κράτει», με το οποίο δεν μπορεί καμία χώρα του κόσμου να αναμετρηθεί.
Αυτό το εξωκοινοβουλευτικό πανίσχυρο κέντρο, το οποίο δεν εκλέγεται από κανέναν, δεν ελέγχεται δημοκρατικά, ενώ δεν νομιμοποιείται από τίποτα, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πλανήτη - απέναντι στον οποίο ακόμη και η κυβέρνηση της υπερδύναμης, δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να επιβληθεί. Αντίθετα, είναι πειθήνιο υποχείριο του, όπως επίσης η γερμανική κυβέρνηση ή όλες οι υπόλοιπες.
Η Δημοκρατία λοιπόν, έτσι όπως υπάρχει στη μνήμη μας, έχει προ πολλού αντικατασταθεί από τη νέα τάξη πραγμάτων – από τους συνήθεις ύποπτους, με τους οποίους κάποτε αντιπαρατέθηκε η Γερμανία και έχασε πανηγυρικά, παραμένοντας έκτοτε σκλαβωμένη, παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη.
Πηγή
Σχόλια