Τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί μια πραγματική «έκρηξη
της μνήμης» (memory boom), με την έννοια τόσο των θεωρητικών μελετών για
τους μηχανισμούς της μνήμης και της λήθης, συλλογικής και ατομικής, όσο
και της ανάδυσης της απωθημένης ή κατακερματισμένης μνήμης και της
καλλιέργειάς της ως βασικού συστατικού της ταυτότητας. Υπό το πρίσμα
αυτό η συλλογική μνήμη θεωρείται ως οργανωτικό πλαίσιο για την ιστορική
συνείδηση, το οποίο αποσκοπεί να μεταβιβάσει στις επόμενες γενιές
πληροφορίες, αξίες, ενθυμήσεις, ταυτότητες και ευθύνες.
Η μνήμη, λοιπόν, δεν είναι μια απλή αποθήκη στον εγκέφαλο του ανθρώπου, αλλά λειτουργία για την οργάνωση σχετικών μεταξύ τους γνωστικών δομών, που φέρνουν τάξη στον εγκέφαλο και διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι η μνήμη ή η λήθη είναι μια διαδικασία ενεργητικών μνημονικών λειτουργιών, που χρειάζεται σχετικές ευκαιρίες και είναι επιλεκτική. Τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε εξαρτάται κυρίως από τη διαχείριση των ταυτοτήτων από τους πολιτικούς και την κυρίαρχη κουλτούρα. Έτσι, οι μνήμες είναι αφηγήσεις, που διαμεσολαβούνται από τις πρακτικές της μνήμης. Το θέμα είναι αν επίμαχα, κρίσιμα ή καταστροφικά γεγονότα, όπως οι γενοκτονίες, δρουν ως «ιστορικές απωθήσεις» (historical removal) ή αν υπάρχει μια «επίσημη μνήμη» (official memory) που οδηγεί ολόκληρες κοινωνίες στη «συστηματική λήθη» μέσω της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο μνημονικό χώρο της εμπειρίας και τον ορίζοντα των προσδοκιών.
Η δεύτερη περίπτωση έχει μεγαλύτερη σημασία για την ιστορική εκπαίδευση, η οποία συνήθως ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα. Η μνήμη και η ιστορία, βέβαια δεν ταυτίζονται· ωστόσο, έχουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους, γιατί και οι δύο ανήκουν στην ιστορική κουλτούρα, δίνοντας νόημα στο παρελθόν και τα ίχνη του. Σε κάθε περίπτωση, ανάμεσα στο τι θα ξεχαστεί και στο τι θα διατηρηθεί βρίσκεται η απόφαση του τι αξίζει να διασωθεί.
Αναφορικά με την ιστορική εκπαίδευση, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τις συνεχείς «μεταρρυθμίσεις» του ελληνικού σχολείου, από επίμονα ερευνητικά δεδομένα προκύπτει ότι αυτή παραμένει παραδοσιακή, θετικιστική, υλοκεντρική, εξετασιοκεντρική, εθνοκεντρική και μονολιθική. Έτσι, δεν προσφέρεται χώρος για χρήση ποικίλου υλικού, εναλλακτικές θεωρήσεις και ενεργητικές μεθόδους μάθησης, ενώ πολλά θέματα αποσιωπώνται ή παρουσιάζονται εξωραϊσμένα.
Χαρακτηριστικό σε σχέση με τα ανωτέρω είναι το παράδειγμα των Ελλήνων Εβραίων. Η επίσημη πολιτεία φαίνεται πλέον να δείχνει συμπάθεια και ενδιαφέρον για τους Έλληνες Εβραίους, ιδίως για την τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Ωστόσο, το σχετικό ενδιαφέρον είναι μάλλον φορμαλιστικό, περιορισμένο, αμφιλεγόμενης ειλικρίνειας και υποκείμενο σε πολιτικές σκοπιμότητες. Άλλωστε, λαϊκές δοξασίες για τους Εβραίους επιβιώνουν ακόμη, ενώ επιστημονικοφανείς ή χυδαίες μορφές αντισημιτισμού απαντώνται συχνά στον πολιτικό λόγο, σε έντυπα και στο διαδίκτυο. Φυσικά, δε λείπουν και οι βανδαλισμοί.Το σημαντικότερο, ίσως, είναι πως το επίσημο ενδιαφέρον, δε φαίνεται να ασκεί δραστική επιρροή στις συνειδήσεις των νέων. Η ιστορία των Ελλήνων Εβραίων παραμένει άγνωστη στους μαθητές. Στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν περιλαμβάνονται μαθήματα για την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων ή για το Ολοκαύτωμα, αν και υπάρχουν μαθήματα για τους Άραβες ή τους Βαλκανικούς λαούς. Ακόμη και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στον ιδρυτικό νόμο του οποίου προβλεπόταν στη Φιλοσοφική Σχολή και έδρα για την εβραϊκή ιστορία και τον πολιτισμό και το campus του οποίου βρίσκεται στο χώρο όπου ήταν το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, η σιωπή για τους Εβραίους είναι καθολική. Άλλωστε, οι φοιτητές της Φιλοσοφικής, από τους οποίους θα προέλθουν και οι αυριανοί εκπαιδευτικοί, έχουν παχυλή άγνοια, τόσο για την εν γένει παρουσία των Ελλήνων Εβραίων στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη όσο και για το Ολοκαύτωμα, ενώ διακατέχονται από αντιφατικά συναισθήματα γι’ αυτούς. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί η πρόσφατη απόφαση για ίδρυση έδρας Εβραϊκής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού, η οποία ελπίζουμε σύντομα να υλοποιηθεί.
Ο χειρισμός της μνήμης και της λήθης για τους Έλληνες Εβραίους, το Ολοκαύτωμα, το ναζισμό και το δωσιλογισμό συνδέονται, κατά τη γνώμη μου, με αυτό που έχω ονομάσει ως «Καταστροφική Διδακτική», δηλαδή αυτή που εξαφανίζει ανεπιθύμητες για την επίσημη μνήμη και την ομογενοποιητική εθνικιστική φαντασίωση «αποκλίσεις» από το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Σε μια κοινωνία με ισχυρά αισθήματα ανασφάλειας, η επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης εξισώνεται συνήθως με εθνική καταστροφή, η οποία υπονομεύει την εθνική κανονικότητα, ή με μια μεγάλη κρίση, η οποία απειλεί την κοινωνική ομαλότητα. Με άλλα λόγια, τέτοια θέματα θεωρούνται «επίμαχα» και «συγκρουσιακά» και γι’ αυτό αποφεύγονται.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οι προσπάθειες για την αναμόρφωση της ιστορικής εκπαίδευσης προσκρούουν στη λεγόμενη «κουλτούρα του πανικού», η οποία καλλιεργείται από τους «φρουρούς της μνήμης», που κινητοποιούνται κάθε φορά που επιχειρείται να ενσωματωθούν στην εθνική αφήγηση εναλλακτικές αφηγήσεις ή εμπειρίες άλλων ομάδων πέραν των εθνικά και κοινωνικά αποδεκτών. Αυτοί οι «φρουροί» αντιλαμβάνονται τη συλλογική μνήμη ως την ιερή και αναλλοίωτη παρακαταθήκη του κοινού παρελθόντος του έθνους και, συνεπώς, κάθε απόκλιση από αυτήν τουλάχιστον ως εθνικά ύποπτη.
Ένα από τα μέσα για την αντιμετώπιση της λήθης είναι και ο κινηματογράφος, ιδίως τα ιστορικά ντοκιμαντέρ. Η επίδραση του κινηματογράφου στο σύγχρονο άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη, ώστε να γίνεται λόγος για «αυτοκρατορία της εικόνας» και «οπτικό πολιτισμό». Οι κινηματογραφικές ταινίες παρουσιάζουν, κατά τον Marc Ferro, μια πραγματικότητα, «τρομακτικά αληθινή», μολονότι θεωρείται ότι, ακόμη και τα ντοκιμαντέρ ή τα επίκαιρα, δεν απεικονίζουν γεγονότα, αλλά τα κατασκευάζουν, με βάση τις δικές τους στρατηγικές αναπαράστασης και τη μυθοπλασία. Επιπλέον, συχνά αναπαράγουν ή αντανακλούν μια σταθερή όψη για τον κόσμο κι έτσι, καθώς αποτελούν μια “lingua franca” για την εποχή μας, οδηγούν το κοινό στο να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη άποψη γι’ αυτόν. Όπως υποστηρίζουν, μάλιστα, σχετικές έρευνες, ειδικά οι νέοι αναπτύσσουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα ιστορικής κατανόησης δεχόμενοι την επιρροή των δημοφιλέστερων ταινιών.
Για τους λόγους αυτούς ο κινηματογράφος, ως ειδική κατηγορία της «δημόσιας ιστορίας» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ιστορικούς και την ιστοριογραφία. Γιατί καταρχάς, ως ο μεγάλος εκπαιδευτής της εποχής μας, έχει τεράστια απήχηση στο κοινό, για το οποίο αποτελεί συνήθως τον πιο απλό και προσιτό τρόπο για να προσεγγίζει την ιστορία και το πιο αποτελεσματικό μέσο για να παίρνει μηνύματα. Έπειτα, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο, εξαιρετικά χρήσιμο στην ιστορική έρευνα και τη διατύπωση νέων ιστορικών ερωτημάτων. Ακόμη, ο κινηματογράφος μπορεί να συνδεθεί και με τη λεγόμενη «ιστορική ενσυναίσθηση» (empathy), τη δυνατότητα δηλαδή να μπορεί να βλέπει κανείς την ιστορία με την οπτική άλλων ανθρώπων, ιδιαίτερα με την εκδοχή του «ταξιδιώτη μέσα στο χρόνο» (time-traveller), που βυθίζεται στο παρελθόν και ζει τα γεγονότα από τη θέση των άλλων· ή, καλύτερα, με την εκδοχή του «νεκρομάντη» (necromancer), που ανακαλεί φαντάσματα του παρελθόντος (= πρόσωπα, γεγονότα) και τα εμφανίζει ζωντανά μέσα από τα γυαλιά του παρόντος.
Μαζί με την «ενσυναίσθηση» οι ταινίες αναπτύσσουν και την «ιστορική φαντασία», η οποία παρέχει τη δυνατότητα διείσδυσης στο βάθος των γεγονότων και των κινήτρων της δράσης. Γιατί, είναι σε θέση να προσφέρουν αίσθηση του παρελθόντος, δυνατότητες για σκέψη πάνω στη φύση της ιστορικής εξέλιξης και αλλαγή οπτικής, ευκαιρίες για προβληματισμό σχετικά με την «αλήθεια» ενός συχνά μεταβαλλόμενου παρελθόντος ή για σύνδεση των ιδεών με τα συναισθήματα, στοιχεία τόσο πολύτιμα για την ιστορική κατανόηση. Και, φυσικά, όπως και στην περίπτωσή μας, μπορεί να αποτελέσει ένα δραστικό εργαλείο για την ανάδειξη κρίσιμων ζητημάτων σχετικών με την ιστορική μνήμη.
Είναι, λοιπόν, παρήγορο ότι υπάρχουν πάντα κι εκείνοι που αντιλαμβάνονται τη συλλογική μνήμη ως μια ιδεολογική και κοινωνική κατασκευή ή ως μια ψυχολογική ή ψυχαναλυτική κατηγορία και αναγνωρίζουν ότι το παρελθόν είναι κάτι σαν μια «ξένη χώρα», ειδικά για τους νέους, οι οποίοι θα πρέπει να το ανακαλύψουν και να το εξερευνήσουν. Γιατί η συλλογική μνήμη είναι σαν το κολύμπι: για να επιβιώσουμε, θα πρέπει να συνεχίσουμε να κολυμπάμε. Άλλωστε, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες μνήμες του παρελθόντος, όπως η συμπεριφορά των στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα, ο δωσιλογισμός και το Ολοκαύτωμα, δεν μπορεί να τεθούν υπό διαπραγμάτευση. Τέτοιες τραυματικές περιπτώσεις αποτελούν ένα είδος «ηθικής της μνήμης». Αλλιώς, θα «είμαστε ό,τι ξεχνάμε».
*Ομιλία του καθηγητή του ΑΠΘ Δημήτρη Κ. Μαυροσκούφη στην εκδήλωση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου για τη Διαπολιτισμική Παιδεία και Εκπαίδευση (ΕΠΑΔΙΠΕ), στην Θεσσαλονίκη 24-3-2014 με πλήρη τίτλο: «Ολοκαύτωμα της μνήμης»: ένα σχόλιο για τη σχέση μνήμης και ιστορικής εκπαίδευσης με αφορμή το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου.
Η μνήμη, λοιπόν, δεν είναι μια απλή αποθήκη στον εγκέφαλο του ανθρώπου, αλλά λειτουργία για την οργάνωση σχετικών μεταξύ τους γνωστικών δομών, που φέρνουν τάξη στον εγκέφαλο και διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι η μνήμη ή η λήθη είναι μια διαδικασία ενεργητικών μνημονικών λειτουργιών, που χρειάζεται σχετικές ευκαιρίες και είναι επιλεκτική. Τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε εξαρτάται κυρίως από τη διαχείριση των ταυτοτήτων από τους πολιτικούς και την κυρίαρχη κουλτούρα. Έτσι, οι μνήμες είναι αφηγήσεις, που διαμεσολαβούνται από τις πρακτικές της μνήμης. Το θέμα είναι αν επίμαχα, κρίσιμα ή καταστροφικά γεγονότα, όπως οι γενοκτονίες, δρουν ως «ιστορικές απωθήσεις» (historical removal) ή αν υπάρχει μια «επίσημη μνήμη» (official memory) που οδηγεί ολόκληρες κοινωνίες στη «συστηματική λήθη» μέσω της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο μνημονικό χώρο της εμπειρίας και τον ορίζοντα των προσδοκιών.
Η δεύτερη περίπτωση έχει μεγαλύτερη σημασία για την ιστορική εκπαίδευση, η οποία συνήθως ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα. Η μνήμη και η ιστορία, βέβαια δεν ταυτίζονται· ωστόσο, έχουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους, γιατί και οι δύο ανήκουν στην ιστορική κουλτούρα, δίνοντας νόημα στο παρελθόν και τα ίχνη του. Σε κάθε περίπτωση, ανάμεσα στο τι θα ξεχαστεί και στο τι θα διατηρηθεί βρίσκεται η απόφαση του τι αξίζει να διασωθεί.
Αναφορικά με την ιστορική εκπαίδευση, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τις συνεχείς «μεταρρυθμίσεις» του ελληνικού σχολείου, από επίμονα ερευνητικά δεδομένα προκύπτει ότι αυτή παραμένει παραδοσιακή, θετικιστική, υλοκεντρική, εξετασιοκεντρική, εθνοκεντρική και μονολιθική. Έτσι, δεν προσφέρεται χώρος για χρήση ποικίλου υλικού, εναλλακτικές θεωρήσεις και ενεργητικές μεθόδους μάθησης, ενώ πολλά θέματα αποσιωπώνται ή παρουσιάζονται εξωραϊσμένα.
Χαρακτηριστικό σε σχέση με τα ανωτέρω είναι το παράδειγμα των Ελλήνων Εβραίων. Η επίσημη πολιτεία φαίνεται πλέον να δείχνει συμπάθεια και ενδιαφέρον για τους Έλληνες Εβραίους, ιδίως για την τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Ωστόσο, το σχετικό ενδιαφέρον είναι μάλλον φορμαλιστικό, περιορισμένο, αμφιλεγόμενης ειλικρίνειας και υποκείμενο σε πολιτικές σκοπιμότητες. Άλλωστε, λαϊκές δοξασίες για τους Εβραίους επιβιώνουν ακόμη, ενώ επιστημονικοφανείς ή χυδαίες μορφές αντισημιτισμού απαντώνται συχνά στον πολιτικό λόγο, σε έντυπα και στο διαδίκτυο. Φυσικά, δε λείπουν και οι βανδαλισμοί.Το σημαντικότερο, ίσως, είναι πως το επίσημο ενδιαφέρον, δε φαίνεται να ασκεί δραστική επιρροή στις συνειδήσεις των νέων. Η ιστορία των Ελλήνων Εβραίων παραμένει άγνωστη στους μαθητές. Στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν περιλαμβάνονται μαθήματα για την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων ή για το Ολοκαύτωμα, αν και υπάρχουν μαθήματα για τους Άραβες ή τους Βαλκανικούς λαούς. Ακόμη και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στον ιδρυτικό νόμο του οποίου προβλεπόταν στη Φιλοσοφική Σχολή και έδρα για την εβραϊκή ιστορία και τον πολιτισμό και το campus του οποίου βρίσκεται στο χώρο όπου ήταν το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, η σιωπή για τους Εβραίους είναι καθολική. Άλλωστε, οι φοιτητές της Φιλοσοφικής, από τους οποίους θα προέλθουν και οι αυριανοί εκπαιδευτικοί, έχουν παχυλή άγνοια, τόσο για την εν γένει παρουσία των Ελλήνων Εβραίων στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη όσο και για το Ολοκαύτωμα, ενώ διακατέχονται από αντιφατικά συναισθήματα γι’ αυτούς. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί η πρόσφατη απόφαση για ίδρυση έδρας Εβραϊκής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού, η οποία ελπίζουμε σύντομα να υλοποιηθεί.
Ο χειρισμός της μνήμης και της λήθης για τους Έλληνες Εβραίους, το Ολοκαύτωμα, το ναζισμό και το δωσιλογισμό συνδέονται, κατά τη γνώμη μου, με αυτό που έχω ονομάσει ως «Καταστροφική Διδακτική», δηλαδή αυτή που εξαφανίζει ανεπιθύμητες για την επίσημη μνήμη και την ομογενοποιητική εθνικιστική φαντασίωση «αποκλίσεις» από το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Σε μια κοινωνία με ισχυρά αισθήματα ανασφάλειας, η επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης εξισώνεται συνήθως με εθνική καταστροφή, η οποία υπονομεύει την εθνική κανονικότητα, ή με μια μεγάλη κρίση, η οποία απειλεί την κοινωνική ομαλότητα. Με άλλα λόγια, τέτοια θέματα θεωρούνται «επίμαχα» και «συγκρουσιακά» και γι’ αυτό αποφεύγονται.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οι προσπάθειες για την αναμόρφωση της ιστορικής εκπαίδευσης προσκρούουν στη λεγόμενη «κουλτούρα του πανικού», η οποία καλλιεργείται από τους «φρουρούς της μνήμης», που κινητοποιούνται κάθε φορά που επιχειρείται να ενσωματωθούν στην εθνική αφήγηση εναλλακτικές αφηγήσεις ή εμπειρίες άλλων ομάδων πέραν των εθνικά και κοινωνικά αποδεκτών. Αυτοί οι «φρουροί» αντιλαμβάνονται τη συλλογική μνήμη ως την ιερή και αναλλοίωτη παρακαταθήκη του κοινού παρελθόντος του έθνους και, συνεπώς, κάθε απόκλιση από αυτήν τουλάχιστον ως εθνικά ύποπτη.
Ένα από τα μέσα για την αντιμετώπιση της λήθης είναι και ο κινηματογράφος, ιδίως τα ιστορικά ντοκιμαντέρ. Η επίδραση του κινηματογράφου στο σύγχρονο άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη, ώστε να γίνεται λόγος για «αυτοκρατορία της εικόνας» και «οπτικό πολιτισμό». Οι κινηματογραφικές ταινίες παρουσιάζουν, κατά τον Marc Ferro, μια πραγματικότητα, «τρομακτικά αληθινή», μολονότι θεωρείται ότι, ακόμη και τα ντοκιμαντέρ ή τα επίκαιρα, δεν απεικονίζουν γεγονότα, αλλά τα κατασκευάζουν, με βάση τις δικές τους στρατηγικές αναπαράστασης και τη μυθοπλασία. Επιπλέον, συχνά αναπαράγουν ή αντανακλούν μια σταθερή όψη για τον κόσμο κι έτσι, καθώς αποτελούν μια “lingua franca” για την εποχή μας, οδηγούν το κοινό στο να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη άποψη γι’ αυτόν. Όπως υποστηρίζουν, μάλιστα, σχετικές έρευνες, ειδικά οι νέοι αναπτύσσουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα ιστορικής κατανόησης δεχόμενοι την επιρροή των δημοφιλέστερων ταινιών.
Για τους λόγους αυτούς ο κινηματογράφος, ως ειδική κατηγορία της «δημόσιας ιστορίας» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ιστορικούς και την ιστοριογραφία. Γιατί καταρχάς, ως ο μεγάλος εκπαιδευτής της εποχής μας, έχει τεράστια απήχηση στο κοινό, για το οποίο αποτελεί συνήθως τον πιο απλό και προσιτό τρόπο για να προσεγγίζει την ιστορία και το πιο αποτελεσματικό μέσο για να παίρνει μηνύματα. Έπειτα, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο, εξαιρετικά χρήσιμο στην ιστορική έρευνα και τη διατύπωση νέων ιστορικών ερωτημάτων. Ακόμη, ο κινηματογράφος μπορεί να συνδεθεί και με τη λεγόμενη «ιστορική ενσυναίσθηση» (empathy), τη δυνατότητα δηλαδή να μπορεί να βλέπει κανείς την ιστορία με την οπτική άλλων ανθρώπων, ιδιαίτερα με την εκδοχή του «ταξιδιώτη μέσα στο χρόνο» (time-traveller), που βυθίζεται στο παρελθόν και ζει τα γεγονότα από τη θέση των άλλων· ή, καλύτερα, με την εκδοχή του «νεκρομάντη» (necromancer), που ανακαλεί φαντάσματα του παρελθόντος (= πρόσωπα, γεγονότα) και τα εμφανίζει ζωντανά μέσα από τα γυαλιά του παρόντος.
Μαζί με την «ενσυναίσθηση» οι ταινίες αναπτύσσουν και την «ιστορική φαντασία», η οποία παρέχει τη δυνατότητα διείσδυσης στο βάθος των γεγονότων και των κινήτρων της δράσης. Γιατί, είναι σε θέση να προσφέρουν αίσθηση του παρελθόντος, δυνατότητες για σκέψη πάνω στη φύση της ιστορικής εξέλιξης και αλλαγή οπτικής, ευκαιρίες για προβληματισμό σχετικά με την «αλήθεια» ενός συχνά μεταβαλλόμενου παρελθόντος ή για σύνδεση των ιδεών με τα συναισθήματα, στοιχεία τόσο πολύτιμα για την ιστορική κατανόηση. Και, φυσικά, όπως και στην περίπτωσή μας, μπορεί να αποτελέσει ένα δραστικό εργαλείο για την ανάδειξη κρίσιμων ζητημάτων σχετικών με την ιστορική μνήμη.
Είναι, λοιπόν, παρήγορο ότι υπάρχουν πάντα κι εκείνοι που αντιλαμβάνονται τη συλλογική μνήμη ως μια ιδεολογική και κοινωνική κατασκευή ή ως μια ψυχολογική ή ψυχαναλυτική κατηγορία και αναγνωρίζουν ότι το παρελθόν είναι κάτι σαν μια «ξένη χώρα», ειδικά για τους νέους, οι οποίοι θα πρέπει να το ανακαλύψουν και να το εξερευνήσουν. Γιατί η συλλογική μνήμη είναι σαν το κολύμπι: για να επιβιώσουμε, θα πρέπει να συνεχίσουμε να κολυμπάμε. Άλλωστε, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες μνήμες του παρελθόντος, όπως η συμπεριφορά των στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα, ο δωσιλογισμός και το Ολοκαύτωμα, δεν μπορεί να τεθούν υπό διαπραγμάτευση. Τέτοιες τραυματικές περιπτώσεις αποτελούν ένα είδος «ηθικής της μνήμης». Αλλιώς, θα «είμαστε ό,τι ξεχνάμε».
*Ομιλία του καθηγητή του ΑΠΘ Δημήτρη Κ. Μαυροσκούφη στην εκδήλωση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου για τη Διαπολιτισμική Παιδεία και Εκπαίδευση (ΕΠΑΔΙΠΕ), στην Θεσσαλονίκη 24-3-2014 με πλήρη τίτλο: «Ολοκαύτωμα της μνήμης»: ένα σχόλιο για τη σχέση μνήμης και ιστορικής εκπαίδευσης με αφορμή το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου.
Σχόλια