..ή τι σχέση έχουν οι γιατροί και οι νοσοκόμες με τα σουβλάκια
της Μαριάννας Τζιαντζή
Μια φορά κι έναν καιρό, κοντά σε ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο, υπήρχε μια μικρή λαϊκή ταβέρνα. Τις νύχτες της εφημερίας, ξέκλεβαν λίγο χρόνο και πετάγονταν εκεί μικρές παρέες γιατρών και νοσηλευτών, οι περισσότεροι φορώντας τις άσπρες μπλούζες τους. Έτρωγαν κάτι κι έπιναν μια μπίρα ώστε να αντέξουν το μακρύ ξενύχτι που τους περίμενε.
«Τι ανάγκη έχεις εσύ», είπε πριν λίγες μέρες στον ταβερνιάρη ένας γείτονάς του. «Έχεις δίπλα το νοσοκομείο, δε θα σου λείψει η πελατεία».
Στη συνέχεια ο ταβερνιάρης είπε για το γιατρό που πετάχτηκε από το μαγαζί του, παρήγγειλε δύο σουβλάκια και μια κόκα κόλα, και ύστερα έψαχνε μανιωδώς να βρει το (τελευταίο του) πεντάευρο για να πληρώσει. «Εδώ το ’χω, εδώ το ’χω...». Το γύρευε σ’ όλες του τις τσέπες, ξανά και ξανά, αλλά μάταια. Ο μαγαζάτορας λυπήθηκε και ντράπηκε ταυτόχρονα. «Δεν πειράζει, γιατρέ. Γνωριζόμαστε, άλλη φορά περνάς και μου το δίνεις». Ο απένταρος γιατρός συνέχισε το ψάξιμο μέχρι που ξετρύπωσε το διπλωμένο στα τέσσερα χαρτονόμισμα σ’ ένα μικρό πίσω τσεπάκι. Ανακουφισμένος πλήρωσε, πήρε τα δυο σουβλάκια κι έφυγε.
Να ’ταν μόνο οι γιατροί.
Μόνο τα ψέματα, το θράσος, οι αυταπάτες μας τελειώσανε ακόμα. Το ίδιο και η μικρή κούφια ελπίδα ότι μετά τις κάλπες, θα γυρίσει ο τροχός αν όχι για όλους, τουλάχιστον για εμάς που θα επαναδιοριστούμε, θα επανα-παραγγείλουμε σουβλάκια χωρίς να ψάχνουμε αγωνιωδώς για το τελευταίο μας πεντάευρο.
από το «Πριν»
της Μαριάννας Τζιαντζή
Μια φορά κι έναν καιρό, κοντά σε ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο, υπήρχε μια μικρή λαϊκή ταβέρνα. Τις νύχτες της εφημερίας, ξέκλεβαν λίγο χρόνο και πετάγονταν εκεί μικρές παρέες γιατρών και νοσηλευτών, οι περισσότεροι φορώντας τις άσπρες μπλούζες τους. Έτρωγαν κάτι κι έπιναν μια μπίρα ώστε να αντέξουν το μακρύ ξενύχτι που τους περίμενε.
«Τι ανάγκη έχεις εσύ», είπε πριν λίγες μέρες στον ταβερνιάρη ένας γείτονάς του. «Έχεις δίπλα το νοσοκομείο, δε θα σου λείψει η πελατεία».
- «Μη το λες. Οι γιατροί μάς τελειώσανε. Το ίδιο κι οι νοσοκόμες. Δεν έρχονται πια. Μόνο κάτι ...επιμελητές έρχονται, κι αυτοί αραιά και πού. Το σουβλάκι έχει γίνει πολυτέλεια. Όλοι με ταπεράκι απ’ το σπίτι τη βγάζουνε».
Στη συνέχεια ο ταβερνιάρης είπε για το γιατρό που πετάχτηκε από το μαγαζί του, παρήγγειλε δύο σουβλάκια και μια κόκα κόλα, και ύστερα έψαχνε μανιωδώς να βρει το (τελευταίο του) πεντάευρο για να πληρώσει. «Εδώ το ’χω, εδώ το ’χω...». Το γύρευε σ’ όλες του τις τσέπες, ξανά και ξανά, αλλά μάταια. Ο μαγαζάτορας λυπήθηκε και ντράπηκε ταυτόχρονα. «Δεν πειράζει, γιατρέ. Γνωριζόμαστε, άλλη φορά περνάς και μου το δίνεις». Ο απένταρος γιατρός συνέχισε το ψάξιμο μέχρι που ξετρύπωσε το διπλωμένο στα τέσσερα χαρτονόμισμα σ’ ένα μικρό πίσω τσεπάκι. Ανακουφισμένος πλήρωσε, πήρε τα δυο σουβλάκια κι έφυγε.
Να ’ταν μόνο οι γιατροί.
- «Μας τελειώσανε οι καθηγητές», λένε οι βιβλιοπώλες εννοώντας τους χθεσινούς πελάτες τους, τους εκπαιδευτικούς που δεν αγοράζουν πια βιβλία. Μας τελειώσανε οι νονές που κάθε χρόνο τέτοια εποχή αγόραζαν παπούτσια και λαμπάδα για τα βαφτιστήρια τους, μας τελειώσανε οι νύφες και οι γαμπροί καθώς οι άνθρωποι το σκέφτονται να παντρευτούνε.
- Μάς τέλειωσε η «γενιά των 700 ευρώ», μας ήρθαν οι ψευτοεργαζόμενοι των 400, οι «εσπίτες», οι προσωρινά «ωφελούμενοι».
Μόνο τα ψέματα, το θράσος, οι αυταπάτες μας τελειώσανε ακόμα. Το ίδιο και η μικρή κούφια ελπίδα ότι μετά τις κάλπες, θα γυρίσει ο τροχός αν όχι για όλους, τουλάχιστον για εμάς που θα επαναδιοριστούμε, θα επανα-παραγγείλουμε σουβλάκια χωρίς να ψάχνουμε αγωνιωδώς για το τελευταίο μας πεντάευρο.
από το «Πριν»
Σχόλια