Του Παναγιωτη Ρουμελιωτη*
Όταν τον Μάιο του 2010 συμφωνήθηκε το πρώτο Μνημόνιο, είχαν υποεκτιμηθεί οι τραγικές του συνέπειες για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Το αρχικό σχέδιο της τρόικας, που αποδέχθηκε η τότε ελληνική κυβέρνηση, προέβλεπε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα μειωνόταν μόνο το 2010 και το 2011. Από το 2012 θα ξανάμπαινε σε θετική τροχιά, ενώ ήδη το 2013 το ονομαστικό ΑΕΠ θα ξανάβρισκε το επίπεδο του 2009. Το δημόσιο χρέος θα είχε μια αυξητική πορεία μέχρι το 2013 και στη συνέχεια θα περιοριζόταν σταδιακά για να φτάσει στο 120% του ΑΕΠ το 2020. Η ανεργία από 9,4% του ενεργού πληθυσμού το 2009 δεν θα ξεπερνούσε το 14,8% το 2012 και στη συνέχεια θα περιοριζόταν σταδιακά. Τέλος, η χώρα μας θα επανερχόταν στις αγορές και θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με χαμηλά επιτόκια από το 2012.
Δυστυχώς όμως για τη χώρα μας, οι αισιόδοξες αυτές προβλέψεις της τρόικας δεν επαληθεύτηκαν στην πορεία εκτέλεσης του σχεδίου της. Oι διορθωτικές ενέργειες της τρόικας, που έγιναν με μεγάλη καθυστέρηση, όπως αναγνώρισε σε πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ (Ιούνιος του 2013), δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τη δραματική συρρίκνωση της οικονομίας και τη «φτωχοποίηση» μεγάλου ποσοστού (31% με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat) του πληθυσμού. Οπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις της Standard & Poor’s (4/10/2013), μεταξύ 2008 και 2014 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας θα έχει μειωθεί κατά 31%, όσο περίπου και το ονομαστικό ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο. Η ανεργία τριπλασιάστηκε σε σχέση με το 2009 και θα φτάσει το 28% περίπου στα τέλη του 2013. Το δημόσιο χρέος, παρά τη σημαντική απομείωσή του το 2012, θα ξεπεράσει το 178% του ΑΕΠ το 2013, για να περιοριστεί σταδιακά στο 124% το 2020. Οσον αφορά τώρα τις επιτυχίες των Μνημονίων, και ιδιαίτερα την εντυπωσιακή πραγματικά, αλλά βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τη μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυτές ήταν αποτέλεσμα μιας σκληρής λιτότητας που έπληξε ιδιαίτερα τους μισθούς και τις συντάξεις και περιόρισε δραστικά την κατανάλωση και το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού γενικότερα. Η σοβαρή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος ήταν ακόμα πιο δραματική, επειδή η αδυναμία του κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή και να μειώσει τη σπατάλη και τις δαπάνες κατέστησε αναπόφευκτη την υπέρμετρη αύξηση των φόρων.
Ποιες είναι όμως οι προοπτικές; Οσον αφορά το δημόσιο χρέος, είναι προφανές σε όλους μας πλέον ότι δεν είναι βιώσιμο, τουλάχιστον με βάση τα κριτήρια του ΔΝΤ. Τι ακριβώς μπορεί να γίνει στο θέμα αυτό; Το υπ. Οικονομικών φαίνεται, με βάση σχετικά δημοσιεύματα, ότι προτείνει τη λύση της επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSM - ESM (133 δισ. ευρώ), με την έκδοση νέων ομολόγων από τον ΕΜΣ με σταθερή απόδοση (κουπόνι 1%) και ημερομηνία αποπληρωμής τους το 2065. Τα ομόλογα αυτά θα αντικαταστήσουν τα παλαιά. Η λύση αυτή θα οδηγούσε σε μία αποκλιμάκωση του χρέους από 178% του ΑΕΠ το 2013 σε 115% περίπου το 2020 και 87% περίπου το 2025. Επίσης, οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους μας θα μειώνονταν κατά 2-3 δισ. ευρώ ετησίως μεταξύ του 2014 και 2023 και στη συνέχεια κατά 6 δισ. ευρώ. Επιπλέον, οι τόκοι θα μειώνονταν από 2 με 6 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2025. Ετσι 4 με 9 δισ. ευρώ ετησίως θα ήταν δυνατόν να χρηματοδοτήσουν αναπτυξιακά έργα ή αστοχίες στην εκτέλεση του προγράμματος. Το ποσό αυτό θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και 12 δισ. ευρώ ετησίως μετά το 2025. Εναλλακτικά, η κυβέρνηση θα μπορούσε να διεκδικήσει μείωση των επιτοκίων των δανείων του EFSM - ESM κατά 50%. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να μειώσει το δημόσιο χρέος από 178% του ΑΕΠ το 2013 σε 106,8% το 2020, εφόσον βέβαια επανερχόταν η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και αυξάνονταν τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Αν τώρα μπορούσε να πείσει τους εταίρους μας να θεωρήσουν τα δάνεια από την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (25 δισ. ευρώ) ως απευθείας δάνεια στις τράπεζες από τον ESM, και όχι προς το ελληνικό Δημόσιο, τότε το χρέος θα περιοριζόταν ακόμα περισσότερο. Τέλος, αν η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών της Ε.Ε. συναινούσαν να μεταφέρουν τις λήξεις των ελληνικών ομολόγων των ετών 2014 και 2015, τότε η κατάσταση θα βελτιωνόταν ακόμα περισσότερο. Ο συνδυασμός των τριών αυτών τελευταίων εναλλακτικών λύσεων θα συνέβαλε στην απομείωση του χρέους από 178% του ΑΕΠ το 2013 σε 95% το 2020 και 77% το 2025.
Επίσης, οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους μας θα μειώνονταν κατά 4 με 8 δισ. ευρώ ετησίως και η επιβάρυνση από την πληρωμή τόκων κατά 4-5 δισ. ευρώ ετησίως από το 2016 μέχρι το 2025. Ετσι, 8 με 13 δισ. ευρώ ετησίως θα μπορούσαν να διατεθούν για αναπτυξιακούς σκοπούς. Για το 2014 και 2015 η μείωση των αναγκών για τη χρηματοδότηση του χρέους θα φτάσει τα 14 και 10 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Οι λύσεις αυτές δεν είναι ανέφικτες. Δεν πρόκειται να επιβαρύνουν τους φορολογούμενους των εταίρων μας. Η πιο καθαρή όμως λύση για τις αγορές θα ήταν ένα «κούρεμα» κατά 25% των δανείων του EFSM - ESM (133 δισ. ευρώ) και των διμερών δανείων που σύναψε η χώρα μας με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (53 δισ. ευρώ). Ετσι, το χρέος θα μειωνόταν άμεσα κατά 50 δισ. ευρώ ή στο 148% του ΑΕΠ περίπου το 2013 και στο 97,8% το 2020. Με τη λύση αυτή θα μπορούσε να αποκτήσει η Ελλάδα άμεση πρόσβαση στις αγορές για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της.
Μόνο με τους τρόπους αυτούς θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε πόρους ώστε να στηρίξουμε την ανάπτυξη. Ταυτόχρονα θα περιορίζαμε τους κινδύνους να μην επιτευχθούν οι πολύ φιλόδοξοι στόχοι που προβλέπονται στο υφιστάμενο Μνημόνιο σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα 4,0% του ΑΕΠ ετησίως και τους ρυθμούς ανάπτυξης 2,0% - 3,0% ετησίως μέχρι το 2025. Η Ελλάδα δικαιούται να στηριχθεί από τους εταίρους της. Εκανε πολλές θυσίες για να διορθώσει τα λάθη της. Πρέπει βέβαια να γίνουν πολλά ακόμα και να συνεχιστούν οι προσπάθειές της.
Αλλά ορισμένα προβλήματα προέκυψαν και από την κακή και αναποτελεσματική λειτουργία της Ευρωζώνης, για τα οποία η χώρα μας δεν ευθύνεται. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι το πρώτο Μνημόνιο ήταν εσφαλμένο (βλέπε άρθρο της Wall Street Journal, 8/10/2013). Περιείχε κακές προβλέψεις και λανθασμένους «πολλαπλασιαστές». Δεν πρόβλεψε σωστά τη βιωσιμότητα του χρέους. Καμία χώρα δεν έχει υποστεί, σε περίοδο ειρήνης, τέτοια αφαίμαξη του εισοδήματός της και εκτόξευση της ανεργίας της, με εξαίρεση τη Ρωσία, που κατά την περίοδο 1989-1998 έχασε 44% του ΑΕΠ της. Ολοι έχουν ευθύνη, τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι μας. Οι τελευταίοι έχουν όχι μόνο τη συνευθύνη αλλά και την ηθική υποχρέωση να επανορθώσουν τα λάθη τους με μια γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και την εκπόνηση ενός σοβαρού επενδυτικού προγράμματος που θα στηρίξει την αναπτυξιακή διαδικασία στη χώρα μας. Ηρθε η ώρα ενός ελληνικού Μνημονίου για την ανάπτυξη που θα δεσμεύσει την κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους ώστε να ανταποκριθεί η χώρα μας στις προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας.
* Ο κ. Παναγιώτης Ρουμελιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής για την Ελλάδα στο ΔΝΤ (πηγή)
Όταν τον Μάιο του 2010 συμφωνήθηκε το πρώτο Μνημόνιο, είχαν υποεκτιμηθεί οι τραγικές του συνέπειες για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Το αρχικό σχέδιο της τρόικας, που αποδέχθηκε η τότε ελληνική κυβέρνηση, προέβλεπε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα μειωνόταν μόνο το 2010 και το 2011. Από το 2012 θα ξανάμπαινε σε θετική τροχιά, ενώ ήδη το 2013 το ονομαστικό ΑΕΠ θα ξανάβρισκε το επίπεδο του 2009. Το δημόσιο χρέος θα είχε μια αυξητική πορεία μέχρι το 2013 και στη συνέχεια θα περιοριζόταν σταδιακά για να φτάσει στο 120% του ΑΕΠ το 2020. Η ανεργία από 9,4% του ενεργού πληθυσμού το 2009 δεν θα ξεπερνούσε το 14,8% το 2012 και στη συνέχεια θα περιοριζόταν σταδιακά. Τέλος, η χώρα μας θα επανερχόταν στις αγορές και θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με χαμηλά επιτόκια από το 2012.
Δυστυχώς όμως για τη χώρα μας, οι αισιόδοξες αυτές προβλέψεις της τρόικας δεν επαληθεύτηκαν στην πορεία εκτέλεσης του σχεδίου της. Oι διορθωτικές ενέργειες της τρόικας, που έγιναν με μεγάλη καθυστέρηση, όπως αναγνώρισε σε πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ (Ιούνιος του 2013), δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τη δραματική συρρίκνωση της οικονομίας και τη «φτωχοποίηση» μεγάλου ποσοστού (31% με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat) του πληθυσμού. Οπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις της Standard & Poor’s (4/10/2013), μεταξύ 2008 και 2014 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας θα έχει μειωθεί κατά 31%, όσο περίπου και το ονομαστικό ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο. Η ανεργία τριπλασιάστηκε σε σχέση με το 2009 και θα φτάσει το 28% περίπου στα τέλη του 2013. Το δημόσιο χρέος, παρά τη σημαντική απομείωσή του το 2012, θα ξεπεράσει το 178% του ΑΕΠ το 2013, για να περιοριστεί σταδιακά στο 124% το 2020. Οσον αφορά τώρα τις επιτυχίες των Μνημονίων, και ιδιαίτερα την εντυπωσιακή πραγματικά, αλλά βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τη μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυτές ήταν αποτέλεσμα μιας σκληρής λιτότητας που έπληξε ιδιαίτερα τους μισθούς και τις συντάξεις και περιόρισε δραστικά την κατανάλωση και το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού γενικότερα. Η σοβαρή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος ήταν ακόμα πιο δραματική, επειδή η αδυναμία του κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή και να μειώσει τη σπατάλη και τις δαπάνες κατέστησε αναπόφευκτη την υπέρμετρη αύξηση των φόρων.
Ποιες είναι όμως οι προοπτικές; Οσον αφορά το δημόσιο χρέος, είναι προφανές σε όλους μας πλέον ότι δεν είναι βιώσιμο, τουλάχιστον με βάση τα κριτήρια του ΔΝΤ. Τι ακριβώς μπορεί να γίνει στο θέμα αυτό; Το υπ. Οικονομικών φαίνεται, με βάση σχετικά δημοσιεύματα, ότι προτείνει τη λύση της επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSM - ESM (133 δισ. ευρώ), με την έκδοση νέων ομολόγων από τον ΕΜΣ με σταθερή απόδοση (κουπόνι 1%) και ημερομηνία αποπληρωμής τους το 2065. Τα ομόλογα αυτά θα αντικαταστήσουν τα παλαιά. Η λύση αυτή θα οδηγούσε σε μία αποκλιμάκωση του χρέους από 178% του ΑΕΠ το 2013 σε 115% περίπου το 2020 και 87% περίπου το 2025. Επίσης, οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους μας θα μειώνονταν κατά 2-3 δισ. ευρώ ετησίως μεταξύ του 2014 και 2023 και στη συνέχεια κατά 6 δισ. ευρώ. Επιπλέον, οι τόκοι θα μειώνονταν από 2 με 6 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2025. Ετσι 4 με 9 δισ. ευρώ ετησίως θα ήταν δυνατόν να χρηματοδοτήσουν αναπτυξιακά έργα ή αστοχίες στην εκτέλεση του προγράμματος. Το ποσό αυτό θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και 12 δισ. ευρώ ετησίως μετά το 2025. Εναλλακτικά, η κυβέρνηση θα μπορούσε να διεκδικήσει μείωση των επιτοκίων των δανείων του EFSM - ESM κατά 50%. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να μειώσει το δημόσιο χρέος από 178% του ΑΕΠ το 2013 σε 106,8% το 2020, εφόσον βέβαια επανερχόταν η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και αυξάνονταν τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Αν τώρα μπορούσε να πείσει τους εταίρους μας να θεωρήσουν τα δάνεια από την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (25 δισ. ευρώ) ως απευθείας δάνεια στις τράπεζες από τον ESM, και όχι προς το ελληνικό Δημόσιο, τότε το χρέος θα περιοριζόταν ακόμα περισσότερο. Τέλος, αν η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών της Ε.Ε. συναινούσαν να μεταφέρουν τις λήξεις των ελληνικών ομολόγων των ετών 2014 και 2015, τότε η κατάσταση θα βελτιωνόταν ακόμα περισσότερο. Ο συνδυασμός των τριών αυτών τελευταίων εναλλακτικών λύσεων θα συνέβαλε στην απομείωση του χρέους από 178% του ΑΕΠ το 2013 σε 95% το 2020 και 77% το 2025.
Επίσης, οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους μας θα μειώνονταν κατά 4 με 8 δισ. ευρώ ετησίως και η επιβάρυνση από την πληρωμή τόκων κατά 4-5 δισ. ευρώ ετησίως από το 2016 μέχρι το 2025. Ετσι, 8 με 13 δισ. ευρώ ετησίως θα μπορούσαν να διατεθούν για αναπτυξιακούς σκοπούς. Για το 2014 και 2015 η μείωση των αναγκών για τη χρηματοδότηση του χρέους θα φτάσει τα 14 και 10 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Οι λύσεις αυτές δεν είναι ανέφικτες. Δεν πρόκειται να επιβαρύνουν τους φορολογούμενους των εταίρων μας. Η πιο καθαρή όμως λύση για τις αγορές θα ήταν ένα «κούρεμα» κατά 25% των δανείων του EFSM - ESM (133 δισ. ευρώ) και των διμερών δανείων που σύναψε η χώρα μας με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (53 δισ. ευρώ). Ετσι, το χρέος θα μειωνόταν άμεσα κατά 50 δισ. ευρώ ή στο 148% του ΑΕΠ περίπου το 2013 και στο 97,8% το 2020. Με τη λύση αυτή θα μπορούσε να αποκτήσει η Ελλάδα άμεση πρόσβαση στις αγορές για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της.
Μόνο με τους τρόπους αυτούς θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε πόρους ώστε να στηρίξουμε την ανάπτυξη. Ταυτόχρονα θα περιορίζαμε τους κινδύνους να μην επιτευχθούν οι πολύ φιλόδοξοι στόχοι που προβλέπονται στο υφιστάμενο Μνημόνιο σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα 4,0% του ΑΕΠ ετησίως και τους ρυθμούς ανάπτυξης 2,0% - 3,0% ετησίως μέχρι το 2025. Η Ελλάδα δικαιούται να στηριχθεί από τους εταίρους της. Εκανε πολλές θυσίες για να διορθώσει τα λάθη της. Πρέπει βέβαια να γίνουν πολλά ακόμα και να συνεχιστούν οι προσπάθειές της.
Αλλά ορισμένα προβλήματα προέκυψαν και από την κακή και αναποτελεσματική λειτουργία της Ευρωζώνης, για τα οποία η χώρα μας δεν ευθύνεται. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι το πρώτο Μνημόνιο ήταν εσφαλμένο (βλέπε άρθρο της Wall Street Journal, 8/10/2013). Περιείχε κακές προβλέψεις και λανθασμένους «πολλαπλασιαστές». Δεν πρόβλεψε σωστά τη βιωσιμότητα του χρέους. Καμία χώρα δεν έχει υποστεί, σε περίοδο ειρήνης, τέτοια αφαίμαξη του εισοδήματός της και εκτόξευση της ανεργίας της, με εξαίρεση τη Ρωσία, που κατά την περίοδο 1989-1998 έχασε 44% του ΑΕΠ της. Ολοι έχουν ευθύνη, τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι μας. Οι τελευταίοι έχουν όχι μόνο τη συνευθύνη αλλά και την ηθική υποχρέωση να επανορθώσουν τα λάθη τους με μια γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και την εκπόνηση ενός σοβαρού επενδυτικού προγράμματος που θα στηρίξει την αναπτυξιακή διαδικασία στη χώρα μας. Ηρθε η ώρα ενός ελληνικού Μνημονίου για την ανάπτυξη που θα δεσμεύσει την κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους ώστε να ανταποκριθεί η χώρα μας στις προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας.
* Ο κ. Παναγιώτης Ρουμελιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής για την Ελλάδα στο ΔΝΤ (πηγή)
Σχόλια