Λογιστικά κόλπα εναντίον της πραγματικής οικονομίας

του Σταύρου Χριστακόπουλου
Πολύ συχνά όσοι αμφισβητούν τη ρητορεία Σαμαρά και Στουρνάρα για το πρωτογενές πλεόνασμα και την «κεφαλαιώδη» σημασία του κατακεραυνώνονται σαν αρνητές και θιασώτες της καταστροφής. Το βλακώδες αυτής της επιχειρηματολογίας είναι καταφανές και αυταπόδεικτο, ειδικά αν αναλυθούν οι μέθοδοι με τις οποίες επιχειρείται να επιτευχθεί αυτό πλεόνασμα.
Η λογιστική «μαγειρική», η οποία προσθαφαιρεί ό,τι... τους καπνίσει στο υπουργείο Οικονομικών, είναι το λιγότερο, αφού είναι πια προφανές ότι οι μέθοδοί τους κινούνται στη σφαίρα της ωραιοποίησης, αν όχι της εξαπάτησης.
Όμως αυτές οι ενστάσεις – σύμφωνα με την κυβέρνηση πάντα – είναι υποβολιμαίες και εξυπηρετούν την καταστροφολογία. Προέρχονται δε πάντα από τον «εθνικά ανεύθυνο» ΣΥΡΙΖΑ,...
ο οποίος «επενδύει πολιτικά στην καταστροφή της χώρας, ώστε να αναδειχθεί ως σωτήρας μέσα από τα ερείπια».
Είναι όμως ο ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα ή η ίδια η οικονομία και το διακύβευμα αν θα μείνει ζωντανή; Είναι η αμφισβήτηση των υπουργικών μπακαλοτέφτερων το πρόβλημα ή ότι το μέλλον της χώρας για πολλές δεκαετίες παίζεται κυριολεκτικά μέσα σε ελάχιστα χρόνια;
Ας δούμε σήμερα τι λέει ένας παράγοντας του οικονομικού βίου, ο οποίος παραδοσιακά κινείται στον αντίποδα της «εθνικής ανευθυνότητας» και της καταστροφολογίας». Ένας παράγοντας μάλιστα ο οποίος συχνά βρέθηκε, ιδιαίτερα στην αρχή της μνημονιακής εποχής, όχι μόνο σε ρόλο υπερασπιστή των μνημονίων, αλλά και σε θέση υποβολέα, ο οποίος απαίτησε και πέτυχε πολλών από τα μέτρα μείωσης εισοδημάτων και κατάργησης εργασιακών δικαιωμάτων και συνέβαλε στη βύθιση της χώρας στην ύφεση.
Πρόκειται για τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, ο οποίος χθες με ανακοίνωσή του – χωρίς να αμφισβητεί τη χρησιμότητα της επίτευξης του «πρωτογενούς πλεονάσματος» – αναρωτιέται αν μέσα στο 2014 «θα παραμείνουμε παγιδευμένοι στον φαύλο κύκλο μιας ύφεσης, που ούτε η κοινωνία ούτε η οικονομία μας αντέχουν πια, ή αν θα δούμε μία έστω δειλή αντιστροφή της κρίσης».
Η σκληρή πραγματικότητα
Πριν πάμε στις επισημάνσεις του ΣΕΒ, ας ξεκαθαρίσουμε ότι, προφανώς, πρόκειται για μια κλαδική προσέγγιση, με στόχο οι βιομηχανίες να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους, να προστατεύσουν και να διευρύνουν τα κέρδη τους, ίσως ακόμη και εις βάρος των εργαζομένων τους. Όμως τα δεδομένα που καταγράφονται στην ανακοίνωση είναι πραγματικά. Επιπλέον:
1. Πραγματική είναι η εγκατάλειψη και η ταχεία καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας σε κάθε επίπεδο και ο προσανατολισμός της οικονομίας – εδώ και χρόνια, αλλά πλέον όλο και ταχύτερα – στη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα παροχής υπηρεσιών.
2. Πραγματική είναι η διαρκής απομείωση – έως εγκατάλειψη και διάλυση – των δημόσιων επενδύσεων, της έρευνας και της παιδείας, των αναπτυξιακών ατμομηχανών σε όλο τον πλανήτη, προς χάριν της λογιστικής επίτευξης του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ακόμη και τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την αντιμετώπιση της ανεργίας μετατρέπονται σε επιδόματα βραχείας διάρκειας προς τους ανέργους.
3. Ορθή είναι η διαπίστωση ότι ο προσανατολισμός προς τη μετατροπή μιας οικονομίας σε εξαγωγό εις βάρος της εσωτερικής ζήτησης και των επενδύσεων στην εσωτερική αγορά αποτελεί στρέβλωση, η οποία σήμερα φτάνει να απειλεί το μοντέλο αυτό ακόμη και στη Γερμανία. (Δείτε επ’ αυτού και σχετική ανάλυση του Adam Posen στους Financial Times, όπως αναδημοσιεύεται στην ελληνική ιστοσελίδα Euro2day).
Αυτό το μοντέλο προπαγανδίζουν στην Ελλάδα οι «γερμανόφρονες» υποστηρικτές του Στουρνάρα, οι οποίοι ομνύουν στην πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης εις βάρος της παραγωγικής ανασυγκρότησης και υπέρ της μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα παροχής υπηρεσιών.
4. Ορθή είναι η διαπίστωση ότι «το λογιστικό πρωτογενές πλεόνασμα έχει κυρίως συμβολική σημασία. Δεν προσελκύει ξένες επενδύσεις. Δεν αποτελεί κίνητρο για τους εγχώριους επενδυτές. Δεν ενθαρρύνει την κατανάλωση. Δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας. Δεν φέρνει την ανάπτυξη».
5. Ορθή είναι η διαπίστωση ότι «λησμονήσαμε στην πράξη τον στόχο της ανάπτυξης: με ποια δομικά υλικά, με ποιες προϋποθέσεις, με ποιες επιλογές και πολιτικές μπορούμε να τη διεκδικήσουμε».
6. Ορθή είναι η διαπίστωση ότι «ο τόπος μπορεί να ξαναμπεί σε αναπτυξιακή τροχιά μόνο αν στηρίξουμε και στηριχτούμε στην πραγματική οικονομία, στην πραγματική παραγωγική βάση της χώρας», ανεξάρτητα από τους τρόπους με τους οποίους ο ΣΕΒ διεκδικεί να γίνει αυτό.
7. Ορθή είναι η διαπίστωση ότι «η αποβιομηχάνιση δεν είναι ούτε πραγματικότητα ούτε νομοτέλεια, όπως συστηματικά παρουσιάζεται».
Εν τέλει, αν αφαιρέσουμε τα «κλαδικά» χαρακτηριστικά της ανακοίνωσης του ΣΕΒ, αυτό που μένει είναι η δική μας επί χρόνια διαπίστωση ότι αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες μνημονιακές, αλλά και πολλές ακόμη προηγούμενες – σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης – λειτούργησαν καταστροφικά για την παραγωγική βάση της Ελλάδας και μετέτρεψαν όχι μόνο τη χώρα σε πάροχο υπηρεσιών και παρασιτικό καταναλωτή δανείων, αλλά και τους Έλληνες από παραγωγούς σε «γκαρσόνια» και καταναλωτές υπηρεσιών.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι εκείνοι που μετέτρεψαν την ελληνική κοινωνία σε καταναλωτή προϊόντων που παράγονται αλλού.
Μετέτρεψαν ακόμη και τους γεωργούς από ανθρώπους του μόχθου και παραγωγούς δεμένους με τη γη τους σε εισπράκτορες επιδοτήσεων και αφεντικά μεταναστών σε καθεστώς δουλείας, από συνεταιριστές και τροφοδότες της μεταποιητικής βιομηχανίας σε μεμονωμένους «επαγγελματίες» που αναζητούν, χωρίς σχεδιασμό και κρατική στήριξη, όπως παντού στον κόσμο, εξωτικές «πρωτοτυπίες» με αποκλειστικά εξαγωγικό προσανατολισμό, την ώρα που το διατροφικό ισοζύγιο της χώρας είναι... θεαματικά ελλειμματικό.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι ίδιοι που επί Σημίτη, του σημερινού «τιμητή» των πάντων και ενδεχομένως προαλειφόμενου να αποτελέσει στο μέλλον «κυβερνητική λύση» (!), χρησιμοποίησαν λογιστικές απάτες προκειμένου η Ελλάδα να μπει απαράσκευη και «γυμνή» στο ευρώ, με αποτελέσματα τα οποία βιώνουμε σήμερα με τρομακτικά οδυνηρό τρόπο.
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα υπουργός Οικονομικών είναι ένας άνθρωπος από τον κύκλο εκείνων των στελεχών που συνέβαλαν σε αυτόν τον καταστροφικό προσανατολισμό της Ελλάδας. Προς αυτόν, σήμερα, στρέφει τα βέλη του ακόμη και ο επίσημος φορέας της ελληνικής βιομηχανίας.
Η ανακοίνωση του ΣΕΒ
Ας δούμε λοιπόν την άποψη του ΣΕΒ, της οποίας το ενδιαφέρον είναι αυτοτελές, όσες ενστάσεις και αν διατυπώσουμε για τον ρόλο του εν λόγω φορέα (οι επισημάνσεις δικές μας):
«Η επικοινωνιακή επικέντρωση στον στόχο της επίτευξης πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος είναι σε μεγάλο βαθμό αποπροσανατολιστική. Διευκολύνει ασφαλώς τους εταίρους μας, ιδιαίτερα τη Γερμανία, ώστε να αναγνωρίσουν τις αντικειμενικές ανάγκες της προσπάθειας που καταβάλλει η Ελλάδα και να συνεχίσουν να τη στηρίζουν. Αλλά, ένα λογιστικό πρωτογενές πλεόνασμα έχει κυρίως συμβολική σημασία.
● Δεν προσελκύει ξένες επενδύσεις.
● Δεν αποτελεί κίνητρο για τους εγχώριους επενδυτές.
● Δεν ενθαρρύνει την κατανάλωση.
● Δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας.
● Δεν φέρνει την ανάπτυξη.
Δίνοντας τη λογιστική μάχη του ελλείμματος, λησμονήσαμε στην πράξη τον στόχο της ανάπτυξης: με ποια δομικά υλικά, με ποιες προϋποθέσεις, με ποιες επιλογές και πολιτικές μπορούμε να τη διεκδικήσουμε.
Ο τόπος μπορεί να ξαναμπεί σε αναπτυξιακή τροχιά μόνο αν στηρίξουμε και στηριχτούμε στην πραγματική οικονομία, στην πραγματική παραγωγική βάση της χώρας. Και αιχμή του δόρατος αυτής της παραγωγικής βάσης είναι η εν πολλοίς υποτιμημένη και συκοφαντημένη ελληνική βιομηχανία.
Ακούμε συστηματικά από επίσημα χείλη να πλέκεται το πληθωρικό εγκώμιο κλάδων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, που παρουσιάζονται ως εθνικοί πρωταθλητές. Σε αντιδιαστολή, έχουμε παθητικά αποδεχτεί τη δήθεν αποβιομηχάνιση της χώρας. Η στοιχειοθετημένη αλήθεια, όμως, είναι άλλη. Ενδεικτικά:
● Η βιομηχανία συμβάλλει στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην οικονομία κατά 15,5% (28,4 δισ. ευρώ) – περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο.
● Η βιομηχανία απασχολεί το 16,6% όλων των εργαζομένων (739.000 εργαζόμενοι), προσφέροντας σταθερή δουλειά με πλήρη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών όλο τον χρόνο.
● Η βιομηχανία καταβάλλει το 17,1% των συνολικών αποδοχών όλων των εργαζομένων (12,4 δισ. ευρώ) και αντίστοιχα συνεισφέρει στα ασφαλιστικά ταμεία.
● Οι μεγαλύτερες μεταποιητικές επιχειρήσεις καταβάλλουν έως και διπλάσιο μισθό από τις μικρές επιχειρήσεις και έως και 50% ψηλότερους μισθούς από τον μέσο μικτό μισθό που καταβάλλεται σε ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
● Οι κερδοφόρες επιχειρήσεις (Α.Ε. και ΕΠΕ) της βιομηχανίας (μαζί με τις κατασκευές) κάλυψαν το 2011 το 35% των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου, καταβάλλοντας τον αντίστοιχο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.
● Οι επιχειρήσεις της βιομηχανίας συνεισφέρουν με άνω του 22% στα έσοδα του ΙΚΑ.
● Οι επιχειρήσεις Α.Ε. και ΕΠΕ της βιομηχανίας συνεισφέρουν με 40% στον κύκλο εργασιών όλων των Α.Ε. και ΕΠΕ, και αντίστοιχα στην πραγματική καταβολή ΦΠΑ.
● Οι εξαγωγές προϊόντων (άνω των 27,7 δισ. ευρώ το 2012 κατά ΕΛΣΤΑΤ και 21,3 κατά ΤτΕ) ανέρχονται σε αξία όσο τα συνολικά έσοδα από εισπράξεις υπηρεσιών (κυρίως τουρισμό και την ναυτιλία, 24,5 δισ. ευρώ κατά ΕΛΣΤΑΤ και 23,3 κατά ΤτΕ).
● Η συντριπτική πλειοψηφία των εξαγωγών, ακόμα και γεωργικών προϊόντων και πρώτων υλών, αφορά προϊόντα με κάποιο ποσοστό μεταποίησης.
Η βιομηχανία είναι ο πραγματικός πρωταθλητής της εθνικής μας οικονομίας – μολονότι αντιμετωπίζει σε μόνιμη βάση μία μεροληπτική διαιτησία. Η βιομηχανία είναι απαραίτητη για να αξιοποιήσει πλήρως η χώρα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στον τουρισμό, τη ναυτιλία και την αγροτική παραγωγή. Μοχθούμε, επενδύουμε, παράγουμε και προσφέρουμε στην οικονομία και την κοινωνία μας, ακόμη και μέσα στα πέτρινα χρόνια της κρίσης, κάτω από συνθήκες αντίξοες – για να μην πούμε εχθρικές.
Τις συνθήκες αυτές περιγράφει και το World Economic Forum (WEF) στην τελευταία έκθεσή του για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, όπου χάρη στις μετρημένες μεταρρυθμίσεις η ανταγωνιστικότητα συνολικά της ελληνικής οικονομίας βελτιώθηκε οριακά στη διεθνή κατάταξη, από την 96η στην 91η θέση.
Η έκθεση αφήνει, όμως, μετεξεταστέα την Ελλάδα στους πιο κρίσιμους τομείς – καταγράφοντας την ανεπάρκεια της γραφειοκρατίας / δημόσιας διοίκησης, τη δύσκολη πρόσβαση σε πιστώσεις, το επαχθές φορολογικό σύστημα και τους συνεχείς πολιτικούς πειραματισμούς. Καταγράφει, με άλλα λόγια, το κακοτράχαλο έδαφος στο οποίο αγωνίζεται να σταθεί η ελληνική βιομηχανία.
Η αποβιομηχάνιση δεν είναι ούτε πραγματικότητα ούτε νομοτέλεια, όπως συστηματικά παρουσιάζεται. Είναι θέμα επιλογής, είναι θέμα πολιτικής. Έχουμε αλήθεια συμβιβαστεί με την ιδέα μιας Ελλάδας χωρίς σύγχρονη βιομηχανική βάση; Ή μήπως είναι η ώρα να αναθεωρήσει η κυβέρνηση την άποψή της για τη δυναμική, τις προτεραιότητες και το μέλλον της εθνικής μας οικονομίας, χαράσσοντας μια επιθετική πολιτική στήριξης της βιομηχανίας μας;».

Σχόλια