Είναι 12 Νοέμβρη του 1999 και ο Λευκός Οίκος των Ηνωμένων Πολιτειών γιορτάζει. Μαζί του πανηγυρίζουν χιλιάδες επενδυτές και τραπεζίτες στην Αμερική, αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι η μέρα που υπογράφεται ο νόμος για την… “Μοντερνοποίηση του Οικονομικών Υπηρεσιών”, ή αλλιώς Gramm-Leach-Bliley Act.
Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Δημοκρατικός Μπιλ Κλίντον, ο τελευταίος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που βομβάρδισε ευρωπαϊκό έδαφος. Από τον Μάρτιο του 1999 όλα τα μέσα ενημέρωσης του πλανήτη στρέφονται στην Σερβία, το Μαυροβούνιο και το Κόσοβο, για τον πόλεμο των 77 ημερών που, όπως ανακοίνωσαν ο Μπιλ Κλίντον και ο Τόνι Μπλερ, αποτέλεσε έναν “ανθρωπιστικό πόλεμο για την προστασία αμάχων από την εθνοκάθαρση του Σέρβου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς”.
Την ίδια στιγμή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, σχηματιζόταν ένας κολοσσός τερατωδών διαστάσεων. Ήταν Οκτώβριος του 1998 και λίγο πριν τα ΝΑΤΟϊκά αεροσκάφη σφυροκοπήσουν το Βελιγράδι και δεκάδες ακόμη πόλεις και χωριά, σχηματιζόταν το… “too big to fail” μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Citigroup.
Η εμπορική τράπεζα Citicorp ανακοινώνει τη συγχώνευση της με την ασφαλιστική κοινοπραξία Travelers Group και το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: Να ακυρώσει μία από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις στην ιστορία της αμερικανικής οικονομίας ή να κάνει τα στραβά μάτια.
Alan Greenspan |
10 χρόνια πριν, το 1998, ο Άλαν Γκρίνσπαν από τη θέση του προέδρου της FED λαμβάνει μία απόφαση που θα σημαδέψει την παγκόσμια οικονομία για την επόμενη δεκαπενταετία: την προσωρινή παύση του νόμου Glass – Steagall, για την διευκόλυνση της δημιουργίας του τραπεζικού κολοσσού της Citigroup.
Πίσω στο μακρινό 1932 οι ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης, βρίσκονται υπό την απειλή της ολοκληρωτικής διάλυσης. Η οικονομική κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία έχει βυθίσει την Ευρώπη στη σκιά του φασισμού και του ναζισμού, την ώρα που η Αμερική βιώνει ένα πρωτοφανές και άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτικό κραχ. Η ανεργία ξεπερνά κάθε φαντασία και η κατάσταση μοιάζει μη αναστρέψιμη.
Είχαν ήδη συμπληρωθεί τρία χρόνια από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Wall Street. Ένα κενό αναπτυξιακό ράλι 9 συνεχόμενων ετών σταμάτησε στις 24 Οκτώβρη του 1929. Ήταν η “Μαύρη Πέμπτη” της αμερικανικής οικονομίας, όταν μέσα σε μία μόλις μέρα εξαφανίστηκε το 11% της συνολικής αξίας των μετοχών. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση του βρετανικού χρηματιστηρίου, υπό το βάρος συγκλονιστικών αποκαλύψεων διαφθοράς στις τάξεις μερικών από τους μεγαλύτερους επενδυτές της εποχής.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αμερικανική αγορά χάθηκε. Όλα τα χρηματιστήρια της Δύσης βλέπουν τις αξίες των μετοχών να εξαφανίζονται και την πραγματική τους οικονομία να μετατρέπεται σε άχρηστα χαρτιά.
John MacCain και Phil Gramm
Το χάος των τριών χρόνων της κρίσης, έρχονται να καλύψουν δύο νομοσχέδια σχεδιασμένα από τους Δημοκρατικούς Carter Glass και Henry Steagall. Το Τραπεζικό νομοσχέδιο του 1932 επιτρέπει στην Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα την άμεση έκδοση χρήματος με εγγυητή το αμερικανικό κράτος και τα αποθέματα χρυσού του, αλλά και τον άμεσο δανεισμό έως και 5 εκατομμυρίων δολαρίων των συστημικών ή μικρότερων τραπεζών, κάτω από σχετικά ευνοϊκές συνθήκες.
Επειδή, όμως, το χρηματιστηριακό τζογάρισμα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα έδωσε στην αμερικανική ηγεσία ένα πολύ καλό μάθημα διαχείρισης ακραίων καταστάσεων οικονομικής κρίσης, ο νομοθέτης παίρνει μία ακόμη πολύ σημαντική απόφαση. Να διαχωρίσει τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες. Καμία εμπορική τράπεζα δεν θα έχει πλέον το δικαίωμα να κερδοσκοπεί με τα λεφτά των καταθετών της.
Ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ υπογράφει τον τραπεζικό νόμο . Δεξιά και αριστερά του στέκονται οι Carter Glass και Henry Steagall |
Είναι η αρχή του λεγόμενου New Deal, της απόφασης του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, να προχωρήσει σε τεράστιες κρατικές επενδύσεις μετατρέποντας την, μέχρι τότε, ασταθή αμερικανική οικονομία, σε παγκόσμιο κυρίαρχο.
Κάποιοι λένε ότι νόμος Glass – Steagall κέρδισε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Αμερικανοί οικονομικοί παράγοντες και τραπεζίτες βλέπουν να γεννιέται μπροστά τους ένα καινούριο αμερικανικό θαύμα ανίκανοι να απλώσουν τα χέρια τους μέχρι εκεί που επιθυμούν.
Το 1956 ο Τραπεζικός νόμος του 1932, σκληραίνει κι άλλο. Οι περιορισμοί επεκτείνονται και οι εταιρίες που έχουν στην κατοχή τους πάνω από δύο τράπεζες, απαγορεύεται να προχωρούν σε οποιασδήποτε άλλης φύσης επιχειρηματικές κινήσεις, ενώ τους απαγορεύεται επίσης η δυνατότητα να εξαγοράσουν τράπεζες σε άλλες πολιτείες.
Οι τραπεζίτες αλλά και οι λομπίστες του επενδυτικού κόσμου ψάχνουν τρόπους για να κερδοσκοπήσουν. Ασκούν συνεχόμενες πιέσεις και καταφέρνουν να εξασφαλίσουν στα μέσα στη δεκαετία του 1960, τη δυνατότητα τραπεζικής συναλλαγής ομολόγων των δήμων της χώρας, ενώ τη δεκαετία του 1970 τα επενδυτικά κεφάλαια ρίχνουν για πρώτη φορά στην αγορά λογαριασμούς όψεως προσφέροντας αυξανόμενα, αλλά κυμαινόμενα, επιτόκια, έκδοση επιταγών αλλά και χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες.
Τον Δεκέμβριο του 1986 το συμβούλιο της FED “επανερμηνεύει” το άρθρο 20 του νόμου Glass – Steagall περί… “απαγόρευσης κάθε τράπεζας μέλους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, είτε πρόκειται για πολιτειακή είτε για εθνική τράπεζα, από το να συνδέεται με μια εταιρία που “ασχολείται κατά κύριο λόγο” με την έκδοση, διακίνηση, εγγύηση, δημόσια πώληση ή διανομή τίτλων”.
Η FED επιτρέπει, πλέον, στις τράπεζες να κατέχουν ένα 5% ακαθάριστων εσόδων από επενδυτικές συναλλαγές. Το πρώτο ρήγμα ενός τόσο εύθραυστου νόμου επετεύχθη 50 χρόνια μετά την ψήφισή του. Κλειδί στην αλλαγή του νόμου ήταν οι λέξεις “ασχολείται κατά κύριο λόγο” του άρθρου 20, οι οποίες θεωρήθηκε πως επιτρέπουν μικρές επενδυτικές συναλλαγές των εμπορικών τραπεζών, εφόσον αυτές δεν επηρεάζουν τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα τους.
Το μικρό αυτό ρήγμα άνοιξε την όρεξη στους πανίσχυρους, αλλά δίχως τα απαραίτητα εργαλεία, τραπεζίτες. Την άνοιξη του 1987, λίγους μόλις μήνες μετά την πρώτη αλλαγή του νομοσχεδίου, το διοικητικό συμβούλιο της FED με ψήφους 3 υπέρ και 2 κατά, αποφασίζει την ελαστικοποίηση των περιορισμών του Glass – Steagall.
Παρά την άρνηση του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Πολ Βόλκερ, το συμβούλιο αποδέχεται τις εισηγήσεις των Citicorp, JP Morgan και Bankers Trust να επιτραπεί στις εμπορικές τράπεζες να διαχειρίζονται ασφάλιστρα, εμπορικά χρεόγραφα, ομολογιακά δημοτικά κεφάλαια και ενυπόθηκους τίτλους.
Για τον τότε αντιπρόεδρο της Citicorp, τρία βασικά πράγματα είχαν αλλάξει από το μακρινό 1933: η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι άψογα καταρτισμένοι επενδυτές και οι… “εξαιρετικά μελετημένοι οίκοι αξιολόγησης”.
Οι ορέξεις των Αμερικανών τραπεζιτών δεν έχουν όρια. Το πουλόβερ που άρχισε να ξηλώνεται από το 1986 τούς έδειξε το δρόμο, και οι συγκυρίες είναι τέτοιες, που κάθε τους αίτημα στην όλο και περισσότερο ελεγχόμενη FED, γίνεται πανηγυρικά αποδεκτό.
Τον Μάρτιο του 1987 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ εγκρίνει το αίτημα της Chase Manhattan για εμπλοκή της στη διαχείριση ασφαλίστρων, βασιζόμενη στην ίδια ακριβώς απόφαση που ελήφθη για λογαριασμό της Bankers Trusts.
Παρά το γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο της FED κρατά μία τυπικά ανήσυχη στάση απέναντι στην παραβίαση του κανονισμού για απαγόρευση της εμπλοκής εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων με επενδυτικές, στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τη φράση του άρθρου 20 του νόμου Glass – Steagall, περί “απασχόλησης κατά κύριο λόγο”, ανοίγοντας το παράθυρο σε τραπεζικές επενδύσεις που εμπεριέχουν επενδυτικό ρίσκο.
Τα αίματα βράζουν, και οι δύο διαφορετικές κουλτούρες, μία του επενδυτικού ρίσκου και μία του αθώου τραπεζικού δανεισμού και προστασίας των καταθέσεων, πάνε περίπατο.
1987. Ο Ronald Reagan παρουσιάζει τον νέο πρόεδρο της Fed, Alan Greenspan (αριστερά) |
Τον Αύγουστο του 1987 ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην διευθυντής της JP Morgan και υπέρμαχος της τραπεζικής απελευθέρωσης, διορίζεται πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ υπό την διακυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ο Άλαν Γκρίνσπαν θα διατηρήσει τη θέση του μέχρι το 2008, ενώ πρώτη και μεγαλύτερη προτεραιότητα του είναι ο ανταγωνισμός των αμερικανικών τραπεζών με τα ξένα τραπεζικά ιδρύματα.
Η αμερικανική κυβέρνηση ψάχνει τρόπο να απεμπλακεί από τον δεσμευτικό νόμο Glass – Steagall. Τον Ιανουάριο του 1989 το διοικητικό συμβούλιο της FED εγκρίνει ένα ακόμη αίτημα των JP Morgan, Chase Manhattan, Bankers Trust και Citicorp για περαιτέρω άνοιγμα των περιορισμών, συμπεριλαμβάνοντας στις δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών τους συμμετοχικούς και χρεωστικούς τίτλους στις ήδη υπάρχουσες υπηρεσίες δημοτικών και εμπορικών χρεογράφων.
Όποτε η βουλή και το Κογκρέσο βάζουν τρικλοποδιά στα σχέδια τους, οι μεγάλες συστημικές τράπεζες και η FED αποφασίζουν από μόνες τους.
Έτσι λοιπόν, το 1990, η JP Morgan, “αγαπημένη” τράπεζα του πρώην διευθυντή της και νυν προέδρου της FED Άλαν Γκρίνσπαν, γίνεται η πρώτη αμερικανική εμπορική τράπεζα που διαχειρίζεται εγγυητικούς τίτλους, με προϋπόθεση αυτοί να μην ξεπερνούν το 10% των ακαθάριστων εσόδων της.
Ένα απαρχαιωμένο νομοσχέδιο του 1933 στέκεται εμπόδιο μπροστά στην οριστική εξάπλωση των τραπεζών σε κάθε πιθανό κερδοσκοπικό τομέα. Την ώρα που οι τράπεζες λαμβάνουν από την FED τη μία αδειοδότηση μετά την άλλη, η γερουσία παίζει το δικό της παιχνίδι.
Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, η αμερικανική γερουσία προσπάθησε να καταργήσει το νόμο Glass – Steagall τέσσερις φορές. Το 1984 και το 1988, επί διακυβέρνησης Ρόναλντ Ρέιγκαν, προωθεί σχέδια νόμου για την άρση κάθε περιορισμού στις τραπεζικές κινήσεις, αλλά και τις δύο φορές η Βουλή τις απορρίπτει. Επόμενη προσπάθεια έγινε το 1991 υπό την διακυβέρνηση του Τζόρτζ Μπους του πρεσβυτέρου.
Όλα έδειχναν ότι οι τράπεζες θα απαλλαγούν, επιτέλους, από το βραχνά των περιορισμών, μιας και οι τραπεζικές επιτροπές στη γερουσία και τη βουλή ενέκριναν την απόφαση. Κι όμως, για μία ακόμη φορά η ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι αυτή που θα την απορρίψει.
Μία από τις τελευταίες αποτυχημένες απόπειρες κατάργησης του νόμου Glass – Steagall έγινε το 1995, επί προεδρίας του Δημοκρατικού προέδρου Μπιλ Κλίντον. Αυτή τη φορά η πρόταση δεν πρόλαβε καν να φτάσει στη βουλή για να απορριφθεί, μιας και οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν λίγο νωρίτερα.
Οι προσπάθειες ακύρωσης του νομοσχεδίου Glass – Steagall δίχασαν ασφαλιστικές εταιρίες, χρηματοπιστωτικούς οίκους, μεγάλες και μικρές τράπεζες. Τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα βρέθηκαν στο πεδίο των μαχών του Κογκρέσου, με μεγαλύτερο διακύβευμα όλων να αποτελεί το ποιος θα αναλάβει το ρόλο του κυρίαρχου τραπεζικού ρυθμιστή: Η FED, ή το υπουργείο οικονομικών;
Η απάντηση δόθηκε τον Δεκέμβρη του 1996. Η FED του Άλαν Γκρίνσπαν, ανεβάζει το όριο ακαθάριστων εσόδων μίας εμπορικής τράπεζας από διαχείριση εγγυητικών τίτλων, από το 10% στο 25%. Κανείς δεν είχε πια την υπομονή να περιμένει την πολιτική απόφαση της κατάργησης ενός νόμου που φτιάχτηκε πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομοσπονδιακή Τράπεζα και ιδιωτικοί τραπεζικοί κολοσσοί δημιουργούν ένα σοκαριστικό δεδικασμένο.
Μόνος ουσιαστικός περιορισμός παραμένει η απαγόρευση της κατοχής χρηματιστηριακών εταιριών από τους ιδιοκτήτες εμπορικών τραπεζών. Κάτι που θα αλλάξει λίγους μόλις μήνες μετά το νέο τραπεζικό πραξικόπημα του Άλαν Γκρίνσπαν και της FED. Τον Αύγουστο του 1997 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρει τους περιορισμούς του άρθρου 20 του νόμου Glass – Steagall.
Η επίσημη δικαιολογία του διοικητικού της συμβουλίου είναι πως το ρίσκο των ασφαλίστρων «είναι διαχειρίσιμο». Η αγορά θα υποσχεθεί τα πάντα για να απαλλάξει από τις όποιες αντιρρήσεις τους δημόσιους λειτουργούς και, κυρίως, την παγκόσμια κοινή γνώμη που ζει ένα όνειρο συνεχούς ανάπτυξης για πάνω από 50 χρόνια.
Το 1997 η Bankers Trusts, η οποία σήμερα βρίσκεται υπό την κατοχή της Ντόιτσε Μπανκ, εξαγοράζει την επενδυτική τράπεζα Alex Brown & Co, αποτελώντας την πρώτη αμερικανική εμπορική τράπεζα που έχει υπό την κατοχή της μία επενδυτική εταιρία.
Τον Φεβρουάριο του 1998 ο Σάντυ Γουέιλ της επενδυτικής και ασφαλιστικής εταιρίας Travelers καλεί για δείπνο στο δωμάτιο του στο πολυτελές ξενοδοχείο Park Hyatt τον τότε πρόεδρο της Citicorp, Τζον Ριντ, με μία εντυπωσιακή πρόταση. Τη συγχώνευση των δύο τραπεζικών και επενδυτικών τους γιγάντων.
Το μήνυμα έχει δοθεί. Κανείς δεν κάνει πλέον ότι του λέει ο νόμος, αλλά ότι διατάζει η FED.
Sandy Weill και John Reed |
Στις 6 Απριλίου του 1998 Γουέιλ και Ριντ ανακοινώνουν μία συγχώνευση 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μέσω ενδοχρηματιστηριακής ανταλλαγής μετοχών, δημιουργώντας τον επενδυτικό τραπεζικό κολοσσό της Citigroup. Είναι η μεγαλύτερη συγχώνευση όλων των εποχών.
Τα επιτελεία των δύο εταιριών ψάχνουν τρόπους για να παρακάμψουν τη νομοθεσία. Οι επιλογές του νομοθέτη δεν είναι πολλές. Είτε θα παγώσει τη συμφωνία, είτε θα υποχρεώσει τις εταιρίες να απαλλαγούν από τις παράλληλες και άρα παράνομες δραστηριότητές τους, είτε θα ακυρώσει τον νόμο Glass – Steagall.
Το Κογκρέσο παραχωρεί, χαριστικά, τη δυνατότητα διατήρησης της μορφής της Citigroup για δύο, ίσως και τρία, χρόνια, με την προοπτική να απαλλάξει στο άμεσο μέλλον την αμερικανική νομοθεσία από ένα νόμο του 1933.
Σύμφωνα με την Washington Post λίγες ώρες πριν την ανακοίνωση της συγχώνευσης των εταιριών τους, οι πρόεδροι της Travelers και της Citicorp συναντώνται με τον Άλαν Γκρίνσπαν. Όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα, “όταν ο πρόεδρος της Fed ρωτήθηκε ποια είναι η γνώμη του για αυτήν την κίνηση, απάντησε ότι είναι “πλήρως ικανοποιημένος””.
Οι πιέσεις σε όλα τα πολιτικά και κυβερνητικά επίπεδα για την ακύρωση του νόμου Glass – Steagall, είναι αφόρητες. Στα τέλη Μαρτίου και αρχές Απριλίου του 1998, ο Σάντυ Γουέιλ της Travelers προχωρά σε διερευνητικές επαφές με τρεις ανθρώπους- κλειδιά: 1) τον Άλαν Γκρίνσπαν 2) τον Ρόμπερτ Ρούμπιν: υπουργό οικονομικών, πρώην επικεφαλής της Goldman Sachs και μετέπειτα ανώτατο στέλεχος της Citigroup και 3) τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Μία μέρα πριν την ανακοίνωση της συγχώνευσης ο πρόεδρος ήξερε τα πάντα.
Η FED εγκρίνει τη συγχώνευση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 και με ανακοίνωσή της γνωστοποιεί ότι η Citigroup έχει μπροστά της δύο χρόνια για να εναρμονιστεί με τους νόμους που διέπουν το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και, κυρίως, το νόμο Glass – Steagall. Η νέα εταιρία χαίρει της έγκρισης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και απολαμβάνει τη συνεχιζόμενη σιωπή του Κογκρέσου και της αμερικανικής ηγεσίας.
Μία βδομάδα πριν τη συγχώνευση των δύο γιγάντων, το αμερικανικό Κογκρέσο βάζει για μία ακόμη φορά στο συρτάρι την πρόταση νόμου για κατάργηση του Glass – Steagall. Ο Μπιλ Κλίντον έχει την αμέριστη συμπαράσταση των Ρεπουμπλικάνων αλλά όχι της δικής του παράταξης, των Δημοκρατικών.
Οι Γουέιλ και Ριντ ξέρουν ότι δεν έχουν πολύ χρόνο. Ξεκινούν μία τεράστια καμπάνια στον τύπο και τα οικονομικά λόμπι για να πιέσουν την κατάσταση, αν και γνωρίζουν ότι μία ακόμη απόπειρα πλήρους απελευθέρωσης των τραπεζικών ιδρυμάτων πήγε χαμένη. Όσο η τελική έγκριση του νομοθέτη παραμένει θολή, η αξία των μετοχών της Citigroup πέφτει. Οι διοικητές της γνωρίζουν πως αν δεν εφαρμοστεί άμεσα η… “μοντερνοποίηση” της αμερικανικής οικονομίας, η συγχώνευση θα καταστρέψει και τους δύο.
Η κοινοβουλευτική ηγεσία των Ρεπουμπλικανών στηρίζει τη Citigroup και πιέζει την κυβέρνηση να κατεβάσει, για μία ακόμη φορά, προς ψήφιση την πρόταση κατάργησης του νόμου Glass – Steagall. Αν και ο Μπιλ Κλίντον συμφωνεί, φοβάται ότι μία τέτοια κίνηση, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, θα κάνει τους Δημοκρατικούς να χάσουν την λαϊκή τους απήχηση. Μία ακύρωση νόμου ποτέ είναι αρεστή στην κοινή γνώμη. Πόσο μάλλον ενός νόμου που κέρδισε τον πόλεμο και κατέστησε τις ΗΠΑ ως τη μεγαλύτερη καπιταλιστική δύναμη του 20ου αιώνα.
Τον Μάιο του 1998 η πρόταση νόμου φτάνει στη βουλή. Με 214 υπέρ και 213 κατά, η πρόταση για πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων των εμπορικών τραπεζών στο χώρο των χρηματιστηριακών επενδύσεων υψηλού ρίσκου, αλλά και η δυνατότητα αλόγιστης συγχώνευσης τραπεζικών ιδρυμάτων και επενδυτικών εταιριών, περνά.
Κι όμως… Το Κογκρέσο δεν είναι ακόμη έτοιμο να εγκρίνει αυτήν την κίνηση.
Η Αμερική βρισκόταν σε προεκλογικό πυρετό από το 1997. Η αναμέτρηση του ’97-’98 μετατράπηκε σε πεδίων παραπολιτικών πιέσεων. Οι χρηματιστηριακές, ασφαλιστικές και μεσιτικές εταιρίες, γνωστές με το παρατσούκλι “FIRE”, ρίχνουν πάνω από 200 εκατ. δολάρια στην άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης ενώ οι πολιτικές δωρεές τους ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια δολάρια. Είναι δεδομένο πως αν πετύχουν τους σκοπούς τους, τα χρήματα αυτά θα είναι ψίχουλα μπροστά στα κέρδη που ονειρεύονται.
Το επιχείρημα της “μοντερνοποίησης” του νόμου Glass – Steagall, γνώρισε συνολικά 12 απόπειρες πολιτικής ακύρωσης μέσα σε 25 χρόνια, οι οποίες κόστισαν πάνω από 300 εκατ δολάρια δικαστικών και προπαγανδιστικών εξόδων.
Στις 21 Οκτωβρίου του 1999 οι προσπάθειες που κράτησαν ένα τέταρτο ενός ολόκληρου αιώνα τελειώνουν. Η μαραθώνια συνεδρίαση της βουλής των αντιπροσώπων και του αμερικανικού Κογκρέσου φτάνει σε αδιέξοδο μετά από μία σειρά ατελείωτων αντιδικιών γύρω από το κατά πόσο ο νόμος Glass – Steagall μπλοκάρει ένα άλλο νομοσχέδιο, που θέτει κανόνες δανεισμού στις φτωχές κοινότητες.
Πρόκειται για τον λεγόμενο Community Reinvestment Act, ένα νόμο που στα χαρτιά ανοίγει τις πόρτες δανεισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε “φτωχούς και κατατρεγμένους”. Αυτούς, που λίγα χρόνια αργότερα, θα δουν τα στεγαστικά τους δάνεια να τινάζουν την παγκόσμια οικονομία στον αέρα.
Ο Σάντυ Γουέιλ, αφεντικό της Travelers και νέο διοικητικό στέλεχος του γίγαντα Citigroup, πιέζει τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον για να μην διακόψει την, ήδη, ναυαγισμένη συνεδρίαση. Είχε προηγηθεί η προειδοποίηση του Γερουσιαστή και επικεφαλής της τραπεζικής επιτροπής του Κογκρέσου, Phil Gramm, ότι αν ο πρόεδρος και τα αφεντικά της Citigroup δεν τα βρουν, θα τερματίσει τις συζητήσεις.
Η ώρα είναι 3 παρά τέταρτο, ξημερώματα της 22ας Οκτωβρίου του 1999, όταν ανακοινώνεται η πολυπόθητη συμφωνία. Οι Γουείλ και Ριντ της Citigroup δημοσιεύουν κοινή ανακοίνωση, στην οποία συγχαίρουν το Κογκρέσο και τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον για την απόφαση τους να ακυρώσουν τον νόμο Glass – Steagall. Η τελική μορφή του νέου νομοσχεδίου ανακοινώνεται στις 4 Νοεμβρίου του 1999 και λίγο αργότερα πέφτουν οι τελευταίες υπογραφές από τα χέρια του ίδιου του Δημοκρατικού προέδρου.
Ο Μπιλ Κλίντον μόλις έχει υπογράψει την κατάργηση του νόμου Glass – Steagal. Οι λομπίστες πολιτικοί των ΗΠΑ τον χειροκροτούν. |
Στις 12 Νοεμβρίου του 1999 τίθεται σε εφαρμογή ο περίφημος νόμος Gramm-Leach-Bliley ή αλλιώς “νόμος μοντερνοποίησης των οικονομικών υπηρεσιών”. Το όνομά του προέρχεται από τους τρεις πρωτεργάτες και εμπνευστές του, τους Ρεπουμπλικανούς Phil Gramm, James Leach και Thomas Bliley.
Ο νόμος αυτός αποτελεί στην ουσία, αλλά και την πράξη, την ακύρωση του νόμου των Glass – Steagall του 1933, ανάβοντας το πράσινο φως στις εμπορικές τράπεζες να λειτουργούν παράλληλα ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να εκδίδουν και να διαχειρίζονται χρεόγραφα και εκατοντάδες ακόμη χρηματοπιστωτικά προϊόντα, να δανείζουν με χαμηλά επιτόκια και χαλαρές εγγυήσεις, να λειτουργούν ως ασφαλιστικά ιδρύματα, να επεκταθούν χωρίς κανένα περιορισμό σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια και πολλά ακόμη.
Η τελική ψηφοφορία της 4ης Νοεμβρίου του 1999 καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο συνεργάστηκαν οι δύο μεγάλες αμερικανικές παρατάξεις για ένα νομοσχέδιο που, υπό Δημοκρατική προεδρία, έφερε την υπογραφή τριών Ρεπουμπλικανών εισηγητών. Στην Γερουσία, αλλά και στην Βουλή των αντιπροσώπων, μόλις το 2% των Ρεπουμπλικανών είπε όχι, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των Δημοκρατικών ήταν 16% και 25%.
Λίγες μέρες μετά τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης για την ακύρωση του νόμου Glass – Steagall, ο μέχρι τότε υπουργός οικονομικών, Ρόμπερτ Ρούμπιν, πρώην αντιπρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs, αποδέχεται τη θέση του “υπαρχηγού” του Σάντυ Γουέιλ, αφεντικού της Citigroup.
Σύμφωνα με πηγές του Frontline, όταν ο Σάντυ Γουέιλ κάλεσε ένα χρόνο πριν το κλείσιμο της τελικής συμφωνίας τον, τότε, υπουργό οικονομικών Ρόμπερτ Ρούμπιν για να του ανακοινώσει τη συγχώνευση των δύο τραπεζικών κολοσσών, ο υπουργός τού είπε κοροϊδευτικά ότι “με αυτό που κάνεις “εξαγοράζεις” την κυβέρνηση”.
Από το Τραπεζικό νομοσχέδιο έκτακτης ανάγκης του Φράνκλιν Ρούζβελτ, κομμάτι του οποίου είναι και ο νόμος Glass – Steagall του 1933, κύλησε αμέτρητο νερό στο αυλάκι. Ο πλήρης διαχωρισμός των εμπορικών τραπεζών από τα επενδυτικά ιδρύματα, στα οποία η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ επέρριψε την μεγαλύτερη ευθύνη για το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, φάνηκε από την κίνηση να παύσει προσωρινά η λειτουργία τους μέχρις ότου η κυβέρνηση βρει μία λύση που θα έβγαζε τη χώρα από το οικονομικό αδιέξοδο.
Μία λύση που, 66 χρόνια μετά, τα αφεντικά των JP Morgan, Citicorp, Bankers Trust, Chase Manhattan και Travellers, παρέα με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Κλίντον με θητείες σε εταιρίες όπως η JP Morgan και η Goldman Sachs, και πρωτεργάτη τον επί δύο δεκαετίες επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Άλαν Γκρίνσπαν, μετατρέπει την παγκόσμια οικονομία σε ένα γιγαντιαίο καζίνο.
Οι ανεξάρτητες χρηματιστηριακές εταιρίες εξαφανίζονται και οι μικρές τράπεζες που λειτουργούσαν, ως επί το πλείστον, με συνεταιριστική μορφή, απορροφούνται από τους νέους τραπεζικούς κολοσσούς.
Τότε ξεκινά αυτό που λέμε “μεγάλο πάρτι”. Την ώρα που η ανθρωπότητα γιορτάζει τον ερχομό του 21ου αιώνα, μέσα σε μια οικονομική ευθυμία άνευ προηγουμένου, ο πρόεδρος της FED, Άλαν Γκρίνσπαν, ξεκινά μία εικονικά φιλολαϊκή πολιτική χαμηλών επιτοκίων. Ρίχνει τα επιτόκια δανεισμού από το 6,5% στο 1%, με πρόφαση τη λεγόμενη φούσκα dot-com.
Πρόκειται για την χρηματιστηριακή κατάρρευση των εταιριών του Διαδικτύου, με τον δείκτη NASDAQ να χάνει από τον Μάρτιο του 2000 το 47% της αξίας του. 130 εταιρίες χρεοκόπησαν και 31.000 εργαζόμενοι των εταιριών τεχνολογίας έχασαν τη δουλειά τους εκείνη την περίοδο.
Η κίνηση του Άλαν Γκρίνσπαν απέβλεπε σε μια πολύ απλή λύση: Την μετατροπή της τεχνολογικής φούσκας σε μεσιτική. Τα στεγαστικά δάνεια εκτοξεύονται και οι επενδυτικές εταιρίες, σε συνδυασμό με τους οίκους αξιολόγησης, τζογάρουν τρισεκατομμύρια δολάρια στη μεσιτική αγορά. Όλα αυτά πάνω στις πλάτες εύθυμων πολιτών, που έβλεπαν να γίνεται πραγματικότητα το δικό τους αμερικανικό όνειρο. Από το 1996 ως το 2007 η τιμή του μέσου αμερικανικού σπιτιού αυξάνεται ως και 124%.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρώπη. Το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι αλληλένδετο με το Ευρωπαϊκό. Μετά την νομισματική ένωση του 2001 και την επίσημη δημιουργία της ευρωζώνης, χαμηλά επιτόκια και εύκολος δανεισμός συνθέτουν μία τοξική χρηματιστηριακή ένωση γρήγορου χρήματος και τεράστιων εξαρτήσεων.
Κλειδί στο στεγαστικό τοξικό δανεισμό των ΗΠΑ υπήρξε εκείνο το σαρκαστικά φιλολαϊκό νομοσχέδιο Community Reinvestment Act, που η κυβέρνηση Κλίντον προώθησε ως τη μοναδική λύση για την εύκολη πρόσβαση των “νοικοκυραίων” σε φτηνό χρήμα. Το ίδιο νομοσχέδιο για τα μάτια του οποίου ανεστάλη η λειτουργία του νόμου Glass – Steagall.
Η νέα κατηγορία στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου δημιουργεί την περίφημη αγορά των CDO’s, ή αλλιώς Credit Default Obligations. Χρηματιστηριακά παράγωγα που τζόγαραν με την ικανότητα του δανειζόμενου να αποπληρώσει τα δάνεια του. Προϊόντα αστείρευτης κερδοσκοπίας, βασισμένα πάνω στα σπίτια φτωχών Αμερικανών.
Τι έφερε η κατάργηση του νόμου Glass – Steagall;
Την ελευθερία στις τράπεζες, να πακετάρουν τα επισφαλή στεγαστικά τους δάνεια, να εξασφαλίσουν υψηλές βαθμολογίες από τους “καθόλα ανεξάρτητους” ιδιωτικούς οίκους αξιολόγησης και να τα πουλούν σε επενδυτές σε ολόκληρο τον κόσμο εξασφαλίζοντας κι άλλο χρήμα για νέο δανεισμό. Μία τέλεια μπίζνα που άξιζε τις μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε προεκλογικές χορηγίες και παρασκηνιακές πιέσεις 25 ετών.
Το τζογάρισμα της Wall Street από το 1920 ως το 1929 κατάφερε μέσα σε μόλις εννέα χρόνια να καταστρέψει την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, εκτοξεύοντας το φασισμό και το ναζισμό στην Ευρώπη και οδηγώντας τον πλανήτη σε έναν πόλεμο που κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στη δύση του αιματηρού 20ου αιώνα και την αυγή του 21ου, το τραπεζικό τζογάρισμα κατάφερε μέσα σε 8, αυτή τη φορά χρόνια, από το 1999 ως το 2007 να κάνει και πάλι τα ίδια. Η αμέριστη εμπιστοσύνη που έδειξαν οι πρόεδροι των ισχυρότερων κρατών του κόσμου στην παγκόσμια αγορά και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κόστισε και εξακολουθεί να κοστίζει στον πλανήτη, μία εκτεταμένη λιτότητα.
Το φάντασμα του ναζισμού και του εθνικισμού πλανάται, ξανά, πάνω από την Ευρώπη. Οι ιδιωτικές τράπεζες διασώζονται από δημόσιο χρήμα μέσω μιας κούρσας ατελείωτων περικοπών και αυξημένης φορολογίας την ώρα που η αμερικανική οικονομία συμπεριφέρεται σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Το 2008 ο Δημοκρατικός, αφροαμερικανικής καταγωγής, Μπαράκ Ομπάμα, κερδίζει για πρώτη φορά τις προεδρικές εκλογές. Αντίπαλος του, τότε, ο Ρεπουμπλικάνος Τζον Μακείν. Είχαν προηγηθεί 8 χρόνια διακυβέρνησης Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, δύο εκτεταμένοι πόλεμοι σε Ιράκ και Αφγανιστάν, η κατάρρευση του παγκόσμιου κέντρου εμπορίου μετά από τρομοκρατική επίθεση που αποδόθηκε στον Οσάμα Μπιν Λάντεν και μία οικονομία που μετά την πτώχευση της Lehman Brothers έδειχνε να κατρακυλά χωρίς τελειωμό.
Barack Obama και Robert Rubin |
Ο Ομπάμα κερδίζει, αλλά κανείς δεν φαίνεται τελικά να είναι πραγματικά χαμένος. Κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: Κύριος οικονομικός σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της χάραξης της προεκλογικής οικονομικής του πολιτικής ήταν ο Ρόμπερτ Ρούμπιν: πρώην αντιπρόεδρος της Goldman Sachs, πρώην υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ όταν καταργήθηκε ο νόμος Glass – Steagall και ιθύνων νους του τραπεζικού κολοσσού της Citigroup.
Στο απέναντι στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών, το κατά CNN “οικονομικό μυαλό” του υποψηφίου Μακέιν, ήταν ο Phil Gramm. Ο άνθρωπος που έβαλε το όνομα του στον νόμο Gramm-Leach-Bliley για την κατάργηση του Glass-Steagall Act.
Οι επονομαζόμενες “too big to fail” τράπεζες “φύτεψαν” μέσα σε 66 χρόνια τούς δικούς τους ανθρώπους μέσα σε όλους τους κυβερνητικούς θώκους των ισχυρότερων κρατών του κόσμου.
Δημιούργησαν μία οικονομία όπου, σύμφωνα με έρευνα της Credit Suisse για το 2012, το 0,5% του πληθυσμού της γης κατέχει το 38,5% του συνολικού της πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 10% έχει στα χέρια του το 82% του παγκόσμιου πλούτου. Τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχουν μόλις το 3,5% του πλούτου.
Το 2012, έτος καμπής της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της συνεχιζόμενης ύφεσης και λιτότητας, το σύνολο των περιουσιών των 84 πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη αυξήθηκε κατά 241 δισ. δολάρια, φτάνοντας συνολικά τα 1,9 τρισεκατομμύρια.
Ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, ο “μπαμπάς” των Ζάρα και Μπέρσκα, Αμάνθιο Ορτέγα, είδε την περιουσία του να αυξάνεται κατά 22 δισεκατομμύρια δολάρια σε έναν χρόνο, την ίδια στιγμή που χιλιάδες εργάτες των εταιριών του στο Μπαγκλαντές, καταπλακώνονταν από ερειπωμένες βιοτεχνίες, δουλεύοντας πάνω από 12 ώρες την ημέρα, 7 μέρες την εβδομάδα, για 40 δολάρια το μήνα.
Ο νόμος Glass – Steagall δεν εμπόδισε την εκτόξευση του καπιταλισμού, ούτε την παγκόσμια καταπίεση των εργατών. Η κατάργησή του, όμως, πάτησε το κουμπί για την μετατροπή της παγκόσμιας οικονομίας σε μία επιχείρηση χρηματοπιστωτικού τζόγου, τα αποτελέσματα της οποίας ζούμε εμείς σήμερα.
Το πού θα καταλήξει η κατάσταση αυτή, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι υποσχέσεις για αναβίωση του νόμου αυτού, μόνο ως ανέκδοτο μπορούν να αντιμετωπιστούν…
(Η έρευνα αυτή έγινε για τις ανάγκες του αφιερώματος της εκπομπής του Radiobubble «Χαμηλή Αυτοεκτίμηση» της 22ας Μάη 2013. Το ηχητικό της εκπομπής είναι ΕΔΩ)
ΠΗΓΕΣ: Public Broadcasting Service, FRONTLINE, Washington Post, New York Times, The Huffington Post, CNN, BBC, Der Spiegel, National Public Radio, Financial Times, Ελευθεροτυπία, Ημερησία, Wikipedia. (πηγή)
Σχόλια