του Κυριάκου Ζηλάκου, δημοσιογράφου
Η Ελλάδα την περίοδο συσσώρευσης του
χρέους (1974-2010) διέθεσε για εισαγωγές οπλικών συστημάτων ποσά
ισοδύναμα, χωρίς τους τόκους, με μισό ετήσιο ΑΕΠ!
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για τη συμβολή των δαπανών για
εισαγωγές όπλων, κυρίως από ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία, στη γιγάντωση του
δημόσιου χρέους, πάνω στο οποίο πάτησαν για να επιβάλουν την υποδούλωση
της χώρας και τον εξανδραποδισμό του ελληνικού λαού.
Πρόκειται κατά κανόνα για πολεμικό υλικό που δεν υπηρετεί τις
αμυντικές ανάγκες της χώρας, αλλά εντάσσεται στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εξοπλιστικές δαπάνες χρηματοδοτούνται
με δανεισμό και κατά συνέπεια τροφοδοτούν άμεσα το χρέος, όχι μόνον
αυξάνοντάς το κατά το ύψος του ποσού αυτών των δαπανών, αλλά κατά πολύ
περισσότερο, καθώς συσσωρεύονται και οι τόκοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο συσσώρευσης του δημόσιου
χρέους, μετά το 1974 και μέχρι το 2010 που εκδηλώθηκε σε όλη της έκταση η
οικονομική κρίση, υπήρξαν εισαγωγές όπλων στην Ελλάδα, προερχόμενων από
τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία), συνολικής
αξίας ίσης σχεδόν με το μισό του μέσο ετήσιο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό
Προϊόν) της ίδιας περιόδου.
Αν λοιπόν ληφθεί υπόψιν ότι:
- το δημόσιο χρέος, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι το 2010 – οπότε και ξεκίνησε η εφαρμογή των μνημονίων – με τη συσσώρευση τόκων επί τόκων είχε περάσει τα 330 δισ. ευρώ, περίπου το 143% του ετήσιου ΑΕΠ του ίδιου έτους,
- το γεγονός ότι το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος των 330 δισ. ευρώ αποτελείται όχι μόνο από το αρχικό κεφάλαιο αλλά έχουν συσσωρευτεί και οι τόκοι,
- οι εισαγωγές όπλων χρηματοδοτούνται κυρίως από εξωτερικό δανεισμό, δηλαδή« χτίζουν» άμεσα το χρέος και μάλιστα είναι μακροχρόνιος δανεισμός πράγμα που συμβάλλει κατά πολύ στη συσσώρευση των τόκων. Ακόμα πληρώνουμε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το χρόνο για την αποπληρωμή σε αμερικανικές τράπεζες της λεγόμενης «αμερικανική στρατιωτικής βοήθειας» (προ- γράμματα FMF) που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50.
- οι δαπάνες για τις εισαγωγές όπλων, οι οποίες χωρίς τους τόκους, ισοδυναμούν με το 50% ενός μέσου ετησίου ΑΕΠ της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών, είναι καθαρό κεφάλαιο χωρίς τους τόκους.
Τότε το συμπέρασμα είναι καταλυτικό:
Ένα πολύ μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους, προέρχεται από τις δαπάνες
για τις εισαγωγές όπλων και τους τόκους που συσσωρεύτηκαν για την
εξυπηρέτηση αυτών των αγορών.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι δαπάνες για τις οποίες γίνεται λόγος
εδώ, δεν είναι γενικά οι αμυντικές δαπάνες της χώρας (μισθοδοσία
προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων, λειτουργικές δαπάνες κλπ), που ενδεχομένως
κατά ένα μέρος τους είναι αναγκαίες και αναπόφευκτες αλλά πρόκειται
αποκλειστικά για εξοπλιστικές δαπάνες και ειδικότερα για δαπάνες που
αφορούν εισαγωγές όπλων και οπλικών συστημάτων και μάλιστα σε βάρος της
εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Σε πολλές περιπτώσεις αγοράζαμε οπλικά συστήματα που είτε παρέμειναν
επιχειρησιακά ανενεργά είτε ήταν ακατάλληλα είτε δεν ολοκληρώθηκαν σαν
συστήματα ποτέ.
Για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ
Είναι αγορές οπλικών συστημάτων που πρώτα και κύρια υπαγορεύονται από
τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του ΝΑΤΟ και αποτελούν μέρος ενός
γενικότερου καταμερισμού ανάμεσα στις χώρες μέλη. Οι επιλογές αυτές δεν
εξυπηρετούν τις ανάγκες που έχουν να κάνουν με την αμυντική θωράκιση της
χώρας αλλά έρχονται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται
στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών επιτελείων του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπλικών συστημάτων μεγάλης αξίας:
- Οι αντιαεροπορικοί αντιβαλιστικοί πύραυλοι «Πάτριοτ» έχουν ενταχθεί στο σχεδιασμό του συστήματος «αντιπυραυλικής προστασίας» των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ.
- Οι πιο σύγχρονες φρεγάτες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, έχουν κατά καιρούς διατεθεί στις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις στη Λιβύη, τη Σομαλία (αντιμετώπιση πειρατείας), την Ανατολική Μεσόγειο (πόλεμος κατά της τρομοκρατίας).
- Τα ελληνικά ιπτάμενα ραντάρ συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Λιβύη (Αερομεταφερόμενο Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου).
- Ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 έχουν πιστοποιηθεί από το ΝΑΤΟ για την μεταφορά και ρίψη ατομικών βομβών και έχουν ενταχθεί στον πυρηνικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ.
Σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για οπλικά συστήματα που παραμένουν
ανενεργά καθώς βρίσκεται σε εκκρεμότητα η ολοκλήρωσή τους, ενώ υπάρχει
πρόβλημα και στην ποιότητα και τη χρησιμότητα αυτών των εξοπλισμών. Τα
παρακάτω παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά:
• Η σκανδαλώδης αγορά των υποβρυχίων Τ-214, που δεκατρία χρόνια μετά
την …εσπευσμένη παραγγελία τους και αφού έχουν διατεθεί 2,5 δισ. ευρώ,
το Πολεμικό Ναυτικό έχει παραλάβει μόνο ένα σκάφος το «πειραματικό» το
«Παπανικολής», τα άλλα τρία σαπίζουν στη ναυπηγική κλίνη στου
Σκαραμαγκά. Επίσης, η σύμβαση του 2002 για ανακατασκευή των τριών
παλαιών υποβρυχίων Τ-209, το κόστος της οποίας άγγιξε το ποσό που θα
κόστιζε η εξαρχής κατασκευή τους, δηλαδή περίπου 500 εκατ. ευρώ έκαστο.
Τελικά αφού ανακατασκευάστηκε το ένα (το «Ωκεανός») που επίσημα δεν έχει
παραληφθεί από το Πολεμικό Ναυτικά, η ανακατασκευή των άλλων δύο
ακυρώθηκε επί Ε.Βενιζέλου στο Υπουργείο Εθνικής Αμυνας και αντ’ αυτών
παραλλέλθηκαν το 2010 δύο καινούργια Τ-214.
• Η αγορά 170 γερμανικών αρμάτων μάχης τύπου «Leopard 2 HEL», αξίας
1,7 δισ. ευρώ, τα οποία για πάνω από πέντε χρόνια, μετά την παραλαβή
τους (2006), έμειναν χωρίς πυρομαχικά και ήταν μόνο για …παρελάσεις, ενώ
το πρόβλημα ακόμα παραμένει σε μεγάλο βαθμό.
• Η παρτίδα 50 μαχητικών «F-16» που παραγγέλθηκαν εσπευσμένα… το έτος
2000, λίγο πριν τις εκλογές, χωρίς στην αρχική παραγγελία να
περιλαμβάνεται ο κινητήρας και το σύστημα αυτοπροστασίας, για τα οποία
χρειάστηκε να γίνει αργότερα νέα συμπληρωματική σύμβαση με τους όρους
των Αμερικανών πωλητών.
• Τα 5 αντιτορπιλικά τύπου «Adams» που ναυπηγήθηκαν στις ΗΠΑ, το
διάστημα 1960-1964, ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1991 σε ηλικία 30 ετών για
να αποσυρθούν μετά από 10 χρόνια, αφού προηγουμένως «εκσυγχρονίστηκαν»
με υψηλό κόστος, χωρίς ποτέ να προσφέρουν πραγματική υπηρεσία στην
αμυντική θωράκιση της χώρας.
• Τα συστήματα «Πάτριοτ», για τα οποία οι Αμερικάνοι επιχείρησαν να παραδώσουν με υποβαθμισμένο το λογισμικό τους.
• Τα 4 αερόστρωμνα (χόβερκραφτ) τύπου «Zubr» από Ρωσία και Ουκρανία,
που η ένταξης τους στα επιχειρησιακά σχέδια του Πολεμικού Ναυτικού
παρέμεινε ως εκκρεμότητα.
Η Ελλάδα «πρωταθλητής» στις εισαγωγές όπλων
Η Ελλάδα, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης, είναι η χώρα με τις
μεγαλύτερες κατά κεφαλή στρατιωτικές δαπάνες (ποσοστό επί του ΑΕΠ)
ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κατέχει την τρίτη θέση
στον αντίστοιχο δείκτη ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ και βρίσκεται
σταθερά, παρά το μέγεθός της, στην πρώτη δεκάδα των μεγαλύτερων
εισαγωγέων όπλων ανάμεσα σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Ειδικότερα με βάση τα στοιχεία που προέρχονται από την ετήσια έκθεση
του Διεθνούς Ινστιτούτου Στοκχόλμης για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό
(SIPRI), η Ελλάδα για την πενταετία 2001 – 2005 είναι πρώτη στην
παγκόσμια κατάταξη στις εισαγωγές όπλων από τις ΗΠΑ και δέκατη στις
εισαγωγές όπλων μεταξύ όλων των χωρών του κόσμου, κατέχοντας ως χώρα
εισαγωγής το 4% της παγκόσμιας «πίτας» των εξαγωγών όπλων που γίνονται
από όλες τις χώρες.
Με βάση τα στοιχεία του «Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης» (SIPRI):
1. Σε ό,τι αφορά στις δαπάνες για εισαγωγές όπλων κατά την ίδια
περίοδο που έγινε η συσσώρευση του δημόσιου χρέους (1974-2010), η Ελλάδα
έκανε εισαγωγές όπλων αξίας 32 δισ. δολαρίων (σε σταθερές τιμές 1990),
ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο μισό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) της
ίδιας χρονιάς (1990), που ήταν 66,7 δισ. δολ.
2. Η Ελλάδα, από το 1974 και μετά, κατέχει σταθερά μια από τις 10
πρώτες θέσεις παγκόσμια στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων, φθάνοντας
ορισμένες χρονιές και στην πρώτη τριάδα. Ειδικά το διάστημα 2007-2010
(περιλαμβάνονται και τα έτη εκδήλωσης της κρίσης), κατέχει την 5η θέση
στη λίστα των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων ανάμεσα σε όλες τις χώρες του
κόσμου, αφού πραγματοποίησε εισαγωγές όπλων που αντιστοιχούν στο 4% της
παγκόσμιας δαπάνης για εισαγωγές όπλων, ή 4.336 εκατ. δολάρια (σταθερές
τιμές του 1990). Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 2007 – πάντα σε
σταθερές τιμές 1990 − η Ελλάδα δαπάνησε για εισαγωγές όπλων 1.808 εκατ.
δολάρια, το 2008 δαπάνησε 559 εκατ. δολάρια, το 2009 δαπάνησε 1.266
εκατ. δολάρια και το 2010 δαπάνησε 703 εκατ. δολάρια. Μάλιστα, το 2009
κατέλαβε την 4η θέση παγκόσμια!
Στην ίδια λίστα των παγκόσμιων «πρωταθλητών» στις εισαγωγές όπλων για
το διάστημα 2007-2010, την 1η θέση κατέχει η Ινδία (9.852 εκατ. δολ.),
τη 2η η Ν. Κορέα (5.658 εκατ. δολ.), την 3η το Πακιστάν (5.351 εκατ.
δολ.), την 4η η Κίνα (4,864 εκατ. δολ.) και, όπως προαναφέραμε, την 5η
θέση κατέχει η Ελλάδα (4.336). Ακολουθούν κατά σειρά οι χώρες
Σιγκαπούρη, Αλγερία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Μαλαισία, Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία,
Βενεζουέλα κ.λπ.
Ενδιαφέρον έχει η διαχρονική εξέλιξη (σταθερές τιμές 1990) της
δαπάνης της Ελλάδας για εισαγωγές όπλων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα
στοιχεία του SIPRI, η Ελλάδα την περίοδο:
1960-2010 δαπάνησε 36.895 εκατ. δολάρια (13η θέση παγκόσμια).
1974-2010 δαπάνησε 32.080 εκατ. δολάρια (10η θέση παγκόσμια).
1980-2010 δαπάνησε 26.257 εκατ. δολάρια (10η θέση παγκόσμια).
1990-2010 δαπάνησε 21.394 εκατ. δολάρια (7η θέση παγκόσμια).
2000-2010 δαπάνησε 11.092 εκατ. δολάρια (4η θέση παγκόσμια).
Η τροφοδότηση του χρέους
Όλες οι παραπάνω αναφορές γίνονται με σταθερές τιμές του 1990. Για να
υπάρχει, όμως, ένα μέτρο σύγκρισης με τις σημερινές τιμές και για να
γίνει αντιληπτό το μέγεθος της συμμετοχής των δαπανών για εισαγωγές
όπλων στη συσσώρευση του δημόσιου χρέους, θα πρέπει οι παραπάνω τιμές
(δολάρια) τουλάχιστον να τριπλασιαστούν (πληθωρισμός, συναλλαγματικές
ισοτιμίες), ώστε να είναι συγκρίσιμες με τις τιμές του σημερινού
δημόσιου χρέους, το οποίο, στο τέλος του 2010, έκλεισε στα 328,5 δισ.
ευρώ.
Έτσι, αν λάβουμε υπόψιν,
πρώτον, ότι η δαπάνη για εισαγωγές όπλων στην Ελλάδα
το διάστημα 1974-2010, ήταν 32 δισ. δολ. σε σταθερές τιμές του 1990,
έτος κατά το οποίο το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 66,7 δισ. δολ., δηλαδή σχεδόν
μισό ΑΕΠ του έτους εκείνου,
δεύτερον, ότι στο τέλος του 2010 το δημόσιο χρέος
των 328,5 δισ. ευρώ (επί 1,4 περίπου η μετατροπή του σε δολάρια)
αντιστοιχεί στο 142,76 % του ΑΕΠ του 2010, που είναι 230,1 δισ. ευρώ,
τρίτον, τις ετήσιες δαπάνες για εξοπλισμούς (κυρίως
εισαγωγές) ως ποσοστό του ΑΕΠ, που αποτελούν διαχρονικά το 30%-55%
(μέσος όρος άνω του 40%) του συνόλου του αμυντικών δαπανών της χώρας, οι
οποίες (αμυντικές δαπάνες) κυμαίνονται κατ’ έτος από 5% έως 2,8% του
ΑΕΠ, δηλαδή οι ετήσεις δαπάνες για εξοπλισμούς είναι σταθερά ως μέσος
όρος κοντά στο 2% του ΑΕΠ,
τέταρτον, τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες σε τρέχουσες τιμές,
ενδεικτικά το 1990 ήταν 1,8 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 5,3 δισ. ευρώ το 2009
ήταν 6,6 δισ. ευρώ έτος κατά το οποίο δαπανήθηκαν για εξοπλισμούς 3,1
δισ. ευρώ.
Προκύπτει το συμπέρασμα, με βάση τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς,
ότι για αγορές όπλων (μόνο εισαγωγές) μετά το 1974, έχει διατεθεί −
λαμβάνοντας υπόψιν και την αύξηση του ΑΕΠ στη διάρκεια της 20ετίας −
τουλάχιστον το ένα τρίτο ενός (ετήσιου) σημερινού ελληνικού ΑΕΠ (χωρίς
τους τόκους)! Αν σε αυτό το αρχικό κεφάλαιο υπολογιστούν και οι τόκοι
τότε δεν είναι υπερβολή ότι παραπάνω από το μισό συσσωρευμένο χρέος πριν
γίνουν τα δύο «κουρέματα» (PSI) οφείλεται στις εισαγωγές όπλων.
Προς ενίσχυση αυτής της εκτίμησης, να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη
συζήτηση του προϋπολογισμού του 2004 στη Βουλή, ο τότε υπουργός
Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης μιλώντας στο τέλος του 2003 στην Επιτροπή
Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, παραδέχθηκε ότι «τουλάχιστον 25
μονάδες του δημόσιου χρέους (σ.σ. δηλαδή το 1/4 του χρέους), οφείλονται
στις δικαιολογημένες μεν, αλλά ιδιαιτέρως αυξημένες αμυντικές δαπάνες
της χώρας μας», θέλοντας με αυτό τον τρόπο να υποστηρίξει την άποψη ότι η
Ελλάδα αν αφαιρεθεί η ιδιαιτερότητα των αυξημένων δαπανών για
εξοπλισμούς και δεν υπολογιστεί το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων, τότε
εκπληρώνει τους δείκτες της ΟΝΕ για τα δημοσιονομικά μεγέθη και κυρίως
αυτόν του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Άρα, λοιπόν, το ποσόν των 32 δισ.. δολαρίων (σταθερές τιμές έτους
1990), που έχει διατεθεί για εισαγωγές όπλων το διάστημα 1974-2010, αν
υπολογιστεί με βάση τον πληθωρισμό, τις αλλαγές στις συναλλαγματικές
ισοτιμίες αλλά και τους τόκους που πληρώνονται στα δάνεια για την κάλυψη
αυτών των αγορών, τότε προκύπτει πως ένα μεγάλο μέρος, πολύ πάνω από το
1/3, του προ PSI συνολικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας των 328,5 δισ.
ευρώ (περιλαμβάνει κεφάλαια και τόκους) οφείλεται σε εισαγωγές όπλων.
Να επισημάνουμε, επίσης, ότι πρόκειται για δαπάνες μόνο εισαγωγής
όπλων και οπλικών συστημάτων και δεν καλύπτουν τις όποιες προμήθειες από
την εγχώρια αγορά όπως επίσης δεν αφορά το σύνολο των αμυντικών δαπανών
(λειτουργικά έξοδα, μισθοδοσία προσωπικού, υποδομές κ.λπ.), που είναι
κατά πολύ μεγαλύτερες. Σε κάθε περίπτωση, είναι δαπάνες που
υπαγορεύονται από τις προτεραιότητες των επιτελείων και του ΝΑΤΟ.
Κερδισμένα τα μονοπώλια της πολεμικής βιομηχανίας
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία που αφορούν τις χώρες προέλευσης των οπλικών συστημάτων που αγοράζει η Ελλάδα.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του SIPRI για την περίοδο 1974-2010, η
Ελλάδα αγόρασε από τις ΗΠΑ όπλα αξίας 15.475 εκατ. δολ., από τη Γερμανία
όπλα αξίας 6.552 εκατ. δολ, από τη Γαλλία όπλα αξίας 4.055 εκατ. δολ,
από την Ολλανδία όπλα αξίας 2.147 εκατ. ευρώ, από τη Ρωσία όπλα αξίας
1.060 εκατ. ευρώ, από την Ιταλία όπλα αξίας 879 εκατ. δολ. κ.λπ. (όλα σε
σταθερές τιμές έτους 1990).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σταθερά μετά το 1974 εισάγει κατά
μέσο όρο και σε ετήσια βάση το 3,74% των όπλων που εξάγουν παγκοσμίως οι
ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι για την ίδια περίοδο (1974-2010), η Ελλάδα
αγόρασε από τις ΗΠΑ όπλα που αντιστοιχούν στο σύνολο της παραγωγής άνω
των 16 μηνών. Αντίστοιχα, από τη Γερμανία, η Ελλάδα εισάγει το 9,64% των
παγκόσμιων εξαγωγών όπλων αυτής της χώρας, που σημαίνει ότι η χώρα μας,
κάθε δέκα χρόνια, αγοράζει το σύνολο της ετήσιας παραγωγής της
γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας που προορίζεται για εξαγωγές. Από τη
Γαλλία, η Ελλάδα κάθε χρόνο κατά μέσο όρο αγοράζει το 5,51% των
παγκόσμιων εξαγωγών της, που σημαίνει ότι η χώρα μας αγόρασε, μέσα στην
περίοδο αυτή, το σύνολο της παραγωγής περίπου δύο ετών της γαλλικής
πολεμικής βιομηχανίας, που προορίζεται για εξαγωγές.
Ακόμα πληρώνουμε την «αμερικανική βοήθεια» του δόγματος Τρούμαν
Ειδικό κεφάλαιο αποτελεί το χρέος που προέρχεται από τα προγράμματα
FMF (αμερικανική στρατιωτική βοήθεια). Το έτος 2000 το συσσωρευμένο
χρέος προς τράπεζες των ΗΠΑ, εξαιτίας αυτού του λόγου ξεπερνούσε τα 6,3
δισ. δολάρια (δάνεια και τόκοι). Το 2002 ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας
είχε δηλώσει στη Βουλή απαντώντας σε Ερώτηση βουλευτών του ΚΚΕ μετά από
σχετικό δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει
στοιχεία πέρα από αυτό που έχουν οι ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα ότι: «Τα
στοιχεία του χρέους από το έτος 1994 και μετά τηρούνται από το υπουργείο
Οικονομικών. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία που μας έχουν
κοινοποιηθεί από τις ΗΠΑ, τα οφειλόμενα τοκοχρεολύσια για δάνεια FMF
(για το έτος 2001) ανέρχονται σε 523,25 εκατομμύρια δολάρια.
Διευκρινίζεται ότι οι παρατηρούμενες αυξήσεις, σε σχέση με τον αρχικό
σχεδιασμό, οφείλονται στη μεγάλη διαφοροποίηση της ισοτιμίας του
δολαρίου με τη δραχμή»!
Αποκαλυπτικός για το ίδιο θέμα ήταν ο πρώην αρχηγός και ΓΕΣ στρατηγός
Κ. Παναγιωτάκης, ο οποίος καταθέτοντας στις 17/11/2008, ως μάρτυρας σε
Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που διερευνούσε τις προμήθειες
εξοπλιστικών προγραμμάτων, που έγιναν επί υπουργίας των Α.
Τσοχατζόπουλου και Γ. Παπαντωνίου, είχε πει ότι η Ελλάδα επί πολλά
χρόνια δεχόταν από τις ΗΠΑ ό,τι περίσσευε, αφού «παίρναμε οπλικά
συστήματα τα οποία ήταν σάπια, με τις λεγόμενες βοήθειες και τα
προγράμματα FMF. Ό,τι περίσσευε μας δίνανε». Η μονόπλευρη, συνέχισε ο
ίδιος, οδός προμήθειας ορισμένων οπλικών συστημάτων κυρίως από τους
Αμερικανούς «μας δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις μας και στις
επιχειρήσεις μας, αν κάναμε, με τους Τούρκους». «Το ΝΑΤΟ μπορεί να μας
κάνει παρεμβολές όποτε θέλει», συνέχισε ο στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης και
είπε ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αρκετά όπλα για το ΝΑΤΟ. «Πρέπει κάποτε
να κρατάμε και κάποια οπλικά συστήματα για τη δική μας την άμυνα γιατί
το ΝΑΤΟ, όταν κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία δε θα μας βοηθήσει, όπως
ξέρετε».
Σχόλια