Παρά το καταστροφικό «κούρεμα», δεν είναι βιώσιμο το χρέος


της Ζέζας Ζήκου

Tο ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό, παρά το «κούρεμα» που κατέστρεψε τα ασφαλιστικά μας ταμεία, τις τράπεζές μας και κυρίως τους αποταμιευτές που εμπιστεύτηκαν τα ελληνικά ομόλογα. Η διαπίστωση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην έκθεσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της ελληνικής οικονομίας, ότι το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό παρά την «αναδιάρθρωση χρέους» (δηλαδή το «κούρεμα») και την υποστήριξη του «επίσημου» τομέα, αποτελεί κόλαφο για τη μνημονιακή συνταγή που ακολουθείται.


Τώρα, επισημαίνει το ΔΝΤ, για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, θα απαιτηθεί οι Ευρωπαίοι εταίροι να προσφέρουν επιπλέον «ανακούφιση» με νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και, όπως σημειώνει, η Ευρωζώνη έχει δεσμευτεί να λάβει μέτρα μείωσης του ελληνικού χρέους – χρέος που βρίσκεται στα δικά της χέρια. «Με το ελληνικό χρέος τώρα να βρίσκεται.....
κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος στα χέρια του επίσημου τομέα, θα απαιτηθεί οι πιστωτές να έχουν έτοιμο ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους». Απαραίτητη προϋπόθεση (!) βέβαια είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από την Ελλάδα.

Όσον αφορά τη βαθιά ύφεση, στην έκθεση σημειώνεται πως με δεδομένο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα παραμείνει (!) για χρόνια και θα περιορίζει την αύξηση του ΑΕΠ, η βασική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί η εμπιστοσύνη που απαιτείται για την ανάκαμψη των επενδύσεων. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ευρεία εγχώρια υποστήριξη στο μνημονιακό πρόγραμμα και η πολιτική σταθερότητα που αυτό συνεπάγεται. «Το μάθημα του παρελθόντος είναι ότι μόνο με πλήρη εφαρμογή των πολιτικών και δέσμευση στο μνημονιακό πρόγραμμα μπορούν να μπουν σε λειτουργία οι βάσεις της ανάκαμψης», επισημαίνουν οι αναλυτές του ΔΝΤ.

Προφανώς αποκρύπτεται το ότι η θανάσιμη διασύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με τα Μνημόνια και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, σε συνδυασμό με την αναθέρμανση της χαμένης λόγω ευρώ ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, προκαλεί την εσωτερική πτώχευση της χώρας... Η χώρα ασφυκτιά επειδή ζει χωρίς καμία χαραμάδα αναπτυξιακής προοπτικής. Επί τρία χρόνια γράφουμε ότι το εφιαλτικό σενάριο για την Ελλάδα είναι το ενδεχόμενο τα σκληρά μέτρα να μην αποδώσουν. Τότε είναι που η ασφυξία οδηγεί στην εξαθλίωση.

Η δρακόντεια λιτότητα διατυμπανίζεται ως ο δρόμος προς την υγιή ανάπτυξη, μολονότι στερεί από την οικονομία την παραγωγική της δυνατότητα. Όσοι συντάσσονται με τη λογική της λιτότητας είναι σαν να περνούν οι ίδιοι στον λαιμό τους τη θηλιά που έχουν ετοιμάσει γι’ αυτούς οι δανειστές. Μπορεί αυτοί να έχουν εξασφαλίσει τον πολιτικό έλεγχο των χωρών, αλλά με αυτήν τη λογική δεν θα υπάρξουν νικητές, αλλά μονάχα ηττημένοι, δανειστές και οφειλέτες.

Χωρίς διαγραφή του επαχθούς χρέους μιας χώρας δεν επιτυγχάνεται οικονομική ανάκαμψη, όπως συνέβη στη μεταπολεμική Γερμανία. Αυτό επισημαίνει η στήλη για πολλοστή φορά. Απλώς να θυμίσω ότι η «σεισάχθεια», την οποία εξασφάλισε η Γερμανία με τη Συμφωνία του Λονδίνου πριν από 60 χρόνια, την 27η Φεβρουαρίου 1953, της προσέφερε κάτι σπάνιο στην Ευρώπη του 20ού αιώνα: τη διαγραφή στο ήμισυ των προπολεμικών και μεταπολεμικών χρεών της.

Ο Γερμανός ειδικός σε θέματα μείωσης των χρεών τών υπό ανάπτυξη χωρών, Γιούργκεν Kάιζερ, επισημαίνει ότι οι Γερμανοί για πολλά χρόνια απωθούσαν το γεγονός ότι η χώρα τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπερχρεωμένη. Πίστευαν ότι με την εργατικότητά τους και την αμερικανική αρωγή επετεύχθη η ανοικοδόμηση. Απαιτήσεις από τη Γερμανία είχαν 70 χώρες, ενώ το 1953 το συνολικό χρέος της ανερχόταν σε 30 δισ. μάρκα (περίπου 15,3 δισ. ευρώ). Το ήμισυ αφορούσε την προπολεμική και το υπόλοιπο τη μεταπολεμική περίοδο. Αυτό αντιστοιχούσε στο 23% του ΑΕΠ. Το 1953, όμως, η Γερμανία δεν επεδίωκε λιτότητα για την αποπληρωμή των οφειλομένων, εφόσον χρειαζόταν κεφάλαια ανάπτυξης. Όπως προσθέτει ο Γιούργκεν Kάιζερ, η διαγραφή του γερμανικού χρέους διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί η χώρα σε εξαγωγική δύναμη, εφόσον συνέφερε τους δανειστές της να παράγει, να πωλεί τα προϊόντα της και να τους εξοφλεί. «Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα», προτείνει.

Μετά τη διαίρεση της Γερμανίας κατά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ και οι διαπραγματευτές έπρεπε να απαντήσουν στο εξής: Θα ανελάμβανε η Δυτική Γερμανία την κληρονομιά των χρεών του ναζιστικού καθεστώτος ή θα το απέφευγε, εφόσον η Ανατολική Γερμανία τελούσε υπό σοβιετικό έλεγχο; Ο Αντενάουερ έκλινε προς την πρώτη επιλογή, γιατί, πρώτον, είχε ως ύψιστη προτεραιότητα την ανάκτηση της κυριαρχίας της νεοπαγούς Δημοκρατίας και, δεύτερον, επεδίωκε να αποκαταστήσει τη δανειοληπτική της αξιοπιστία στο διεθνές σκηνικό.

από το «Ας μιλήσουμε επιτέλους» Πηγή

Σχόλια