Οσα μας χρωστούν οι Γερμανοί...


Το πόρισμα του υπουργείου Οικονομικών και η ιστορική ευθύνη της κυβέρνησης
Νεκροί Ελληνες από την πείνα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής μεταφέρονται με το ανατριχιαστικό κάρο στο νεκροταφείο.
Μισό αιώνα μετά το άρθρο του καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου στο «Βήμα της Κυριακής», 18 Νοεμβρίου 1962, για τις «Αξιώσεις μας έναντι της Γερμανίας και της Ιταλίας», στο οποίο έγραφε ότι «ικανοποιούμεν προθύμως τας αξιώσεις των άλλων αλλά παραμελούμεν τας ιδικάς μας διεκδικήσεις», έφθασε η ώρα η Πολιτεία να υπολογίσει «όσα μας χρωστούν  οι Γερμανοί...». Υστερα από έρευνα δυόμισι μηνών το υπουργείο Οικονομικών ολοκλήρωσε, αφού πρώτα το διέσωσε, την επεξεργασία του ιστορικού αρχείου για τις αποζημιώσεις(πάνω από 200 εκατ. μάρκα) που διεκδίκησαν ιδιώτες λόγω του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και όλα τα ντοκουμέντα, συμφωνίες, δικαστικές αποφάσεις, νομικά κείμενα κ.ά., όσα δηλαδή μπορεί να αφορούν τις επανορθώσεις που δεν δόθηκαν.

Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και το υπουργείο Εξωτερικών έχουν πλέον στα χέρια τους το πόρισμα των 80 σελίδων με στοιχεία, αποδείξεις και νομικά επιχειρήματα για τις οφειλές των Γερμανών προς τη χώρα μας. Το βάρος, η ιστορική ευθύνη, πέφτει πλέον στην τρικομματική κυβέρνηση να αποκαλύψει όλα τα στοιχεία και να καθορίσει την εθνική στάση απέναντι στο ευαίσθητο αυτό ζήτημα που «σκάει σαν βόμβα» την ώρα που είμαστε κάτω από την ασφυκτική πίεση των δανειστών για το ελληνικό χρέος. Βέβαια το θέμα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό, καθώς αν τεθεί στο τραπέζι επηρεάζει όχι μόνο τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία, αλλά και άλλες χώρες.

Μέχρι σήμερα είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που ενήργησε η κυβέρνηση, η οποία τον περασμένο Δεκέμβριο, κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, συνέστησε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επιτροπή, με πρόεδρο τον γενικό διευθυντή Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κ. Παναγιώτη Καρακούση, για να ερευνήσει και να μελετήσει τα αρχεία για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.Στις 8 Μαρτίου παραδόθηκε το αρχείο ταξινομημένο στο θησαυροφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών και το πόρισμα των 80 σελίδων στην πολιτική ηγεσία.
Το πόρισμα όμως χαρακτηρίστηκε «απόρρητο», προκαλώντας απορίες και ερωτηματικά για τον λόγο της διαβάθμισης.

Αμέσως λοιπόν άνοιξε η συζήτηση για το κατά πόσο στοιχειοθετούνται αυτά που όλοι πιστεύουν επί δεκαετίες:
Οτι οι γερμανικές αποζημιώσεις για τον πόλεμο δεν δόθηκαν στην Ελλάδα.
(Τα ευρήματα ως προς αυτή τη διαπίστωση - οι συμφωνίες, οι αποδείξεις που αντλήθηκαν από 761 τόμους ιστορικού αρχειακού υλικού - χαρακτηρίστηκαν «απόρρητα» και παραδόθηκαν στο υπουργείο Εξωτερικών.)
Οτι το ζήτημα του κατοχικού αναγκαστικού δανείου δεν έχει διευθετηθεί ακόμα.
(Οι ερευνητές ως προς αυτό δεσμεύθηκαν με λόγο τιμής να μην αποκαλύψουν τίποτε, αλλά να αφήσουν στην κυβέρνηση τους χειρισμούς, καθώς η χώρα διανύει κρίσιμη περίοδο.)

Η κυβέρνηση από την πλευρά της περιορίστηκε να ευχαριστήσει τους ερευνητές και να σιωπήσει...
Στις 8 Μαρτίου από το γραφείο του κ. Σταϊκούρα ανακοινώθηκαν τα εξής:
«Την Παρασκευή παραδόθηκε στον υπουργό το έργο της Ομάδας Εργασίας που είχε συσταθεί για την Ερευνα των Αρχείων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που αφορούν στις περιόδους του Α' και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για ένα έργο συλλογής, κωδικοποίησης, καταγραφής, ταξινόμησης και προστασίας του μεγάλου, παλαιού και ιστορικού αρχειακού υλικού.
Ενα έργο που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε, ουσιαστικά και οργανωμένα, εντός του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με τη συγκέντρωση του ιστορικού υλικού σε χώρο του κεντρικού κτιρίου, όπου και φυλάσσεται.
Η πολιτική ηγεσία ευχαριστεί τον συντονιστή κ. Παναγιώτη Καρακούση και τα μέλη της Ομάδας Εργασίας για την ολοκλήρωση του έργου που τους ανατέθηκε».

Κατόπιν αυτού «Το Βήμα» αναζήτησε το αρχείο και το συμπέρασμα του πορίσματος. Και έπειτα από ειδική άδεια του υπουργού συνομίλησε με τον γενικό διευθυντή του ΓΛΚ για το έργο που του ανατέθηκε...
Υπό αυτές τις συνθήκες ο κ. Καρακούσης αφηγείται:

«Το ιστορικό αυτό αρχείο ήταν διάσπαρτο, πεταμένο σε τσουβάλια μέσα στις αποθήκες. Ενα μεγάλο μέρος ήταν σε μια αποθήκη στα Σεπόλια, ένα άλλο μέρος των εγγράφων σε μια υπόγεια αποθήκη στο Παγκράτι και ένα μικρό μέρος φυλασσόταν στη Διεύθυνση 25 (Δ 25) στο Λογιστήριο. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να ανασύρουμε όλους τους φακέλους με τα έγγραφα και να τα διασώσουμε. Τα συγκεντρώσαμε εδώ στο Γενικό Λογιστήριο (Πανεπιστημίου 37). Αφού διαπιστώσαμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, ζητήσαμε τη συνδρομή ειδικών των Γενικών Αρχείων του Κράτους αφενός για τη συντήρησή τους, αφετέρου για την ταξινόμηση του υλικού που έγινε με ειδική μεθοδολογία».

Ενας τεράστιος όγκος και δημόσιο υλικό
«Να σκεφτείτε ότι απ' όλα τα έγγραφα που ξεπερνούν τις 190.000 σελίδες αφαιρέσαμε τις καρφίτσες, τους συνδετήρες, τα συντηρήσαμε και τα τοποθετήσαμε σε καινούργιους φακέλους χωρίς να γίνει κανενός είδους εκκαθάριση ή αλλοίωση.

Το περιεχόμενο του κάθε φακέλου - που περιέχει περίπου 240-300 σελίδες εγγράφων - είναι καταγραμμένο σε πρόγραμμα Excel ώστε ο κάθε ερευνητής ή ιστορικός που θα ζητήσει να το μελετήσει να μπορεί να βρει αυτό που θέλει.

Απομένει βέβαια η ψηφιοποίησή του που θα είναι το επόμενο βήμα που θα κάνουμε».
Από τους 761 φακέλους οι:
109 ή το 14% του συνόλου αφορούν έγγραφα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
652 ή το 86% αφορούν έγγραφα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Χαρακτηριστικά, από τους 109 φακέλους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 93% αφορά αποζημιώσεις για τις ζημιές που προκλήθηκαν την περίοδο ουδετερότητας του Ν. 496/76, ενώ για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το 91% αφορά την αποζημίωση για ομηρείες και θανάτους του ΝΔ 4178/61.

Το 90% των εγγράφων αφορά τη διαχείριση υποθέσεων ιδιωτών. Στους φακέλους υπάρχουν αιτήσεις αποζημίωσης - από κληρονόμους για τραυματισμούς, θανάτους, αιχμαλωσίες συγγενικών τους προσώπων, καταστροφές σε περιουσίες, κατοικίες, καταστήματα, επιχειρήσεις.

Το 10% είναι επίσημες συμφωνίες, ιστορικές διακοινώσεις και επίσημη αλληλογραφία υπηρεσιών των κρατών.
«Από τη μελέτη των εγγράφων», σημειώνει ο κ. Καρακούσης, «μόνο το 55% των επιδικασθέντων ποσών έχει καταβληθεί στους ιδιώτες. Πρόκειται για 115 εκατ. ευρώ που δόθηκαν από τους Γερμανούς σύμφωνα με τις αποφάσεις, ενώ τα υπόλοιπα ποσά (100 εκατ. μάρκα τότε) δεν καταβλήθηκαν ποτέ. Ολα αυτά, δηλαδή η αποζημίωση των ιδιωτών, προβλέπονταν στο νομοθετικό διάταγμα 4781 του 1961. Με αυτό το διάταγμα κυρώθηκε η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για την αποζημίωση των προσώπων που εθίγησαν από τα εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεως».

Εδώ τελειώνει η αφήγηση...

Αυτό που συμπεραίνει κάποιος από την έρευνα είναι ότι ενώ οι ιδιώτες Ελληνες βρήκαν το νομικό μονοπάτι να διεκδικήσουν τις αποζημιώσεις για τα δεινά που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, η Πολιτεία δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο να διεκδικήσει τις επανορθώσεις που άλλωστε προβλέπονταν στη Συνθήκη των Παρισίων και στη Συμφωνία του Λονδίνου.

Η Ιστορία αποκαλύπτει όμως πως αντίθετα με τους ιδιώτες που κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη πατώντας στις διεθνείς συμφωνίες, κανένα ποσό δεν διεκδικήθηκε από το Δημόσιο για τις γερμανικές επανορθώσεις. Από τον πόλεμο προκλήθηκαν τεράστιες ζημιές σε υποδομές, συγκοινωνίες, κτίρια, γέφυρες, δρόμους, λιμάνια, πλοία, νοσοκομεία και όποια άλλη καταστροφή μπορεί να φέρει ένας πόλεμος. Η Γαλλία, η Αγγλία, η Πολωνία, ακόμη και η Γιουγκοσλαβία, διεκδίκησαν με βάση τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1953 τις γερμανικές επανορθώσεις και αποζημιώθηκαν από τη Γερμανία. Σημειώνεται ότι η Συμφωνία του Λονδίνου προέβλεπε ότι τα χρέη της Γερμανίας στο εξωτερικό θα αποπληρωθούν μόνο αν η Γερμανία επανενωθεί και ξαναγίνει ενιαία. Αυτό ξεκίνησε το 1989 και επισήμως η επανένωση των δύο Γερμανιών έγινε πραγματικότητα στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Δυσθεώρητο ύψος
Μόνο η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των λογαριασμών που τηρούσε, γνωρίζει το σύνολο των καταβολών προς τους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το συνολικό ποσό που αφορά τη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ. και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ.

Μετά την αφαίρεση των εξόδων κατοχής που καταβάλλονταν σύμφωνα με τον νόμο που υπήρχε και όπως αυτά είχαν συμφωνηθεί με τους κατακτητές η Γερμανία έλαβε ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ. και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.

Αυτά τα ποσά είναι τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια που θα έπρεπε - κατά τις Συμφωνίες του Μαρτίου του 1942 και του Δεκεμβρίου του 1942 - να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου.

Μόνο από την πρώτη αποτίμηση που έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο από την Τράπεζα της Ελλάδος φαίνεται ότι το ποσό αντιστοιχούσε σε 4,5 εκατ. χρυσές λίρες Αγγλίας.

Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με βάση τη χρυσή λίρα υποστήριξε ο καθηγητής Αγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου.

Η συζήτηση περί αποτίμησης του χρέους και της μεθοδολογίας που πρέπει να ακολουθηθεί συνεχίζεται ως σήμερα.

Παναγιώτης Καρακούσης:
«Το ιστορικό αρχείο ήταν σχεδόν πεταμένο»
«Το ιστορικό αρχειακό υλικό ήταν διασκορπισμένο σε διάφορους αποθηκευτικούς χώρους (Σεπόλια, Παγκράτι) ευρισκόμενο σε αθλία κατάσταση, σχεδόν πεταμένο.

Δεν μπορώ να μπω στην ουσία των θεμάτων της έκθεσης που παραδώσαμε στις 8 Μαρτίου, γιατί όπως γνωρίζετε είναι απόρρητη. Μπορώ όμως να σας πω, και αυτό γιατί περιλαμβάνεται στο ίδιο το ΝΔ 4178/61, ότι για αποζημιώσεις ελλήνων υπηκόων που εθίγησαν από τα μέτρα δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας (ομηρεία, θάνατοι κ.λπ.) με την από 18.3.1960 σύμβαση μεταξύ της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και της Ελλάδος, καταβλήθηκε από την πρώτη το ποσό των 115 εκατ. γερμανικών μάρκων, το οποίο και αποδόθηκε στους δικαιούχους».

Μανώλης Γλέζος:
«Και ένα µάρκο να ήταν η οφειλή...»
«Και ένα µάρκο να ήταν η οφειλή, η Γερµανία έχει τη νοµική, την ιστορική, αλλά προπαντός την ηθική υποχρέωση να εκπληρώσει τα χρέη της απέναντι στην Ελλάδα» σημειώνει ο Μανώλης Γλέζος στο τελευταίο του βιβλίο.

Προτείνει τη σύσταση διακομματικής επιτροπής στη Βουλή, η οποία θα εξετάσει και θα προωθήσει το θέμα αυτό. Ο ίδιος είχε αντιδράσει οργισμένα στην προσπάθεια της Γερμανίας να κλείσει το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, μετά τη σχετική δήλωση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών ότι «δεν τίθεται θέμα αποζημιώσεων στην Ελλάδα». Ο κ. Γλέζος απαντώντας στους ισχυρισμούς του Βερολίνου εξήγησε ότι η δήλωση είναι ανιστόρητη, διότι αγνοεί την απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής των Παρισίων του 1946, η οποία καταλόγισε στη Γερμανία ότι οφείλει να καταβάλει στην Ελλάδα 7 δισ. δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή 108 δισ. ευρώ χωρίς τους τόκους. Κι αυτό πέραν της επιστροφής του αναγκαστικού δανείου.

Η Συμφωνία του Λονδίνου
Δεν υπάρχει θέμα παραγραφής
Οι διατάξεις των άρθρων 17, 5 και 2 της Συμφωνίας του Λονδίνου της 27ης Φεβρουαρίου 1953 περί εξωτερικών γερμανικών χρεών ορίζουν ότι η Γερμανία αναλαμβάνει την υποχρέωση, μετά την επανένωσή της (άρθρο 5, παρ. 2), όχι μόνο να ρυθμίσει τις εξωσυμβατικές αποζημιωτικές υποχρεώσεις της (οφειλές από αδικοπραξίες των στρατευμάτων κατοχής), αλλά και να εκδώσει εκείνες τις νομοθετικές διατάξεις και να λάβει εκείνα τα διοικητικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής. Επίσης υποχρεώθηκε να τροποποιήσει ή να καταργήσει νομοθετικές διατάξεις και διοικητικές πράξεις που δεν είναι συμβατές με τη Συμφωνία και τα Παραρτήματα αυτής. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουν έγκυροι νομικοί κύκλοι, για ζητήματα πολεμικών επανορθώσεων δεν τίθεται ούτε υπάρχει θέμα παραγραφής.

Στις 2 Ιουλίου του 2011 ο γάλλος οικονομολόγος και σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης Jacques Delpla δήλωσε ότι οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ανέρχονται σε 575 δισ. δολάρια («Les Echos», 2 Ιουλίου 2011). Ο γερμανός ιστορικός Οικονομολογίας Dr. Albrecht Ritschl συνέστησε στη Γερμανία να ακολουθήσει μια περισσότερο μετριοπαθή πολιτική στην ευρωκρίση του 2008-2011, διότι ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με δικαιολογημένες απαιτήσεις για πολεμικές επανορθώσεις από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο («Der Spiegel», 21 Ιουνίου 2011, Guardian.co.uk, 21 Ιουνίου 2011).

Το κατοχικό δάνειο
Ολες αυτές οι σκέψεις, τα νεότερα στοιχεία και οι εξελίξεις που μπορεί να πυροδοτήσουν φέρνουν στο προσκήνιο ξανά τα ερωτηματικά για το τι απέγινε και το κατοχικό δάνειο το οποίο αναγκάστηκε να δώσει η Τράπεζα της Ελλάδος στους κατακτητές - Γερμανούς και Ιταλούς - από το 1942 ως το 1944 καταβάλλοντας πάνω από 3,5 δισ. κατοχικές δραχμές κάθε μήνα για τη μισθοδοσία και τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Από το ιστορικό υλικό που βρίσκεται στην Τράπεζα της Ελλάδος και στο υπουργείο Εξωτερικών θεμελιώνεται νομικά (πέραν της διακοίνωσης των Γερμανών και των Ιταλών για τον υποχρεωτικό δανεισμό τους από την Ελλάδα) ότι επρόκειτο για υποχρεωτικό δανεισμό και αυτό για τρεις λόγους:
1. Τα χρήματα καταβάλλονταν κάθε μήνα, άρα η οφειλή έχει όχι μόνο de jure, αλλά και de facto αναγνωριστεί από τη Γερμανία.

2. Σε ορισμένες δόσεις υπήρχε υπόλοιπο που δεν τραβούσαν τα στρατεύματα κατοχής.

3. Υπήρξαν μήνες που επιστράφηκε ποσό της δόσης του δανείου.

Ολα αυτά συνηγορούν στο γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ότι πρόκειται για ένα δάνειο αναγκαστικό, το οποίο υποχρεώθηκε η Ελλάδα να καταβάλει στους κατακτητές.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι μελετητές, οι οποίοι σοκάρονται από την ιστορική πραγματικότητα, είναι ότι η Ελλάδα δεν έλαβε αποζημίωση ποτέ ούτε για το κατοχικό δάνειο ούτε για τις ζημιές που υπέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Και το κυριότερο είναι ότι η Ελλάδα πλήρωσε μέχρι κεραίας όλα τα δάνεια που είχε πάρει ως κράτος πριν από την περίοδο του πολέμου ως το 1932, ως την πτώχευση του Απριλίου εκείνου του έτους, όταν και διακόπηκε ο διεθνής δανεισμός.
πηγή
=================

Der Spiegel: 162 δισ. ευρώ χρωστάει η Γερμανία στην Ελλάδα
Το γερμανικό περιοδικό αναδημοσιεύει το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» με τίτλο «Οσα μας χρωστούν οι Γερμανοί...» και υπολογίζει το ύψος του χρέους

Θετικά απαντά ομάδα εμπειρογνωμόνων μετά από ενδελεχείς έρευνες σε αρχεία, όπως αναδημοσιεύει από το «Βήμα» το περιοδικό Der Spiegel και παρουσιάζει η Deutsche Welle.

H διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Der Spiegel αναδημοσιεύει άρθρο με τον τίτλο «Όσα μας χρωστά η Γερμανία» από το κυριακάτικο φύλο της εφημερίδας «Το Βήμα». Πρόκειται για το γνωστό θέμα της καταβολής των πολεμικών αποζημιώσεων από τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το Spiegel γράφει ότι πρόκειται για πόρισμα επιτροπής εμπειρογνωμόνων που εξετάζει κατ΄εντολή του υπουργείου Οικονομικών πιθανή αξίωση καταβολής αποζημιώσεων από την Γερμανία, Η έκθεση 80 σελίδων είναι διαβαθμισμένη ως «άκρως μυστική». Το «Βήμα» όμως για πρώτη φορά βγάζει στη δημοσιότητα κάποια στοιχεία. Σύμφωνα λοιπόν με το αποτέλεσμα της έρευνας η Ελλάδα δεν έλαβε ποτέ αποζημιώσεις, ούτε για το κατοχικό δάνειο, ούτε για τα δεινά που υπέστη κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Η έκθεση βασίζεται σε 761 τόμους από αρχειακό υλικό, μεταξύ αυτών συμφωνίες, νομοθετικά κείμενα και δικαστικές αποφάσεις. Όπως δηλώνει ο επικεφαλής της επιτροπής, Παναγιώτης Καρακούσης, οι εμπειρογνώμονες επεξεργάστηκαν 190.000 σελίδες διασκορπισμένες σε διάφορα αρχεία, πολλά εκ των οποίων βρέθηκαν στα υπόγεια δημοσίων κτηρίων.

Σύμφωνα με το Spiegel το άρθρο δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα ποσά. Αλλά υπολογίζεται ότι η Γερμανία χρωστά στην Ελλάδα 108 δισ ευρώ για την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων υποδομών και 54 δισ για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο. Το συνολικό ποσό των 162 δισ ευρώ αντιστοιχεί στο 80% του σημερινού ΑΕΠ και σε περίπτωση που θα καταβάλλονταν θα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της χώρας. Η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν τίθεται πλέον θέμα αποζημιώσεων και η ελληνική «πατάει φρένο», θεωρεί το θέμα εξαιρετικά ευαίσθητο και φοβάται ότι θα μπορούσε να βλάψει τις σχέσεις της με τον πιο σημαντικό δανειστή της Ευρώπης. πηγή
=========================


Τεκμηρίωση των Γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα

του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου*

Η μόνη χώρα της ευρωζώνης, που δεν υπέγραψε την δανειακή σύμβαση Ελλάδας– χωρών ευρωζώνης (έχει επικρατήσει να αναφέρεται ως μνημόνιο Νο1) απευθείας με την Ελλάδα ήταν η Γερμανία (αντ’ αυτής υπέγραψε η γερμανική κρατική επενδυτική τράπεζα ειδικού σκοπού KFW). Ο προφανέστατος λόγος, είναι η ύπαρξη του γερμανικού κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων (όχι οι γερμανικές κατοχικές αποζημιώσεις για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την γερμανική κατοχή, που πρέπει να διεκδικηθούν). Το ύψος τους κατά το έτος 2010, χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμάτο σε 162 δις ευρώ.

Η απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής των Παρισίων του 1946, καταλόγισε στη Γερμανία ότι οφείλει να καταβάλλει στην Ελλάδα:

- 7,1 δις δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή αξίας 108 δις ευρώ το 2010 χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, που είναι επανορθώσεις για καταστροφές στις υποδομές κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και οφείλονται στο ελληνικό δημόσιο.

- Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο ύψους 3,5 δις δολαρίων, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή ....
αξίας 54 δις ευρώ το 2010 χωρίς συνυπολογισμό των τόκων. Το δάνειο αυτό, υπολογιζόμενο κάθε έτος, τόσο από την τράπεζα της Ελλάδας, όσο και από την γερμανική κρατική τράπεζα, προκάλεσε καθοριστικά την πείνα και τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από την γερμανική κατοχή.

Η Γερμανία δεν έχει προβεί σε εξόφληση αυτών των αναγνωρισμένων οφειλών της προς την Ελλάδα, ενώ έχει εξοφλήσει όλες ανεξαιρέτως τις χώρες με τις οποίες βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση. Και τα δύο αυτά ποσά δεν έχουν παραγραφεί, ούτε μπορούν να παραγραφούν, γιατί είναι αναγνωρισμένες οφειλές με διεθνείς συμφωνίες και διεθνείς συμβάσεις και είναι αρκετή η έγγραφη απαίτησή τους από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Εάν αυτό συνέβαινε και η γερμανική κυβέρνηση αρνιόταν την καταβολή τους, η όποια ελληνική κυβέρνηση θα στοιχειοθετούσε δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια και αναμφισβήτητης δικαίωσής της για την λήψη τους.

Η σχετική δανειακή συμφωνία του αναγκαστικού γερμανικού κατοχικού δανείου υπογράφηκε την 14/3/1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23-3-1942 και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23-3-1942.

Σύμφωνα μ’αυτήν:

- Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται μηνιαία να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).

- Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές, δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).

- Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (αρθ. 4).

- Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1/1/1942 (άρθρ. 5).

Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα ως υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν. Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφληση του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές. Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2-4-1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδινε εντολή στην Τράπεζα Ελλάδος να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Άλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές.

Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετατρέπουν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική. Δηλαδή το δάνειο παύει να είναι αναγκαστικό και μεταπίπτει σε κοινό συμβατικό δάνειο. Με την πρώτη τροποποίηση (2/12/1942) ορίζεται ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3). Μάλιστα κατέβαλαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησαν την επιστροφή του, οπότε μεταπίπτει σε έντοκο λόγω υπερημερίας. Δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο. Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο. Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Συνεπώς δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που ανέστειλε την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας.

Η σημερινή Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι δανείσθηκε από το ελληνικό κράτος κατά παράβαση του άρθρου 49 της σύμβασης της Χάγης του 1909, που ισχύει και σήμερα. Δανείσθηκε από ένα κράτος που η ίδια η ναζιστική Γερμανία είχε χαρακτηρίσει ακατάλυτο και ότι οι ναζί δεν αμφισβήτησαν ποτέ το δάνειο αλλά και άρχισαν την αποπληρωμή του, ενώ και ο καγκελάριος Έρχαρντ το 1964 είχε δεσμευθεί για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας. Η Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι η γερμανική κατοχή είναι υπεύθυνη για το οικονομικό ελληνικό ολοκαύτωμα της περιόδου 1940-44, για την αύξηση του πληθωρισμού 15,3 εκατομμύρια φορές και ότι μόνο η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τότε Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις. Για την επανόρθωση η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946. Αυτό η Ελλάδα μετά την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου θα το αναζητούσε στον εξωτερικό δανεισμό. Από την άλλη πλευρά αυτή που αμφισβητεί και αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου είναι η μετά το 1990 ενωμένη και δημοκρατική Γερμανία

Ο Γερμανός ιστορικός Albrecht Ritchl, σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, ανέφερε εμφατικά ότι εάν η Γερμανία πιέσει την Ελλάδα τότε η χώρα μας μπορεί να αξιώσει την καταβολή των γερμανικών επανορθώσεων και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου. Ο Γάλλος οικονομολόγος Jacques Delpla, σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα Les Echos το 2010, υποστήριξε ότι σύμφωνα με υπολογισμούς του το συνολικό ποσό που οφείλει η Γερμανία στη Ελλάδα ανέρχεται στο ποσό των 575 δις ευρώ, με συνυπολογισμό των τόκων. Κατ’ άλλους οικονομολόγους αυτό το ποσό υπερβαίνει σήμερα τα 1,1 δις ευρώ, με συνυπολογισμό των τόκων. Το προκύπτον ποσό είναι άμεσα απαιτητό από την γερμανική κυβέρνηση, μετά την ενοποίηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1990, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Η ελληνική κυβέρνηση δικαιούται και οφείλει να εγγράψει την γερμανική οφειλή στις ανείσπρακτες οφειλές προς το ελληνικό Δημόσιο και στον Κρατικό Προϋπολογισμό, με την αιτιολόγηση ότι πρόκειται για άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν σχετικής εντολής, μπορούν να προβούν σε όλες τις απαραίτητες σχετικές άμεσες ενέργειες για την είσπραξη του ληξιπρόθεσμου γερμανικού χρέους. Το γεγονός αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την μετατροπή του προϋπολογισμού της χώρας σε εντονότατα πλεονασματικό, την ολοσχερή εξάλειψη του δημόσιου χρέους και την μετατροπή του σε μεγάλο δημόσιο σωρευτικό πλεόνασμα. Συνεπώς θα σήμαινε την έξοδο της Ελλάδας από την δημοσιονομική παρακολούθηση-εποπτεία της ΕΕ, την εκπλήρωση των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ, την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΑΑΑ, την ραγδαία εξαφάνιση των spreads δανεισμού κλπ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Eurostat, η Γερμανία θα υποχρεωνόταν να εγγράψει στον δικό της Κρατικό Προϋπολογισμό το οφειλόμενο δημόσιο χρέος προς την Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο θα θέτονταν ζήτημα δημοσιονομικής επιτήρησης της Γερμανίας από την ΕΕ, λόγω μη εκπλήρωσης των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ και των όρων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας, που προσπαθεί να επιβάλει με κάθε τρόπο και με την απειλή ποινών στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.

*Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα).

από το «iskra.gr»
==================


Δευτέρα, 15 Απριλίου 2013
Ιστορική κατάθεση: Τι μου είπε για το κατοχικό δάνειο ο Ανδρέας Παπανδρέου…
Ήταν Παρασκευή απόγευμα, 17 Νοεμβρίου 1995, όταν σχημάτιζα τον αριθμό τηλεφώνου της κατοικίας του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Ήθελα να μιλήσω μαζί του για ένα σοβαρό θέμα: το αναγκαστικό δάνειο που είχε συνάψει η Τράπεζα της Ελλάδος τον Μάρτιο του 1942 με το Γ΄ Ράιχ.
Γράφει ο ΦελΝίκος

Η εφημερίδα «Επενδυτής», την οποίαν διηύθυνα, είχε το προηγούμενο Σάββατο αποκαλύψει κατ’ αποκλειστικότητα ότι η ελληνική κυβέρνηση με ρηματική διακοίνωση ζητούσε από την ενωμένη Γερμανία του Χέλμουτ Κολ την επιστροφή του κατοχικού δανείου (38 εκατ. χρυσές λίρες), το οποίο τότε υπολογιζόταν σε 17 δισ. δολάρια ή 4 τρισ. δραχμές με βάση την ισοτιμία δραχμής – δολαρίου εκείνη την εποχή.
Θυμάμαι τις λεπτομέρειες του τηλεφωνήματος επειδή είχα το θλιβερό προνόμιο να είμαι ο τελευταίος δημοσιογράφος που μίλησε με τον Α. Παπανδρέου πριν εισαχθεί, δύο μέρες μετά, στο Ωνάσειο, που ουσιαστικά σήμανε το πολιτικό και βιολογικό τέλος του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.
Να σημειώσω εδώ ότι εκείνη την περίοδο ο Α. Παπανδρέου ήταν πολιτικά στριμωγμένος λόγω εσωκομματικής αμφισβήτησης από την «ομάδα των 4» (Σημίτης, Πάγκαλος, Β. Παπανδρέου, Παρ. Αυγερινός), σκανδάλων και σκανδαλώδους συμπεριφοράς της «αυλής» του, και ιδιαίτερα της συζύγου του Δήμητρας Λιάνη.
Η σημείωση είναι απαραίτητη για να μεταφερθείτε στο κλίμα της εποχής και να μπορέσετε να κατανοήσετε στο σύνολό του το τότε κείμενό μου, το οποίο αναδημοσιεύεται αυτούσιο, καθώς -εκτός από ιστορική σημασία- μπορεί να εξηγήσει και τον σημερινό «θόρυβο» γύρω από το κατοχικό δάνειο και τις οφειλόμενες γερμανικές αποζημιώσεις.
Αποφασισμένος να διεκδικήσει από τη Γερμανία το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο της Τραπέζης της Ελλάδος, ύψους περίπου 4 τρισ. δραχμών, είναι ο πρωθυπουργός, ακόμη και μετά την απόρριψη από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών της ρηματικής διακοίνωσης της κυβέρνησης.
Μάλιστα, με δήλωσή του στον «Ε» τονίζει τα εξής:
«Το θέμα της επιστροφής του δανείου είναι πολύ σαφές. Δεν υπάρχει κάτι που να θέτει σε αμφισβήτηση τη διεκδίκησή του. Το διαχωρίζουμε από τις αποζημιώσεις, που είναι ευρύτερο και άλλης υφής ζήτημα. Η διεκδίκηση της επιστροφής του κατοχικού δανείου δεν πρέπει να σχετίζεται με τις καλές σχέσεις που έχουμε με τη Γερμανία. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα σ’ αυτές τις σχέσεις, όμως το αίτημά μας είναι δίκαιο και θα επιμείνουμε σ’ αυτό».
Ο κ. Α. Παπανδρέου, όταν του ζήτησα να μου περιγράψει την προ τριακονταετίας συνάντηση που είχε με τον τότε καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας για το θέμα του δανείου, μου είπε: «Πήγα στη Βόννη το 1965 και συνάντησα τον καγκελάριο Λούντβιχ Έρχαρτ προκειμένου να του θέσω, όπως είχα την εντολή από το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του πατέρα μου, Γ. Παπανδρέου, το θέμα των επανορθώσεων και της επιστροφής του δανείου.

Ο Έρχαρτ αναγνώρισε το δίκαιο των αιτημάτων μας, αλλά μου είπε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτε έως ότου υπάρξει συμφωνία ειρήνης. Δεν συμφώνησε ακριβώς να μας επιστραφεί το δάνειο, αλλά αναγνώρισε σαφώς το δίκαιο της απαίτησής μας, την ικανοποίηση της οποίας παρέπεμψε όμως σε μέλλοντα χρόνο, μετά την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης, αφού η Γερμανία τότε ήταν χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική.
Ο πρωθυπουργός, στη διάρκεια της συνομιλίας μας, αφού εξήρε τη στάση του «Ε» να κάνει πρωτοσέλιδο το θέμα του δανείου (ως γνωστόν, ο «Ε» πρώτος και κατ’ αποκλειστικότητα στο προηγούμενο φύλλο του, της 11ης Νοεμβρίου, αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση επιδίδει ρηματική διακοίνωση στη Γερμανία με την οποία ζητείται η επιστροφή του κατοχικού δανείου ύψους 4 τρισ. δρχ.), εξέφρασε την πικρία του για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζονται τόσο σημαντικά θέματα.
«Η πολιτική βουλιάζει στην παρακμή. Ασχολείται με τα μικρά, τα ευτελή και τα προσωπικά, αντί να επικεντρώνει το ενδιαφέρον, την ενασχόληση και τις προσπάθειές της στα μεγάλα και σημαντικά προβλήματα των πολιτών και της χώρας. Και το θέμα της επιστροφής του δανείου είναι σημαντικό και εθνικής σημασίας», είπε χαρακτηριστικά, στέλνοντας ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες, και σίγουρα εκείνους που με πράξεις και δηλώσεις τους συντηρούν το κλίμα νοσηρότητας και παρακμής που επικρατεί το τελευταίο διάστημα.
Ο τρόπος αλλά κυρίως το ύφος με το οποίο ο κ. Α. Παπανδρέου μού διατύπωνε τις απόψεις του μου έκαναν πραγματικά εντύπωση. Μια σταγόνα πίκρας για τη μιζέρια της πολιτικής και μια σπίθα έξαψης για την ουσία του θέματος του δανείου.
Όσο τον άκουγα, η φωνή μου μπλεκόταν με τη σκέψη μου που ανέτρεχε σε όσα μου είχε πει στενός του συνεργάτης. «Με τον Ανδρέα μπορείς να συζητήσεις επί μακρόν θέματα στρατηγικής και μεγάλα -που αφορούν το σύνολο της χώρας- πολιτικά προβλήματα. Τα καθημερινά και τρέχοντα τον παγώνουν και τον κάνουν τυπικό και μάλλον απόμακρο συνομιλητή».
Ο συνεργάτης του πρωθυπουργού ίσως και να έχει δίκιο, όμως ποτέ δεν μου έχει δώσει πειστική απάντηση για την ευθύνη του κ. Α. Παπανδρέου στη σημερινή παρακμή και έκπτωση της πολιτικής. Ας είναι.
Και ας επανέλθω στη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου, την πολιτική πτυχή της οποίας φιλοδοξεί να προσεγγίσει το παρόν σημείωμα. Κατ’ αρχάς η απόρριψη -και μάλιστα με χαρακτηριστικό «γερμανικό» τρόπο και ύφος- της ελληνικής νότας μάλλον πανικό δείχνει. Η κυβέρνηση του κ. Χ. Κολ γνωρίζει αρκούντως καλά ότι το αίτημα της κυβέρνησης του κ. Α. Παπανδρέου είναι μια «επιθετική» διπλωματική ενέργεια.

  • Οι Γερμανοί -και αν δεν το ξέρουν- εκτιμούν -και σωστά- ότι η Ελλάδα, θέτοντας επισήμως για πρώτη φορά ζήτημα επιστροφής του κατοχικού δανείου, στοχεύει σε πολύ περισσότερα από αυτή καθαυτή την επιστροφή του δανείου.
  • Θέλει να μετατρέψει το δάνειο σε «δοκό ισορροπίας» των ελληνογερμανικών σχέσεων. Αναβαθμίζεται εξ αντικειμένου στη διακρατική -και όχι μόνο- σχέση με τη Γερμανία. Μετατρέπεται από νάνος που τρώει κλωτσιές από τον γίγαντα σε εταίρο με τουλάχιστον λόγο και δικαιώματα.
  • Εφεξής υπάρχει ένα διαπραγματευτικό ατού που μπορεί να ανασύρεται και να αξιοποιείται. Το εύκολο και ίσως ευκταίο για τη γερμανική διπλωματία θα ήταν να επιστραφεί το δάνειο (μέρος ή όλο σε μετρητά ή με άλλους συμψηφισμούς, δεν έχει σημασία) και να «καθαρίσει» εφάπαξ με την Ελλάδα, στέλνοντάς τη στη θέση που ήταν.
  • Όμως αυτό θα άνοιγε τους «ασκούς του Αιόλου» και την όρεξη και των υπολοίπων κρατών που διεκδικούν αποζημιώσεις από τη Γερμανία.

Το καλύτερο για τους «βόρειους φίλους» μας θα ήταν να υπάρξει μυστική -όπως και με το Βέλγιο- διευθέτηση. Όμως αυτό θα ακύρωνε το διπλωματικό και πολιτικό όπλο της Ελλάδας και θα αποδείκνυε ότι η ενέργεια της ρηματικής διακοίνωσης έγινε χωρίς σχεδιασμό και στρατηγική προβολή στο σύνολο των εφαπτόμενων σχέσεων των δύο χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
«Το δίλημμα του φυλακισμένου», που φαίνεται να αντιμετωπίζει σ’ αυτή την περίπτωση η Γερμανία, δεν πρέπει όμως να παρασύρει την κυβέρνηση στην «αποκοτιά του υπερφίαλου». Τώρα οι τόνοι πρέπει να πέσουν.
Οι εντυπώσεις άλλωστε κερδήθηκαν, ενώ η Χάγη, αλλά και στην ακραία περίπτωση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, πάντα υπάρχουν. Το βήμα έγινε και δεν μπορεί να μείνει μετέωρο λόγω των δημοσίων και «ιδιωτικών» απειλών παραγόντων της γερμανικής πλευράς «για τις εκκρεμότητες της Ελλάδος στην περιοχή της και στην Ευρώπη». Πρέπει να ολοκληρωθεί. Να πατήσουμε σταθερά, και όταν χρειαστεί, κάνουμε και το επόμενο.

  • Για την Iστορία σημειώνουμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός που έθεσε και επισήμως, με νότα, το θέμα της επιστροφής του κατοχικού δανείου.
  • Με εντολή του ο τότε υπουργός Εξωτερικών και σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρ. Παπούλιας ετοίμασε ρηματική διακοίνωση, την οποίαν ανέλαβε να παραδώσει στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ο τότε πρέσβης μας στη Γερμανία κ. Μπουρλογιάννης.
  • Η νότα απερρίφθη από τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Κολ και οι επόμενοι πρωθυπουργοί, Κ. Σημίτης και Κ. Καραμανλής, δεν ανακίνησαν εκ νέου το θέμα.
  • Σήμερα, και υπό τις παρούσες συνθήκες έντασης μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας λόγω της, μέχρι τούδε τουλάχιστον, αρνητικής στάσης των Γερμανών στο «ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας» της χώρας μας, είναι επίσης δύσκολο -αν όχι «αυτοκτονικό» πολιτικά- να τεθεί.
  • Αργότερα και σε λιγότερο ταραγμένους καιρούς θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να επαναφέρει το θέμα, ευελπιστώντας όχι ίσως στην καταβολή χρημάτων, αλλά στην ικανοποίηση του αιτήματος μέσω κάποιων άλλων μεθόδων.

Για παράδειγμα, θα μπορούσε ένα τμήμα του να συμψηφισθεί με την ανάληψη από τους Γερμανούς της υποχρέωσης να εκτελούν μεγάλα έργα στη χώρα μας, όπως ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου, τον οποίον όμως μάλλον αναλαμβάνουν οι Γάλλοι, η ενίσχυση της πολεμικής μας μηχανής, η αποπληρωμή μέρους του εξωτερικού μας χρέους, το οποίο ειδικά στη σημερινή δημοσιονομική συγκυρία θα ήταν «δώρο Θεού» κ.ά.
Για την Iστορία επίσης σημειώνουμε ότι πριν από τον Α. Παπανδρέου το θέμα είχε θέσει ο Αντ. Σαμαράς (υπουργός Εξωτερικών της Ν.Δ.) στις 18 Απριλίου 1991, υπό τύπον όμως προφορικού ερωτήματος στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας κ. Γκένσερ, στη διάρκεια συνομιλιών στην Αθήνα, και εισέπραξε αρνητική απάντηση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ιστορία του κατοχικού δανείου, καθώς και το ύψος στο οποίο υπολογίζεται σήμερα. Το 1942, και προκειμένου να ενισχυθεί ο Ρόμελ στις επιχειρήσεις του στην Αφρική, οι δυνάμεις κατοχής της ναζιστικής Γερμανίας πήραν από την Τράπεζα της Ελλάδος με αναγκαστικό δάνειο -που υπεγράφη στη Ρώμη στις 14 Μαρτίου 1942- 38 εκατ. χρυσές λίρες (άλλοι υπολογισμοί με βάση το δολάριο αναφέρουν απαίτηση 135,8 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ έτους 1947).
Για πρώτη φορά ετέθη θέμα επιστροφής του δανείου στη διάσκεψη του Παρισιού (Δεκέμβριος 1945 – Ιανουάριος 1946) από το μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας καθηγητή Ιωάννη Σμπαρούνη.
Το δάνειο δεν επεστράφη ποτέ, αφού το 1953 με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου η καταβολή των γερμανικών επανορθώσεων ανεβλήθη μέχρι να ρυθμιστεί οριστικά το λεγόμενο «γερμανικό ζήτημα» (η ενοποίηση, δηλαδή, των δύο Γερμανιών).
Η Ελλάδα, το 1964 και επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, στέλνει στη Βόννη τον καθηγητή Άγγελο Αντωνόπουλο και το 1965 τον τότε υπουργό Συντονισμού Α. Παπανδρέου, προκειμένου να συζητήσουν τη διευθέτηση του προβλήματος. Ο τότε καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ απάντησε (όπως αποκάλυψε ο Α. Παπανδρέου στη Βουλή στις 28/5/1991) ότι «το δάνειο θα επιστραφεί μόλις κλείσει το θέμα της Γερμανίας.
Το Τείχος του Βερολίνου πέφτει, οι δύο Γερμανίες ενοποιούνται, αλλά η κυβέρνηση Κολ αρνείται τη νόμιμη ελληνική απαίτηση με το αιτιολογικό ότι «η συνθήκη των 4+2» (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία + Δ. Γερμανία – Α. Γερμανία) που ενοποιεί τις δύο Γερμανίες δεν ισοδυναμεί με συνθήκη ειρήνης.
Οι δολιχοδρομίες των Γερμανών θεωρούνται όμως αστήρικτες από νομικής πλευράς, όπως έχουν αποφανθεί έγκυροι ειδικοί επιστήμονες. Το ύψος του δανείου που πρέπει σήμερα να επιστρέψει η Γερμανία θα χρειαστεί αρκετούς προϋπολογισμούς για να προσδιοριστεί.
Η εγκυρότερη εκδοχή πάντως θεωρείται αυτή του καθηγητή Α. Αγγελόπουλου, ο οποίος στις 5/3/1991 το εκτιμούσε στα 15 δισ. δολάρια. Με επιτόκιο 3% το 1995 ανερχόταν στα 16,8 δισ. δολάρια, δηλαδή περίπου 3,7 τρισ. δραχμές.
Δεν γνωρίζω πόσο μπορεί να αποτιμάται σήμερα, αφού έχουμε αλλαγή ισοτιμιών, ύπαρξη κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος (ευρώ), συχνές αλλαγές επιτοκίων, δεν είναι όμως και δύσκολο να βρεθεί εάν συσταθεί από κοινού μία ομάδα ειδικών προς τούτο.
Σίγουρα όμως δεν έχει δίκιο ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, αξιότιμος κύριος Αντρέας Πέσκε, όταν υποστηρίζει ότι η Γερμανία έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Ελλάδος.
Η αλήθεια είναι ότι το θέμα δεν έχει διευθετηθεί και εξακολουθεί να υφίσταται. Είναι διαφορετικό ζήτημα και λάθος τακτική να συσχετίζεται με τη σημερινή οικονομική και δημοσιονομική κρίση της χώρας ή να εντάσσεται στον «θόρυβο» των ημερών ως απάντηση στα αρνητικά δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου.
Το θέμα πρέπει εν ευθέτω χρόνω να επανεξεταστεί με νηφάλιο τρόπο και με δημιουργική προσέγγιση εκατέρωθεν ώστε να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων των δύο χωρών επ’ ωφελεία και των δύο εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στον «Κόσμο του Επενδυτή» πριν τρία χρόνια και κάτι, στις 28 Φεβρουαρίου 2010, όταν η τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου είχε αρχίσει τις συζητήσεις για να υπαχθεί η χώρα σε μνημόνιο. Θεωρούσα ότι η χρόνια αυτή εκκρεμότητα και διεκδίκηση της Ελλάδας έπρεπε να μπει στο τραπέζι των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων με την Γερμανία των Μέρκελ-Σόιμπλε ως αντιστάθμισμα των πιέσεων, αλλά και για να υπάρξει ευνοϊκό σχέδιο δανειοδότησης. Νομίζω πως τίποτε περισσότερο δεν έχω να προσθέσω σήμερα που η συζήτηση αποκτά εκ νέου επικαιρότητα. Η συζήτησή μου με τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, πριν περίπου 18 χρόνια, πιστεύω εκτός από ιστορική αξία έχει και πολιτική σημασία για το πώς μπορεί σήμερα να κινηθεί η κυβέρνηση του Αντ. Σαμαρά στο θέμα της διεκδίκησης του αναγκαστικού δανείου και των οφειλόμενων γερμανικών αποζημιώσεων.
-----------------------




Σχόλια