του Νίκου Καραβέλου, δικηγόρου, ποιητή (*)
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να συζητήσουμε για την ποίηση του Νερούδα. Αισθάνομαι, όμως, ότι ο μεγάλος Λατινοαμερικάνος θα ήθελε να μας δει να συζητάμε για την ουσία της ζωής. Για τα συμβάντα και συμβαίνοντα που γεννάνε μέσα μας την ουσία της Ποίησης.
Γι’ αυτά που ζωντανεύουν και ξαναζωντανεύουν, για να μας αφηγηθούν ότι η ποίηση δεν είναι μια ωραία κοιμωμένη που αφορά λίγους τρελούς, ιδιόρρυθμους ή βολεμένους, αλλά είναι, όπως το λέει ο ίδιος: «Μια πράξη περαστική και επίσημη, όπου μπαίνουν ζευγαρωτά και μετρημένα η μοναξιά και η αλληλεγγύη, το αίσθημα και η δράση, η εσωτερικότητα και η αποκάλυψη της φύσης». Κι ακόμα ότι : «Κάθε τι ο άνθρωπος και η σκιά του, ο άνθρωπος και η κίνησή του, ο άνθρωπος και η ποίησή του, είναι στηριγμένο σε μια κοινότητα, κάθε φορά και πιο εκτεταμένη , σε μια άσκηση που θα συγκροτήσει για πάντα μέσα μας την πραγματικότητα και τα όνειρα». Αυτό ήθελε πάντα ο Νερούδα, γιατί από τη ζωή βγαίνει το δίδαγμα ότι ο ποιητής πρέπει να μάθει από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κι ότι δεν υπάρχει μοναξιά απόρθητη. Κι ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ίδιο σημείο : στην ανακοίνωση αυτού που είμαστε. Ο ίδιος έλεγε : «Είναι ανάγκη να διασχίσεις τη μοναξιά και την τραχύτητα, την ανεπικοινωνία και τη σιωπή, για να φτάσεις στο μαγικό μέρος όπου μπορούμε να χορέψουμε αδέξια ή να τραγουδήσουμε με μελαγχολία. Αυτόν τον χορό, το τραγούδι της συνείδησης : «Της συνείδησης να είσαι άνθρωπος και να πιστεύεις στην κοινή μοίρα».
Ο Νερούδα διαφωνούσε με όσους θεωρούσαν τον ποιητή σαν «μικρό θεό». Έλεγε ότι ο ποιητής δεν έχει μεγαλύτερο εχθρό από την ίδια του την ανικανότητα να συνεννοηθεί με τους πιο παραμελημένους, τους πιο καταπιεσμένους, τους πιο εκμεταλλευμένους από τους σύγχρονούς του κι ότι αυτό ισχύει για όλες τις περιοχές και για όλη τη γη. Ότι ο ποιητής δεν είναι ταγμένος από καμιά μοίρα ανώτερη από εκείνους που ασκούν άλλα επαγγέλματα. Ότι ο καλύτερος ποιητής «είναι ο άνθρωπος που μας παραδίδει τον άρτον του τον επιούσιον». Ο πλησιέστερος ψωμάς, που δίνει σχήμα στο αλεύρι, που το χαράζει όμορφα και πρωτότυπα, που το ψήνει όπως αρμόζει και που δε θεωρεί τον εαυτό του θεό. Αυτός επιτελεί το έργο του κατά τρόπο μεγαλειώδη και ταπεινό, με μια υποχρέωση ενδόμυχη, έστω κι επαγγελματική, με μια υποχρέωση κοινωνού. Η υποχρέωση και το καθήκον του ποιητή είναι η προσφορά της πραμάτειάς του, κι αν καταφέρει να απαλλαγεί από σύνδρομα ανωτερότητας ή φιλαυτίας, αν μπορέσει και πετάξει από πάνω του την αποκριάτικη ενδυμασία, του μύστη, που επίτηδες του φοράνε οι ισχυροί κι απαίδευτοι, για να τον απομονώνουν και να τον καθιστούν ακίνδυνο για τα συμφέροντά τους, αν, λέω, καταφέρει να κατακτήσει τη συνείδησή του, τότε θα μπορέσει η απλή αυτή συνείδηση να μεταβληθεί σε «μια κολοσσιαία χειροτεχνία μιας οικοδόμησης απλής και περίπλοκης που είναι η οικοδόμηση της κοινωνίας ή μεταμόρφωση των συνθηκών, που περιβάλλουν τον άνθρωπο, η προσφορά της πραμάτειάς του : ψωμί, αλήθεια, κρασί και όνειρα». Αν ο ποιητής, λέει ο Νερούδα, ενσωματωθεί σε αυτόν τον αγώνα που δε φθάρηκε ποτέ, γιατί καταθέτει ο καθένας στα χέρια των άλλων το μερτικό της υποχρέωσής του, την αφιέρωση του εαυτού του , την τρυφεράδα του στην κοινή εργασία, τότε θα πάρει μέρος στον ιδρώτα, στο κρασί, στο όνειρο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μονάχα σ’ αυτόν τον δρόμο, του να είμαστε άνθρωποι κοινοί, θα φτάσουμε ως την αποκατάσταση του απέραντου χώρου της ποίησης, που την του κουτσουρεύουνε κάθε φορά, που την του κόβουμε κάθε φορά κι εμείς οι ίδιοι». Αυτή είναι η ουσία της ποίησης του Πάβλο Νερούδα. Αυτή είναι η ουσία της Ποίησης.
Ο Πάβλο Νερούδα γεννήθηκε στο Παρρόλ της Νότιας Χιλής. Γιος του μηχανοδηγού σε τρένα που μετέφεραν χαλίκι, του δον Χοσέ ντελ Κάρμεν Ρέγιες Μοράλες και της Ρόσα Βασοάλτο ντε Ρέγιες. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφταλί Ρέγιες Βασοάλτο. Η μάνα του πέθανε τη χρονιά της γέννησής του το 1904 και ο ίδιος έζησε με τη μητριά του, που λάτρεψε και την αποκαλούσε «μα – μάνα». Από μικρός δημοσίευε ποιήματά του με το όνομά του Νεφταλί Ρέγιες. Το 1920 επέλεξε το φιλολογικό ψευδώνυμο Νερούδα από το όνομα του Τσέχου συγγραφέα Γιαν Νερούδα και το όνομα Πάβλο. Σπούδασε γαλλική φιλολογία. Διορίστηκε πρόξενος στη Ραγκούν της Βιρμανίας και επίτιμος πρόξενος στο Κολόμπο της Κεϋλάνης και αργότερα το 1933 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον ποιητή Φειδερίκο Γαρθία Λόρκα. Το 1935 γίνεται πρόξενος στη Μαδρίτη όπου συνδέεται με τους προοδευτικούς ποιητές Αντώνιο Ματσάδκο Μιγέλ Ερνέντεθ και άλλους. Το 1936 όταν ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται, μόλις σκοτώνουν τον Λόρκα στις 19 Αυγούστου, φεύγει για το Παρίσι, όπου μαζί με τον μεγάλο Περουβιανό ποιητή Σέζαρ Βαγιέχο ιδρύει την ισπανοαμερικανική ομάδα αλληλεγγύης για την Ισπανία. Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, στη Βαρκελώνη, τυπώνεται το έργου του «Ισπανία στην καρδιά» σε βιβλίο καμωμένο από τα ματωμένα ρούχα σκοτωμένων φρανκιστών». Ονομάζεται το 1939 πρόξενος των ισπανών εμιγκρέδων στο Παρίσι και μπαρκάρει για τη Χιλή ισπανούς πρόσφυγες για να τους σώσει. Το 1945 εκλέγεται γερουσιαστής στις βόρειες επαρχίες της Χιλής, Ταραπακά και Αντοφαγάστα. Παίρνει το βραβείο λογοτεχνίας, γίνεται μέλος του Κ.Κ. Χιλής και η δασκάλα του, η μεγάλη χιλιανή Γαβριέλα Μιστράλ παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1947 κυκλοφορεί το έργο του «Εμπιστευτική επιστολή για να διαβαστεί από εκατομμύρια ανθρώπους», γεγονός που επισύρει σε βάρος του διώξεις. Και το 1948 εκφωνεί στη Γερουσία το «κατηγορώ» του. Καθαιρείται από γερουσιαστής και εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του. Κρύβεται και στην παρανομία γράφει το «Κάντο Χενεράλ». Κυνηγημένος, εγκαταλείπει τη Χιλή και ως ορνιθολόγος με γενειάδα, περνάει τη φοβερή Κορδιγιέρα των Άνδεων. Γράφει, αγωνίζεται, γράφει. Ταξιδεύει. Μεταφράζεται σε όλες σχεδόν τις γλώσσες. Μια ζωή αγώνες, ποίηση, πράξη. Μόνος αυτός παίρνει τα βραβεία Λένιν, Νόμπελ και Ζολιό – Κιουρί. Όμως, το μεγαλύτερο βραβείο ήταν που στο στάδιο του Σαντιάγο της Χιλής ο λαός τον επευφημεί «Νερούδα, Νερούδα el pueplo te saluda».
Το 1970 παραιτείται από την υποψηφιότητά του για Πρόεδρος υπέρ του Σαλβατόρ Αλιέντε. Εγκαταλείπει τη θέση του πρεσβευτή στο Παρίσι και έρχεται στη Χιλή για να βοηθήσει τον Αλιέντε. Στα δύο τελευταία χρόνια γράφει βιβλία με τελευταίο το «Παρακίνηση σε Νιξονκτονία». 69 χρονών, τα χαράματα της 24.9.1973, ενώ φρουρείται από πάνοπλους στρατιώτες της χούντας του Πινοτσέτ, σε κατ’ οίκον περιορισμό, πεθαίνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Λίγο μετά τη δολοφονία του Σαλβατόρ Αλιέντε. Λίγο μετά, το σπίτι του λεηλατήθηκε.
Αγαπητοί φίλοι,
Η Γιουνάιτεντ Φρουτ Κόμπανι, η κολοσσιαία πολυεθνική φυτικών προϊόντων και μπανάνας, συμφερόντων Η.Π.Α. έλεγχε την Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική και μεγάλο μέρος της Νότιας Αμερικής. Το έδαφος, το υπέδαφος, την πολιτική και οικονομική εξουσία. Γι’ αυτό οι χώρες αυτές ονομάστηκαν μπανανίες.
Εταιρείες, όπως η Ι.Τ.Τ. και η Chiquita, χρηματοδότησαν την ανατροπή και τη δολοφονία του Αλιέντε στη Χιλή, την επιβολή της στυγνής δικτατορίας του Πινοτσέτ και τις εκατόμβες του πληθυσμού.
Ακόμα στην όμορφη Χιλή κυβερνάει ο απόηχος της δικτατορίας. Αυτής της δικτατορίας με κοινοβουλευτικό επενδύτη και τη νεοφιλελεύθερη παιδεία της, τόλμησαν να έχουν ως πρότυπο δικοί μας υπουργοί δήθεν Παιδείας. Αυτού του φυράματος εταιρείες, που δεν είναι τίποτα άλλο από εγκληματικές οργανώσεις, επιχειρούν να επιβάλουν και στη χώρα μας συνθήκες μπανανίας, συνθήκες οικονομικής κι αν τους αφήσουμε και στρατιωτικής κατοχής. Επιδιώκουν να μετατρέψουν τους πολίτες σε ανδράποδα, τα παιδιά μας σε σκλάβους, τους νόμους σε όργανα στυγνής καταστολής, την πολιτική σε παίγνιο για πλουσίους, το δημοκρατικό πολίτευμα σε τυραννία κοινοβουλευτικού τύπου. Έρχονται άλλοτε ως Αμερικάνοι, άλλοτε ως Γερμανοί, θέλουν να επιβάλουν ανδρείκελα ως παράγοντες κυβερνητικούς, επιδιώκουν να μεταμορφώσουν τη δικαιοσύνη σε μέγαιρα. Θέλουν να εξαφανίσουν την εθνική κυριαρχία της χώρας και τις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα του λαού μας. Να καταστρέψουν τη μνήμη, την παράδοση, την παιδεία, την υγεία, την παιδική μας ηλικία, την κοινή συνείδηση. Με λίγα λόγια την Πατρίδα μας.
Όσοι συνεργάζονται άμεσα ή έμμεσα, εν όλω ή εν μέρει, δεν είναι τίποτε άλλο από δωσίλογοι κι έτσι θα καταγραφούν από την Ιστορία.
Έχουμε χρέος να αμυνθούμε. Έχουμε καθήκον να ανατρέψουμε όσους κακουργούν σε βάρος των παιδιών μας, όσους συνεργούν, συνεργάζονται ή απεργάζονται κακά σε βάρος μας. Έχουμε ευθύνη να πολεμήσουμε τη μοχθηρία τους, την απληστία τους, τα συμφέροντά τους και ταυτόχρονα να πολεμήσουμε τη δική μας άγνοια.
Σήμερα, πιο δυνατά, πρέπει να ακούγονται οι φωνές των ποιητών. Πρέπει να σκύψουμε ξανά στην πνευματική και πολιτιστική μας κληρονομία. Να νιώσουμε περήφανοι κάτω από τα παλιά μας λάβαρα. Και μαζί με αυτά να φτιάξουμε τις καινούριες δικές μας σημαίες.
Ακούστε τον ίδιο τον Νερούδα, πώς προσδιόρισε την ουσία της ποίησής του, κατά την απονομή του Νόμπελ, τρία χρόνια πριν τον θάνατό του:
Εγώ διάλεξα το δύσκολο δρόμο μιας μοιρασμένης ευθύνης και αντί να επαναλάβω τη λατρεία του ατόμου σαν κεντρικού ήλιου του συστήματος, προτίμησα να προσφέρω σεμνά την υπηρεσία μου σ’ ένα σημαντικό στρατό που φορές – φορές μπορεί και να σφάλλει, αλλά που βαδίζει χωρίς ανάπαυση και προχωρεί κάθε μέρα, αντιμέτωπος με τους αναχρονιστικούς αδιόρθωτους πεισματάρηδες, καθώς και με τους γελοία φιλόδοξους ανυπόμονους.
Γιατί πιστεύω πως το χρέος μου σαν ποιητή δε μου υπαγορεύει μόνο την αδερφωσύνη με το ρόδο και τη συμμετρία, ή τον ηξημμένο έρωτα και την ατέλειωτη νοσταλγία, αλλά και με τα τραχιά ανθρώπινα καθήκοντα που ενσωμάτωσα στην ποίησή μου.
Σαν σήμερα ακριβώς εδώ και 100 χρόνια, ένας υπέροχος ποιητής, ο πιο σκληρός από τους απελπισμένους έγραψε τούτη την προφητεία: «A l’ aurore, armes d’ une ardente patience, nous entrerons aux splendides villes» (Την αυγή, οπλισμένοι με μια φλογερή υπομονή θα μπούμε στις λαμπρές πολιτείες). Πιστεύω πως αυτή η προφητεία του RIMBAUD είναι ενορασική. Εγώ έρχομαι από μια σκοτεινή επαρχία, από μια χώρα που την ξέκοψε απ’ όλες τις άλλες η κορή γεωγραφία. Υπήρξα ο πιο εγκαταλειμμένος απ’ τους ποιητές και η ποίησή μου ήταν τοπική, πονεμένη και βροχερή. Είχα όμως πάντα εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Δεν έχασα ποτέ την ελπίδα, γι’ αυτό ίσως έφτασα ως εδώ με την ποίησή μου και με τη σημαία μου.
Σε κατακλείδα πρέπει να πω στους καλής θέλησης ανθρώπους, στους εργαζόμενους, στους ποιητές, πως ολόκληρο το μέλλον εκφράστηκε σ’ αυτή την φράση του Ρεμπώ: μόνο με μια φλογερή υπομονή θα κατακτήσουμε τη λαμπρή Πολιτεία που θα δώσει φως, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια σ’ όλους τους ανθρώπους.
Έτσι η ποίηση δε θα’ χει τραγουδήσει μάταια.
Πάβλο Νερούδα
(*) Ομιλία από την εκδήλωση για τη λατινοαμερικάνικη ποίηση που διοργάνωσε ο σύλλογος «Γιάννης Κορδάτος» στις 27/1/2013.
Εργατικός Αγώνας
Σχόλια