Σχετικά με τα νέα κράτη-προτεκτοράτα


του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

1. Εισαγωγή
Μετά την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», πέραν των υπολοίπων εξελίξεων, διαπιστώνεται και η επαναφορά ενός θεσμικού καθεστώτος που στο παρελθόν είχε εμφανιστεί πολλές φορές σε διαφορετικά μέρη και ιστορικές περιόδους.

Αναφερόμαστε στο κράτος-προτεκτοράτο. Αυτό που θα επιχειρήσουμε να δείξουμε με την εργασία αυτή είναι πως σταδιακά ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός θα συσχετίσει τη δημιουργία προτεκτοράτων με τις ιδιαίτερες μορφές που λαμβάνει η στρατηγική του. Θα διαπιστώσουμε πως η αρχικά μετριοπαθής και χρονικά περιορισμένη εφαρμογή του καθεστώτος του προτεκτοράτου, σε ένα δεύτερο χρόνο, θα πάρει πιο αυταρχικά και μόνιμα χαρακτηριστικά.
2. Τα προτεκτοράτα μέχρι τη δεκαετία του ‘80
Με τον όρο προτεκτοράτο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ‘80, οριζόταν η σχέση μεταξύ ενός ισχυρού εθνικού κράτους και ενός αδύναμου κράτους, ή περιοχής η οποία δεν αναγνωρίζεται ως κράτος, που διατηρεί μόνο τμήμα του ελέγχου των εσωτερικών του υποθέσεων. Συνήθως τα προτεκτοράτα είναι αποτέλεσμα μιας πολεμικής σύρραξης, με την παράλληλη ύπαρξη ενός ευπαθούς πληθυσμού και μιας κατεστραμμένης οικονομίας· ο ντόπιος πληθυσμός παίζει περιθωριακό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων, η αρχικά πρόσκαιρη παρουσία των «προστάτιδων δυνάμεων» συνήθως τείνει να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά ακόμα και μετά την τυπική μετάβαση σε καθεστώς ανεξαρτησίας, ενώ βασικό στοιχείο αποτελεί και η απουσία οποιασδήποτε λογοδοσίας (Medjad χ.χ.).
Αναμφίβολα, μορφές προτεκτοράτων μπορεί κανείς να διαπιστώσει και σε προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, με ενδεικτικά παραδείγματα αυτά που είχαν δημιουργηθεί στον αρχαίο κόσμο (Αίγυπτος, Ελλάδα, Ρώμη), αλλά και στην περίοδο διαφορετικών φάσεων καπιταλιστικής ανάπτυξης: προτεκτοράτο ήταν η Ινδία, η Αίγυπτος, ακόμα και τα Ιόνια νησιά. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου η Κοινότητα των Εθνών εγκαθίδρυσε την έννοια του «mandate system» έτσι ώστε να υπάρχει μια συνολική ρύθμιση για τη βρετανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία και τη γαλλική κυριαρχία στη Συρία. Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι πως δημιουργήθηκε ένα διεθνές νομικό σύστημα για το σχηματισμό προτεκτοράτων, το οποίο βασίζεται στο γεγονός πως, ενώ ρητά ομολογήθηκε ότι οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις δύσκολες απαιτήσεις της εποχής, αναδύεται ένα καθεστώς όπου οι αποικιακές φιλοδοξίες Βρετανών και Γάλλων πρέπει να συμβιβαστούν με την αμερικανική πολιτική περί αυτοκαθορισμού (Isserof 2003) – απότοκο της υιοθέτησης από την πλευρά των ΗΠΑ της στρατηγικής του μη επικρατειακού ιμπεριαλισμού (Sakellaropoulos & Sotiris 2007). Για το λόγο αυτό επιλέγεται η έννοια της εντολής ελέγχου (mandate) που δίνεται από την Κοινότητα, σε αντιδιαστολή με την άμεση προσάρτηση υπό την αποκλειστική ευθύνη ενός συγκεκριμένου ιμπεριαλιστικού κράτους.
Το ενδιαφέρον είναι πως από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, δεδομένης της δυναμικής των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, και μέχρι την πτώση των ανατολικών καθεστώτων, η δημιουργία πάσης φύσης και τύπου προτεκτοράτων γίνεται σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Με την πολύ ειδική εξαίρεση της Γερμανίας και της συλλογικής διοίκησής της από πολυεθνική δύναμη μετά το τέλος του πολέμου, οι υπόλοιπες περιπτώσεις δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για τα νησιά του Παλάου στον Νότιο Ειρηνικό, τα οποία ήταν υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ μέχρι το 1994 που γίνονται μέλη του ΟΗΕ, την περιοχή Ίριαν Τζάγια (που αποτελεί το μισό της νήσου της Νέας Γουινέας), η οποία βρέθηκε υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ για τη μεταβατική περίοδο 1962–1963, οπότε πέρασε από την ολλανδική στην ινδονησιακή κυριαρχία, και τη Ναμίμπια, η οποία βρέθηκε υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ από τη στιγμή που έληξε η εντολή ελέγχου που είχε η Νότια Αφρική μέχρι την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος το 1989.
Ποια είναι τα αίτια της μείωσης των προτεκτοράτων στον μεταπολεμικό κόσμο; Αφενός το γεγονός της αμφισβήτησης της αποικιοκρατίας σε συνδυασμό με τη δημιουργία του αντίπαλου «σοσιαλιστικού» δέους και αφετέρου η αντίληψη της ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής δύναμης, δηλαδή των ΗΠΑ, πως ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός δεν συνδέεται με την άμεση αποικιοκρατική επέκταση αλλά με την ηγεμονική διασφάλιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα.
3. Οι νέες προσεγγίσεις για τα κράτη-προτεκτοράτα
Η προαναφερθείσα κατάσταση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αρχίζει, σταδιακά μεν σταθερά δε, να αλλάζει. Από τη μια υπάρχουν γεγονότα όπως η κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η μεταλλαγή των αριστερών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε νεοφονταμενταλιστικά κινήματα, η δημιουργία μιας πληθώρας νέων κρατών λόγω της διάλυσης της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας. Από την άλλη έχουμε την ανάδυση ενός μονοπολικού κόσμου και τη διαρκή ανάγκη επικύρωσης της ηγεμονίας των ΗΠΑ μέσω της παρουσίας τους, μαζί με τους συμμάχους τους, όπου εκτιμούν πως κινδυνεύει η διασφάλιση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Οι εξελίξεις αυτές θα φέρουν στην επιφάνεια, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, μια σειρά από νέες προσεγγίσεις. Το 1991 ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες Δε Κουέγιαρ υποστήριζε ότι γίνεται όλο και πιο αισθητό πως η αρχή της μη παρέμβασης στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως ασπίδα προστασίας πίσω από την οποία μαζικά ή συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα ατιμώρητα θα παραβιάζονται. Το γεγονός πως αρκετές φορές ο ΟΗΕ δεν μπόρεσε να αποτρέψει θηριωδίες δεν αποτελεί επιχείρημα, νομικό ή ηθικό, ενάντια στην απαραίτητη διορθωτική δραστηριοποίηση, ιδιαίτερα όταν η ειρήνη απειλείται επίσης (όπως αναφέρεται στο Kaplan 2000: 37). Φυσικά δεν ήταν η διατύπωση μιας προσωπικής άποψης, γι’ αυτό έναν χρόνο αργότερα ο νέος γ.γ. του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι παρατηρεί πως «ο καιρός της απόλυτης και αποκλειστικής κυριαρχίας… έχει περάσει. Η θεωρία αυτή ποτέ δεν αντιστοίχησε στην πραγματικότητα». Για το λόγο αυτό πρότεινε «την ισορροπία μεταξύ των αναγκών για μια καλή εσωτερική διακυβέρνηση και των απαιτήσεων για έναν ακόμα πιο αλληλεξαρτώμενο κόσμο» (όπως αναφέρεται στο Helman & Ratner 1993).
Η συλλογιστική αυτή θεσμικών παραγόντων τέτοιας εμβέλειας[1] θα οδηγήσει σε εντοπισμό των περιοχών στις οποίες θα πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις. «Από την Αϊτή στο δυτικό Ημισφαίριο έως τα υπολείμματα της Γιουγκοσλαβίας στην Ευρώπη, από τη Σομαλία, το Σουδάν και τη Λιβερία στην Αφρική μέχρι την Καμπότζη στην Ασία, ένα ενοχλητικό φαινόμενο αναδύεται: το καταρρέον (failed) κράτος, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να αυτοδιατηρηθεί ως μέλος της διεθνούς κοινότητας» (Helman & Ratner 1993: 3). Η λύση γι’ αυτό το πρόβλημα είναι η δημιουργία προτεκτοράτων, δεδομένου ότι η διεθνής κοινότητα έχει την ευθύνη να κινητοποιείται και να παρεμβαίνει όπου ο νόμος και η τάξη έχουν καταρρεύσει και επικρατούν το χάος και η αναρχία (Yiannis 2002: 260)
4. Από την Καμπότζη στο Ιράκ
Οι προσεγγίσεις που αναφέραμε, πέραν των συνεπειών από την πτώση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, σχετίζονται και με άλλες εξελίξεις, όπως είναι το γεγονός πως η λήξη του εμφυλίου στην Καμπότζη, το 1991, θα βρει τις τέσσερις εμπόλεμες πλευρές να συντάσσουν ένα σύμφωνο, βάση του οποίου θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος μέχρι τη διεξαγωγή εκλογών, και να καλούν τον ΟΗΕ να αναλάβει τη διοίκηση της χώρας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Πράγματι έτσι έγινε, και σε λιγότερο από δύο χρόνια, και αφού διεξήχθησαν εκλογές το 1993, ο ΟΗΕ αποχώρησε.
Η επόμενη παρέμβαση θα επέλθει ως απότοκο του πολέμου μεταξύ Σερβίας και Κροατίας. Η λήξη του πολέμου τον Γενάρη του 1992 και η ανεξαρτησία της Κροατίας θα φέρει στην επιφάνεια το πρόβλημα της Ανατολικής Σλαβονίας, όπου κατοικούσε μια συμπαγής σερβική μειονότητα. Το 1995 οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα ζητήσουν από τον ΟΗΕ να λειτουργήσει ως μεταβατική εξουσία στην περιοχή. Πράγματι αυτό έγινε τελικά, και μετά από μία σύντομη χρονικά παρουσία, λίγο περισσότερο από δύο έτη, ο ΟΗΕ αποχώρησε. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για ταυτόσημη περίπτωση με την Καμπότζη. Οι πρώην αντίπαλοι ζητούν την παρέμβαση του ΟΗΕ για μια σύντομη μεταβατική περίοδο. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη μεγάλη σημασία που είχε για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις η δυνατότητα επιτυχούς παρέμβασης στο γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Με αυτή την έννοια, και δεδομένης της ενεργού παρέμβασης του αμερικανικού παράγοντα στο Βοσνιακό, η Ανατολική Σλαβονία θεωρήθηκε ως ευκαιρία της Δύσης να προετοιμάσει το έδαφος και για τη συμφωνία του Ντέιτον. Για το λόγο αυτό υπήρξε έντονη πίεση από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την επίτευξη της ειρηνευτικής συμφωνίας, πράγμα που δεν συνέβη στην περίπτωση της Καμπότζης (Medjad χ.χ.).
Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η ανακοίνωση της ανεξαρτησίας επέφερε τριετή υπερεθνικό πόλεμο, ο οποίος τέλειωσε το 1995 ύστερα από στρατιωτική επέμβαση του ΟΗΕ· η λήξη του πολέμου επικυρώθηκε με την ειρηνευτική συμφωνία που υπογράφηκε στα τέλη του 1995 στο Ντέιτον. Στην πραγματικότητα, η περίπτωση της Βοσνίας φανέρωσε την αδυναμία των ευρωπαϊκών δυνάμεων να διαχειριστούν μια χρόνια κρίση εντός της ηπείρου τους και την «αναγκαιότητα» της αμερικανικής παρέμβασης. Είναι χαρακτηριστικό πως από τον Αύγουστο του 1995, όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν την ενεργό ανάμειξή τους στην ιστορία, μέχρι την υπογραφή του Ντέιτον δεν μεσολάβησαν παρά ελάχιστοι μήνες. Από την υπογραφή της συνθήκης αυτής έχουν περάσει τουλάχιστον δέκα χρόνια, ωστόσο η κατάσταση δεν έχει ουσιαστικά βελτιωθεί. Η διεξαγωγή διαφόρων εκλογικών αναμετρήσεων δεν είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας αλλά την ανάδειξη των αντιθέσεων της κάθε εθνότητας χωριστά απέναντι στην υπερεθνική διοίκηση.[2] Το γεγονός της μεταβίβασης του μεγαλύτερου τμήματος των εσωτερικών πολιτικών λειτουργιών από το 2000 και ένθεν στην ΕΕ δεν τροποποίησε το καθεστώς του προτεκτοράτου (Medjad χ.χ.· Chandler 2006α: 35 κ.ε.).
Τις παρεμβάσεις στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας θα ακολουθήσει η επέμβαση στο Κόσοβο. Η ύπαρξη στη γιουγκοσλαβική αυτή επαρχία μιας αλβανικής πλειονότητας θα αναδείξει το αίτημα της αυτοδιάθεσης και κατά την περίοδο 1997–98 θα προκαλέσει τις εχθροπραξίες μεταξύ Κοσοβάρων αυτονομιστών και Σέρβων εθνικιστών. Η στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Σερβία, δεδομένης της άρνησης της Ρωσίας και της Κίνας να συναινέσουν σε στρατιωτική επέμβαση του ΟΗΕ, θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός ιδιότυπου καθεστώτος στην περιοχή, η οποία παρέμενε τυπικά επαρχία της νέας Γιουγκοσλαβίας αλλά στην πραγματικότητα μετατράπηκε σε ένα ακόμα προτεκτοράτο, πιο εξαρτημένο από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε σχέση με τη Βοσνία. Εδώ η Προσωρινή Διοίκηση αναλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των πολιτικών αρμοδιοτήτων (civil competences), ενώ η επίσημη κυβέρνηση του κράτους στο οποίο, υποτίθεται, ανήκει η επαρχία δεν έχει ουσιαστικά κανένα λόγο στη διακυβέρνηση της περιοχής (Yiannis 2004: 70). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δημιουργία, λόγω των νατοϊκών βομβαρδισμών, ενός πολιτικού και θεσμικού κενού, έδωσε τη δυνατότητα ευρείας παρέμβασης στην Προσωρινή Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με τη Βοσνία όπου υπήρχαν συγκροτημένοι τοπικοί θεσμοί, οι οποίοι ενίοτε έφεραν προσκόμματα στη δράση της διεθνούς διοίκησης. Από το 2004 υποτίθεται πως όλη η εξουσία έχει μεταφερθεί στους τοπικούς προσωρινούς θεσμούς. Στην πραγματικότητα, και μέχρι να αποσαφηνιστεί το τελικό στάτους της περιοχής, οι βασικές πλευρές (ασφάλεια, διεθνείς σχέσεις, προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ενέργεια) παραμένουν στην αρμοδιότητα των δυνάμεων διοίκησης (Medjad χ.χ.). Όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, πρόκειται για τομή στη μέχρι τότε στάση του ΟΗΕ, δεδομένου ότι επιχειρείται μια μακροπρόθεσμη και σε βάθος προσπάθεια μετάπλασης της προηγούμενης κατάστασης (Yiannis 2002: 265), και αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν πρόκειται για ένα αυτόνομο κρατίδιο αλλά για την επαρχία ενός υπαρκτού κράτους όπου τον στρατιωτικό έλεγχο έχει ένας διεθνής θεσμός (ΝΑΤΟ) και τον πολιτικό έλεγχο ένας άλλος διεθνής θεσμός (ΟΗΕ) (Lauria 1999).
Παράλληλα με την επέμβαση στο Κόσοβο θα σημειωθεί η παρέμβαση του ΟΗΕ στο Ανατολικό Τιμόρ, έτσι ώστε να προωθηθεί το αίτημα της ανεξαρτησίας και να σταματήσουν οι μαζικές σφαγές που προκάλεσαν οι Ινδονήσιοι κατακτητές. Εδώ, μολονότι το 2002 το Ανατολικό Τιμόρ θα γίνει μέλος του ΟΗΕ, οι δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών θα συνεχίσουν την παραμονή τους στο Δυτικό Τιμόρ και στην Ινδονησία, ενώ το πολύ σημαντικό πρόβλημα των προσφύγων θα παραμείνει χωρίς λύση, εφόσον 28.000 άτομα θα συνεχίσουν να μένουν σε καταυλισμούς στο Δυτικό Τιμόρ (Ahmed 2006: 238). Ωστόσο, το πιο σημαντικό από όλα είναι πως η ίδια η εξουσία περνάει στο σύνολό της στη διαχείριση του ΟΗΕ, δεδομένου πως δεν υπάρχει και κάποιος φορέας που να μπορεί να τη διεκδικήσει. Είναι δε χαρακτηριστικό πως επίσημα αρχηγός του κράτους θεωρείται ο μεταβατικός διοικητής (transitional administrator) που έχει διορίσει ο ΟΗΕ (Chopra 2000: 29-30).
Από εκεί και πέρα έχουμε την κατοχή του Αφγανιστάν από τα τέλη του 2001 και του Ιράκ από την άνοιξη του 2003. Εδώ πια είναι ακόμα πιο εμφανής η σκλήρυνση στο χαρακτήρα των παρεμβάσεων. Στο Αφγανιστάν δεν υπάρχει πια ο χαρακτήρας της ανθρωπιστικής παρέμβασης αλλά μια «κανονική» επίθεση σε κράτος ταραξία (rogue state), το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί όχι γιατί επιτέθηκε σε άλλο κράτος αλλά γιατί στο έδαφός του βρίσκονταν άτομα τα οποία θεωρούνταν υπεύθυνα για τρομοκρατικές ενέργειες κατά των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια δεν έχουμε ούτε καν το πρόσχημα για μια προσπάθεια «συμφιλίωσης» δύο αντιμαχόμενων πλευρών αλλά μια πολεμική επίθεση απέναντι σε ένα κυρίαρχο κράτος, το οποίο με τις πράξεις του θεωρείται πως θέτει σε κίνδυνο τον «δυτικό πολιτισμό». Μέχρι σήμερα η διαδικασία «αναμόρφωσης» του Αφγανιστάν δεν έχει ολοκληρωθεί, ενώ ο στρατιωτικός έλεγχος του ΟΗΕ δεν ξεπερνά τα όρια της Καμπούλ.
Η κατοχή του Ιράκ αποτελεί την κορύφωση του δράματος, αφού υπερβαίνει όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων επεμβάσεων: α) δεν έχουμε αντιμαχόμενες πλευρές εντός ιρακινού εδάφους· β) δεν ζητά κανείς την παρέμβαση οποιουδήποτε διεθνούς παράγοντα· γ) δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αφορμή για ανάληψη στρατιωτικής δράσης, παρά μόνο η αντίληψη ότι οι προληπτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι αναγκαίες· δ) όχι μόνο δεν εμπλέκεται ο ΟΗΕ αλλά ούτε καν το ΝΑΤΟ· ε) τα θύματα μετριούνται σε εκατοντάδες χιλιάδες.



* Μια πρώτη μορφή του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο του Historical Materialism, «New Directions in Marxist Theory», που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μεταξύ 8 και 10 Δεκεμβρίου 2006.
[1] Το ενδιαφέρον είναι πως η προβληματική περί εμπλοκής στα καταρρέοντα κράτη όσο περνούν τα χρόνια παίρνει όλο και πιο ευρείες διαστάσεις. Από αυτή την άποψη χαρακτηριστικές είναι οι θέσεις συμβούλων του ΟΗΕ, αλλά και του ίδιου του γ.γ. Κόφι Αννάν, σύμφωνα με τις οποίες μια επιλεγμένη επιτροπή που θα εκφράζει «το σπουδαίο και το καλό» της διεθνούς κοινότητας, δραστηριοποιούμενη κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ, θα διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες για τη θωράκιση των διεθνών οργανισμών παρέμβασης. Η εμβέλεια των μέτρων που θα αναλαμβάνει να υλοποιήσει θα κυμαίνεται από την πρώιμη προειδοποίηση μέχρι τις μετασυγκρουσιακές μεταβατικές διοικήσεις (αναφέρεται στο Chandler 2006: 7).

[2] Πόσο μάλλον που η όλη δράση των μελών που στελεχώνουν τις αποστολές του ΟΗΕ χαρακτηρίζεται από το καθεστώς της ασυλίας (Yiannis 2004: 72· Medjad χ.χ.). Οι τοπικοί πληθυσμοί, όχι μόνο στη Βοσνία αλλά παντού –χαρακτηριστικά, ο Chopra θεωρεί πως το καθεστώς του ΟΗΕ στο Τιμόρ θύμιζε καθεστώς προσυνταγματικής μοναρχίας (Chopra 2000: 29)–, δεν έχουν τρόπο να αποζημιωθούν για παντός είδους ζημιές που υφίστανται ή να ζητήσουν την τιμωρία μελών της «ειρηνευτικής» αποστολής για τέλεση ακόμα και κακουργημάτων. Ουσιαστικά, ο ΟΗΕ λειτουργεί ως πραγματικό κράτος εν κράτει.

[3] Σημειώνουμε πως μολονότι η μέση ετήσια αύξηση της αμερικανικής παραγωγικότητας ήταν 0,6% μεταξύ 1986–1990, η αντίστοιχη της ΕΕ-12 ήταν 1,5% και της Ιαπωνίας 2,6%. Μετά από 10 χρόνια η κατάσταση αυτή έχει εντελώς μεταστραφεί: η αμερικανική παραγωγικότητα αυξάνεται κατά μέσο όρο 1,3% κάθε χρόνο, ενώ η ιαπωνική μόνο 0,4% και η ευρωπαϊκή μόνο 0,7% (European Economy 2002).
Ahmed Nafeez Mosaddeq, 2006, «UN Humanitarian Intervention in East Timor. A Critical Appraisal», Entelequia. Revista Interdisciplinar 2, σελ. 227-244.
Chandler David, 2006, «Introduction. Peace Without Politics?», στο David Chandler (επιμ.),Peace Without Politics? Ten Years of International State-Building in Bosnia, Routledge, Λονδίνο, σελ. 1-15.
Chandler David, 2006α, «From Dayton to Europe», στο David Chandler (επιμ.), Peace Without Politics? Ten Years of International State-Building in Bosnia, Routledge, Λονδίνο, σελ. 30-43.

Chopra Jarat, 2000, «The UN’s Kingdom of East Timor», Survival 42/3, σελ. 27-39.
European Economy, 2002, Νo 6.
Helman Gerard & Steven Ratner, 1993, «Saving Failed States», Foreign Policy 89, σελ. 3-21.
Isseroff Ami, 2003, http://www.mideastweb.org/mandate.htm.
Kaplan Richard, 2000, «Humanitarian Intervention. Which Way Forward?», Ethics & International Affairs 14, σελ. 23-38.
Kaplan Richard, 2002, A New Trusteeship? The International Administration of War-Torn Territories, International Institute for Strategic Studies.
Kaplan Richard, 2005, International Governance of War-Torn Territories. Rule and Reconstruction, Oxford University Press, Οξφόρδη.
Lauria Joe, 1999, «Yugoslavia. UN’s “Virtual” Protectorate in Kosovo», http://www.b-info.com/tools/miva/newsview.mv?url=places/Bulgaria/news/99-06/jun15e.rfe.
Medjad Karim, χ.χ., «Legal and Economic Reform in Today’s Protectorates. Lessons From Contradictions», www2.jura.uni-hamburg.de/le/Medjad%20Paper.pdf.
Pugh Michael, 2000, «“Protectorate Democracy” in South-East Europe», http://www.ciaonet.org/wps/pum01/.
Sakellaropoulos Spyros & Panagioris Sotiris, 2007, «On the Notion of the Capitalist (Non-territorial) Imperialism», υπό έκδοση.
Yiannis Alexandros, 2002, «The Creation and Politics of International Protectorates in the Balkans. Bridges Over Troubled Waters», Journal of International Relations and Development 5/3, σελ. 258-274.
Yiannis Alexandros, 2004, «The UN as Government in Kosovo», Global Governance 10, σελ. 67-81.

από τοmonthlyreview.gr
Πηγή

Σχόλια