(Η εικόνα από εδώ)
Blogger:
Πριν ένα μήνα περίπου σχολιάζοντας ένα άρθρο (Η ανύπαρκτη στρατηγική των ελληνικών πολιτικών ελίτ) , έγραφα:
Μάταια ψάχνει ο ικανότατος αναλυτής Κωνσταντακόπουλος σημάδια της ελληνικής πολιτικής ελληνικής ελίτ. Δεν υπάρχουν! Επειδή δεν υπάρχει ελληνική πολιτική ελίτ.
Η ονομαζόμενη πολιτική ελίτ είναι άκρως δουλική και ετεροκαθοριζόμενη, έχει μάθει μόνο να υπακούει πιστά εντολές τρίτων. Είναι αχυράνθρωποι!, με συμπεριφορές μελών συμμορίας.
Για να αντιληφθείτε το μέγεθος του προβλήματος σκεφτείτε ότι ως μεγαλύτερος διανοητής αυτής της κάστας πλασαρίστηκε ο Βενιζέλος (βλέπε σχετικά εδώ και εδώ, - σύντομα και υπόδικος - βλ. εδώ - για τους χειρισμούς του στην περιβόητη λίστα). Αν υπάρχουν κάποιοι διανοητές - που υπάρχουν - που να μπορούν να σηκώσουν το βάρος της υπεράσπισης της χώρας, δεν βρίσκουν τον τρόπο να ακουστούν, αφού ένας άλλος σημαντικός πυλώνας της δημοκρατίας - ο τύπος - έχει αλωθεί από τα ίδια συμφέροντα που ανέδειξαν τους "πολιτικούς ογκόλιθους" που μας κυβερνάνε. (Όσο για τη Δικαιοσύνη φαίνεται ότι δεν έχει και τα γρηγορότερα ανακλαστικά, αν την συγκρίνει κανείς με ...εδώ , οφείλουμε να ελπίζουμε, αφού είναι η τελευταία μας ελπίδα.)
- Σ' αυτό το πλαίσιο οι παρεμβάσεις των ξένων στην ιστορία αυτής της χώρας είναι ο κανόνας, αφού υπάρχει πάντα ένας μεγάλος αριθμός από "πολιτικοοικονομικά σκουπίδια" που διαγκωνίζεται ν' ανοίξoυν την κερκόπορτα και να γίνουν έτσι συμμέτοχοι στο πλιάτσικο της χώρας.
Πρίν μερικές μέρες ο Καζάκης έγραψε ένα άρθρο που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
Καλή ανάγνωση.
Η σημερινή Κατοχή.
Η σημερινή κατοχή είναι πολύ χειρότερη από την παλιά ναζιστική κατοχή. Κι αυτό γιατί πολύ απλά δεν πρόκειται για κατοχή εδαφικής επικράτειας άλλου κράτους από εισβολέα, αλλά για ολοκληρωτική κατάλυση σήμερα του ελληνικού κράτους και ρευστοποίηση της εδαφικής του επικράτειας, αλλά και του λαού του. Να ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά, ταξικά και εθνικά, του 1941 με σήμερα.
- Η άρχουσα τάξη σήμερα δεν χρειάζεται εθνικό κράτος. Οι εξουσίες της έχουν περάσει ήδη σε υπερεθνικό επίπεδο και η συσσώρευση του κεφαλαίου εκδηλώνεται κυρίαρχα με άυλους τίτλους και πλασματικό χρήμα στις παγκοσμιοποιημένες αγορές. Γι' αυτό και για την οικονομική ολιγαρχία σήμερα το εθνικό κράτος της είναι περιττό, ενώ το έθνος μια βολική επινόηση χωρίς υλική υπόσταση όπως ακριβώς και τα εικονικά κεφάλαια που συσσωρεύει.
Καζάκης Δημήτρης ( από τους: http://apofasismenoi.blogspot.gr/2012/11/blog-post_6229.html)
Βlogger:
Aν αντέχετε διαβάστε και τούτο:
Μπορεί η Ελλάδα να γίνει χειρότερα; Μπορεί! Και λέγεται Κόσοβο
http://moulari.blogspot.gr/2012/09/blog-post_9550.html
(Ναι τα πράγματα θα πάνε χειρότερα -πολύ χειρότερα απ'ότι φανταζόμαστε αν η κοινωνία εεξακολουθεί να βρίσκεται σε κατστολή -με τηνδικιά της ευθύνη βέβαια - αλλά βοηθούντος και των πολτικών δυνάμεων που έχουν αναλάβει την διανοητική τους καταστολή)
=====================
Mεταγεννέστερη εγγραφή (14/11/2012) που συμπληρώνει τα παραπάνω:
-------------------------------------------------------
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Του Ανδρεα Δρυμιωτη*
Ηλθε στο e-mail μου, από ένα καλό φίλο, το κείμενο που ακολουθεί. Το βρήκα τόσο αποκαλυπτικό και επίκαιρο που πιστεύω ότι αξίζει ευρύτερης δημοσιότητας αντί να κυκλοφορεί μόνο μέσω tweets και e-mails. Είναι πράγματι απίστευτο, ότι αφήσαμε να περάσουν 65 χρόνια και κυριολεκτικά δεν κάναμε τίποτα.
Αρχές του 1947 έχει ανακοινώσει η βρετανική κυβέρνηση στις ΗΠΑ πως αδυνατεί πλέον να συνεχίσει τον ρόλο που είχε αναλάβει, δηλαδή της ενίσχυσης της ελληνικής κυβέρνησης στον αγώνα της κατά της κομμουνιστικής επικράτησης στην Ελλάδα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν, προκειμένου να έχει ιδία άποψη για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα στέλνει το πρώτο τρίμηνο του 1947 τον Paul A. Porter ως επικεφαλής αμερικανικής αποστολής.
Στις 14 Φεβρουαρίου, μετά έναν περίπου μήνα παραμονής στην Ελλάδα ο Paul A. Porter στέλνει επιστολή προς τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ W.L. Clayton με τις πρώτες εντυπώσεις του, γράφοντας μεταξύ των άλλων:
«Εδώ δεν υπάρχει κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ’ αυτού υπάρχει μία χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, που δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα [...] Σε ολόκληρη τη χώρα, από τη μία άκρη στην άλλη, κυριαρχεί μία γκρίζα ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης για το μέλλον - μία έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία στο παρόν. Οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο, οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχες δεν αποθηκεύουν προμήθειες. Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη. Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται βάσει ενός εντελώς συγκεχυμένου συστήματος επιδομάτων, χάρη στα οποία μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι κερδίζουν μέχρι και τέσσερις φορές περισσότερα από τον βασικό μισθό τους. Ποτέ άλλοτε δεν έχουμε δει διοικητική δομή που να είναι τόσο απαράδεκτη. Απλούστατα, δεν είναι δυνατόν να βασιστεί κάνεις στο ότι η δημόσια διοίκηση θα φέρει εις πέρας ακόμη και τις πιο απλές λειτουργίες μίας κυβέρνησης - την είσπραξη των φόρων, την εφαρμογή οικονομικών κανόνων, την επισκευή δρόμων. Συνεπώς η δραστική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης αποτελεί συνθήκη εκ των ουκ άνευ για την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου αποτελέσματος στην Ελλάδα».
Για την εκτελεστική εξουσία: «Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος. Στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομιών μίας μικρής κλίκας που αποτελεί την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα». Για τα οικονομικά συμφέροντα: «Τα ναυτιλιακά συμφέροντα βρίσκονται σε ιδιαιτέρα σκανδαλώδη θέση. Σήμερα η ελληνική εμπορική ναυτιλία βρίσκεται σε άνθηση και οι εφοπλιστές καρπώνονται τα κέρδη. Ομως, η χρεοκοπημένη ελληνική κυβέρνηση δεν απολαμβάνει κανένα όφελος από όλο αυτό τον πλούτο. Οι αποδοχές των ναυτικών εξακολουθούν να εισρέουν στη χώρα, αλλά τα κέρδη των πλοιοκτητών παραμένουν, στην πλειονότητά τους, στο εξωτερικό». Για την ντόπια νομενκλατούρα: «Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας -οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σεν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου- θα ενεργοποιηθεί. Πολλοί από αυτούς είναι γοητευτικοί άνθρωποι που μιλούν εξαιρετικά αγγλικά και αδημονούν ειλικρινά να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια στην αμερικανική αποστολή. Εντούτοις θα αποπειραθούν να προσεταιριστούν την αποστολή και να τη μετατρέψουν σε ένα εργαλείο διασφάλισης των προνομίων τους».
Για την αίτηση βοηθείας: «Αίσθησή μου είναι ότι το ελληνικό κράτος, έχοντας υποβάλει αίτηση βοήθειας και εποπτείας, έχει θέσει, στο μέτρο αυτό, όρια στην ίδια του την εθνική κυριαρχία». Αντί σχολίων, παραθέτω τις απόψεις που συνοδεύουν το κείμενο: «Παρά τη χρονική απόσταση των 65 χρόνων, παρά την κολοσσιαία διαφορά στην κοινωνική πραγματικότητα, πολλά από αυτά περιγράφουν μία Ελλάδα που υποτίθεται αφήσαμε πίσω μας, εντούτοις αποδεικνύεται ότι περιγράφουν και την Ελλάδα του σήμερα. Εάν αυτό δεν αποτελεί μέγα μέτρο αποτυχίας όλων αυτών που υποτίθεται αναμόρφωσαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, δεν γνωρίζουμε τι άλλο μπορεί να περιγράψει την πλήρη αποτυχία».
* O κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος Επιχειρήσεων.
http://news.kathimerini.gr
====================================================================
Mεταγεννέστερη εγγραφή (14/11/2012) που συμπληρώνει τα παραπάνω:
Του Δημήτρη Καζάκη
οικονομολόγου - αναλυτή
Σε μια συνέντευξή του ο υπουργός Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου διατύπωσε την εξής ενδιαφέρουσα άποψη:
«Καμία χώρα με τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού, με τόσο μεγάλη εξάρτηση από δανεικά κεφάλαια για να λειτουργήσει δεν είναι κατ’ ουσίαν ελεύθερη. Οι πιστωτές – είτε άμεσα είτε έμμεσα – ζητούν λογαριασμό για το τι κάνεις τα λεφτά που σε δανείζουν, όχι απαραίτητα γιατί θέλουν να επιβάλουν την οικονομική τους πολιτική, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ότι τα χρήματα που σου δανείζουν θα μπορέσουν να τα πάρουν πίσω, γιατί είναι χρήματα φορολογουμένων και ασφαλισμένων σε Ταμεία άλλων χωρών και μετόχων στους οποίους λογοδοτούν» («Κόσμος του Επενδυτή», 15-16.5).
Ας αφήσουμε κατά μέρος την αναφορά σε «φορολογούμενους και ασφαλισμένους σε Ταμεία άλλων χωρών», όπου υποτίθεται ότι λογοδοτούν οι πιστωτές της χώρας μας. Πρόκειται για τις συνήθεις ανοησίες με τις οποίες διανθίζουν τόσο ο κύριος υπουργός όσο και ο πρωθυπουργός της χώρας τις λιγοστές αλήθειες που αναγκάζονται να ομολογήσουν. Άλλωστε δεν μπορεί να μην ξέρει κοτζάμ υπουργός Οικονομικών ότι σε ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες ανήκει μόλις το 15% των ελληνικών ομολόγων.
Κι αυτοί που διαχειρίζονται τα λεφτά των «φορολογουμένων και ασφαλισμένων» λογοδοτούν σ’ αυτούς όσο λογοδοτούν και οι διαχειριστές των δικών μας ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίοι καθ’ υπόδειξη των κυβερνήσεων, αλλά και γνωστών κερδοσκοπικών κυκλωμάτων, έχουν φορτώσει τα ταμεία με κάθε λογής ομόλογα και άλλες ανάλογου τύπου επενδύσεις χωρίς αντίκρισμα.
Οι πιστωτές του κράτους εξ άλλου δανείζουν την Ελλάδα μόνο επειδή γνωρίζουν ότι έχουν να κερδίσουν πάρα πολλά. Πάντα με την αμέριστη βοήθεια των κυβερνήσεων αυτής της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης, 1974-2009, η Ελλάδα έχει πληρώσει σε εξυπηρέτηση χρέους πάνω από 640 δισ. ευρώ για ένα κυλιόμενο δημόσιο χρέος των 300 δισ. ευρώ το 2009. Πρόκειται για μια μέση απόδοση της τάξης του 215%!
● Ποια άλλη επιχείρηση μπορεί να υπερηφανευτεί για τέτοιες αποδόσεις;
● Γιατί λοιπόν να μη φορτώσουν με δάνεια τη χώρα;
Ωστόσο, αυτό που ομολογεί ο υπουργός Οικονομικών, ότι δηλαδή το βασικό πρόβλημα έγκειται στις «τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού», είναι αυτό που αρνιόταν να παραδεχθεί η κυβέρνηση ευθύς εξαρχής. Αντ’ αυτού είχε πλασάρει το γνωστό πια παραμύθι περί «αξιοπιστίας της χώρας στις αγορές». Για να μη μιλήσουμε για τον Καιάδα του ΔΝΤ, ο οποίος, όπως ομολόγησε πρόσφατα ο υφυπουργός Οικονομικών Σαχινίδης, ήταν εξαρχής ο κρυφός στόχος της κυβέρνησης, ήδη από την επομένη των εκλογών.
Όμως αυτό που δεν διευκρινίζει ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι το πώς γεννήθηκαν αυτές οι «τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού».
Στον Μητσοτάκη η ρίζα του κακού!
Το ελληνικό κράτος δανειζόταν ανέκαθεν, όχι για να επενδύσει στην ανάπτυξη της χώρας και στην ευημερία του λαού, αλλά για να ξεπληρώσει παλιότερα δάνεια που είχε συνάψει με επαχθείς όρους.
«Η μεγάλη αυτή δανειακή επιβάρυνσις εδημιουργήθη συνεπεία των υποχρεώσεων των παλαιών δανείων και μάλιστα δανείων μη εισπραχθέντων και μη χρησιμοποιηθέντων χάριν της εθνικής οικονομίας» έγραφε το 1937 ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος σχετικά με την υπέρογκη δανειακή επιβάρυνση του κράτους εκείνης της εποχής.
Οι σημερινές δανειακές ανάγκες, τα σημερινά αδιέξοδα της υπερχρέωσης, έχουν την καταγωγή τους στις ρυθμίσεις των προπολεμικών χρεών της χώρας που έγιναν στη δεκαετία του 1960 από τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου. Από την περίοδο της απελευθέρωσης, τόσο το ΕΑΜ όσο και σύσσωμη η Αριστερά αργότερα, με κύρια έκφρασή της την ΕΔΑ, είχαν ως βασική θέση τη διαγραφή των προπολεμικών χρεών της χώρας, με σκοπό την αυτοδύναμη παραγωγική ανασυγκρότησή της προς όφελος του λαού της.
Την άποψη αυτή, περί διαγραφής των προπολεμικών χρεών, είχαν υιοθετήσει την εποχή εκείνη και μια σειρά σεβαστών καθηγητών της οικονομίας, όπως ο μετέπειτα ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος, ο διατελέσας διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφών Ζολώτας, ο καθηγητής Δημήτριος Καλιτσουνάκης κ.ά. Το θεωρούσαν – εκτός όλων των άλλων – και ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής από τους συμμάχους προς την Ελλάδα που υπέστη ανυπολόγιστες καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Φυσικά οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένοι να ξεχάσουν τα προπολεμικά χρέη της Ελλάδας. Αντίθετα θέλησαν να τα χρησιμοποιήσουν για να τη μετατρέψουν ουσιαστικά σε αποικία τους. Εν τη μεγαθυμία τους, αντί για διαγραφή, πρότειναν αναδιαπραγμάτευση και ρύθμιση των προπολεμικών χρεών.
Έτσι ξεκίνησε ένας οργανωμένος διεθνής διασυρμός της χώρας από τους πιστωτές της προκειμένου να εξασφαλίσουν, μέσα από την αναδιαπραγμάτευση του προπολεμικού χρέους, όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη. Ο διασυρμός αυτός διάρκεσε σχεδόν δυο δεκαετίες, με αποτέλεσμα μια αποικιοκρατική ρύθμιση των προπολεμικών χρεών.
Την τελική αυτή ρύθμιση επέτυχε – ποιος άλλος; – ο κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Ιούλιο του 1964. Ο Μητσοτάκης προχώρησε σε τέτοια ρύθμιση χρεών, ώστε μπροστά της ωχριούσε ακόμη και η παλιότερη της ΕΡΕ.
«Η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών νέων ομολόγων εις τους κομιστάς προπολεμικών εσωτερικών δανείων διαπλασιάζεται, ο τόκος αυξάνεται και θεσπίζεται λαχείον. Εν συγκρίσει προς την ρύθμισιν υπό της κυβερνήσεως της ΕΡΕ, δίνονται ήδη 160% επί πλέον», θριαμβολογούσε τότε η φιλική προς τον Μητσοτάκη «Ελευθερία» (16.7.1964). Ο διακανονισμός αποπληρωμής αυτής της λεόντειας σύμβασης προβλεπόταν να γίνει εντός 42 έως 45 ετών. Ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, το 1964 υποθήκευσε τη χώρα έως το 2006 και 2009!
Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα αναγνώριζε και όφειλε να αποπληρώσει προπολεμικά δάνεια από το 1881 σε τουλάχιστον διπλάσια από την τρέχουσα αξία τους. Κι αυτό παρά, το γεγονός ότι είχαν μεσολαβήσει δυο επίσημες πτωχεύσεις της χώρας (το 1893 και το 1932) και δυο παγκόσμιοι πόλεμοι που την είχαν κυριολεκτικά ισοπεδώσει. Το ύψος αυτών των υποχρεώσεων αντιστοιχεί σε σημερινές τιμές γύρω στα 100 δισ. ευρώ! Δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο του σημερινού δημόσιου χρέους. Αυτές αποτέλεσαν τη βάση της δυναμικής του σημερινού χρέους, που είναι πλέον αδύνατο να αποπληρωθεί.
Ο γνωστός ιστορικός της περιόδου Ζορζ Μεϊνό παρατηρούσε ότι ο «εξαναγκασμός της χώρας ν’ αναλάβη την εξυπηρέτηση του δημοσίου της χρέους, υποχρέωση με αμφίβολη ηθική βασιμότητα», αποκτά εκ των πραγμάτων «δυσάρεστο χαρακτήρα για την οικονομική κατάσταση μιας χώρας από την στιγμή που η κυβέρνησή της είναι υποχρεωμένη να συνάπτη νέα χρέη για να εξασφαλίση την υπηρεσία των παλαιών». Κι αυτά γράφονταν το 1964.
Από τη χούντα στον Καραμανλή
Η χούντα κατόπιν θεσμοθέτησε ως αναπόφευκτη την πολιτική υπερχρέωσης ισχυριζόμενη ότι «ο συνεχώς διογκούμενος δανεισμός από την ξένην κεφαλαιαγοράν ακολουθεί ως αναπόφευκτον δυσμενές σύνδρομον αυτής της ανωμαλίας (σ.σ.: του ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών), καθιστών ακόμη στενωτέραν την εξάρτησιν από το εξωτερικόν. Και το τελευταίον αυτό αποτελεί την πλέον εντυπωσιακήν ομοιότητα μεταξύ των μικρών εθνικών οικονομικών μονάδων» («Ελεύθερος Κόσμος», 29.12.1968).
Με άλλα λόγια, ως τυπική Ψωροκώσταινα, η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφύγει τον δυσμενή δανεισμό από τη διεθνή κεφαλαιαγορά. Ό,τι δηλαδή ισχυρίζονται και οι σημερινοί κυβερνήτες.
Με τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις Καραμανλή του πρεσβύτερου όχι μόνο αναγνώρισαν τα κρυφά και φανερά χρέη της χούντας, αλλά συνέχισαν στον ίδιο καταστροφικό δρόμο. Ο υφυπουργός Συντονισμού Στ. Δήμας διευκρίνιζε ότι «η χώρα μας... θα συνεχίσει για αρκετά ακόμη χρόνια να έχει την ανάγκη προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό...» («Ναυτεμπορική», 20.10.1979).
Ενώ ο κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Συντονισμού, δήλωνε υπερηφάνως: «Όλοι επιδιώκουν να μας δανείσουν!» (ό.π.). Και πώς να μην επιδιώκουν να μας δανείσουν, όταν κάθε σύμβαση δανείου, ιδίως από το εξωτερικό, συνοδευόταν με προνομιακούς όρους αποπληρωμής και ταυτόχρονα με δεσμεύσεις αγοράς προϊόντων, βιομηχανικών και άλλων, από την πιστώτρια χώρα;
Κι ενώ ο ελληνικός λαός, από τον «γύψο» της χούντας, έμπαινε στον «γύψο» της μόνιμης λιτότητας επί μεταπολίτευσης, οι κυβερνήσεις Καραμανλή ανακάλυπταν ένα νέο κόλπο για να φορτώνουν με χρέη το Δημόσιο. Αντί να δανείζεται η κεντρική κυβέρνηση, έβαζαν τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις κρατικές τράπεζες να δανείζονται, για να καλύπτονται οι «μαύρες τρύπες» στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και να τροφοδοτούνται με «δανεικά και αγύριστα» οι μεγαλοβιομήχανοι και οι κρατικοδίαιτοι μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής.
Έτσι εντέχνως εμφανιζόταν ο δημόσιος δανεισμός να είναι περιορισμένος, την ίδια στιγμή που οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι τράπεζες φορτώνονταν με χρέη έως και 10 φορές την κεφαλαιακή τους σύνθεση.
Η εποχή Ανδρέα Παπανδρέου
Το 1981 η πλειονότητα του ελληνικού λαού πίστεψε ότι θα απαλλάξει τη χώρα από αυτόν τον βραχνά και ανέδειξε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε υποσχεθεί «σεισάχθεια» για τα χρέη και τιμωρία για τους ενόχους της εξωτερικής υπερχρέωσης της χώρας. Δυστυχώς όμως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ανακάλυψαν στον δανεισμό ένα καλό εργαλείο για να εξαναγκάσουν τον λαό να πορευτεί στον ίδιο καταστροφικό κατήφορο.
Μάλιστα ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου στην 9η Σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ το 1983 ανακάλυπτε ότι λόγω της κρίσης:
«Η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχτεί αρκετά στον εξωτερικό δανεισμό, όχι περισσότερο από πριν, αλλά τουλάχιστον όσο πριν. Και εδώ είναι το κλειδί της ιστορίας. Εάν η οικονομία σου δεν κριθεί φερέγγυα, με κάποια έννοια του νοικοκύρη, θα αναγκαστείς να πας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και να χτυπήσεις την πόρτα του. Και αυτοί θα σου δώσουν. Αλλά υπό τον όρο πλέον ότι αυτοί θα επιβάλουν – εκείνοι σε σένα – την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής σου. Και αυτό σημαίνει: Τέρμα το σοσιαλιστικό πείραμα».
Το σκηνικό της προσφυγής στο ΔΝΤ άρχισε να στήνεται από την εποχή που ο Α. Παπανδρέου έκανε την ιστορική ανακάλυψη ενός «σοσιαλιστικού πειράματος» με δανεικά και μάλιστα χρωστούμενα στις ξένες κεφαλαιαγορές. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αποδέχτηκαν να συνεχίσουν την αποπληρωμή όλων των προηγούμενων ληστρικών δανειακών συμβάσεων, αλλά ξεκίνησαν και τον δικό τους καταστροφικό κύκλο υπερχρέωσης.
Για παράδειγμα, φρόντισαν να φορτώσουν στον κρατικό προϋπολογισμό τις αποκαλούμενες «προβληματικές επιχειρήσεις», αυτές δηλαδή που είχαν λεηλατήσει οι ιδιοκτήτες τους με την αμέριστη βοήθεια των «δανεικών κι αγύριστων» των κυβερνήσεων Καραμανλή. Όχι μόνο φόρτωσαν στο κράτος τα τεράστια ιδιωτικά χρέη που είχαν συσσωρεύσει αυτές οι επιχειρήσεις, αλλά τις κράτησαν για σχεδόν μια δεκαετία ουσιαστικά ανενεργές ή σε κατάσταση σκόπιμης υπολειτουργίας, πληρώνοντας μέσω του Οργανισμού Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) τους μισθούς των εργαζομένων σ’ αυτές με αντάλλαγμα την ψήφο τους.
Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο κατέστρεψαν την αφρόκρεμα των παραγωγικών επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας εκείνης της εποχής, όχι μόνο εκμαύλισαν συστηματικά το πιο παραγωγικό εργατικό δυναμικό της χώρας, αλλά μετασχημάτισαν τη ληστεία των προβληματικών σε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος. Τελικά, άλλες τις έκλεισαν και άλλες τις πούλησαν για παλιοσίδερα.
Κι όχι μόνο αυτό. Ο εναγκαλισμός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με την τότε ΕΟΚ είχε ως αντάλλαγμα τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τα οποία αποτέλεσαν την απαρχή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα, έχοντας ευθύς εξαρχής σκοπό να εκμαυλίσουν και να διαφθείρουν πλατιά κοινωνικά στρώματα, ώστε να αποδεχτούν την υποταγή της χώρας στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Προκειμένου οι αγρότες να μη φωνάζουν για την αδιάθετη παραγωγή τους, τους έμαθαν να νοιάζονται μόνο για τα θαφτικά των χωματερών και τις επιδοτήσεις άνευ αντικρίσματος. Προκειμένου η επαγγελματική διανόηση να μη διαμαρτύρεται για τη μάστιγα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της ετεροαπασχόλησης, τους έμαθαν να βολεύονται με τα κοινοτικά προγράμματα. Έτσι έκαναν τη δουλειά τους ανενόχλητοι και οι ποικίλοι επιτήδειοι του κομματικού μηχανισμού που συντηρούν ανέκαθεν και αναπαράγουν την εξουσία. Έτσι, για κάθε 100 ευρώ κοινοτικών επιχορηγήσεων, το δημόσιο χρέος αυξανόταν κατά 250.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αδιαφόρησαν πλήρως για την εκτίναξη των εξωτερικών ελλειμμάτων, στην οποία συνέβαλε αποφασιστικά πρώτα η ΕΟΚ και αργότερα η Ε.Ε. Πώς αντιμετώπισαν αυτήν την εκτίναξη; Με τον πολύ παραδοσιακό τρόπο. Με επιστροφή, από το 1984 και μετά, στη μονόπλευρη λιτότητα και φυσικά στην έξαρση του δημόσιου δανεισμού.
Την εποχή εκείνη πλήθαιναν οι προειδοποιήσεις για τον εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους, ειδικά του εξωτερικού. Ο ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος προειδοποιούσε ότι το 75% των νέων δανείων χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των παλιών και επομένως «είναι πολύ αμφίβολο αν κατά τα προσεχή έτη η Ελλάς θα μπορεί να δανείζεται τόσο σημαντικά ποσά δίχως παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών, δίχως δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και δίχως υποθήκευση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας» («Το Βήμα», 15.9.1985).
Το 1986 πρώτη φορά στο ΔΝΤ...
Η προειδοποίηση του Αγγελόπουλου δεν άργησε να επαληθευτεί. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αδυνατώντας να δανειστεί από το εξωτερικό, προσέφυγε το 1986 στην ΕΟΚ. Οι Βρυξέλλες ανταποκρίθηκαν με δάνειο της τάξης των 1,75 δισ. Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων, το οποίο θα δινόταν σε δυο δόσεις «μετά από ανασκόπηση εκ μέρους της Νομισματικής Επιτροπής του ΔΝΤ της πορείας της ελληνικής οικονομίας κατά το 1986», όπως σημείωνε η έκθεση του ΔΝΤ εκείνη τη χρονιά.
Ήταν η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες έστελναν την Ελλάδα στο ΔΝΤ με μοχλό τον δανεισμό. Το τι ζητούσε το ΔΝΤ για να εγκρίνει τον εξωτερικό δανεισμό της ελληνικής κυβέρνησης ήταν αυτονόητο: «σταθερή εισοδηματική πολιτική ώστε να περιοριστεί η αύξηση του κόστους εργασίας συνοδευόμενη από αυστηρή νομισματική και οικονομική πολιτική...» («Ναυτεμπορική», 24.8.1986). Δηλαδή περικοπές μισθών, περικοπές δαπανών, άνοιγμα των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ.
Αυτός που ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις έξωθεν «υποδείξεις» ήταν ο γνωστός κ. Σημίτης, ο οποίος, ως υπουργός Οικονομικών, υποστήριζε το 1986 ότι «η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου οδήγησε σε αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας». Επομένως «πρόγραμμα για τη συγκράτηση του εξωτερικού χρέους, χωρίς συγκράτηση της εγχώριας ενεργού ζήτησης, δεν μπορεί να υπάρξει» («Εξόρμηση», 7.2.1986) Τι φταίει λοιπόν για τον δανεισμό; Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Τσακίστε το. Αυτή ήταν η φιλοσοφία Σημίτη.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ουσιαστικά δυο δεκαετίες αυστηρής λιτότητας, ανοίγματος των αγορών, ιδιωτικοποιήσεων, απορρύθμισης των πάντων κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να γίνει το λατρεμένο παιδί των διεθνών κεφαλαιαγορών και να δανείζεται ασύστολα. Το δημόσιο χρέος και η εξυπηρέτησή του εκτινάσσονται στα ουράνια.
Όσο έβρισκε δάνεια καμιά κυβέρνηση δεν νοιάστηκε για το δημόσιο χρέος. Ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Α. Παπανδρέου ούτε ο Σημίτης ούτε κι ο Καραμανλής. Κι όσο συμπίεζαν μισθούς και συντάξεις, όσο άνοιγαν όλο και περισσότερο τις αγορές, όσο ξεπουλούσαν και ιδιωτικοποιούσαν το σύμπαν, τόσο περισσότερο πίστευαν ότι θα βρίσκουν εσαεί να δανείζονται όσα ήθελαν, ανεξάρτητα από το ύψος του δημόσιου χρέους.
Κι έτσι φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα, με μια διαλυμένη οικονομία, ένα χρεοκοπημένο κράτος και υπό καθεστώς κατοχής. Κι αντί να καθίσουμε στο σκαμνί τους αρχιτέκτονες αυτής της καταστροφής, τον κ. Μητσοτάκη, τον κ. Σημίτη και όλους τους υπόλοιπους, τους ανεχόμαστε να βγαίνουν δημόσια και να διαγκωνίζονται για νέους ρόλους στη «νέα μεταπολίτευση» που σχεδιάζουν οι επικυρίαρχοι πάνω στο πτώμα της χώρας και του λαού της.
Βlogger:
Aν αντέχετε διαβάστε και τούτο:
Μπορεί η Ελλάδα να γίνει χειρότερα; Μπορεί! Και λέγεται Κόσοβο
http://moulari.blogspot.gr/2012/09/blog-post_9550.html
(Ναι τα πράγματα θα πάνε χειρότερα -πολύ χειρότερα απ'ότι φανταζόμαστε αν η κοινωνία εεξακολουθεί να βρίσκεται σε κατστολή -με τηνδικιά της ευθύνη βέβαια - αλλά βοηθούντος και των πολτικών δυνάμεων που έχουν αναλάβει την διανοητική τους καταστολή)
=====================
Mεταγεννέστερη εγγραφή (14/11/2012) που συμπληρώνει τα παραπάνω:
-------------------------------------------------------
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Του Ανδρεα Δρυμιωτη*
Ηλθε στο e-mail μου, από ένα καλό φίλο, το κείμενο που ακολουθεί. Το βρήκα τόσο αποκαλυπτικό και επίκαιρο που πιστεύω ότι αξίζει ευρύτερης δημοσιότητας αντί να κυκλοφορεί μόνο μέσω tweets και e-mails. Είναι πράγματι απίστευτο, ότι αφήσαμε να περάσουν 65 χρόνια και κυριολεκτικά δεν κάναμε τίποτα.
Αρχές του 1947 έχει ανακοινώσει η βρετανική κυβέρνηση στις ΗΠΑ πως αδυνατεί πλέον να συνεχίσει τον ρόλο που είχε αναλάβει, δηλαδή της ενίσχυσης της ελληνικής κυβέρνησης στον αγώνα της κατά της κομμουνιστικής επικράτησης στην Ελλάδα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν, προκειμένου να έχει ιδία άποψη για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα στέλνει το πρώτο τρίμηνο του 1947 τον Paul A. Porter ως επικεφαλής αμερικανικής αποστολής.
Στις 14 Φεβρουαρίου, μετά έναν περίπου μήνα παραμονής στην Ελλάδα ο Paul A. Porter στέλνει επιστολή προς τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ W.L. Clayton με τις πρώτες εντυπώσεις του, γράφοντας μεταξύ των άλλων:
«Εδώ δεν υπάρχει κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ’ αυτού υπάρχει μία χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, που δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα [...] Σε ολόκληρη τη χώρα, από τη μία άκρη στην άλλη, κυριαρχεί μία γκρίζα ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης για το μέλλον - μία έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία στο παρόν. Οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο, οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχες δεν αποθηκεύουν προμήθειες. Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη. Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται βάσει ενός εντελώς συγκεχυμένου συστήματος επιδομάτων, χάρη στα οποία μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι κερδίζουν μέχρι και τέσσερις φορές περισσότερα από τον βασικό μισθό τους. Ποτέ άλλοτε δεν έχουμε δει διοικητική δομή που να είναι τόσο απαράδεκτη. Απλούστατα, δεν είναι δυνατόν να βασιστεί κάνεις στο ότι η δημόσια διοίκηση θα φέρει εις πέρας ακόμη και τις πιο απλές λειτουργίες μίας κυβέρνησης - την είσπραξη των φόρων, την εφαρμογή οικονομικών κανόνων, την επισκευή δρόμων. Συνεπώς η δραστική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης αποτελεί συνθήκη εκ των ουκ άνευ για την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου αποτελέσματος στην Ελλάδα».
Για την εκτελεστική εξουσία: «Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος. Στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομιών μίας μικρής κλίκας που αποτελεί την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα». Για τα οικονομικά συμφέροντα: «Τα ναυτιλιακά συμφέροντα βρίσκονται σε ιδιαιτέρα σκανδαλώδη θέση. Σήμερα η ελληνική εμπορική ναυτιλία βρίσκεται σε άνθηση και οι εφοπλιστές καρπώνονται τα κέρδη. Ομως, η χρεοκοπημένη ελληνική κυβέρνηση δεν απολαμβάνει κανένα όφελος από όλο αυτό τον πλούτο. Οι αποδοχές των ναυτικών εξακολουθούν να εισρέουν στη χώρα, αλλά τα κέρδη των πλοιοκτητών παραμένουν, στην πλειονότητά τους, στο εξωτερικό». Για την ντόπια νομενκλατούρα: «Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας -οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σεν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου- θα ενεργοποιηθεί. Πολλοί από αυτούς είναι γοητευτικοί άνθρωποι που μιλούν εξαιρετικά αγγλικά και αδημονούν ειλικρινά να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια στην αμερικανική αποστολή. Εντούτοις θα αποπειραθούν να προσεταιριστούν την αποστολή και να τη μετατρέψουν σε ένα εργαλείο διασφάλισης των προνομίων τους».
Για την αίτηση βοηθείας: «Αίσθησή μου είναι ότι το ελληνικό κράτος, έχοντας υποβάλει αίτηση βοήθειας και εποπτείας, έχει θέσει, στο μέτρο αυτό, όρια στην ίδια του την εθνική κυριαρχία». Αντί σχολίων, παραθέτω τις απόψεις που συνοδεύουν το κείμενο: «Παρά τη χρονική απόσταση των 65 χρόνων, παρά την κολοσσιαία διαφορά στην κοινωνική πραγματικότητα, πολλά από αυτά περιγράφουν μία Ελλάδα που υποτίθεται αφήσαμε πίσω μας, εντούτοις αποδεικνύεται ότι περιγράφουν και την Ελλάδα του σήμερα. Εάν αυτό δεν αποτελεί μέγα μέτρο αποτυχίας όλων αυτών που υποτίθεται αναμόρφωσαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, δεν γνωρίζουμε τι άλλο μπορεί να περιγράψει την πλήρη αποτυχία».
* O κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος Επιχειρήσεων.
http://news.kathimerini.gr
====================================================================
Mεταγεννέστερη εγγραφή (14/11/2012) που συμπληρώνει τα παραπάνω:
Η σημασία της "εκτέλεσης" του Βασίλη Ράπανου
Είναι στιγμές στην ιστορία κάθε χώρας-κράτους που παίζεται η επιβίωση της, όπως συμβαίνει όταν ξεσπάει ένας πόλεμος. Και είναι τότε που η (κάθε) πατρίδα έχει ανάγκη προσωπικότητες που τις χαρακτηρίζει εθνική και ιστορική συνείδηση. Εκείνους που θα μείνουν πίσω να πολεμήσουν επιλέγοντας την μάχη από την απόδραση στους εξωτικούς προορισμούς που κουρνιάζουν οι υπεράκτιοι λογαριασμοί τους. Λοιπόν, κανείς μας δεν θάθελε να ξυπνήσει ένα πρωί με νέα Ίμια σε εξέλιξη και στο τιμόνι της χώρας το υπάρχον πολιτικό προσωπικό -όλων των κομμάτων συμπεριλαμβανομένων.
Κι αυτό όχι γιατί οι πολιτικοί μας ηγέτες δεν αγαπούν την Ελλάδα η είναι προδότες. Απλά για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναλύσουμε, από το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας του 2012 απουσιάζουν στους κρίσιμους τομείς οι προσωπικότητες εκείνες που θα μπορούσαν να πάρουν πάνω τους την υπόθεση διάσωσης της χώρας. Ο Γιάννης Στουρνάρας για παράδειγμα, μας είναι συμπαθής για την ειλικρίνειά του και πιστεύουμε ότι παθιάζεται να κερδίσει το στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του αποδεχόμενος την πρόταση Σαμαρά. Απ’ όλους όσους διετέλεσαν “μνημονιακοί” υπουργοί Οικονομικών είναι ο πλέον γνώστης του αντικειμένου κι αυτό το εισπράτουν τουλάχιστο οι καλοπροαίρετοι πολίτες. Σπάνια τον έχουμε δει να χάνει την ψυχραιμία του η να εκτρέπεται σε συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τον υπουργικό του ρόλο.
Όταν ο Σαμαράς πιέστηκε να “εκτελέσει” και μάλιστα με άκομψο τρόπο τον Βασίλη Ράπανο, από τις επιλογές προσώπων που του υποδείχθησαν για το υπουργείο των Οικονομικών ο Γιάννης Στουρνάρας ήταν η καλύτερη. Όμως το οξύτατο επεισόδιο που έγινε στο Εurogroup με την Αυστριακή ομόλογό του Μαρία Φέχτερ σε έξαλλη κατάσταση να του φωνάζει «εκπροσωπείς μια χρεοκοπημένη χώρα», είναι χαρακτηριστικό της εικόνας αδύναμου επαίτη που έχουν δώσει ως τώρα οι δικοί μας στους Ευρωπαίους συνομιλητές μας κάτι για το οποίο δεν έχει ευθύνη ο Στουρνάρας.
Δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι η συγκεκριμένη κυρία θα τολμούσε να μιλήσει μ΄ αυτόν το ταπεινωτικό ύφος στον Κωνσταντίνο Καραμανλή για παράδειγμα. Σ΄αυτή τη συγκυρία η Ελλάδα στερείται από τις προσωπικότητες εκείνες που παρότι βρισκόμαστε σε δεινή θέση θα μπορούσαν να εμπνεύσουν σεβασμό τόσο με το κύρος τους, όσο και με την ιστορία τους. Ο Σαμαράς είναι ένας συνομιλητής απελπισίας για τους Ευρωπαίους μια και η ανακολουθία του υπονομεύει την αξιοπιστία του. Ώσπου να βρεθεί στο Μαξίμου κατακεραύνωνε τα Μνημόνια με τα θρυλικά Ζάππεια. Μιλούσε για την αναποτελεσματικότητά τους και για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης. Αίφνης ο πρωθυπουργός Σαμαράς έγινε άλλος άνθρωπος σε μια ηλικία που έχει διαμορφωθεί η προσωπικότητα του ανθρώπου. Από τον “νέο” Σαμαρά κρατάμε την ολοκληρωτική υποταγή του στα κελεύσματα της Τρόικας, την αδυναμία του στους συντοπίτες του, τους οποίους έχει τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά και την συγκάλυψη των όποιων φοροφυγάδων της λίστας Λαγκάρντ.
Σ΄αυτό το σημείο εξαντλείται και η συνεισφορά του στις εξελίξεις. Τρομάζει κανείς στην ιδέα ότι οι Γερμανοί αποφάσισαν να μας δώσουν 40 δις ευρώ με την κρυφή συμφωνία να ξεκουμπιστούμε από το ευρώ με τους λιγότερους κραδασμούς για το ευρωπαικό οικοδόμημα. Θα το διαπιστώσουμε σύντομα.
Κι αυτό όχι γιατί οι πολιτικοί μας ηγέτες δεν αγαπούν την Ελλάδα η είναι προδότες. Απλά για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναλύσουμε, από το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας του 2012 απουσιάζουν στους κρίσιμους τομείς οι προσωπικότητες εκείνες που θα μπορούσαν να πάρουν πάνω τους την υπόθεση διάσωσης της χώρας. Ο Γιάννης Στουρνάρας για παράδειγμα, μας είναι συμπαθής για την ειλικρίνειά του και πιστεύουμε ότι παθιάζεται να κερδίσει το στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του αποδεχόμενος την πρόταση Σαμαρά. Απ’ όλους όσους διετέλεσαν “μνημονιακοί” υπουργοί Οικονομικών είναι ο πλέον γνώστης του αντικειμένου κι αυτό το εισπράτουν τουλάχιστο οι καλοπροαίρετοι πολίτες. Σπάνια τον έχουμε δει να χάνει την ψυχραιμία του η να εκτρέπεται σε συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τον υπουργικό του ρόλο.
Όταν ο Σαμαράς πιέστηκε να “εκτελέσει” και μάλιστα με άκομψο τρόπο τον Βασίλη Ράπανο, από τις επιλογές προσώπων που του υποδείχθησαν για το υπουργείο των Οικονομικών ο Γιάννης Στουρνάρας ήταν η καλύτερη. Όμως το οξύτατο επεισόδιο που έγινε στο Εurogroup με την Αυστριακή ομόλογό του Μαρία Φέχτερ σε έξαλλη κατάσταση να του φωνάζει «εκπροσωπείς μια χρεοκοπημένη χώρα», είναι χαρακτηριστικό της εικόνας αδύναμου επαίτη που έχουν δώσει ως τώρα οι δικοί μας στους Ευρωπαίους συνομιλητές μας κάτι για το οποίο δεν έχει ευθύνη ο Στουρνάρας.
Δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι η συγκεκριμένη κυρία θα τολμούσε να μιλήσει μ΄ αυτόν το ταπεινωτικό ύφος στον Κωνσταντίνο Καραμανλή για παράδειγμα. Σ΄αυτή τη συγκυρία η Ελλάδα στερείται από τις προσωπικότητες εκείνες που παρότι βρισκόμαστε σε δεινή θέση θα μπορούσαν να εμπνεύσουν σεβασμό τόσο με το κύρος τους, όσο και με την ιστορία τους. Ο Σαμαράς είναι ένας συνομιλητής απελπισίας για τους Ευρωπαίους μια και η ανακολουθία του υπονομεύει την αξιοπιστία του. Ώσπου να βρεθεί στο Μαξίμου κατακεραύνωνε τα Μνημόνια με τα θρυλικά Ζάππεια. Μιλούσε για την αναποτελεσματικότητά τους και για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης. Αίφνης ο πρωθυπουργός Σαμαράς έγινε άλλος άνθρωπος σε μια ηλικία που έχει διαμορφωθεί η προσωπικότητα του ανθρώπου. Από τον “νέο” Σαμαρά κρατάμε την ολοκληρωτική υποταγή του στα κελεύσματα της Τρόικας, την αδυναμία του στους συντοπίτες του, τους οποίους έχει τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά και την συγκάλυψη των όποιων φοροφυγάδων της λίστας Λαγκάρντ.
Σ΄αυτό το σημείο εξαντλείται και η συνεισφορά του στις εξελίξεις. Τρομάζει κανείς στην ιδέα ότι οι Γερμανοί αποφάσισαν να μας δώσουν 40 δις ευρώ με την κρυφή συμφωνία να ξεκουμπιστούμε από το ευρώ με τους λιγότερους κραδασμούς για το ευρωπαικό οικοδόμημα. Θα το διαπιστώσουμε σύντομα.
Ζώντας μέσα σ΄αυτό το στρεσσογόνο περιβάλλον, τρία χρόνια τώρα, με τις ανατροπές προς το χειρότερο να διαδέχονται η μία την άλλη, εύκολα ξεχνάμε τα πρόσωπα και τον ρόλο τους. Όχι άδικα. Πριν καν ολοκληρωθεί μια κλασσική κυβερνητική τετραετία-υπό κανονικές συνθήκες η κυβέρνηση ΓΑΠ θα μπορούσε να παραμείνει ως το Φθινόπωρο του 2013-έχουμε δει τον ουρανό σφοντύλι και κάθε πρωί ξυπνάμε έτοιμοι για τα χειρότερα. To βράδι πάμε για ύπνο καληνυχτίζοντας νοερά τον Τζον Μπόι Άδωνη ο οποίος ξεκινάει νωρίς το πρωί το τηλεοπτικό του μαραθώνιο για να ολοκληρώσει περασμένα μεσάνυχτα εμφανιζόμενος ακόμη και στο κανάλι 3 Gourounakia TV.
Ακούμε τον Βενιζέλο, μήνες τώρα, να κάνει λόγο για την ανάγκη Εθνικής Ομάδας Διαπραγμάτευσης η οποία είναι καλή σαν ιδέα, μόνο σαν ιδέα. Με τους 3 της συγκυβέρνησης θα καταντήσει ένα συνοθύλευμα μετριοτήτων, αποτέλεσμα κομματικών ισορροπιών, κάτι σαν την ΕΡΤ όπου το κάθε κόμμα τοποθέτησε τα δικά του βίσματα.
Η Ομάδα Διαπαραγμάτευσης προυποθέτει την παρουσία προσωπικοτήτων και όχι υποταχτικών αχυρανθρώπων των κομματικών ηγεσιών.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΠΑΝΟΥ
Μιλώντας για προσωπικότητες με εθνική και ιστορική συνείδηση θα σταθούμε στον Βασίλη Ράπανο, γύρω από το όνομα του οποίου παίχθηκε ένα θρίλερ διαπλοκής που μάλλον ξεπερνούσε τα σύνορα της χώρας. Ο τότε επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας κλήθηκε από τον Αντώνη Σαμαρά να αναλάβει το υπ. Οικονομικών για να το εγκαταλείψει πριν προλάβει να ορκισθεί.
To “Κουρδιστό Πορτοκάλι» έγραφε> Δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστοι μήνες από τη σφοδρή σύγκρουση του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με τον ισχυρό άνδρα του ΔΟΛ Σταύρο Ψυχάρη. Με αφορμή εκείνη τη σύγκρουση η κοινή γνώμη ενημερώθηκε ότι ο ΔΟΛ ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα δάνειο και ότι ο επικεφαλής-έως σήμερα της Εθνικής Τράπεζας Βασίλης Ράπανος ενημέρωσε σχετικά τον τότε πρωθυπουργό. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο το ΓΑΠ η «οδηγία» του Μαξίμου ήταν να ισχύσει και στη περίπτωση του ΔΟΛ ότι ισχύει για αντίστοιχους πελάτες. Το περιβάλλον του Παπανδρέου θα υποστήριζε στη συνέχεια ότι αυτή η ουδέτερη στάση του πρώην πρωθυπουργού θα ήταν αφορμή για τη σφοδρή επίθεση του ΔΟΛ στην κυβέρνηση. Αλλά και από το περιβάλλον της τράπεζας απέδιδαν την πολεμική διάθεση του συγκροτήματος απέναντι στην Εθνική σ΄αυτό ακριβώς το γεγονός.
Και φτάσαμε στις εκλογές της 17ης Ιουνίου, με τον νικητή Αντώνη Σαμαρά να προτείνει στον Βασίλη Ράπανο την ανάληψη του κρίσιμου υπ. Οικονομικών. Ο επικεφαλής της Εθνικής αποδέχθηκε αρχικά την πρόταση Σαμαρά, αλλά στο μεταξύ στο παρασκήνιο σιγόβραζε μια πολεμική ατμόσφαιρα με δυσδιάκριτα τα στρατόπεδα. Όταν ο Βασίλης Ράπανος οδηγήθηκε μετά από λιποθυμικό επεισόδιο στο «Υγεία», άρχισε ένα κρεσέντο φημών για την κατάσταση της υγείας του με αναφορές στο πρόβλημα με τον καρκίνο που είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία στο παρελθόν.
Η δημοσιογραφική κάλυψη συγκεκριμένων ΜΜΕ της εισαγωγής του Ράπανου στο νοσοκομείο προκάλεσε, σύμφωνα με πληροφορίες, την οργή της συζύγου του η οποία ξέσπασε όταν είδε μπροστά της στέλεχος αθηναικής εφημερίδας. Λίγες ώρες αργότερα ο Βασίλης Ράπανος υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του υπ. Οικονομικών. Ο Σαμαράς την έκανε αποδεκτή μέσα σε όργιο φημών που ήθελε το λιποθυμικό επεισόδιο του Ράπανου να είναι ως ένα βαθμό θέατρο (!) επειδή ο Σαμαράς δεν έκανε αποδεκτές τις εισηγήσεις του για πρόσωπα που ο Ράπανος θα ήθελε να έχει στο πλευρό του!
Θα ακολουθούσε η οριστική αποκαθήλωση του Βασίλη Ράπανου. Ο άνθρωπος (Αντώνης Σαμαράς) που του πρότεινε λίγες ώρες πριν να αναλάβει το τιμόνι της Οικονομίας, θα ερχόταν λίγες ώρες μετά να του ζητήσει να εγκαταλείψει κι αυτή τη θέση του προέδρου της Εθνικής Τράπεζας!
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΠΑΝΟΥ
Μιλώντας για προσωπικότητες με εθνική και ιστορική συνείδηση θα σταθούμε στον Βασίλη Ράπανο, γύρω από το όνομα του οποίου παίχθηκε ένα θρίλερ διαπλοκής που μάλλον ξεπερνούσε τα σύνορα της χώρας. Ο τότε επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας κλήθηκε από τον Αντώνη Σαμαρά να αναλάβει το υπ. Οικονομικών για να το εγκαταλείψει πριν προλάβει να ορκισθεί.
To “Κουρδιστό Πορτοκάλι» έγραφε> Δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστοι μήνες από τη σφοδρή σύγκρουση του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με τον ισχυρό άνδρα του ΔΟΛ Σταύρο Ψυχάρη. Με αφορμή εκείνη τη σύγκρουση η κοινή γνώμη ενημερώθηκε ότι ο ΔΟΛ ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα δάνειο και ότι ο επικεφαλής-έως σήμερα της Εθνικής Τράπεζας Βασίλης Ράπανος ενημέρωσε σχετικά τον τότε πρωθυπουργό. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο το ΓΑΠ η «οδηγία» του Μαξίμου ήταν να ισχύσει και στη περίπτωση του ΔΟΛ ότι ισχύει για αντίστοιχους πελάτες. Το περιβάλλον του Παπανδρέου θα υποστήριζε στη συνέχεια ότι αυτή η ουδέτερη στάση του πρώην πρωθυπουργού θα ήταν αφορμή για τη σφοδρή επίθεση του ΔΟΛ στην κυβέρνηση. Αλλά και από το περιβάλλον της τράπεζας απέδιδαν την πολεμική διάθεση του συγκροτήματος απέναντι στην Εθνική σ΄αυτό ακριβώς το γεγονός.
Και φτάσαμε στις εκλογές της 17ης Ιουνίου, με τον νικητή Αντώνη Σαμαρά να προτείνει στον Βασίλη Ράπανο την ανάληψη του κρίσιμου υπ. Οικονομικών. Ο επικεφαλής της Εθνικής αποδέχθηκε αρχικά την πρόταση Σαμαρά, αλλά στο μεταξύ στο παρασκήνιο σιγόβραζε μια πολεμική ατμόσφαιρα με δυσδιάκριτα τα στρατόπεδα. Όταν ο Βασίλης Ράπανος οδηγήθηκε μετά από λιποθυμικό επεισόδιο στο «Υγεία», άρχισε ένα κρεσέντο φημών για την κατάσταση της υγείας του με αναφορές στο πρόβλημα με τον καρκίνο που είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία στο παρελθόν.
Η δημοσιογραφική κάλυψη συγκεκριμένων ΜΜΕ της εισαγωγής του Ράπανου στο νοσοκομείο προκάλεσε, σύμφωνα με πληροφορίες, την οργή της συζύγου του η οποία ξέσπασε όταν είδε μπροστά της στέλεχος αθηναικής εφημερίδας. Λίγες ώρες αργότερα ο Βασίλης Ράπανος υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του υπ. Οικονομικών. Ο Σαμαράς την έκανε αποδεκτή μέσα σε όργιο φημών που ήθελε το λιποθυμικό επεισόδιο του Ράπανου να είναι ως ένα βαθμό θέατρο (!) επειδή ο Σαμαράς δεν έκανε αποδεκτές τις εισηγήσεις του για πρόσωπα που ο Ράπανος θα ήθελε να έχει στο πλευρό του!
Θα ακολουθούσε η οριστική αποκαθήλωση του Βασίλη Ράπανου. Ο άνθρωπος (Αντώνης Σαμαράς) που του πρότεινε λίγες ώρες πριν να αναλάβει το τιμόνι της Οικονομίας, θα ερχόταν λίγες ώρες μετά να του ζητήσει να εγκαταλείψει κι αυτή τη θέση του προέδρου της Εθνικής Τράπεζας!
Ο Βασίλης Ράπανος βγήκε με άκομψο τρόπο, σχεδόν βίαιο, από την μέση με την εγχώρια και την εκτός συνόρων διαπλοκή να “διορθώνουν ένα στιγμιαίο λάθος” του πρωθυπουργού. Η παρουσία του Ράπανου σε θέσεις κλειδιά ακόμη και ως επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας, δεν ήταν βολική σ΄αυτή τη συγκυρία. Η απόφαση του Σαμαρά να τον τοποθετήσει στο υπ. Οικονομικών έδειχνε την διάθεση του πρωθυπουργού να διαπραγματευθεί σοβαρά το Μνημόνιο και να αντιπροτείνει έναν άλλο δρόμο διάσωσης βάζοντας μπροστά τον “βομβιστή” Βασίλη Ράπανο μια προσωπικότητα με εθνική και ιστορική συνείδηση, έναν ασυμβίβαστο αγωνιστή θα προκαλούσε κραδασμούς επ΄οφελεία της πατρίδας μας και βλαπτικούς για τα συμφέροντα των αδηφάγων αγορών κι όχι μόνο. Κάποιοι στο ημίφως της ιστορίας έσπευσαν να τραβήξουν το αυτί του Σαμαρά για την συγκεκριμένη επιλογή κι εκείνος έκανε πίσω. Μάλιστα αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Βασίλης Ράπανος είχε ζητήσει να πλαισιώνεται από τους Τάσο Γιαννίτση και Γιάννη Στουρνάρα.
Ο κρατούμενος του Γεντί Κουλέ
«Η φυλακή έγινε το πανεπιστήμιό μου»
Οι φίλοι του περιγράφουν τον κ. Ράπανο ως χαρακτήρα ήπιο αλλά καθόλου εύκολο. Ενδεχομένως να μην έβγαζε τέσσερα χρόνια, από το 1969 ως την αμνηστία του 1973 σε δύσκολες φυλακές (Αίγινα, Επταπύργιο, Κορυδαλλός) χωρίς το απαραίτητο απόθεμα ρεαλισμού, προσαρμοστικότητας αλλά και σκληρότητας.
«Η φυλακή έγινε το πανεπιστήμιό μου»
Οι φίλοι του περιγράφουν τον κ. Ράπανο ως χαρακτήρα ήπιο αλλά καθόλου εύκολο. Ενδεχομένως να μην έβγαζε τέσσερα χρόνια, από το 1969 ως την αμνηστία του 1973 σε δύσκολες φυλακές (Αίγινα, Επταπύργιο, Κορυδαλλός) χωρίς το απαραίτητο απόθεμα ρεαλισμού, προσαρμοστικότητας αλλά και σκληρότητας.
Οταν συνελήφθη η συγκεκριμένη ομάδα, εξερράγησαν τα καψούλια δύο εκρηκτικών μηχανισμών στα χέρια του αστυνόμου Γιαννικόπουλου, γνωστού βασανιστή της Ασφάλειας, ακρωτηριάζοντας τα δάχτυλά του. Το αποτέλεσμα ήταν να υποστούν οι συλληφθέντες σκληρά βασανιστήρια και ξυλοδαρμούς επί έξι ημέρες στην Ασφάλεια.
Στο Γεντί Κουλέ γνώρισε τον Σάκη Καράγιωργα, εκ των πρωτεργατών της Δημοκρατικής Αμυνας με σημαντική ακαδημαϊκή καριέρα και αντιδικτατορική δράση, ο οποίος βρισκόταν σε διπλανό κελί. «Η φυλακή έγινε το πανεπιστήμιό μου» παραδέχτηκε αργότερα ο κ. Ράπανος, αν και δεν αρκέστηκε σε αυτή.
Το 1975 πήρε το πτυχίο του από την ΑΣΟΕΕ, το 1977 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στα Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Lakehead και το 1982 το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Queen's στον Καναδά. Οσοι τον γνωρίζουν καλά ξέρουν ότι η εμπειρία αυτή σημάδεψε τη ζωή του και μεταφέρουν, από δικές του διηγήσεις προφανώς, ότι εκεί συνειδητοποίησε κάτι που καθόρισε τη φιλοσοφία της ζωής του: ότι η προσωπική ευημερία δεν είναι ανεξάρτητη από την ευημερία του συνόλου και ότι η προσωπική ικανοποίηση από τη ζωή δεν ολοκληρώνεται αν δεν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής ανάπτυξης.
Ο στρατοδίκης ρωτά: «Πώς βλέπεις την κυβέρνησιν;». Ο κατηγορούμενος Βασίλης Ράπανος με αφοπλιστική ειλικρίνεια και έκδηλη ειρωνεία απαντά: «Δεν είμαι από τους συμπαθούντες. Είμαι, ξέρετε, συνδρομητής του "Νιούσγουικ" και διάβαζα ότι...γίνονται βασανιστήρια στην Ασφάλεια κι έλεγα: Γιατί;».
Είναι 30 Οκτωβρίου 1969. Ο Βασίλης Ράπανος στέκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου - μαζί του και άλλα μέλη του ελληνικού δημοκρατικού κινήματος: Γιώργος Ανωμερίτης, Δημοσθένης Δώδος, Αριστοτέλης Μυλωνάς, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Δημήτρης Κατσαρός, Αικατερίνη Χουλιαρά, Δημήτρης Ασημακόπουλος, Δημοσθένης Γατόπουλος, Δημοσθένης Δεσποινιάδης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως διαβάζουμε στα «ΝΕΑ» της 30ής Οκτωβρίου 1969, «οι παραπάνω από το καλοκαίρι του 1968 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 1969, όταν και συνελήφθησαν, συμφώνησαν, ενώθηκαν και αποτέλεσαν αναρχική ομάδα για διάπραξη κακουργημάτων σε επίκαιρες θέσεις της Πρωτευούσης με σκοπό να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο χιλιάδες ανύποπτους πολίτες. Κατασκεύασαν και προμηθεύτηκαν εκρηκτικές ύλες και διένειμαν προκηρύξεις αντεθνικού περιεχομένου».
Ετσι τους έβλεπε η χούντα. Συνελήφθησαν έπειτα από επιχείρηση τοποθέτησης εκρηκτικών μηχανισμών σε εννέα τράπεζες στις 22 Οκτωβρίου. Νωρίτερα είχαν στείλει ανακοίνωση Τύπου σε βιομηχάνους και τραπεζίτες με απειλητικό περιεχόμενο προκειμένου να αρνηθούν να πάρουν μέρος στο ομολογιακό δάνειο της χούντας.
Ο Β. Ράπανος, μεταξύ των άλλων, κατηγορείται και για «καταστροφή τεσσάρων τηλεφωνικών θαλάμων του ΟΤΕ στην περιοχή Καλλιθέας».
Η σύλληψη έγινε το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου 1969 στο Κουκάκι, έπειτα από κάρφωμα με τηλεφώνημα από το εξωτερικό, όπως προκύπτει από τα αρχεία του Γιώργου Ανωμερίτη. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν πρώτα στην Ασφάλεια, όπου ανακρίνονταν επί έξι ημέρες - χωρίς δικηγόρο εννοείται -, και κατόπιν στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών.
Καταδικάζεται σε 8 χρόνια φυλακή. Αίγινα, Γεντί Κουλέ, Κορυδαλλός. Πέρασε στη φυλακή 4½ χρόνια από τη ζωή του.
Θυμάται σαν να είναι σήμερα την ημέρα όπου οι γονείς του ήρθαν να τον δουν στο Γεντί Κουλέ.«Μου είχαν φέρει προμήθειες. Μαζί με τα άλλα και μια σακούλα με καρύδια», διηγείται. «Γυρίζω στο κελί και μου λένε οι συγκρατούμενοι: "Πού είναι, ρε, οι τσάντες που σου έφεραν οι γονείς σου;". Πάω στον αρχιφύλακα και μου δίνει ένα σακουλάκι με καρυδόψιχα. Είχαν σπάσει τα καρύδια, μη βρούνε κανένα μήνυμα κρυμμένο. "Σου τα σπάσαμε, ρε Ράπανε", μου λέει ο αρχιφύλακας και του απαντάω: Από σένα βγήκε η φράση "η μαλακία σπάει καρύδια";».
Στο Γεντί Κουλέ έχει μείνει στη μνήμη του και η ημέρα όπου καθόταν με τον φίλο του τον Νίκο. «Κάθε απόγευμα βάζανε έναν δίσκο και έπαιζε. Εκείνο το απόγευμα είχαν βάλει έναν δίσκο του Νταλάρα. Ηταν ηλιοβασίλεμα, όταν ακούσαμε για πρώτη φορά το "Αχ, χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις σ' αυτόν τον μαύρο τον ουρανό, αίμα σταλάζει το δειλινό...". "Ποιος πούστης έχει γράψει, ρε Ράπανε, αυτούς τους στίχους;", μου είπε ο Νίκος. "Είναι μαχαιριά στην καρδιά"». Το διηγούνταν αργότερα στον φίλο του Λευτέρη Παπαδόπουλο, λέγοντάς του ότι αυτή είναι η καλύτερη κριτική για τους στίχους του: μαχαιριά στην καρδιά. «Ετσι νιώσαμε τότε».
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ. Πήρε το πτυχίο του από την ΑΣΟΕΕ μετά την αποφυλάκισή του, το 1975. Τότε πήγε στη μητέρα του, την κυρία Πηνελόπη, στην Κέφαλο της Κω, όπου γεννήθηκε το 1947. «Μάνα, θα φύγω για τον Καναδά, να σπουδάσω κι άλλο», θυμάται η κ. Πηνελόπη. «Μην το κάνεις, παιδάκι μου, ο πατέρας σου δεν αντέχει άλλο, θα πεθάνει. Πώς να σε σπουδάσουμε;», του είπε.
«Ομως ο Βασίλης μου είχε δώσει ήδη εξετάσεις και είχε πάρει υποτροφία», λέει με καμάρι η κ. Πηνελόπη και δακρύζει. «Από μικρό παιδάκι ήταν άριστος μαθητής και οι καθηγητές του μου έλεγαν πως είναι αμαρτία να το αφήσουμε να μη σπουδάσει. Ηταν τόσο καλό παιδάκι από μικρό και άριστος μαθητής».
Η οικογένεια του Θόδωρου και της Πηνελόπης Ράπανου τα έφερνε δύσκολα βόλτα με τρία παιδιά: τον Βασίλη, τη Μαρία και τον Μιχάλη. Ο πατέρας δούλευε στα καράβια. «Περιμέναμε τον μισθό του καραβιού για να τα ζήσουμε», λέει η κ. Πηνελόπη και προσθέτει ότι πριν από τη φυλακή, όταν ο Βασίλης σπούδαζε στην Αθήνα, «πλάκες έβαζε στους δρόμους για να σπουδάσει». Στον Καναδά στη συνέχεια, τα καλοκαίρια, όταν έκλεινε το πανεπιστήμιο, πήγαινε στην Αμερική και δούλευε πλένοντας πιάτα και μπογιατζής.
Τη φτώχεια την είχε συνηθίσει από μικρός και τη δουλειά επίσης. «Τον γνώρισα ως συμμαθητή του αδελφού μου Γιάννη», διηγήθηκε ο πρόεδρος της Ενωσης Κώων Φίλιππος Καλούδης, κατά την τελετή που διοργάνωσαν στην Αθήνα για να τιμήσουν τον Βασίλη. «Μέναμε κοντά: στου Κοκκαλάκη εκείνος, λίγο πιο πάνω εμείς. Μοιραστήκαμε πολλές φορές το φαγητό, αυτό που του έστελναν οι δικοί του από την Κέφαλο με το λεωφορείο, το πρωί, ή το δικό μας. Αριστούχος στο γυμνάσιο και ανήσυχος. Μπήκε στο πανεπιστήμιο αμέσως, με διάκριση, όμως ήρθε η δικτατορία και βγήκε μπροστά εναντίον, όταν άλλοι σιώπησαν.
Οταν ήμουν φοιτητής, θυμάμαι, με φώναξαν στον Σταθμό Χωροφυλακής. "Μήπως κάνεις παρέα;" με ρώτησαν. Υπήρχαν μερικοί που μας έψαχναν και σημείωναν στα χωριά μας».
Αφήνοντας πίσω τα δύσκολα χρόνια της φυλακής, με την υποτροφία ανά χείρας, έφυγε για τον Καναδά, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Επιστρέφοντας με τους τίτλους των μεταπτυχιακών (Master από το Πανεπιστήμιο Lakehead και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Queen's του Καναδά) στην Αθήνα γνώρισε τη Σοφία. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο γιους. Δεν κρύβει πόσο περήφανος πατέρας είναι όταν μιλάει για τα παιδιά του, τον Γρηγόρη και τον Θοδωρή.
Στο μεταξύ η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται. Από ερευνητής στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης και Δημοσίων Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σύμβουλος στο υπουργείο Οικονομικών, σύμβουλος στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ, διοικητής της Κτηματικής Τράπεζας, πρόεδρος του ΔΣ του ΟΤΕ, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομικών, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και για λίγες ώρες μόνο υπουργός Οικονομικών.
========================================
Οι βαθιές πολιτικές ρίζες της ελληνικής χρεοκοπίαςΤου Δημήτρη Καζάκη
οικονομολόγου - αναλυτή
Σε μια συνέντευξή του ο υπουργός Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου διατύπωσε την εξής ενδιαφέρουσα άποψη:
«Καμία χώρα με τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού, με τόσο μεγάλη εξάρτηση από δανεικά κεφάλαια για να λειτουργήσει δεν είναι κατ’ ουσίαν ελεύθερη. Οι πιστωτές – είτε άμεσα είτε έμμεσα – ζητούν λογαριασμό για το τι κάνεις τα λεφτά που σε δανείζουν, όχι απαραίτητα γιατί θέλουν να επιβάλουν την οικονομική τους πολιτική, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ότι τα χρήματα που σου δανείζουν θα μπορέσουν να τα πάρουν πίσω, γιατί είναι χρήματα φορολογουμένων και ασφαλισμένων σε Ταμεία άλλων χωρών και μετόχων στους οποίους λογοδοτούν» («Κόσμος του Επενδυτή», 15-16.5).
Ας αφήσουμε κατά μέρος την αναφορά σε «φορολογούμενους και ασφαλισμένους σε Ταμεία άλλων χωρών», όπου υποτίθεται ότι λογοδοτούν οι πιστωτές της χώρας μας. Πρόκειται για τις συνήθεις ανοησίες με τις οποίες διανθίζουν τόσο ο κύριος υπουργός όσο και ο πρωθυπουργός της χώρας τις λιγοστές αλήθειες που αναγκάζονται να ομολογήσουν. Άλλωστε δεν μπορεί να μην ξέρει κοτζάμ υπουργός Οικονομικών ότι σε ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες ανήκει μόλις το 15% των ελληνικών ομολόγων.
Κι αυτοί που διαχειρίζονται τα λεφτά των «φορολογουμένων και ασφαλισμένων» λογοδοτούν σ’ αυτούς όσο λογοδοτούν και οι διαχειριστές των δικών μας ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίοι καθ’ υπόδειξη των κυβερνήσεων, αλλά και γνωστών κερδοσκοπικών κυκλωμάτων, έχουν φορτώσει τα ταμεία με κάθε λογής ομόλογα και άλλες ανάλογου τύπου επενδύσεις χωρίς αντίκρισμα.
Οι πιστωτές του κράτους εξ άλλου δανείζουν την Ελλάδα μόνο επειδή γνωρίζουν ότι έχουν να κερδίσουν πάρα πολλά. Πάντα με την αμέριστη βοήθεια των κυβερνήσεων αυτής της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης, 1974-2009, η Ελλάδα έχει πληρώσει σε εξυπηρέτηση χρέους πάνω από 640 δισ. ευρώ για ένα κυλιόμενο δημόσιο χρέος των 300 δισ. ευρώ το 2009. Πρόκειται για μια μέση απόδοση της τάξης του 215%!
● Ποια άλλη επιχείρηση μπορεί να υπερηφανευτεί για τέτοιες αποδόσεις;
● Γιατί λοιπόν να μη φορτώσουν με δάνεια τη χώρα;
Ωστόσο, αυτό που ομολογεί ο υπουργός Οικονομικών, ότι δηλαδή το βασικό πρόβλημα έγκειται στις «τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού», είναι αυτό που αρνιόταν να παραδεχθεί η κυβέρνηση ευθύς εξαρχής. Αντ’ αυτού είχε πλασάρει το γνωστό πια παραμύθι περί «αξιοπιστίας της χώρας στις αγορές». Για να μη μιλήσουμε για τον Καιάδα του ΔΝΤ, ο οποίος, όπως ομολόγησε πρόσφατα ο υφυπουργός Οικονομικών Σαχινίδης, ήταν εξαρχής ο κρυφός στόχος της κυβέρνησης, ήδη από την επομένη των εκλογών.
Όμως αυτό που δεν διευκρινίζει ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι το πώς γεννήθηκαν αυτές οι «τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού».
Στον Μητσοτάκη η ρίζα του κακού!
Το ελληνικό κράτος δανειζόταν ανέκαθεν, όχι για να επενδύσει στην ανάπτυξη της χώρας και στην ευημερία του λαού, αλλά για να ξεπληρώσει παλιότερα δάνεια που είχε συνάψει με επαχθείς όρους.
«Η μεγάλη αυτή δανειακή επιβάρυνσις εδημιουργήθη συνεπεία των υποχρεώσεων των παλαιών δανείων και μάλιστα δανείων μη εισπραχθέντων και μη χρησιμοποιηθέντων χάριν της εθνικής οικονομίας» έγραφε το 1937 ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος σχετικά με την υπέρογκη δανειακή επιβάρυνση του κράτους εκείνης της εποχής.
Οι σημερινές δανειακές ανάγκες, τα σημερινά αδιέξοδα της υπερχρέωσης, έχουν την καταγωγή τους στις ρυθμίσεις των προπολεμικών χρεών της χώρας που έγιναν στη δεκαετία του 1960 από τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου. Από την περίοδο της απελευθέρωσης, τόσο το ΕΑΜ όσο και σύσσωμη η Αριστερά αργότερα, με κύρια έκφρασή της την ΕΔΑ, είχαν ως βασική θέση τη διαγραφή των προπολεμικών χρεών της χώρας, με σκοπό την αυτοδύναμη παραγωγική ανασυγκρότησή της προς όφελος του λαού της.
Την άποψη αυτή, περί διαγραφής των προπολεμικών χρεών, είχαν υιοθετήσει την εποχή εκείνη και μια σειρά σεβαστών καθηγητών της οικονομίας, όπως ο μετέπειτα ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος, ο διατελέσας διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφών Ζολώτας, ο καθηγητής Δημήτριος Καλιτσουνάκης κ.ά. Το θεωρούσαν – εκτός όλων των άλλων – και ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής από τους συμμάχους προς την Ελλάδα που υπέστη ανυπολόγιστες καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Φυσικά οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένοι να ξεχάσουν τα προπολεμικά χρέη της Ελλάδας. Αντίθετα θέλησαν να τα χρησιμοποιήσουν για να τη μετατρέψουν ουσιαστικά σε αποικία τους. Εν τη μεγαθυμία τους, αντί για διαγραφή, πρότειναν αναδιαπραγμάτευση και ρύθμιση των προπολεμικών χρεών.
Έτσι ξεκίνησε ένας οργανωμένος διεθνής διασυρμός της χώρας από τους πιστωτές της προκειμένου να εξασφαλίσουν, μέσα από την αναδιαπραγμάτευση του προπολεμικού χρέους, όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη. Ο διασυρμός αυτός διάρκεσε σχεδόν δυο δεκαετίες, με αποτέλεσμα μια αποικιοκρατική ρύθμιση των προπολεμικών χρεών.
Την τελική αυτή ρύθμιση επέτυχε – ποιος άλλος; – ο κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Ιούλιο του 1964. Ο Μητσοτάκης προχώρησε σε τέτοια ρύθμιση χρεών, ώστε μπροστά της ωχριούσε ακόμη και η παλιότερη της ΕΡΕ.
«Η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών νέων ομολόγων εις τους κομιστάς προπολεμικών εσωτερικών δανείων διαπλασιάζεται, ο τόκος αυξάνεται και θεσπίζεται λαχείον. Εν συγκρίσει προς την ρύθμισιν υπό της κυβερνήσεως της ΕΡΕ, δίνονται ήδη 160% επί πλέον», θριαμβολογούσε τότε η φιλική προς τον Μητσοτάκη «Ελευθερία» (16.7.1964). Ο διακανονισμός αποπληρωμής αυτής της λεόντειας σύμβασης προβλεπόταν να γίνει εντός 42 έως 45 ετών. Ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, το 1964 υποθήκευσε τη χώρα έως το 2006 και 2009!
Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα αναγνώριζε και όφειλε να αποπληρώσει προπολεμικά δάνεια από το 1881 σε τουλάχιστον διπλάσια από την τρέχουσα αξία τους. Κι αυτό παρά, το γεγονός ότι είχαν μεσολαβήσει δυο επίσημες πτωχεύσεις της χώρας (το 1893 και το 1932) και δυο παγκόσμιοι πόλεμοι που την είχαν κυριολεκτικά ισοπεδώσει. Το ύψος αυτών των υποχρεώσεων αντιστοιχεί σε σημερινές τιμές γύρω στα 100 δισ. ευρώ! Δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο του σημερινού δημόσιου χρέους. Αυτές αποτέλεσαν τη βάση της δυναμικής του σημερινού χρέους, που είναι πλέον αδύνατο να αποπληρωθεί.
Ο γνωστός ιστορικός της περιόδου Ζορζ Μεϊνό παρατηρούσε ότι ο «εξαναγκασμός της χώρας ν’ αναλάβη την εξυπηρέτηση του δημοσίου της χρέους, υποχρέωση με αμφίβολη ηθική βασιμότητα», αποκτά εκ των πραγμάτων «δυσάρεστο χαρακτήρα για την οικονομική κατάσταση μιας χώρας από την στιγμή που η κυβέρνησή της είναι υποχρεωμένη να συνάπτη νέα χρέη για να εξασφαλίση την υπηρεσία των παλαιών». Κι αυτά γράφονταν το 1964.
Από τη χούντα στον Καραμανλή
Η χούντα κατόπιν θεσμοθέτησε ως αναπόφευκτη την πολιτική υπερχρέωσης ισχυριζόμενη ότι «ο συνεχώς διογκούμενος δανεισμός από την ξένην κεφαλαιαγοράν ακολουθεί ως αναπόφευκτον δυσμενές σύνδρομον αυτής της ανωμαλίας (σ.σ.: του ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών), καθιστών ακόμη στενωτέραν την εξάρτησιν από το εξωτερικόν. Και το τελευταίον αυτό αποτελεί την πλέον εντυπωσιακήν ομοιότητα μεταξύ των μικρών εθνικών οικονομικών μονάδων» («Ελεύθερος Κόσμος», 29.12.1968).
Με άλλα λόγια, ως τυπική Ψωροκώσταινα, η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφύγει τον δυσμενή δανεισμό από τη διεθνή κεφαλαιαγορά. Ό,τι δηλαδή ισχυρίζονται και οι σημερινοί κυβερνήτες.
Με τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις Καραμανλή του πρεσβύτερου όχι μόνο αναγνώρισαν τα κρυφά και φανερά χρέη της χούντας, αλλά συνέχισαν στον ίδιο καταστροφικό δρόμο. Ο υφυπουργός Συντονισμού Στ. Δήμας διευκρίνιζε ότι «η χώρα μας... θα συνεχίσει για αρκετά ακόμη χρόνια να έχει την ανάγκη προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό...» («Ναυτεμπορική», 20.10.1979).
Ενώ ο κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Συντονισμού, δήλωνε υπερηφάνως: «Όλοι επιδιώκουν να μας δανείσουν!» (ό.π.). Και πώς να μην επιδιώκουν να μας δανείσουν, όταν κάθε σύμβαση δανείου, ιδίως από το εξωτερικό, συνοδευόταν με προνομιακούς όρους αποπληρωμής και ταυτόχρονα με δεσμεύσεις αγοράς προϊόντων, βιομηχανικών και άλλων, από την πιστώτρια χώρα;
Κι ενώ ο ελληνικός λαός, από τον «γύψο» της χούντας, έμπαινε στον «γύψο» της μόνιμης λιτότητας επί μεταπολίτευσης, οι κυβερνήσεις Καραμανλή ανακάλυπταν ένα νέο κόλπο για να φορτώνουν με χρέη το Δημόσιο. Αντί να δανείζεται η κεντρική κυβέρνηση, έβαζαν τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις κρατικές τράπεζες να δανείζονται, για να καλύπτονται οι «μαύρες τρύπες» στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και να τροφοδοτούνται με «δανεικά και αγύριστα» οι μεγαλοβιομήχανοι και οι κρατικοδίαιτοι μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής.
Έτσι εντέχνως εμφανιζόταν ο δημόσιος δανεισμός να είναι περιορισμένος, την ίδια στιγμή που οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι τράπεζες φορτώνονταν με χρέη έως και 10 φορές την κεφαλαιακή τους σύνθεση.
Η εποχή Ανδρέα Παπανδρέου
Το 1981 η πλειονότητα του ελληνικού λαού πίστεψε ότι θα απαλλάξει τη χώρα από αυτόν τον βραχνά και ανέδειξε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε υποσχεθεί «σεισάχθεια» για τα χρέη και τιμωρία για τους ενόχους της εξωτερικής υπερχρέωσης της χώρας. Δυστυχώς όμως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ανακάλυψαν στον δανεισμό ένα καλό εργαλείο για να εξαναγκάσουν τον λαό να πορευτεί στον ίδιο καταστροφικό κατήφορο.
Μάλιστα ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου στην 9η Σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ το 1983 ανακάλυπτε ότι λόγω της κρίσης:
«Η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχτεί αρκετά στον εξωτερικό δανεισμό, όχι περισσότερο από πριν, αλλά τουλάχιστον όσο πριν. Και εδώ είναι το κλειδί της ιστορίας. Εάν η οικονομία σου δεν κριθεί φερέγγυα, με κάποια έννοια του νοικοκύρη, θα αναγκαστείς να πας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και να χτυπήσεις την πόρτα του. Και αυτοί θα σου δώσουν. Αλλά υπό τον όρο πλέον ότι αυτοί θα επιβάλουν – εκείνοι σε σένα – την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής σου. Και αυτό σημαίνει: Τέρμα το σοσιαλιστικό πείραμα».
Το σκηνικό της προσφυγής στο ΔΝΤ άρχισε να στήνεται από την εποχή που ο Α. Παπανδρέου έκανε την ιστορική ανακάλυψη ενός «σοσιαλιστικού πειράματος» με δανεικά και μάλιστα χρωστούμενα στις ξένες κεφαλαιαγορές. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αποδέχτηκαν να συνεχίσουν την αποπληρωμή όλων των προηγούμενων ληστρικών δανειακών συμβάσεων, αλλά ξεκίνησαν και τον δικό τους καταστροφικό κύκλο υπερχρέωσης.
Για παράδειγμα, φρόντισαν να φορτώσουν στον κρατικό προϋπολογισμό τις αποκαλούμενες «προβληματικές επιχειρήσεις», αυτές δηλαδή που είχαν λεηλατήσει οι ιδιοκτήτες τους με την αμέριστη βοήθεια των «δανεικών κι αγύριστων» των κυβερνήσεων Καραμανλή. Όχι μόνο φόρτωσαν στο κράτος τα τεράστια ιδιωτικά χρέη που είχαν συσσωρεύσει αυτές οι επιχειρήσεις, αλλά τις κράτησαν για σχεδόν μια δεκαετία ουσιαστικά ανενεργές ή σε κατάσταση σκόπιμης υπολειτουργίας, πληρώνοντας μέσω του Οργανισμού Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) τους μισθούς των εργαζομένων σ’ αυτές με αντάλλαγμα την ψήφο τους.
Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο κατέστρεψαν την αφρόκρεμα των παραγωγικών επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας εκείνης της εποχής, όχι μόνο εκμαύλισαν συστηματικά το πιο παραγωγικό εργατικό δυναμικό της χώρας, αλλά μετασχημάτισαν τη ληστεία των προβληματικών σε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος. Τελικά, άλλες τις έκλεισαν και άλλες τις πούλησαν για παλιοσίδερα.
Κι όχι μόνο αυτό. Ο εναγκαλισμός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με την τότε ΕΟΚ είχε ως αντάλλαγμα τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τα οποία αποτέλεσαν την απαρχή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα, έχοντας ευθύς εξαρχής σκοπό να εκμαυλίσουν και να διαφθείρουν πλατιά κοινωνικά στρώματα, ώστε να αποδεχτούν την υποταγή της χώρας στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Προκειμένου οι αγρότες να μη φωνάζουν για την αδιάθετη παραγωγή τους, τους έμαθαν να νοιάζονται μόνο για τα θαφτικά των χωματερών και τις επιδοτήσεις άνευ αντικρίσματος. Προκειμένου η επαγγελματική διανόηση να μη διαμαρτύρεται για τη μάστιγα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της ετεροαπασχόλησης, τους έμαθαν να βολεύονται με τα κοινοτικά προγράμματα. Έτσι έκαναν τη δουλειά τους ανενόχλητοι και οι ποικίλοι επιτήδειοι του κομματικού μηχανισμού που συντηρούν ανέκαθεν και αναπαράγουν την εξουσία. Έτσι, για κάθε 100 ευρώ κοινοτικών επιχορηγήσεων, το δημόσιο χρέος αυξανόταν κατά 250.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αδιαφόρησαν πλήρως για την εκτίναξη των εξωτερικών ελλειμμάτων, στην οποία συνέβαλε αποφασιστικά πρώτα η ΕΟΚ και αργότερα η Ε.Ε. Πώς αντιμετώπισαν αυτήν την εκτίναξη; Με τον πολύ παραδοσιακό τρόπο. Με επιστροφή, από το 1984 και μετά, στη μονόπλευρη λιτότητα και φυσικά στην έξαρση του δημόσιου δανεισμού.
Την εποχή εκείνη πλήθαιναν οι προειδοποιήσεις για τον εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους, ειδικά του εξωτερικού. Ο ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος προειδοποιούσε ότι το 75% των νέων δανείων χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των παλιών και επομένως «είναι πολύ αμφίβολο αν κατά τα προσεχή έτη η Ελλάς θα μπορεί να δανείζεται τόσο σημαντικά ποσά δίχως παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών, δίχως δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και δίχως υποθήκευση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας» («Το Βήμα», 15.9.1985).
Το 1986 πρώτη φορά στο ΔΝΤ...
Η προειδοποίηση του Αγγελόπουλου δεν άργησε να επαληθευτεί. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αδυνατώντας να δανειστεί από το εξωτερικό, προσέφυγε το 1986 στην ΕΟΚ. Οι Βρυξέλλες ανταποκρίθηκαν με δάνειο της τάξης των 1,75 δισ. Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων, το οποίο θα δινόταν σε δυο δόσεις «μετά από ανασκόπηση εκ μέρους της Νομισματικής Επιτροπής του ΔΝΤ της πορείας της ελληνικής οικονομίας κατά το 1986», όπως σημείωνε η έκθεση του ΔΝΤ εκείνη τη χρονιά.
Ήταν η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες έστελναν την Ελλάδα στο ΔΝΤ με μοχλό τον δανεισμό. Το τι ζητούσε το ΔΝΤ για να εγκρίνει τον εξωτερικό δανεισμό της ελληνικής κυβέρνησης ήταν αυτονόητο: «σταθερή εισοδηματική πολιτική ώστε να περιοριστεί η αύξηση του κόστους εργασίας συνοδευόμενη από αυστηρή νομισματική και οικονομική πολιτική...» («Ναυτεμπορική», 24.8.1986). Δηλαδή περικοπές μισθών, περικοπές δαπανών, άνοιγμα των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ.
Αυτός που ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις έξωθεν «υποδείξεις» ήταν ο γνωστός κ. Σημίτης, ο οποίος, ως υπουργός Οικονομικών, υποστήριζε το 1986 ότι «η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου οδήγησε σε αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας». Επομένως «πρόγραμμα για τη συγκράτηση του εξωτερικού χρέους, χωρίς συγκράτηση της εγχώριας ενεργού ζήτησης, δεν μπορεί να υπάρξει» («Εξόρμηση», 7.2.1986) Τι φταίει λοιπόν για τον δανεισμό; Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Τσακίστε το. Αυτή ήταν η φιλοσοφία Σημίτη.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ουσιαστικά δυο δεκαετίες αυστηρής λιτότητας, ανοίγματος των αγορών, ιδιωτικοποιήσεων, απορρύθμισης των πάντων κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να γίνει το λατρεμένο παιδί των διεθνών κεφαλαιαγορών και να δανείζεται ασύστολα. Το δημόσιο χρέος και η εξυπηρέτησή του εκτινάσσονται στα ουράνια.
Όσο έβρισκε δάνεια καμιά κυβέρνηση δεν νοιάστηκε για το δημόσιο χρέος. Ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Α. Παπανδρέου ούτε ο Σημίτης ούτε κι ο Καραμανλής. Κι όσο συμπίεζαν μισθούς και συντάξεις, όσο άνοιγαν όλο και περισσότερο τις αγορές, όσο ξεπουλούσαν και ιδιωτικοποιούσαν το σύμπαν, τόσο περισσότερο πίστευαν ότι θα βρίσκουν εσαεί να δανείζονται όσα ήθελαν, ανεξάρτητα από το ύψος του δημόσιου χρέους.
Κι έτσι φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα, με μια διαλυμένη οικονομία, ένα χρεοκοπημένο κράτος και υπό καθεστώς κατοχής. Κι αντί να καθίσουμε στο σκαμνί τους αρχιτέκτονες αυτής της καταστροφής, τον κ. Μητσοτάκη, τον κ. Σημίτη και όλους τους υπόλοιπους, τους ανεχόμαστε να βγαίνουν δημόσια και να διαγκωνίζονται για νέους ρόλους στη «νέα μεταπολίτευση» που σχεδιάζουν οι επικυρίαρχοι πάνω στο πτώμα της χώρας και του λαού της.
Σχόλια