Η «χύτρα» και η «κουτάλα» βασιλεύουν στα Πανεπιστήμια!


Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια αντιπολίτευση – με δεξί ή αριστερό περιβραχιόνιο – που επιχειρεί να ασκήσει κριτική σε μια κυβέρνηση  (και είχαμε τρεις τέτοιες από το 2009) διαχείρισης της κρίσης με κεντρικό επιχείρημα την οικονομική εξαθλίωση μέρους του ελληνικού πληθυσμού και τα επαγγελματικά αδιέξοδα μιας ολόκληρης γενιάς – που είναι αναγκασμένη να αλλάξει χώρα – είναι η σύνθεσή της: ο συνωστισμός σε μια τέτοια αντιπολίτευση των πρώην και νυν ευεργετημένων από το κλίμα της ανομίας που εγκαταστάθηκε στην κοινωνία μας στο διάβα της Μεταπολίτευσης, κυρίως όμως μετά το σμπαράλιασμα των πινακίδων που σε εποχές πολιτικής ξεγνοιασιάς έδειχναν καθαρά, δήθεν, το δρόμο της αρετής – το Σοσιαλισμό – και το δρόμο της κακίας – τον καπιταλισμό. Το καπιταλιστικό μοντέλο κέρδισε μετά το 1989 και τυπικά την παρτίδα της Ιστορίας και κερδίζοντας μεταμορφώθηκε σε ύβρι, σε μια από τις χειρότερες εκδοχές της ασύδοτης «ελεύθερης αγοράς» στην ιστορία του Καπιταλισμού.


Στην Ελλάδα, η δήθεν άρχουσα τάξη – η οποία, τελικά, με τα χαρακτηριστικά που της αποδίδονται υπάρχει μόνο στις περιγραφές των μαρξιστών της συμφοράς – αυτό το συνονθύλευμα της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ που αυτοπαρουσιάζεται ως «η ηγεσία του τόπου», δεν ήταν τόσο ηλίθια ώστε να μην έχει δει μετά το 1989 ότι το νέο μακρο-οικονομικό περιβάλλον αποτελούσε κίνδυνο για την Ελλάδα ως οικονομικό χώρο. Μάλλον συμπεριφέρθηκε, όπως περιγράφει ο Βάρναλης, μοιρολατρικά, περιμένοντας όχι κάποιο θαύμα, αλλά τη μετάθεση της κατάρρευσης στο μέλλον. Όμως αυτή ήρθε το 2009. Αν εγχώριοι ή εξωχώριοι παράγοντες ή και οι δύο μαζί επίσπευσαν την έλευσή της, ελπίζω να το μάθουμε κάποτε πιο συγκεκριμένα.

Η κρίση στην Ελλάδα δημιούργησε και δημιουργεί, πέρα από όλα τα άλλα, ένα κοινωνικό περιθώριο, δημιουργεί τους «χαμένους» της. Είναι αναμενόμενο όσοι βλάπτονται να αναζητούν καταφύγιο σε πολιτικούς φορείς που αντιτίθενται – ρητορικά ή γνήσια – στη θεραπεία της, στο «Μνημόνιο». Αυτό που δεν μοιάζει εύλογο, είναι να καταφεύγουν στους ίδιους φορείς οι ωφελημένοι της περιόδου που χαρακτηρίζεται από τις – ενδογενείς – πρακτικές που οδήγησαν στην κατάρρευση. Ανάμεσα σ’ αυτούς βλέπω να ξεχωρίζουν και μεγάλα τμήματα των πανεπιστημιακών δικτύων. Πρόκειται για ένα κρίσιμο ποσοστό μελών της Ακαδημαϊκής Κοινότητας που μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να ιππεύσει το κύμα της κρίσης, να βλέπει άλλους να καταποντίζονται ή να βασανίζονται από αυτό, αλλά οι ίδιοι να διατηρούν και να διευρύνουν τα παλιά, καλά προνόμιά τους. Και για μεν τους πολιτικά συντηρητικούς καβαλάρηδες η αντίφαση υποφέρεται. Στο κάτω-κάτω δηλώνουν ευθαρσώς ότι είναι υπέρ της ανισότητας στις απολαβές, ο πιο καπάτσος δικαιούται μεγαλύτερη μερίδα. Αλλά με τους καβαλάρηδες της άλλης όχθης, η αντίφαση βγάζει μάτι. Γιατί το να διατηρείς τα εξασφαλισμένα μέσα από σκοτεινές διαδρομές προνόμιά σου και ταυτόχρονα να διακηρύττεις ότι αυτό που κάνεις είναι αγώνας υπέρ των αδυνάτων, χρειάζεται θράσος. Τέτοιο υπάρχει αρκετό στα δίκτυα.

Για λόγους που δεν είναι της στιγμής να εκτεθούν, αναπτύχθηκαν μέσα στη Μεταπολίτευση σε όλη την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ισχυρές ομάδες συλλογικής προώθησης ιδιοτελών συμφερόντων, μέσω του ελέγχου των μηχανισμών της μικρο-, μεσο-  και μακροδιοίκησης στα ιδρύματα. Η ομαλή αναπαραγωγή τους δημιούργησε «καθεστώτα αλήθειας», διαρκείς και διατεταγμένες πλειοψηφίες που παράγουν και διαχειρίζονται την «αλήθεια», περίπου όπως το Βατικανό. Σκοπός τους είναι να βελτιώνουν τη σχετική απόσταση των μελών τους από τη «χύτρα» και την πρόσβαση στην «κουτάλα». Η χύτρα και η κουτάλα συμβολίζουν αγαθά της ακαδημαϊκής αλλά και της «αγοραίας» κοινότητας: εξουσία, χρήμα, δόξα.

Δεν είναι, ασφαλώς, τα μόνα δίκτυα στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά λόγω γειτνίασης και μελέτης, μου είναι πιο οικεία. Τρία είναι τα μεγάλα όπλα των δικτύων: Πρώτον, έχουν τους ανθρώπους τους κοντά τους «νομοπαρασκευαστές» όλων των ειδών, τους κοινούς και τους πανεπιστημιακούς. Δεύτερον, με πλειοψηφίες εξασφαλίζουν τις επικρατούσες ερμηνείες των νόμων. Τρίτον, όταν το δεύτερο δεν επαρκεί, με τις ίδιες πλειοψηφίες μετονομάζουν την παράβαση του νόμου, σε νόμιμη αγωνιστική ( ή κάτι αντίστοιχο) ενέργεια.

Την κύρια ευθύνη γι αυτό το ανομικό τοπίο έχει το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ο λόγος είναι απλός. Τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ ήταν, και συνεχίζουν να είναι, μέρος της πελατειακής τους πίτας. Ακόμη και όταν αποφάσισαν να σπάσουν «αυγά» το 2011, το έκαναν με τέτοιον ερασιτεχνισμό και αλαζονεία, που όπλισαν τον αντίπαλό τους, τα δίκτυα, με ισχυρά όπλα, κραδαίνοντας οι ίδιοι έναν άσφαιρο γκρα: την πίεση για το σεβασμό εκ μέρους των δικτύων της νομιμότητας. Αλλά τα δίκτυα έχουν ήδη περάσει την παιδική ηλικία, δεν συγκινούνται τόσο εύκολα από τέτοιες…κριτικές. Ειδικά όταν οι πολιτικοί τούς χαρίζουν ακροατήρια.

Δύο μόνο παραδείγματα αρκούν για να δει ο ανυποψίαστος αναγνώστης το κλίμα, όχι την έκταση, των προνομίων που διατηρούν για τον εαυτό τους  τα ισχυροποιημένα πλέον, μέσω της πολιτικής αποτυχίας στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής, δίκτυα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και να καταλάβει γιατί σε περίοδο κρίσης μέρος της  «πνευματικής ηγεσίας» πορεύεται καβάλα στο κύμα της κρίσης, αόρατο και άτρωτο από τρόϊκες και αναμορφωτές.

Με εσωτερικές αποφάσεις οργάνων τους ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης φροντίζουν να παρακρατούνται από ερευνητικά και άλλα συναφή προγράμματα των Επιτροπών Ερευνών φόροι που ονομάζονται επί το λογιότερον «κρατήσεις». Οι φόροι αυτοί πηγαίνουν σε ένα ειδικό ταμείο, το αποθεματικό, από το οποίο χρηματοδοτούνται διάφορες δαπάνες. Ανάμεσά τους και δαπάνες για τις μετακινήσεις μελών της διοίκησης, προκειμένου να τονωθεί η έρευνα στην επικράτεια, να συντονιστεί η πνευματική ηγεσία στις συνόδους, να διατηρηθεί το δημόσιο Πανεπιστήμιο και άλλα παρόμοια. Βαπτίσεις και γαμήλιες τελετές σε τέτοιες συναντήσεις μπορούν να γίνονται, αλλά μόνον ως παράπλευρες κοινωνικές δραστηριότητες. Ανάλογα με την υγεία του αποθεματικού, προκύπτουν από αυτά τα ταμεία για ορισμένα πρόσωπα μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ το χρόνο – αφορολόγητα. Γιατί το δίκτυο έχει φροντίσει ήδη πάλι με όργανά του να ορίσει το ύψος της εκτός έδρας ημερήσιας αποζημίωσης σε επίπεδα φεουδαλικά, σε σύγκριση με τα πενιχρά 29,50 ευρώ της πανεπιστημιακής πλέμπας, του δημόσιου λειτουργού που μετακινείται για υπηρεσιακούς λόγους με βάση τους κανόνες του δημόσιου λογιστικού. Ποιος επιβαρύνεται αυτά τα επιδόματα των αριστοκρατών του πνεύματος; Ο φορολογούμενος με κεφαλαίο.

Εκτός από το αποθεματικό, όμως, υπάρχουν για τους εργατικούς αξιωματούχους τα Προγράμματα, εγχώρια και ευρωπαϊκά. Ποικίλες πολιτικές και άλλες διασυνδέσεις φροντίζουν πάντοτε οι άξιοι να αμείβονται στη διανομή των προγραμμάτων. Εδώ, άλλος έξυπνος συνδυασμός κανόνων επιτρέπει ένα σταθερό ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ό,τι κι αν κόψει η…τρόϊκα. Διότι αυτό που κόβεται, μπορεί να συμπληρωθεί νόμιμα από το Πρόγραμμα μέχρι το ανώτατο όριο. Αυτό σημαίνει εφαρμοσμένη αντιμνημονιακή πολιτική: καταργούμε το μνημόνιο  στην πράξη – εννοείται για τους εκλεκτούς. Όλα νόμιμα, όλα ωραία.

Φοβούμαι, λοιπόν, ότι τα κόμματα, και ιδιαίτερα τα αντιμνημονιακά, θα χρειαστεί να κρύψουν προς το παρόν κάποια στελέχη τους ή να τα διατάξουν να τηρήσουν σιγή ασυρμάτου μέχρι νεωτέρας, όσο ακόμη οι δημόσιες δαπάνες αναρτώνται στο διαδίκτυο. Αλλιώς υπάρχει κίνδυνος ο «λαός» να πάθει σύγχυση, μη μπορώντας να καταλάβει πώς κάποιοι σύντροφοι που έχουν καθαρίσει ήδη σε ατομικό επίπεδο με την κατάργηση του Μνημονίου στην πράξη, συνεχίζουν να αγωνίζονται για την ακύρωσή του στη θεωρία.

*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.

Σχόλια