Κυβερνητικό πρόγραμμα... ό,τι πει η τρόικα



Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Την καλύτερη αρχή, την πιο... δημιουργική και αισιόδοξη, θα κάνει η νέα συγκυβέρνηση Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, αν κρίνουμε από τα πρώτα μέτρα που θα κληθεί να εφαρμόσει. Στην πυρά λοιπόν οι πιο αδύναμοι από τους αδύναμους, αφού πλέον θα είναι έρμαια κατασχέσεων ακόμη και αυτοί που έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία κάτω και από 300 ευρώ. Αυτό, μάλιστα. Είναι θανατηφόρο χτύπημα. Κατά των φτωχών, όχι κατά της φοροδιαφυγής.



Χθες λοιπόν το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι ακόμη και οφειλέτες πολύ μικρών ποσών, κάτω των 300 ευρώ, απειλούνται με κατασχέσεις μισθών, συντάξεων, ενοικίων και άλλων εισοδημάτων, ενώ εναντίον οφειλετών προστίμων του ΚΟΚ θα διατάσσονται έως και κατασχέσεις κινητών περιουσιακών στοιχείων.

Με αυτές τις «κατευθύνσεις» θα κάνει... πρεμιέρα η νέα κυβέρνηση, αφού σήμερα θα οριστικοποιηθεί η συμβιβαστική φόρμουλα ως προς τη σύνθεση και τις πιο δεσμευτικές από τις προγραμματικές λεπτομέρειες. Στόχος υποτίθεται πως είναι η επαναδιαπραγμάτευση κάποιων «επαχθών» όρων του «μνημονίου» με στόχο τη στοιχειώδη ανακούφιση του ελληνικού λαού από τα αφόρητα βάρη της λιτότητας.
Στην πραγματικότητα όμως μία προς μία οι πιθανότητες κάποιας αξιοσημείωτης επαναδιαπραγμάτευσης, η οποία αποτελεί τη σημαία των τριών εταίρων της υπό συγκρότηση κυβέρνησης, εξανεμίζονται και απομένει επί της ουσίας κυρίως η περιβόητη επιμήκυνση του χρόνου επίτευξης των «μνημονιακών» στόχων, όπως άλλωστε σημειώναμε και χθες.

Εντελώς... συμπτωματικά μάλιστα το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, στο οποίο φαινόταν χθες να καταλήγει η συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης, περιλάμβανε την επιμήκυνση περίπου ως... όριο της υποτιθέμενης «επαναδιαπραγμάτευσης». Μην έχουμε και τίποτε ντράβαλα με τα αφεντικά...

Μυστήριο παραμένει το αν θα προβληθεί ελληνικό αίτημα για αποκατάσταση του ελάχιστου μισθού και των ελάχιστων συντάξεων στο προηγούμενο επίπεδο ή μια κάποια επαναφορά της μετενέργειας των συμβάσεων, καθώς, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», αναμένεται να προβληθούν ζωηρότατες – έως κάθετες – αντιρρήσεις από τη Γερμανία και τους άλλους «σκληρούς» της ευρωζώνης, όπως άλλωστε προδιαγράφουν και οι δηλώσεις Ρεν και Γιούνκερ.

Την περίπτωση αποδοχής τέτοιων, επιπλέον, αιτημάτων θα πρέπει να την εντάξουμε στην επιθυμία τους να στηρίξουν πάση θυσία τη νέα ελληνική κυβέρνηση για όσο χρειαστεί, ώστε να μην επανεμφανιστεί στο προσκήνιο σύντομα ένα νέο σφοδρό κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας, το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πολιτική «σταθερότητα». Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι πολύ απλά:

● Από τη μια πλευρά η Μέρκελ – όπως τουλάχιστον καταγράφει η βρετανική εφημερίδα Guardian – μπορεί να είναι έτοιμη για υποχώρηση και αγορά ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών από τον μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης (ESM), με στόχο τη μείωση του κόστους δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας, ύστερα από την αφόρητη πίεση των αγορών στα ισπανικά ομόλογα και των G-20 στη Γερμανία.
● Από την άλλη όμως είναι πάρα πολλές οι ενδείξεις που συγκλίνουν στο ότι η Ελλάδα παραμένει μια «ειδική» περίπτωση με «ειδική» μεταχείριση. Και κανείς δεν φέρεται διατεθειμένος να της παραχωρήσει κάτι σημαντικό.
Στην πραγματικότητα, όπως σημειώναμε χθες, η Ελλάδα, παρότι εξακολουθεί να αποτελεί «συστημικό κίνδυνο» για το ευρώ, εξ αιτίας του ισπανικού πιστωτικού Αρμαγεδδώνα και του σκοτεινιασμένου ιταλικού ορίζοντα, έχει εξαιρετικά μειωμένο ειδικό βάρος και διαπραγματευτική ικανότητα.

Τα αυτονόητα από τον Κρούγκμαν

Είναι μάλιστα τόσο δραματική – και καταφανώς παραποιημένη – η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και τόσο σκληρό το «μνημονιακό» μέτωπο στο εσωτερικό, ώστε ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν να επιχειρεί τη στοιχειώδη υπεράσπιση της Ελλάδας με επιχειρήματα τα οποία, αν και αυτονόητα, δεν θα τα βρείτε όχι μόνο στις δηλώσεις των «εταίρων», αλλά ούτε καν στα κείμενα κάποιου από τους ένθερμους οπαδούς της «σωτηρίας» της χώρας – γερμανοτσολιάδες και μη. Γράφει λοιπόν ο Κρούγκμαν:
«Ναι, υπάρχουν μεγάλες αποτυχίες στην ελληνική οικονομία, την πολιτική και χωρίς αμφιβολία την κοινωνία. Αλλά οι αποτυχίες δεν είναι αυτές που προκάλεσαν την κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα και απειλεί να διαχυθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Όχι, οι ρίζες αυτής της καταστροφής εντοπίζονται πιο βόρεια, στις Βρυξέλλες, στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο, όπου οι αξιωματούχοι δημιούργησαν ένα βαθιά – ίσως μοιραία – ελαττωματικό νομισματικό σύστημα, έπειτα περιέπλεξαν αυτά τα προβλήματα αντικαθιστώντας την ανάλυση με την ηθικολογία. Και η λύση στην κρίση, αν υπάρχει, θα πρέπει να έρθει από τους ίδιους».
Και συνεχίζει μιλώντας λίγο παρακάτω για τους μύθους που καλλιεργούν τα χυδαιότερα λαϊκιστικά έντυπα της Γερμανίας, με τους οποίους πάντοτε συμφωνούν οι εν Ελλάδι οπαδοί της «σωτηρίας» της χώρας – κουκουλοφόροι της τρόικας και μη:
«Από την άλλη, πολλά πράγματα που ακούμε για τους Έλληνες δεν είναι αλήθεια. Οι Έλληνες δεν είναι τεμπέληδες – αντίθετα, εργάζονται περισσότερες ώρες από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη και πολλές περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς συγκεκριμένα.
Η Ελλάδα επίσης δεν διαθέτει ένα ανεξέλεγκτο κράτος πρόνοιας όπως υποστηρίζουν οι συντηρητικοί: το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ είναι σημαντικά χαμηλότερο στην Ελλάδα από ό,τι, για παράδειγμα, στη Σουηδία ή τη Γερμανία, δύο χώρες που τα έχουν καταφέρει καλά στην κρίση».
«Πώς λοιπόν η Ελλάδα βρέθηκε τόσο μπλεγμένη;» αναρωτιέται ρητορικά ο διάσημος οικονομολόγος και δίνει ο ίδιος μια απάντηση, η οποία, αν διατυπωθεί από Έλληνα, θα οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του ως οπαδού της Βόρειας Κορέας, της Αλβανίας του Χότζα κ.λπ. Απαντά λοιπόν ο Κρούγκμαν στο δικό του ερώτημα:
«Εξαιτίας του ευρώ. Πριν από 15 χρόνια η Ελλάδα δεν ήταν κανένας παράδεισος, αλλά δεν βρισκόταν και σε κρίση. Η ανεργία ήταν υψηλή, αλλά όχι καταστροφική, και το κράτος λίγο ή πολύ κατάφερνε να βγαίνει στις αγορές, κερδίζοντας αρκετά από τις εξαγωγές, τον τουρισμό, τη ναυτιλία και άλλες πηγές εισοδήματος που πλήρωναν τις εισαγωγές της».
Υπήρχε λοιπόν ζωή και πριν από το ευρώ. Απλώς εμείς δεν το είχαμε καταλάβει. Παρ' όλα αυτά, όχι μόνο οι εταίροι, αλλά ούτε καν η ελληνική υπό σχηματισμό κυβέρνηση δεν διανοείται να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από την επιμήκυνση των βασανιστηρίων στα οποία υποβάλλεται ο ελληνικός λαός, με κορυφαία την ευθύνη των δύο από τα τρία κόμματα που τη στηρίζουν.
Αν την ενισχύσουν, καλώς. Διαφορετικά θα καθίσει στ’ αυγά της επιχειρώντας να κερδίσει χρόνο.


Φτάσαμε στα έσχατα

Πέρα όμως από τον Κρούγκμαν και την προσέγγισή του, υπάρχει η σκληρή πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, η οποία λέει ότι η χώρα αυτή έφτασε ήδη στα έσχατα, στο σημείο να μην μπορεί να ζήσει και να επαιτεί παριστάνοντας ότι διεκδικεί, να παραχωρεί άνευ όρων κυριαρχία, περιουσία, αξιοπρέπεια, ασυλία, ανθρώπους και ό,τι άλλο την απαρτίζει, προκειμένου να λάβει ακόμη μία δόση.

Αυτό καλείται να κάνει και η κυβέρνηση που σήμερα αναμένεται να ανακοινωθεί. Ήδη μάλιστα της ζητείται να τρέξει το συμφωνημένο ξεπούλημα με την παραχώρηση του μάνατζμεντ των τραπεζών στους εκλεκτούς της τρόικας, αλλά και στο βιαστικό – και εντελώς ασύμφορο πλέον – χάρισμα, λόγω χρηματιστηριακής κατακρήμνισης, της ενέργειας, των λιμανιών, του τζόγου, της ύδρευσης και όποιας άλλης υποδομής μπορεί να έχει στοιχειώδη αξία.

Με τι κουράγια όμως να προχωρήσει η νέα κυβέρνηση στα όσα της ζητούν επιμόνως; Ήδη ο σχηματισμός της μοιάζει με γόρδιο δεσμό για όσους καλούνται να συνδράμουν την κερδισμένη των εκλογών Ν.Δ.:

● Στο ΠΑΣΟΚ κόπηκαν φέτες για τον τρόπο της συμμετοχής στη νέα συγκυβέρνηση, με τον Βενιζέλο να υποδεικνύει τεχνοκράτες την ώρα που κορυφαία στελέχη επιδιώκουν τη συμμετοχή τους σε υπουργικές θέσεις.
● Στη ΔΗΜΑΡ επίσης σκοτώθηκαν για τον τρόπο της συμμετοχής τους, με τον Κουβέλη χθες να προκρίνει μεν τελικά τη στήριξη μόνο με ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά και να υποδεικνύει υπουργούς της αρεσκείας του, αρκεί να μην είναι βουλευτές και κορυφαία στελέχη της.
Κοινώς, ήδη από την επομένη των εκλογών και την παραμονή συγκρότησης της νέας κυβέρνησης, το αναμενόμενο βαρύτατο πολιτικό κόστος και ο φόβος των διαλυτικών συνεπειών στα κόμματά τους, όχι μόνο προκαλεί υπαναχωρήσεις στους δύο εταίρους της Ν.Δ., αλλά προαναγγέλλει συγκρούσεις στο εσωτερικό τους, αλλά και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, πριν ακόμη αναλάβει τα καθήκοντά της.
Έτσι λοιπόν τίθενται εξ αρχής πάρα πολλά ερωτήματα για τη δυνατότητα της κυβέρνησης να λειτουργήσει συνεκτικά, να διασφαλίσει την ομαλή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ των μελών της και των κομμάτων που τη στηρίζουν.
Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης αντιμετωπίζουν προβλήματα πολιτικής και ιδεολογικής συνοχής, ενώ το συνολικό κυβερνητικό φάσμα διαπερνάται από ασυμβίβαστες αντιθέσεις σε κεντρικά ζητήματα πολιτικής, όπως τα εργασιακά, τα οικονομικά (φορολογία), η θεσμική λειτουργία του κράτους, το μεταναστευτικό κ.λπ.

 Η ευκολότερη συνταγή


Με άλλα λόγια μπορεί ο Σαμαράς να ανήγγειλε και να επιθυμεί πράγματι μια κυβέρνηση «μακράς πνοής», αλλά μάλλον περισσότερο χρόνο θα καταναλώσει λειτουργώντας σαν διαιτητής μεταξύ αντικρουόμενων θέσεων, φιλοδοξιών και μοντέλων πολιτικής λειτουργίας παρά ασκώντας κυβερνητική εξουσία.

Άλλωστε, όσο επιδεινώνεται η κρίση του ευρώ, ο κύριος στόχος της νέας κυβέρνησης θα είναι να κερδίζει χρόνο προσδοκώντας μια συνολική διευθέτηση και ελπίζοντας ότι αυτή θα περιλαμβάνει την Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ θα πρέπει να διαχειρίζεται μια κοινωνία με εξαντλημένη αντοχή, την ώρα που τα σημάδια της διάλυσης είναι ορατά σε όλα τα επίπεδα. Και όσο η διάλυση αυτή γίνεται πιο ορατή, η πείρα διδάσκει ότι, αντί για πολιτική εθνικής διεξόδου, η οποία αυτή την ώρα δεν υπάρχει, θα υιοθετηθεί η ευκολότερη συνταγή: όλο και μεγαλύτερες δόσεις αυταρχισμού.
Όσο μάλιστα διαρκεί αυτή η αναμονή της ευρωπαϊκής διευθέτησης, το πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης θα εξαντλείται στην αποδοχή και εφαρμογή των απαιτήσεων της τρόικας, οι οποίες στο εσωτερικό θα μεταφέρονται με τον ίδιο εκβιαστικό τρόπο που γνωρίσαμε τα τελευταία δύο χρόνια.

Πράγματι, λοιπόν, τώρα αρχίζουν τα πολύ δύσκολα...
πηγή

Σχόλια