Τάσος Βουτσάς: "Το ξεπούλημα…"



Έδωκε ο Θεός και κάμω δουλειά...

καθημερινά, εδώ και τριάντα τρία χρόνια, καθρέφτη της κοινωνίας και συνάμα της περιρρέουσας πολιτικής κατάστασης.
Ο πατέρας μου, εξήντα τρία χρόνια καφετζής, Ορχομενός, πλατέα Σκριπούς. Πέτρινο, ξύλινα ψηλά παραθυρόφυλλα, βαμμένα πάντα πράσινο λαδί. Καμία σχέση, μην φανταστείτε, ο πατέρας μου υπήρξε, μαζί και τα δέκα αδέρφια του, καραδεξιός και βασιλικός. Η γιαγιά μου, η συχωρεμένη, μου ’δειχνε με καμάρι την κάρτα από το βασιλιά με τις ευχές του για το νέο έτος.
Ωστόσο με μεγάλωσαν με αρχές και αγάπη.
Κι όταν οι συγχωριανοί τούς πείραζαν καλοπροαίρετα, «Ένα γιατρό βγάλατε στο σόι σας και σας ξέφυγε», αποκρίνονταν, «Θα γυρίσει» (…) Κομμάτι δύσκολο να λησμονήσω τη φάλαγγα και τα βασανιστήρια από τους χουντικούς ασφαλίτες. Βαλαωρίτου, στη Θεσσαλονίκη, το 1973.
Ντάλα καταμεσήμερο, πουρνό πουρνό στο γωνιακό τραπέζι, το μαρμάρινο, δίπλα στο μεγάλο παραθύρι, για να φαίνεται το νταραβέρι, ο μεγαλέμπορος, ευτραφής, με ολόχρυση καδένα στο λαιμό, χρυσή ταυτότητα στο δεξί (…), τόσο το πεπόνι, τόσο το καρπούζι, άσ’ τα, μπάρμπα, πέσανε οι τιμές και το τριφύλλι σου, δεν με ξεγελάς εμένανε, το μάζωξες ξημερώματα κι έχει πολύ φύρα, υγρασία (…). Μα απ’ εδώ, μα απ’ εκεί, η δουλειά γινόταν κι εγώ παραφύλαγα να ετοιμάσω τα ουζάκια ή τις μπίρες της συμφωνίας.
Θυμάμαι ότι οι προνομιούχοι αγρότες του χωριού μου, με κλήρο πάνω από εκατό στρέμματα, είχαν το σήμα κατατεθέν «χρυσά δόντια» στην πρόσοψη, που φώτιζαν αλλιώτικα το γέλιο τους.
Τα χιλιάρικα, κολλαριστά, βγαίνανε από την μπροστινή τσέπη, πορτοφόλι δεν έβλεπα ποτές μου.
Τα χρόνια πέρασαν, μιλώ για τη δεκαετία του ’60, του ’70, οι πελάτες του καφενείου το κέντρον, όσοι απόμειναν πια, είναι ασθενείς μου, στο γιατρείο.
Ο Δυσάργυρος, σεβάσμιος, ολιγόλογος, ηλιοκαμένος, με δύο τραχτέρια φορτσαράδες, Fordson, ογδόντα πέντε άλογα περήφανα, ήταν απ’ αυτούς, ξέρεις, με τη χρυσή μόστρα. Αρχοντάνθρωπος με τα όλα του και στο γιλέκο ένα γνήσιο ρολόι, ΩΜΕΓΑ, θαρρώ, ποτές του δεν μου συγχώρεσε το μπλέξιμό μου, τη φυλακή, τo’ριχνε πάντα στους άλλους που με παρέσυραν, εμένα, το καλό παιδί, ωστόσο τουλάχιστον μ’ εμπιστευότανε σα γιατρό, καμάρωνε κιόλας, γιατί είχα κάμει την ειδικότητα όξω, στη Γερμανία, παρόλο που ποτές του δεν τους χώνεψε, ότι παρ’ ολίγο, αν δεν γινόταν το θάμα της Παναγίας, θα το καίγανε το χωριό μας, οι κιαρατάδες, στις 10 Σεπτέμβρη του 1940.
Του ‘φτιαξα την πίεσή του με τη μία, τα φάρμακά του απ’ τα ακριβά, τα ευρωπαϊκά, όχι τα φτηνιάρικα του ΙΚΑ, κι ας τον πονάει τώρα η συμμετοχή, το δέκα τοις εκατό, π’ αυγατίζει συνέχεια. (…)
Έλεγα, λοιπόν, για το Δυσάργυρο, κοντά στα ογδόντα και τρία, αντίκρυ μου, κάτι άλλαζε στο πρόσωπό του, μια θλίψη, του έλειπαν και τα τρία ολόχρυσα δόντια, φαφούτης, ψεύδιζε λιγάκι, του ’φυγε το σίγμα. (…)
«Τι έγινε, μπάρμπα, πού πήγε η μόστρα;»
Αμήχανος, μου ξομολογήθηκε ότι να, βρέθηκε στην ανάγκη. (…) «Άσ’ τα, (...) η αγγόνα μου, με καλή δουλειά, μηχανικός, σε κατασκευαστική, έκλεισε, την απόλυσαν (…)Τι να κάμω, έχει και τα όνομα της συγχωρεμένης της γριάς μου (…), με πλεύρισαν κάτι σαράφηδες ’πιτήδειοι, τα δόντια έπιασαν τριάντα ευρώ, και κάτι χρυσά βραχιόλια της γριάς, τα ’δωκα όλα. Έπιασα τριακόσια, χαλάλι (…)»
Το ’δα αμέσως το σκηνικό, οι σαράφηδες, μαύροι γύπες, αρπαχτικά, την είδα τη σκηνή στο τελευταίο γουέστερν των αδερφών Κοέν.
Το ΔΝΤ ήρθε στη χώρα μας, το φέρανε, η συμφωνία έκλεισε πριν τις εκλογές ακόμα, το μολόγησε ο Στρος-Καν στο γαλλικό κανάλι, λέγοντας χωρίς ντροπή, πανάθεμά τον, «οι Έλληνες βρίσκονται μέσα στα σκατά και μάλιστα πολύ βαθιά, (...) οι άνθρωποι στο δρόμο έχουν την αίσθηση ότι τους εξαπάτησαν, κι ας είναι οι ίδιοι που μαγείρευαν τα στοιχεία, που δεν έχουν πληρώσει φόρους (…) κι η απάτη πάει σύννεφο… (…) Αν δεν είχαμε έρθει, θα είχαν πέσει στην άβυσσο» (…), καρφώνοντας ευθέως τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπαντρέου για τα μυστικοσυμβούλια που κάμανε το Δεκέμβρη του 2009.
Έψαξα κι ανακάλυψα ότι μεγάλοι «οίκοι» χρυσού του εξωτερικού τo’χουν πια σύστημα, στις χώρες που εφορμά το ΔΝΤ, ακολουθούν και εμπορεύονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την οικονομική στενότητα ανέργων, συνταξιούχων, απολυμένων. (…) Σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, δύο φορές τη βδομάδα, λειτουργάνε ανταλλακτήρια ασημιού και χρυσού. Η ιστορία, κλασική. Μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια πόρτα πόρτα, διαφήμιση στο ραδιόφωνο και υπόσχονται ζεστό χρήμα. Αγοράζουν τα χρυσαφικά και τα ασημικά κάτω από το τριάντα πέντε τοις εκατό της διεθνούς τιμής, το λιώνουν, φτιάχνοντας ράβδους και το μοσχοπουλάνε στις αγορές (…) του Αλ Χαλίλι. Κι εμείς, η κυβέρνηση το ’σκυψε το κεφάλι για τα καλά, και τρώμε σβερκιές από παντού.
Η Ιρλανδία έκαμε «α» και γκρέμισε συθέμελα την κυβέρνηση του Fianna Fail, που υπόγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, παραδίδοντας την Ιρλανδία στην τρόικα. (…) Ο λαός τιμώρησε όσους στήριξαν το Μνημόνιο, το Fianna Fail και το Πράσινο Κόμμα εκδήλωσε διάθεση για συντηρητική διακυβέρνηση, με τη νίκη του Fine Gael και του Εργατικού Κόμματος, επιβράβευσε την αντιπολίτευση της Αριστεράς, με το ρεκόρ εκπροσώπησης του Sinn Fein και της UnitedLeftAlliance, προσφέροντας πλουραλιστική εικόνα με την εκλογή 15 ανεξάρτητων βουλευτών.
Τις τελευταίες βδομάδες, η ελληνική κυβέρνηση ειρωνεύεται τη νέα κυβέρνηση της Ιρλανδίας, που επιμένει να διαπραγματεύεται τα συμφέροντα της χώρας της και να τα βάζει σκαλιά παραπάνω από τις προσδοκίες της Μέρκελ. Διότι κατάλαβαν ότι οι συμφωνίες που της προτάθηκαν ήταν το τυρί στη φάκα και εξυπηρετούσαν τους δανειστές.
Εμείς το καταπίαμε το δηλητηριασμένο τυρί, πιαστήκαμε στη φάκα και τώρα ψελλίζουμε άναρθρες λέξεις, «αναδιάρθρωση», «Μνημόνιο», «επιμήκυνση»… Θυμάστε, αλήθεια, ένα σημαδιακό τραγούδι του Μίκη (...) «Ποίος τη ζωή μου ποίος την κυνηγά να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα, ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά, σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει (…) μες στα δίχτυα…» (…)
Με την οικονομία μας σε πορεία αργού θανάτου βυθισμένοι σ’ ένα θεόρατο χρεοστάσιο, κάτω από διεθνή πια έλεγχο, με Μνημόνια που συντάχτηκαν σε κάποιο ιδιωτικό, δικηγορικό γραφείο της Αγγλίας παρακολουθούμε εμείς, οι απλοί άνθρωποι, τη δυναμική αύξηση του δημόσιου χρέους να φουσκώνει σαν το πτώμα του Αμεδαίου, όσες τρύπες και να κλείσεις, η μυρωδιά αιωρείται.
Όπως σωστά λέει ένας τίμιος πολιτικός του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, ο Αλέκος Παπαδόπουλος, αντί ιδεολογίας σοσιαλιστικής κυκλοφορούμε μ’ ένα δυισμό ιδεολογικό, σαν τον αλησμόνητο πρέσβη μας, στο Παρίσι, τον Κωλέττη, φράκο από πάνω και φουστανελά από κάτω, ας μου επιτραπεί να το κάνω πιο λιανά, μ’ ένα συνονθύλευμα ψευδοσοσιαλισμού, νεοφιλελευθερισμού και λαϊκισμού.
Ας μην λησμονούμε, βέβαια, ότι η επάρατος του Καραμανλή του Β', σε πέντε χρόνια διπλασίασε τις κρατικές δαπάνες και υπερδιπλασίασε το δημόσιο χρέος.
Κοιτώ τριγύρω μου, μια μαυρίλα, Θεέ μου, οι Έλληνες περπατάνε γρήγορα, σκεφτικοί, με επιθετικότητα, στους πεζόδρομους δεν ακούς πια τραγούδια από τα γραμμόφωνα, σιγοψιθυρίζουμε όλοι μας, παραμιλάμε για το κακό που μας βρήκε και για το τσούναμι που ’ρχεται.
Ο Νταβούτογλου στη Θράκη  αμφισβητεί την ελληνικότητα του Καστελόριζου κι ο Δρούτσας φυτεύει με (…) χάρη δενδράκια στα κηπάρια.
Ένα ερευνητικό ιταλικό σκάφος, μέσα σε ελληνικά ύδατα, υπό απειλή μιας τούρκικης φρεγάτας, ζητεί άδεια για να συνεχίσει τον ειρηνικό πλου, ερευνητικού χαρακτήρα, και από το 2006 τα ελληνικά στρατιωτικά αεροσκάφη δεν επιτρέπεται να πετούν πάνω από 20 ελληνικά νησιά. (…) Υπάρχει λέει (…) νότα του ΝΑΤΟ. (...)
Η κυβέρνηση που, ατυχώς, ψηφίσαμε, στις 11 Μαρτίου του 2011 πανηγύριζε για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου, τη μείωση του τοκογλυφικού επιτοκίου κατά μία χαρακιά, κι άλλα ανώφελα. (…)
Αναρωτιέμαι, όταν ήδη είσαι σε προθανάτιο ρόγχο, με ιπποκράτειο προσωπείο, τι ωφελεί η παράταση της παραμονής σου, για μερικά χρονάκια ακόμη, στην Εντατική. Αν δεν κλείσεις τα μάτια από την αρρώστια, θα σ’ τα κλείσουν οι χρόνιες κι ανθεκτικές λοιμώξεις: Goldmann Sachs, Standar and Poor’s, Moody’s…)
Tην πρώτη εξ αυτών την ασημώσαμε το 2001 για να μας μαγειρέψει τα νούμερα, ώστε να μας δεχτούν στο club της ΕΕ, καθώς εικάζεται, με καμιά 900ρια εκατομμύρια ευρώ (...) Είναι η ίδια φάμπρικα που έδωκε το έναυσμα λίγο πριν τις εκλογές με τα CDS, δηλαδή άνοιξαν λογαριασμούς που πόνταραν πάνω στη βεβαιότητα της χρεοκοπίας μας… Οι άλλες δυο, με το «καλημέρα» μας τραβάνε κάθε βδομάδα και μια υποβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας.
Τώρα, πού θα βρεθούν τα 50 δις που τους τάξαμε, στο ΔΝΤ και στην ΕΕ, αυτό θα ’ναι κομμάτι δύσκολο. (...)
Μόλις αποπειραθούν να ιδιωτικοποιήσουν την ΔΕΗ, η ΓΕΝΟΠ θα κατεβάσει τους διακόπτες και θα ανάψουμε τα λυχνάρια.
  • Ποια ΑΤΕ να αγγίξουν, όταν διά του ξεπουλήματός της, θα περάσει το ογδόντα τοις εκατό της γης μας στους δανειστές μας; Υπάρχει για δείγμα κανένας αγρότης χωρίς να ’χει υποθήκη το βίος του;
  • Στα δύσκολα, δεν ξέρω, μου ’ρχεται στο νου ο στρατηγός Μακρυγιάννης, κοντοχωριανός μας, έζησε και στην πόλη μου, τη Λιβαδειά, κάμποσα χρονάκια (...), όπου καθώς γράφει στα απομνημονεύματα του: (…) εργαζόταν για εκατό παράδες το χρόνο, σα ψυχοπαίδι, σ’ έναν άρχοντα, τον άλλο χρόνο πέντε γρόσια. (…)«Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, όπου της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτελειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από μας τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ξημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως την σήμερον, όπου δεν θυσιάζουμε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλιαν κατάστασιν και  κιντυνεύομεν να χαθούμεν» (…)


Έτσι απλά τα ’γραφε ένας αγωνιστής που μάθε δυο κολλυβογράμματα, «να μη χαθεί η αλήθεια», καθώς έλεγε. (…) Έτσι απλά, σαν να ’ταν χτες…

Σχόλια