Απαντά ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης Γιώργος Κοντογιώργης
Εάν θέλουμε να αναζητήσουμε την αιτία της σημερινής ελληνικής κρίσης, θα πρέπει, πρώτον, να δούμε εάν και σε τι διαφέρει από την παγκόσμια κρίση και δεύτερον, εάν διαφέρει, τι είναι αυτό δημιουργεί τη διαφορά και γιατί ή που ανάγεται. Ποια είναι δηλαδή η ελληνική αιτία της κρίσης.
Ως προς την πρώτη περίπτωση λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι: Η ελληνική κρίση δεν οφείλεται σε μία δυσλειτουργία του τραπεζικού συστήματος και επομένως στην απορύθμιση που δημιούργησε μέσα από τις επιλογές του. Στην ελληνική περίπτωση, το κράτος, δηλαδή η πολιτική ηγεσία και κατ’ επέκταση ο κρατικός μηχανισμός αποτελεί την πρωτογενή αιτία της κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε και να διερωτηθούμε, γιατί το ελληνικό κράτος δημιούργησε την κρίση; Γιατί αποτέλεσε την αιτία της κρίσης;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μονοσήμαντη: Ευθύνεται γι'αυτό ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ιστορικά, και όχι αυτό το οποίο δημιουργήθηκε μετά τη μεταπολίτευση, εγκαλείται για δύο πράγματα:
Το ένα είναι η βαθιά ριζωμένη ιδιοποίηση και εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού, από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης ή της διαπλοκής.
Το άλλο είναι η εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που εδράζεται στην απο-συλλογικοποίηση του κοινωνικού ιστού, δηλαδή στην προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό. Είναι αυτό που ονομάζουμε πελατειακό σύστημα, το οποίο σε πολιτικό επίπεδο μπορεί να ορισθεί ως κομματοκρατία.
Γιατί στην Ελλάδα υπάρχει αυτό το καθεστώς της κομματοκρατίας και όχι στις άλλες χώρες, αφού το πολιτικό σύστημα είναι βασικά το ίδιο σε όλες τις χώρες του κόσμου; Από την εποχή του Όθωνα ήδη το κράτος που επιβλήθηκε λειτούργησε ως θεσμός κατοχής επί της ελληνικής κοινωνίας. Η προτεκτοροποίηση της χώρας συμβαδίζει με το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας είναι αναντίστοιχο προς την ελληνική κοινωνία, και εξηγούμαι: είναι αναντίστοιχο, όχι με την έννοια ότι είναι πιο εξελιγμένο από αυτήν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά αντιθέτως ότι υστερεί σε πολιτικό ανάπτυγμα, είναι προ-πολιτικό, ανάγεται δηλαδή, παρόλα όσα λέγονται περί του αντιθέτου, σε μία προ-αντιπροσωπευτική εποχή που εννοεί να κατακρατείται το σύνολο του πολιτικού συστήματος από το κράτος. Αυτό ακριβώς αποδίδει η έννοια της πολιτικής κυριαρχίας, η οποία οδηγεί την κοινωνία στην ιδιώτευση.
Το κεντρικό πρόβλημα οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τη φεουδαρχία, ζούσε πριν από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους σε ένα καθεστώς ελεύθερης, σε ατομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, κατάστασης. Όταν ένας πολίτης, ακόμη και στην περίοδο της τουρκοκρατίας, είχε ένα πρόβλημα οικονομικό, προσωπικό, ή οτιδήποτε άλλο (λ.χ. οι χήρες, τα ορφανά, οι φτωχοί κλπ.), το έθετε στο δήμο. Δηλαδή, η κοινωνία συγκροτούσε το πολιτικό σύστημα. Όταν δημιουργήθηκε το εθνικό κράτος, αφού αυτό επήρε στα χέρια του (δηλαδή ο πολιτικός) το πολιτικό σύστημα, το πρόβλημά του ο πολίτης το έθετε όχι στο συλλογικό αλλά σε προσωπικό επίπεδο, στον πολιτικό. Μια σχέση που ήταν άνιση, και που γενικότερα οδηγούσε σε μια πλήρη αναντιστοιχία συσχετισμών μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Γι' αυτό και διαπιστώνουμε ότι μέχρι σήμερα το πολιτικό κόστος δεν εστιάζεται στις ευαισθησίες ή στις αντιδράσεις που θα εκδηλωθούν από την πλευρά της κοινωνίας (της "κοινής γνώμης όπως θα λέγαμε δημοσκοπικά), αλλά στις αντιδράσεις των εταίρων της εξουσίας. Το πολιτικό βάρος ενός συντεχνιάρχη, ενός παραταξιάρχη, ενός οποιουδήποτε πολίτη ή μη πολίτη αυτής της χώρας, που κατέχει ειδικό θέση στους μηχανισμούς, είναι πολύ μεγαλύτερο εκείνου συνόλου της κοινωνίας. Γιατί; Γιατί η κοινωνία των πολιτών δεν είναι οργανωμένη πολιτικά και, συνεπώς, δεν μπορεί πουθενά να συναντήσει, σε συλλογικό επίπεδο, την πολιτική. Αυτό είναι το πρόβλημα.
Σε αυτό το πρόβλημα οφείλεται ακριβώς η ολοκληρωτική ιδιοποίηση του κράτους, το οποίο λεηλατείται ιστορικά και, μέσω αυτής της λεηλασίας, λεηλατείται η ίδια η κοινωνία και οδηγεί σε αδιέξοδα. Δεν είναι το πρώτο αδιέξοδο. Είναι το αδιέξοδο το οποίο κραυγάζει τον χαρακτήρα του κράτους. Και αν θέλετε να ορίσουμε υπό το πρίσμα αυτό το πολιτικό σύστημα ια της μεταπολίτευσης και τις εφαρμογές του θα λέγαμε ότι δεν είναι, όπως διατείνονται ορισμένοι το πιο καθαρό δημοκρατικά πολιτικό σύστημα που γνώρισε το νεοελληνικό κράτος, αλλά αυτό που σηματοδότησε την ολοκληρωτική επαναφορά του καθεστώτος της φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα.
Εάν τώρα θέλουμε να συζητήσουμε για την έξοδο από την κρίση, νομίζω ότι πρέπει να έχουμε κατά νουν το γεγονός ότι το κράτος την δημιούργησε. Άρα χωρίς να αρθούν τα αίτια, το κράτος κατοχής, δεν μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για έξοδο από αυτήν. Εάν όμως διερωτηθούμε για τις πολιτικές που ακολουθεί ή που προτείνει μέχρι σήμερα η πολιτική τάξη για την έξοδο από την κρίση, θα διαπιστώνουμε το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα. Διότι όλα τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, προκειμένου να αποκατασταθεί η οικονομική ισορροπία στην κοινωνία και στο κράτος, έχουν έναν εντελώς εισπρακτικό χαρακτήρα και, βεβαίως, δεν θίγουν σε καμιά περίπτωση τους πυλώνες του συστήματος, δηλαδή την πολιτική τάξη και τις δυνάμεις οι οποίες μέχρι τώρα λυμαίνονταν το κράτος ή φοροδιέφευγαν.
Δηλαδή, τους μηχανισμούς λεηλασίας του δημόσιου αγαθού. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα ουσιαστικής ανασύνταξης του κράτους και όλα όσα επιχειρούνται υπό την πίεση της τρόικας, απλώς αναπαράγουν τον κακό εαυτό του. Εάν θέλουμε να εντοπίσουμε το κεντρικό αυτό πρόβλημα, ας δούμε πώς διαχειρίζονται οι πολιτικοί το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης. Λόγω της γενικής κατακραυγής, έχουν προβεί σε ορισμένους στοιχειώδεις εξωραϊσμούς, μόνο για να μην προκαλούν την κοινή γνώμη, σε καμιά περίπτωση όμως δεν θίγουν τα δύο βασικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πολιτική ευθύνη: την κατάργηση της ασυλίας του πολιτικού προσωπικού και της αρμοδιότητας της Βουλής να αποφασίζει για την έκνομη συμπεριφορά των μελών της.
Και, συγχρόνως, τη νομοθέτηση της υπαγωγής του πολιτικού προσωπικού στη δικαιοσύνη για τις βλαπτικές πολιτικές του ιδίου και του κράτους. Σήμερα, θεωρούν ότι μπορούν να καταστρέφουν μία κοινωνία, να βλάπτουν τους πολίτες, αλλά να μην έχουν καμία αναγωγή ως προς αυτό στη δικαιοσύνη. Όταν λένε ότι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη, εννοούν πολύ απλά ότι "γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους την κοινωνία". "Την επόμενη τετραετία ας μη μας ψηφίσετε". Αυτό όμως αφορά σε άλλο θέμα, δεν έχει να κάνει με τη ζημιά που προκάλεσαν. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της αθλιότητας του συστήματος αυτού αρκεί να διερωτηθούμε τι θα συνέβαινε εάν καθένας από εμάς διεκδικούσε το δικαίωμα να αποφασίζει αυτός αν θα υπαχθεί στη δικαιοσύνη για την αδικοπραξία του ή εάν αξίωνε να δικάζει ο ίδιος τον εαυτό του.
Έχει αναλογισθεί κανείς ότι δεν αναγνωρίζεται στον πολίτη έννομο συμφέρον στην πολιτική, δικαίωμα δηλαδή να ζητήσει μέσω της δικαιοσύνης αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τον πολιτικό ή να τον προσαγάγει στη δικαιοσύνη για σκάνδαλα που αφορούν στη διαχείριση ή στη λεηλασία του δημοσίου χώρου;
Η πολιτική τάξη έχει δημιουργήσει τόσα αναχώματα για την απαλλαγή της από οποιαδήποτε ευθύνη έναντι της κοινωνίας που κυριολεκτικά εάν τη σχετική αρμοδιότητα την ανέθετε κανείς σε έναν μεγάλο κακοποιό δεν θα μπορούσε αυτός να δημιουργήσει τόσα αναχώματα όσα δημιούργησε η πολιτική τάξη για να προστατέψει τον εαυτό της. Έναντι τίνος; Ποιος είναι ο εχθρός; Η κοινωνία!
Θα με ρωτήσετε τι μπορεί να γίνει, ποια είναι η διέξοδος; Δεν θεωρώ ότι η διέξοδος μπορεί να προέλθει από την πολιτική τάξη. Όχι απλώς γιατί αυτή ευθύνεται για την κρίση. Αλλά επειδή ενώ γνωρίζει τι πρέπει να πράξει, αυτό αντίκειται στη λογική του συστήματος και στο συμφέρον της. Διαπιστώνουμε ότι ακόμη και απέναντι στην τρόικα, λειτουργεί κατά τρόπο ο οποίος θυμίζει κλεφτοπόλεμο. Δηλαδή μεταθέτει τις καίριες αποφάσεις που πρέπει να πάρει για την ανασυγκρότηση της διοίκησης, της δικαιοσύνης, του κράτους γενικότερα και του πολιτικού συστήματος, με τεράστιο κόστος στην κοινωνία.
Διαπιστώνουμε ότι περιορίζονται οι δαπάνες, π.χ. στα νοσοκομεία, αλλά δεν παίρνουν κανένα μέτρο, ώστε η παροχή υπηρεσιών, άρα η λειτουργία των νοσοκομείων να είναι τέτοια που θα αναπληρώσει τις απώλειες και, βεβαίως, που θα περιορίσει τη διαφθορά. Το ίδιο έχει συμβεί και με την περίφημη υπόθεση του Καλλικράτη και το ίδιο συμβαίνει παντού. Γι'αυτό και καταλήγω ότι είναι στη λογική της εξέλιξης της εποχής μας, αλλά και του παρόντος της κρίσης, ο εχθρός, που είναι εν προκειμένω η κοινωνία, να ενταχθεί μέσα στις λειτουργίες του συστήματος, ώστε να δημιουργήσει ένα αντίβαρο σε αυτή την τρομακτική ανατροπή της ισορροπίας, μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που ανατροφοδοτεί το καθεστώς εσωτερικής κατοχής που αποδίδει στην ελληνική περίπτωση η κομματοκρατία.
Τούτο αποκτά εφεξής έναν γενικότερο χαρακτήρα επείγοντος, καθώς η πολιτική κυριαρχία του κράτους έχει μεταλλαχθεί σε πολιτική κυριαρχία των αγορών και απειλεί διπλά τις κοινωνίες να τις μετατρέψει σε εμπόρευμα. Πολλώ μάλλον, αφού και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που λειτουργούσαν πολιτικά ως μάζες -και όχι με όρους πολιτικής ατομικότητας όπως η ελληνική κοινωνία-, διαπιστώνουμε ότι η παλαιά συνταγή της συνάντησης της κοινωνίας με την πολιτική σε επίπεδο ιδεολογίας, δηλαδή εξωθεσμικά, δεν είναι πια λειτουρική. Ήταν π.χ. κάποιος σοσιαλιστής, ψήφιζε σοσιαλιστικό κόμμα, κάτι έλπιζε. Ήταν φιλελεύθερος; Ψήφιζε ένα φιλελεύθερο κόμμα.
Υπήρχαν δύο δρόμοι δηλαδή που μπορούσε κανείς να επιλέξει για να ικανοποιήσει κανείς την ιδέα του για την κοινωνία και τα ίδια συμφέροντα. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό πια. Σήμερα η ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος υπαγορεύει τις αποφάσεις της και το σκοπό της πολιτικής που θα ακολουθήσει το κράτος και αυτές είναι απολύτως αναντίστοιχες με τα συμφέροντα της κοινωνίας και την κοινωνική βούληση. Άρα, στις μέρες μας, το κράτος και πολύ περισσότερο το ελληνικό κράτος δεν προσφέρεται να επαναφέρει μια ισορροπία με την κοινωνία, διότι η κοινωνία των πολιτών έχει περιέλθει σε πολιτική αδυναμία για πάρα πολλούς λόγους, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξαναγκάσει τους πολιτικούς να πολιτευθούν προς την κατεύθυνση του συμφέροντος της κοινωνίας. Η πολιτική είναι απολύτως εξαρτημένη από την αγορά και βεβαίως η κοινωνία και η πολιτική δεν συναντώνται πουθενά ώστε η τελευταία να υποχρεωθεί να υπερβεί το καθεστώς της κομματοκρατίας και, εφεξής, να είναι όμηρος της λογικής και του συμφέροντος των αγορών.
Τι πρέπει να γίνει; Κατά τη γνώμη μου, ένας τρόπος υπάρχει: να θεσμοθετηθεί η πολιτική λειτουργία της κοινωνίας. Αντί να δηλαδή ο κόσμος να κατεβαίνει στους δρόμους ή να απεργεί, να λειτουργεί εξωθεσμικά, να τρέχει και να χτυπά την πόρτα της εξουσίας, για να ακούσει τα αιτήματά της, να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα, ώστε να γίνει θεσμός της πολιτείας και να συνεκτιμάται η βούλησή της στις πολιτικές αποφάσεις.
Πρακτικά θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η επιστημονική δυνατότητα των δημοτικοποιήσεων, δεν χρειάζεται να μαζέψουμε όλη την κοινωνία στην πλατεία Συντάγματος….Θα μπορούσε πριν από τη λήψη οποιαδήποτε απόφασης να είναι υποχρεωτική η δημοσκόπηση της κοινωνίας για το τι θέλει. Ή να δημιουργηθεί ένας διαρκής δημοσκοπικός Δήμος, ο οποίος θα συζητά και θα αποφαίνεται για τα προβλήματα της χώρας σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό είναι ένα παράδειγμα. Μπορούμε να βρούμε χίλιους δυο τρόπους. Αλλά είναι απαραίτητο η κοινωνία πολιτών να εισέλθει στην πολιτική. Να συμμετέχει στις αποφάσεις!
Για να υπάρξει όμως κοινωνία, πρέπει να συμφωνήσουμε για τη συλλογικότητά της. Πρέπει να γίνει αποδεκτή η βάση του συνεκτικού ιστού γύρω από τον οποίο θα αθροίζεται η βούληση της κοινωνίας και θα δημιουργείται η συνοχή της. Πριν από όλα είναι αναγκαίο να αρθεί το καθεστώς ασυλίας και να υπαχθεί το πολιτικό προσωπικό στη δικαιοσύνη, όπως κάθε πολίτης, και για το περιεχόμενο του πολιτεύεσθαι.
Ο Αριστοτέλης, μας πληροφορεί ότι τα πολιτικά αδικήματα στη δημοκρατία τιμωρούνται πολύ πιο αυστηρά, απ'ότι τα ιγιωτικά, διότι δεν αξιολογούνται μόνο ως προς τη βαρύτητά τους, αλλά και ως προς τον αριθμό των βλαπτομένων. Ο ιδιώτης που κλέβει, κλέβει κάποιον, βλάπτει κάποιον. Ο πολιτικός βλάπτει το σύνολο. Συνεπώς γι αυτό το λόγο τιμωρείται περισσότερο.
Εδώ λοιπόν συμβαίνει το παράλογο, ο βλάπτων πολιτικός να μην τιμωρείται καθόλου!
Άρα πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, που ανατρέψουν το καθεστώς της κομματοκρατίας, που θα καταργούν όλους τους πυλώνες της, από τους παραταξιάρχες στα πανεπιστήμια μέχρι όλους τους μηχανισμούς οι οποίοι δημιουργούν αγκυλώσεις ή καθιστούν όμηρο την κοινωνία και την απο-συλλογικοποιούν, όπως επίσης και να καταργηθεί το σύνολο της νομοθεσίας που δεσμεύει την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας. Η διαπλοκή και η διαφθορά, αν υπάρχουν σήμερα, οφείλονται βεβαίως στο γεγονός ότι το κράτος είναι δομημένο έτσι ώστε να την προάγει. Όμως, το σύστημα αυτό εδράζεται κατά το μέγιστο μέρος στη νομοθεσία. Μέσω της νομοθεσίας η πολιτική τάξη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να μεταβληθεί η κοινωνία σε αναγκαστικό υποζύγιο της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Αν λοιπόν, για να συμπεράνουμε, θέλουμε να αντιμετωπίσουμε κατάματα και την αιτία και την αντιμετώπιση της κρίσης, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι η κοινωνία ή οικείωση της με τη διαφθορά, αλλά το κράτος το οποίο δημιουργεί το αναγκαστικό πλαίσιο λειτουργίας για την κοινωνία. Εάν θέλουν τα μέλη της να επιβιώσουν, οφείλουν να παίξουν με τους όρους της κομματοκρατικής λογικής του συστήματος, άρα με τους όρους της διαφθοράς και της διαπλοκής, και συνεπώς με ότι αυτό συνεπάγεται στη λειτουργία του κράτους. Το ελληνικό κράτος θεωρεί ότι ο ρόλος του σταματάει εκεί που όφειλε να αρχίζει. Όταν ο νόμος δεν εφαρμόζεται -με ευθύνη του κράτους- δεν λαμβάνεται πρόνοια για την εφαρμογή του. Ψηφίζεται νέος νόμος. Η προσχηματική αυτή λειτουργία της πολιτικής τάξης εξηγεί γιατί στο ελληνικό κράτος είναι άγνωστες οι έννοιες της δημόσιας αποτελεσματικότητας, του δημοσίου συμφέροντος, του ελέγχου, της κύρωσης κλπ.
Το αδιέξοδο της χώρας οφείλεται σε αυτό, και φοβάμαι ότι η διεθνής επιτροπεία στην οποία έχει υποβληθεί η χώρα δεν θα επιτρέψει την άρση της κομματοκρατίας, δηλαδή της αιτίας του ελληνικού προβλήματος, διότι δημιουργεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στο μείγμα που λειτουργεί αποτρεπτικά για την εκκόλαψη του νέου. Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή, εστιάζεται στο κράτος της, και γι αυτό μπορούμε να φοβόμαστε τα χειρότερα, όχι μόνο ως προς την διάρκεια και το βάθος της κρίσης, αλλά και ως προς το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης, η οποία θα είναι ανεξέλεγκτη εάν γίνει το λάθος και ξεσπάσει. Εάν η κατάπτωση αυτή συνεχισθεί, ένα είναι βέβαιο: ότι η εξωτερική "προστασία" θα θεσμοθετηθεί και, ενδεχομένως, θα οδηγηθούμε στην "ιμιοποίηση" της Ελλάδας.
http://contogeorgis.blogspot.com/2011/01/blog-post_20.html
Blogger: έχει αξία να δείτε και μια άλλη πρόταση: 12σφαιρο ανατροπής της πολιτικής φεουδαρχίας
12σφαιρο ανατροπής της πολιτικής φεουδαρχίας
Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν οι αναφορές στην ανάγκη μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης, αφού άλλωστε η απαιτούμενη από το Σύνταγμα πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης (Ιούνιος 2008) έχει παρέλθει κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Στην πραγματικότητα, όμως, η αναθεώρηση για την οποία συζητά η πολιτική τάξη δεν θα έχει καμία σχέση με εκείνο που χρειάζεται η χώρα και δεν είναι άλλο από την αναδόμηση της ίδιας αυτής τάξης και την αναίρεση των ημιφεουδαρχικών της χαρακτηριστικών.
Μια ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού εκδημοκρατισμού της ελληνικής πολιτείας, θα έπρεπε να περιλάβει την αναθεώρηση τουλάχιστον δώδεκα άρθρων του Συντάγματος.
Πρώτον, θα έπρεπε να καθιερωθεί (άρθρο 56) ένα ανώτατο όριο βουλευτικής θητείας, η υπέρβαση του οποίου να συνεπάγεται γενικό και απόλυτο κώλυμα εκλογιμότητας.
Δεύτερο, κανείς να μη διορίζεται μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός (άρθρο 81) αν δεν είναι εν ενεργεία βουλευτής, ώστε να εκλείψει το αντιδημοκρατικό φαινόμενο των «δοτών» υπουργών.
Τρίτο, να καταργηθεί το άρθρο 86 (ποινική ασυδοσία των υπουργών και πρώην υπουργών).
Τέταρτον, να περισταλεί το ακαταδίωκτο (άρθρο 62) στα όρια της πολιτικής δραστηριότητας του βουλευτή.
Πέμπτον, να προβλεφθεί η δυνατότητα υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον και έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με δικαστική απόφαση, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο βουλευτής έχει υπερβεί το νόμιμο των προεκλογικών δαπανών (άρθρο 57).
Έκτον, να καταργηθούν οι βουλευτές Επικρατείας (άρθρο 54).
Έβδομον, να κατοχυρωθεί με σαφέστερο τρόπο η εσωκομματική δημοκρατία και να στερηθούν την κρατική χρηματοδότηση όσα κόμματα δεν ανταποκρίνονται στις εγγυήσεις διαφάνειας στην οικονομική τους διαχείριση (άρθρο 29).
Όγδοον, ο έλεγχος της διαχείρισης των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των πολιτικών να ανατεθούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 98).
Ένατον, να δοθεί η δυνατότητα στην κοινοβουλευτική μειοψηφία (π.χ. με τις υπογραφές του ενός τρίτου των βουλευτών) ή και στον λαό (με τη συγκέντρωση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων υπογραφών) να προκαλεί την προκήρυξη δημοψηφίσματος με θέμα την ακύρωση πρόσφατα ψηφισμένου από τη Βουλή νομοσχεδίου (άρθρο 44).
Δέκατον, να προβλεφθεί η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου για διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου στον οποίο περιέχονται και, συνεπώς, αντισυνταγματικές για τον λόγο αυτόν (άρθρο 74).
Ενδέκατον, να ενισχυθεί η εσωτερική ανεξαρτησία των κατωτέρων δικαστικών λειτουργών με κατοχύρωση δυνατότητας του κοινού νομοθέτη να θεσπίσει ένα (δεσμευτικό για το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο) σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις τους (άρθρο 90).
Δωδέκατον, να ιδρυθεί Συνταγματικό Δικαστήριο με συγκρότηση και αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνα που προβλέπονται στη συντριπτική πλειονότητα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών (άρθρο 100).
Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, απλά σχέδια επί χάρτου. Δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένει κανείς από το πολιτικό μας σύστημα μια συνταγματική αναθεώρηση που θα συνέβαλε στην υπέρβασή του. Από την άλλη πλευρά, τις τάσεις εκφεουδαρχισμού της πολιτικής δεν τις τροφοδοτεί το Σύνταγμα, αλλά οι πραγματικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Αν αυτές μπορέσουν να αναταχθούν, μεταξύ άλλων με την επικράτηση δημοκρατικά οργανωμένων κομμάτων αρχών, με την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού χωρίς κληρονόμους, δοτούς, αγοραστές κ.ο.κ., τότε μια συνταγματική αναθεώρηση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα ερχόταν απλώς να επιβεβαιώσει τον συντελεσμένο στην πράξη εκδημοκρατισμό.
Το ζητούμενο για την κοινωνία μας είναι να δημιουργήσει μαζικούς πολιτικούς φορείς, οι οποίοι θα αντιπροσωπεύουν την κοινωνία έναντι του κράτους και όχι το αντίστροφο. Το ζητούμενο είναι, ακόμη, να τερματιστεί η αναπαραγωγή μιας ημίκλειστης τάξης επαγγελματιών της πολιτικής και να διαχωριστεί η δημόσια – πολιτική από την ιδιωτική – οικονομική εξουσία. Το ζητούμενο, τελικά, είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και, κυρίως, των κομμάτων.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
πηγή
Σχόλια