Η διάλυση της Ευρωζώνης δεν είναι αδιανόητη, αλλά δαπανηρή

Χωρίς έμπρακτη στήριξη η επιβίωση του ευρώ δεν θεωρείται δεδομένη
The Economist
Οι αγορές ομολόγων αγνόησαν στις 28 Νοεμβρίου το σχέδιο διάσωσης της Ιρλανδίας. Οχι μόνον η Ιρλανδία αλλά και η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, ακόμη και το Βέλγιο κλήθηκαν να καταβάλουν στους επενδυτές υψηλότερες αποδόσεις. Το ευρώ υποχώρησε ξανά. Και καθώς τα σχέδια διάσωσης έρχονται το ένα μετά το άλλο, δεν πείθει πια ο ισχυρισμός των Ευρωπαίων ηγετών πως είναι αδιανόητη η διάλυση της Ευρωζώνης.
Στην περιφέρεια της Ευρώπης πολλοί θα ήθελαν να αποφύγουν την περίοδο λιτότητας που απαιτείται για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Στον σκληρό πυρήνα, του οποίου ηγείται η Γερμανία, έχουν βαρεθεί να πληρώνουν για την ασωτία άλλων χωρών και εκφράζουν φόβους πως θα πληγούν ως πιστωτές αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλέσει πληθωρισμό. Στο βάθος υφέρπει η υποψία πως η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη να ζει ξανά και ξανά το ίδιο δράμα. Γιατί να μην αποχωρήσει τώρα μια χώρα;
Η οικονομική ιστορία βρίθει περιπτώσεων στις οποίες το αδιανόητο μετετράπη ταχύτατα σε αναπόφευκτο. Η Βρετανία εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού το 1931, η Αργεντινή αποσυνέδεσε το νόμισμά της από το δολάριο τον Ιανουάριο του 2002. Αλλά μια κατάρρευση του ευρώ συνεπάγεται ένα άνευ προηγουμένου τεχνικό, οικονομικό και πολιτικό κόστος. Θα μπορούσε να επέλθει με δύο τρόπους. Αποχωρεί κάποιο από τα ασθενέστερα μέλη για να υποτιμήσει το νόμισμά του. Εναλλακτικώς, η αγανακτισμένη Γερμανία αποφασίζει να επιστρέψει στο γερμανικό μάρκο και να το ανατιμήσει.
Σε κάθε περίπτωση, το κόστος θα ήταν τεράστιο. Πρώτον, είναι ανυπολόγιστες οι τεχνικές δυσκολίες της επιστροφής σε ένα εθνικό νόμισμα, του εκ νέου προγραμματισμού των υπολογιστών και των μηχανών πώλησης και της έκδοσης κερμάτων και χαρτονομισμάτων. Για το ευρώ χρειάστηκαν τρία χρόνια προετοιμασίας. Οποιοσδήποτε υπαινιγμός για αποχώρηση μιας οικονομικά ασθενέστερης χώρας θα οδηγούσε σε αιμορραγία των καταθέσεων, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις προβληματικές τράπεζες. Το αποτέλεσμα θα ήταν να επιβληθούν έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων και ίσως όρια στις αναλήψεις, κάτι που θα έπληττε το εμπόριο. Οποια χώρα αποχωρήσει θα αποκοπεί από την εξωτερική χρηματοδότηση, ίσως για χρόνια, με αποτέλεσμα τον περαιτέρω στραγγαλισμό της οικονομίας της.
Ο απολογισμός θα ήταν ελαφρώς καλύτερος αν η χώρα που αποχωρούσε ήταν η Γερμανία. Και πάλι θα υπάρξουν εκροές κεφαλαίων, καθώς οι καταθέτες θα εγκαταλείπουν τις ασθενέστερες χώρες και το αποτέλεσμα θα είναι η επιβολή ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίων. Ακόμη κι αν προσελκύσουν τις καταθέσεις οι γερμανικές τράπεζες, θα υποβαθμισθεί το τεράστιο ενεργητικό τους σε ευρώ. Τέλος οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της Γερμανίας, που έχουν επωφεληθεί από το σταθερό ενιαίο νόμισμα, θα προσγειωθούν ανωμάλως σε ένα ενισχυόμενο μάρκο. Κι αν η διάλυση του ευρώ τρομάζει από οικονομικής απόψεως, από πολιτικής απόψεως θα απειλούσε το οικοδόμημα της ενιαίας αγοράς και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν η Γερμανία εγκατέλειπε το ευρώ, με τεράστιο κόστος, και άφηνε την υπόλοιπη Ευρωζώνη να τα βγάλει πέρα μόνη της, θα αμφισβητούσε την προσήλωσή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αν έφευγε μια ασθενέστερη χώρα, θα γινόταν ο παρίας που εξάγει τα δεινά του στις γειτονικές χώρες. Αν επιβάλλονταν έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων, οι ευρωπαϊκές χρηματαγορές θα κλυδωνίζονταν και θα ήταν δύσκολο να διασφαλισθεί το διασυνοριακό εμπόριο της Ευρώπης. Η κατάρρευση της ενιαίας αγοράς, που συνεισέφερε στον μέγιστο βαθμό στη διατήρηση κάποιας συνοχής στην Ευρώπη, θα απειλούσε την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οσο κι αν κάποιες χώρες μετανιώνουν για την ένταξή τους στο ευρώ, η αποχώρησή τους δεν θα ήταν συνετή. Ωστόσο, το ότι το ευρώ πρέπει να επιβιώσει, δεν σημαίνει πως θα επιβιώσει. Αν δεν αποφασίσουν να σπεύσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ίσως δεν επιβιώσει. Η διάλυσή του δεν είναι αδιανόητη, απλώς είναι πολύ δαπανηρή. Και επειδή αρνούνται να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να συμβεί, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν λαμβάνουν μέτρα για να την αποτρέψουν.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_2_04/12/2010_424716
-------------------
Εγκαταλείποντας το ευρώ


Ο βασικός λόγος για τον οποίο ένα κράτος θα αποχωρούσε από το ευρώ είναι για να αποκτήσει και πάλι τη νομισματική του ελευθερία, την οποία απεμπόλησε συμμετέχοντας στην ευρωζώνη, μια ελευθερία δηλαδή, προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες οικονομικές του συνθήκες. Αυτό ισχύει τόσο για τους ισχυρούς όσο και για τους αδύναμους. Οι Γερμανοί σίγουρα αναπολούν τη Bundesbankη οποία και θα διασφάλιζε τα επίπεδα πληθωρισμού, κρατώντας ανοιχτή τη ρευστότητα με τις ξένες τράπεζες, ή αγοράζοντας κρατικά (γερμανικά) ομόλογα.




Σήμερα, όπως έχουν τα πράγματα, η ΕΚΤ αν και εδρεύει στη Γερμανία και λειτουργεί με τα πρότυπα της Bundesbank, αναγκάζεται να αντιδρά στις οικονομικές συνθήκες της ευρωζώνης με τρόπους που δεν αρέσουν στην Γερμανία. Αν προσθέσουμε και την άρνηση των Γερμανών πολιτών να στηρίζουν οικονομικά κάποιες άλλες (σπάταλες) χώρες, τότε βλέπουμε πως η εγκατάλειψη της ιδέας του ευρώ μοιάζει συμφέρουσα λύση για το Βερολίνο. Μια τέτοια λύση ελκύει και την Αυστρία και την Ολλανδία, χώρες με ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Γερμανία. Ίσως και αυτές θα προτιμούσαν να ενταχθούν σε κάποιο νέο οικονομικό μπλοκ με το μάρκο ως νόμισμα, παρά να συνεχίσουν με το ευρώ.



Οι ασθενέστερες οικονομίες θέλουν μια νομισματική πολιτική που να ταιριάζει στις ανάγκες τους. Το ευρώ μπορεί να κατάργησε τις ονομαστικές ισοτιμίες που στηρίζονταν στην αγορά, οδήγησε όμως σε πραγματικές ανισότητες στις ισοτιμίες αυτές. Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών αυξήθηκαν αλματωδώς στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας από την εποχή της εισαγωγής του ευρώ το 1999. Το ίδιο και τα ημερομίσθια, με αποτέλεσμα οι οικονομίες αυτές να μη μπορούν να ανταγωνιστούν τη Γερμανία στις ξένες αγορές, και να υφίστανται εισβολή κινεζικών και γενικά ασιατικών φτηνών εισαγωγών στο εσωτερικό τους. Η αποχώρηση από την ΟΝΕ θα επέτρεπε στην Ιταλία, στην Ισπανία, και σε άλλες χώρες να υποτιμήσουν το νόμισμά τους και να αντιστοιχίσουν τα μεροκάματα με την πραγματική παραγωγικότητα της οικονομίας τους.



Πως όμως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Η διαδικασία είναι δύσκολη αλλά όχι αδύνατη. Μια κυβέρνηση μπορεί να περάσει νόμο που θα ορίζει ότι οι μισθοί των δημ. υπαλλήλων, τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα, και τα κρατικά χρέη, θα πληρώνονται στο εξής με το νέο νόμισμα, το οποίο θα έχει μετατραπεί σε μια νέα επίσημη σταθερή καθορισμένη ισοτιμία. Ένας τέτοιος νόμος θα μπορούσε να απαιτήσει όπως όλες οι οικονομικές συναλλαγές (μισθοί ιδιωτικού τομέα, στεγαστικά, μετοχές, τραπεζικά δάνεια, κλπ) να αλλάξουν στο νέο νόμισμα. Αυτή η αλλαγή θα πρέπει να είναι άμεση και πλήρης, για να αποφευχθεί το οικονομικό χάος. Οι τραπεζικές καταθέσεις θα πρέπει να μετατραπούν ταυτόχρονα, με την ίδια ισοτιμία, όπως τα στεγαστικά κλπ. έτσι ώστε τα τραπεζικά χρέη να είναι ανάλογα των κεφαλαίων τους. Όταν το 2001 η Αργεντινή αποδεσμεύτηκε από το δολάριο, αποφάσισε οι καταθέσεις να μετατραπούν σε μια ευνοϊκότερη ισοτιμία από αυτή των δανείων, έτσι ώστε να ηρεμήσουν οι καταθέτες. Αυτό προκάλεσε απώλειες στο ήδη ασταθές τραπεζικό σύστημα και οδήγησε στη μείωση της εσωτερικής πίστωσης.



Η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να εκδώσει νέο χρήμα άμεσα, με επίπεδο στόχευσης μια σταθερή ισοτιμία έναντι του ευρώ και των άλλων. Ένα νέο γερμανικό μάρκο αναμένεται να ανέβει έναντι του ευρώ, ενώ μια νέα δραχμή θα έκανε το αντίθετο, στην ουσία θα υποτιμάτο.



Η προσαρμογή στο ευρώ έγινε ομαλά, όμως ήταν από καιρού προσχεδιασμένη προσεκτικά σε κάθε της λεπτομέρεια, ενώ συμφωνούσαν και όλα τα κράτη. Το αντίθετο θα είναι μια πολύ πιο μπερδεμένη διαδικασία. Και μόνο η ένδειξη ότι διασπάται η ευρωζώνη, θα οδηγούσε στην απόσυρση καταθέσεων (bank runs) στις ασθενέστερες οικονομίες, καθώς οι καταθέτες θα έσπευδαν να μεταφέρουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να αποφύγουν τη νέα δυσμενέστερη ισοτιμία. Αν αποχωρούσε η Γερμανία, θα είχε να αντιμετωπίσει μια μαζική εισροή κεφαλαίων στο εσωτερικό της.



Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, μια αδύναμη χώρα θα πρέπει πριν αποχωρήσει από το ευρώ, να βάλει όρια στις αναλήψεις, να επιβάλει ελέγχους κεφαλαίου, και ίσως να περιορίσει και τα ταξίδια στο εξωτερικό. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει στην Ευρώπη, και αν ίσχυε θα περιόριζε τη διακίνηση χρήματος συνθλίβοντας την οικονομία της. Η χώρα που θα το εφάρμοζε θα έχανε τη πρόσβαση στη πίστωση από το εξωτερικό, αφού οι ξένες επιχειρήσεις θα ανησυχούσαν μη τυχόν και παγιδευτούν τα κεφάλαια τους. Το εμπόριο θα υπέφερε σημαντικά.



Θα υπήρχαν ακόμη και διάφορες νομικές προκλήσεις. Μια νομισματική μετατροπή θα οδηγούσε σε τεράστιες απώλειες σε επιχειρήσεις και καταθέτες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Πολλοί θα προχωρούσαν σε αγωγές, όπως συνέβη στην Αργεντινή. Αυτή η νομική αβεβαιότητα θα δυσκόλευε τις τράπεζες, που θα δίσταζαν να επεκτείνουν την πίστωση, φοβούμενες τα αποτέλεσμα.



Οι ξένες τράπεζες καθώς και τα ασφαλιστικά ταμεία που κρατάνε στα χέρια τους κρατικά ομόλογα ασθενών οικονομιών, θα υπέφεραν περισσότερο. Μπορεί και να προσέφευγαν δικαστικά. Το κράτος που θα υφίστατο τις αγωγές, μπορεί να τις κέρδιζε αν είχε προετοιμαστεί νομικά και αν μπορούσε να εξασφαλίσει ότι το εθνικό του δίκαιο υπερτερεί αυτού της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, οι μακροχρόνιες δικαστικές μάχες θα του στοίχιζαν.



Σε όλη αυτή τη φάση, η κυβέρνηση που θα αποφάσιζε την αποχώρηση από το ευρώ, δεν θα μπορούσε και να στηριχτεί σε πώληση ομολόγων ώστε να χρηματοδοτήσει την οικονομία της. Θα είχε προ πολλού αποκοπεί από τις ξένες αγορές κεφαλαίων. Βέβαια θα μπορούσε να αποπληρώνει κάποιες υποχρεώσεις της με χρεωστικά σημειώματα (εν είδη νομίσματος). Σε μια τέτοια περίπτωση, η Γερμανία θα ήταν μια χαρά. Αν αποχωρούσε, θα επέλεγε να πληρώνει τα χρέη της σε ευρώ, και όχι στο νέο πιο ισχυρό νόμισμα. Παρόλα αυτά, θα αντιμετώπιζε και αυτή κάποια ανεξέλεγκτα κόστη. Το νέο μάρκο, με την μεγάλη του αξία, θα έβλαπτε πρωτίστως τους εξαγωγείς. Οι πελάτες των γερμανικών προϊόντων θα στερούνταν χρημάτων αλλά και πιστωτικής ικανότητας ώστε να αγοράζουν γερμανικά. Και ως μεγάλη πιστώτρια, η Γερμανία έχει στα χέρια της κεφάλαια άλλων χωρών. Αυτά θα έπεφταν σε αξία σε σχέση με το μάρκο, και η μείωση της πίστωσης στην ευρωζώνη θα σήμαινε πως η αξία πολλών επιχειρήσεων θα καταστρέφονταν. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Γερμανία δεν θα μπορούσε πια να καθορίζει την νομισματική πολιτική της ζώνης. Δεν θα μπορούσε να ελέγξει τον πληθωρισμό, μέσω της ΕΚΤ, και αυτό θα υπονόμευε τη πραγματική αξία των γερμανικών δανείων προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες, επιχειρήσεις, και κυβερνήσεις.



Ένα αποφασισμένο κράτος μπορεί να φύγει από το ευρώ και να ξαναστήσει το δικό του νόμισμα. Όμως ακόμη και το πιο ισχυρό κράτος δεν μπορεί να αποφύγει το τραπεζικό χάος και τις κοινωνικές αναταραχές που θα προέκυπταν από μια τέτοια αποχώρηση. Θα ήταν λοιπόν πολύ περίεργο αν η Γερμανία αποχωρούσε από το ευρώ προς αναζήτηση μιας μεγαλύτερης νομισματικής και δημοσιονομικής σταθερότητας. Αν το αποφάσιζε, θα έπρεπε πρώτα να υποστεί μια μακρά περίοδο οικονομικού χάους.



Τα περιφερειακά κράτη της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν πολύχρονη λιτότητα και ανεργία ίσως να θεωρούν πως τα πράγματα δεν μπορούν να χειροτερέψουν περισσότερο αν αποχωρούσαν από το ευρώ. Μια νομισματική υποτίμηση θα τους βοηθούσε. Οι προοπτικές των bank runs, των υψηλών εξόδων χρηματοδότησης, της πτώχευσης, και της κοινωνικής αναταραχής, ίσως να μην ακούγονται τόσο τρομακτικά ενδεχόμενα εν μέσω των σημερινών σκληρών συνθηκών.



Εδώ λοιπόν έγκειται και ο κίνδυνος για το ευρώ. Το κόστος από την διάσπαση του κοινού νομίσματος θα ήταν τεράστιο. Η συνέπεια θα μπορούσε να είναι ακόμη και η επιβίωση ή μη της ΕΕ και της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Αν όμως πιστεύουν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι απίθανο να συμβεί, οι αρχές της ΟΝΕ ποτέ δεν θα μπορέσουν να πάρουν τα δραστικά μέτρα που χρειάζονται ώστε να διατηρηθεί το όραμα. Με δεδομένο το χάος που θα δημιουργηθεί, θα ήταν λάθος για κάποια χώρα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Όμως σε περιόδους άγχους, γίνονται και λάθη. Για αυτό και ίσως βλέπουμε, πως κάποιοι αρχίζουν και το σκέφτονται πολύ σοβαρά.

http://www.antinews.gr/?p=74636#more-74636

S.A. – Economist

Σχόλια