του Ερίκ Τουσέν*
2/10/2012
Από το 2010, στις ισχυρότερες
χώρες της ζώνης του ευρώ, οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες, με την υποστήριξη και των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, εκθειάζουν με πρωτοσέλιδα των εφημερίδων (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) την δήθεν γενναιοδωρία τους προς τον ελληνικό λαό και τις άλλες ευάλωτες χώρες στη ζώνη του ευρώ.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αποκαλούν «σχέδιο διάσωσης» μια σειρά μέτρων που βουλιάζουν ακόμη περισσότερο τις οικονομίες των χωρών που τα δέχονται και τις οδηγούν σε μια άνευ προηγουμένου κοινωνική οπισθοδρόμηση, επιστρέφοντας 65 χρόνια πριν.
Το σχέδιο μείωσης του χρέους της Ελλάδος που υιοθετήθηκε το Μάρτιο 2012 και που προβλέπει τη μείωση των οφειλών της Ελλάδας στις ιδιωτικές τράπεζες κατά 50%, ήταν μια απάτη (1) αφού αυτές οι απαιτήσεις είχαν ήδη χάσει το 65 με 75% της αξίας τους στη δευτερογενή αγορά. Η μείωση των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών αντισταθμίστηκε με την αύξηση του δημόσιου χρέους στα χέρια της Τρόικας και οδηγεί σε νέα μέτρα πρωτοφανούς βαρβαρότητας και αδικίας.
Αυτή η συμφωνία μείωσης του χρέους, που στόχο έχει να αλυσοδέσει τον ελληνικό λαό σε μόνιμη λιτότητα, αποτελεί προσβολή και απειλή για όλους τους λαούς της Ευρώπης και αλλού.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες μελετών του ΔΝΤ, το 2013, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αντιπροσωπεύσει το 164% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, που σημαίνει ότι η μείωση που ανακοινώθηκε το Μάρτιο του 2012 δεν θα οδηγήσει σε πραγματική ανακούφιση του βάρους που ταλανίζει τον ελληνικό λαό.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας σε επίσκεψη του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 τόνισε την ανάγκη για μια πραγματική πρωτοβουλία για τη μείωση του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε στην ακύρωση ενός μεγάλου μέρους του γερμανικού χρέους στο πλαίσιο της συμφωνίας του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1953.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτή τη συμφωνία.
Η συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για το γερμανικό χρέος
Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η ταχεία ανοικοδόμηση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δυνατόν, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία).
Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι διατύπωσαν ένα σχέδιο στο οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την ύπαρξη των χρεών στις περιόδους πριν και μετά τον πόλεμο.
Οι σύμμαχοι σε κοινή δήλωση που επισύναψαν, ανέφεραν ότι «οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε έναν κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθύμητων συνεπειών ούτε να επηρεαστούν υπερβολικά τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος.
Οι τρεις χώρες ήταν πεπεισμένες ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους που εξασφάλιζε σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας» (2).
Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 (3) τα ποσά μειώθηκαν σε 7,500 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη (4). Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων (5).
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Ξεκίνησαν με την αρχή ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Αποπληρωμή χωρίς να φτωχαίνει.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες…).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονται στην δήλωση που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές».(6)
Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση […] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη» (σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση του χρέους προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ικανότητα της γερμανικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις εξαγωγές.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σημαίνει ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4.2% των εσόδων της από τις εξαγωγές