Έκανα τον κόπο να μεταφράσω έξη σελίδες από το βιβλίο
“The shock doctrine”, The rise of disaster capitalism
[Η θεωρία της καταπληξίας, Η άνοδος του καταστροφικού καπιταλισμού], της Naomi Klein, εκδόσεις Penguin 2007 που με εντυπωσίασαν περισσότερο απ’ όλα όσα διάβασα εκεί. Αφού τις διαβάσετε, αφήστε τη φαντασία σας να δουλέψει. Δεν απαιτείται μεγάλος καλπασμός, αρκεί και ο μικρός. Θα μπορέσετε άνετα να βάλετε στη θέση των τηλεφωνημάτων προς Truglia τις δηλώσεις της σημερινής κυβέρνησης περί «Τιτανικού», περί μειώσεως της εθνικής κυριαρχίας, ακόμη και ένα περίεργο τηλεφώνημα που λέγεται πως έγινε από κάποιον ή κάποιους σε μία κρίση στιγμή ου θα μας βαθμολογούσαν τα λαμόγια της Νέας Υόρκης κ.λπ.
Σε ορισμένα σημεία ακολούθησα ελεύθερη μετάφραση προσαρμόζοντας το κείμενο σε ύφος που θα γραφόταν κάτι αντίστοιχο στην ελληνική. Για τον έλεγχο της μετάφρασης σας στέλνω και το πρωτότυπο κείμενο. Ενδεχομένως να έχω κάνει λάθη, εξ ου και ζητώ προκαταβολικώς συγγνώμη. Πάντως, αν κάποιος έχει αντίρρηση ή αντίθετη πληροφόρηση για τα γραφόμενη της Klein, θα ήθελα τον αντίλογο.
Σωτήριος Καλαμίτσης
Δικηγόρος
“The shock doctrine”, The rise of disaster capitalism
[Η θεωρία της καταπληξίας, Η άνοδος του καταστροφικού καπιταλισμού],
της Naomi Klein, εκδόσεις Penguin 2007
Σελ. 257-262
Η φράση «τείχος του χρέους» πλούτισε ξαφνικά το λεξιλόγιό μας. Είχε την έννοια ότι, μολονότι η ζωή φαινόταν ήρεμη και άνετη, ο Καναδάς ξόδευε μέχρι εκείνη τη στιγμή περισσότερα από όσα διέθετε, ώστε πολύ σύντομα ισχυρές εταιρείες της Wall street όπως η Moody’s και η Standard and Poor’s θα υποβάθμιζαν την εθνική πιστοληπτική ικανότητά μας από το απόλυτο Α+++ σε κάτι πολύ κατώτερο. Όταν θα συνέβαινε αυτό, υπερκινητικοί επενδυτές, απαλλαγμένοι από τους νέους κανόνες της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου, απλώς θα απέσυραν τα κεφάλαιά τους από τον Καναδά και θα τα μετέφεραν κάπου ασφαλέστερα. Μας είπαν ότι η μόνη λύση ήταν η ριζική μείωση των δαπανών για προγράμματα όπως η ασφάλιση των ανέργων και η περίθαλψη. Όλως παραδόξως, το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόμμα έκανε αυτό ακριβώς, παρά το γεγονός ότι μόλις είχε εκλεγεί με πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας (η καναδική εκδοχή της «πολιτικής βουντού»).
Δυο χρόνια μετά την κορύφωση της υστερίας για το έλλειμμα η ερευνήτρια δημοσιογράφος Linda McQuaig έφερε στο φως στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ένα αίσθημα κρίσης είχε προσεκτικά σχεδιασθεί και καλλιεργηθεί από μια δράκα δεξαμενών σκέψης [think tanks], τις οποίες χρηματοδοτούσαν οι μεγαλύτερες τράπεζες και επιχειρήσεις στον Καναδά, ιδίως δε από το Ινστιτούτο C. D. Howe και το Ινστιτούτο Fraser, τα οποία υποστήριζε πάντοτε με ζέση και δυναμισμό ο Milton Friedman [Σημείωσή μου: Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο που βραβεύθηκε και με Νόμπελ Οικονομικών. Πρέσβευε την απόλυτη ελευθερία της αγοράς και την απαγόρευση του κρατικού παρεμβατισμού σε οποιοδήποτε επίπεδο και σε οποιονδήποτε βαθμό. Οι αγορές αυτορρυθμίζονται και δεν έχουν ανάγκη οποιασδήποτε παρέμβαση. Οι μαθητές του απετέλεσαν τους κύριους οικονομικούς συμβούλους των δικτατόρων της Λατινικής Αμερικής, κυρίως Χιλής και Αργεντινής, που οδήγησαν τους λαούς τους σε εξαθλίωση]. O Καναδάς αντιμετώπιζε πράγματι πρόβλημα ελλείμματος, αλλά αυτό δεν το είχαν προκαλέσει οι δαπάνες για την ασφάλιση των ανέργων και άλλα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Σύμφωνα με την Καναδική Στατιστική Υπηρεσία το έλλειμμα προκλήθηκε από τα υψηλά επιτόκια, τα οποία εκτίναξαν στα ύψη την αξία του χρέους ακριβώς όπως το Volcker Shock [Σημείωσή μου: ο Paul Volcker ήταν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ επί Προεδρίας Κάρτερ [1976-1980]. Αύξησε το επιτόκιο δανεισμού μέχρι 21%, με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει σε δυσθεώρητα επίπεδα το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών από δάνεια που είχαν λάβει και, έτσι, να τις κάνει υποχείρια των αμερικανικών κεφαλαίων] είχε φουσκώσει το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών στη δεκαετία του ογδόντα. Η McQuaig πήγε στα κεντρικά γραφεία της Moody’s στη Νέα Υόρκη και μίλησε με τον Vincent Truglia, υψηλόβαθμο αναλυτή υπεύθυνο για τη βαθμολόγηση του Καναδά. Της είπε κάτι αξιοσημείωτο: ότι είχε δεχθεί τη διαρκή πίεση καναδών εταιρικών διευθυντικών στελεχών και τραπεζιτών για να εκδώσει επικριτικές εκθέσεις σε σχέση με τα οικονομικά της χώρας, πράγμα που αρνήθηκε να πράξει, επειδή θεωρούσε ότι ο Καναδάς αποτελούσε μία χώρα κατάλληλη για εξαιρετικές και σταθερές επενδύσεις. «Είναι η μοναδική χώρα, με την οποία ασχολούμαι, για την οποία υπήκοοι της χώρας επιθυμούν την ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμισή της, κι’ αυτό σε τακτική βάση. Πιστεύουν ότι έχει λάβει πολύ υψηλό βαθμό». Είπε ότι δεχόταν τηλεφωνήματα από αντιπροσώπους χωρών που του έλεγαν ότι είχε δώσει στις χώρες τους πολύ χαμηλούς βαθμούς. «Αλλά οι Καναδοί διέσυραν, ει μη τι άλλο, τη χώρα τους πολύ περισσότερο απ’ όσο οι ξένοι».
Αυτό οφείλεται στο ότι για τους καναδικούς οικονομικούς κύκλους η «κρίση του ελλείμματος» αποτελούσε κρίσιμο όπλο για μία εκ παρατάξεως πολιτική μάχη. Τον καιρό που ο Truglia δεχόταν εκείνα τα περίεργα τηλεφωνήματα, βρισκόταν στα σκαριά μία τεράστια εκστρατεία για να πιεσθεί η κυβέρνηση να μειώσει τη φορολογία δια της περικοπής των δαπανών σε προγράμματα κοινωνικής πολιτικής, όπως είναι η υγεία και η παιδεία. Δοθέντος ότι αυτά τα προγράμματα υποστηρίζει η συντριπτική πλειονότητα των καναδών, ο μόνο τρόπος για να δικαιολογηθούν οι περικοπές ήταν να αποτελέσει την εναλλακτική λύση η κατάρρευση της εθνικής οικονομίας - μία κρίση σε πλήρη άνθηση. Το γεγονός ότι η Moody’s συνέχιζε να δίνει στα καναδικά ομόλογα τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ισοδύναμο του Α++, καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη συντήρηση μιας εικόνας «Αποκάλυψης».
Στο μεταξύ οι επενδυτές τελούσαν σε σύγχυση λόγω των αντικρουόμενων μηνυμάτων: η Moody’s έδινε υψηλή βαθμολογία στον Καναδά, αλλ’ ο καναδικός Τύπος παρουσίαζε διαρκώς την εθνική οικονομία ως καταστροφική. Ο Truglia αγανάκτησε τόσο πολύ με τις πολιτικοποιημένες στατιστικές που προέρχονταν από τον Καναδά, πράγμα που ένοιωθε πως έθετε υπό αμφισβήτηση την έρευνά του, ώστε προχώρησε στην ακραία κίνηση να εκδώσει έναν «ειδικό σχολιασμό», με τον οποίο διευκρίνιζε ότι οι δαπάνες του Καναδά «δεν βρίσκονταν εκτός ελέγχου», φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να ρίξει συγκεκαλυμμένες βολές στα κατεργάρικα μαθηματικά που εφάρμοζαν δεξιές δεξαμενές σκέψης. «Μερικές προσφάτως δημοσιευθείσες εκθέσεις υπερέβαλαν σε μεγάλο βαθμό τη θέση του καναδικού δημοσιονομικού χρέους. Σε μερικές από αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί δυο φορές οι ίδιοι αριθμοί, ενώ σε άλλες έχουν γίνει απρόσφορες διεθνείς συγκρίσεις. Αυτές οι ανακριβείς μετρήσεις μπορεί να έπαιξαν ρόλο στις υπερβολικές εκτιμήσεις της σοβαρότητος των προβλημάτων του καναδικού χρέους». Με την ειδική έκθεση της Moody’s έγινε γνωστό ότι κανένα «τείχος του χρέους» δεν διαγραφόταν - και οι επιχειρηματικοί κύκλοι του Καναδά έδειχναν δυσαρεστημένοι. Ο Truglia λέγει ότι όταν εξέδωσε τον σχολιασμό, «ένας Καναδός ….. από ένα πολύ μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του Καναδά του τηλεφώνησε και του έβαλε τις φωνές, ούρλιαζε κυριολεκτικά. Αυτό ήταν κάτι το μοναδικό». [Υποσημείωση συγγραφέως: σημειωτέον ότι ο Truglia αποτελεί σπάνιο είδος για τη Wall Street – η βαθμολόγηση ομολόγων και πιστοληπτικής ικανότητος επηρεάζεται συχνά από πολιτικές πιέσεις και χρησιμοποιείται για να ενταθεί η πίεση για τη θέσπιση «μεταρρυθμίσεων στην αγορά»].
Όταν πληροφορήθηκαν οι καναδοί ότι η «κρίση του ελλείμματος» υπήρξε αποτέλεσμα μαγειρέματος από τις δεξαμενές σκέψης που χρηματοδοτούσαν οι επιχειρήσεις, ήταν πλέον αργά – οι περικοπές του προϋπολογισμού είχαν ήδη πραγματοποιηθεί και «κλειδώσει». Ως εκ τούτου τα κοινωνικά προγράμματα για την ασφάλιση των ανέργων είχαν ροκανιστεί δραματικά και ουδέποτε ανέκαμψαν παρά τους πολλούς πλεονασματικούς προϋπολογισμούς που ακολούθησαν. Η στρατηγική της κρίσης χρησιμοποιήθηκε ξανά και ξανά την περίοδο αυτή. Τον Σεπτέμβριο του 1995 διέρρευσε στον καναδικό Τύπο ένα video που έδειχνε τον John Snobelen, υπουργό παιδείας του Ontario, να λέει σε μία κεκλεισμένων των θυρών σύσκεψη δημοσίων υπαλλήλων ότι πριν ανακοινωθούν περικοπές για την παιδεία και άλλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, ήταν αναγκαίο να δημιουργηθεί κλίμα πανικού μέσω της διαρροής πληροφοριών που θα συνέθεταν μία πιο ζοφερή εικόνα «για την οποία θα είχε διάθεση να συζητήσει». Το ονόμασε «δημιουργώντας μία χρήσιμη κρίση».
«Στατιστική κατάχρηση» στην Ουάσινγκτον
Μέχρι το 1995 η πολιτική αντιπαράθεση στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες είχε διαποτισθεί από συζητήσεις για τείχη του χρέους και επικείμενη οικονομική κατάρρευση που απαιτούσαν ακόμη πιο μεγάλες περικοπές και πιο φιλόδοξες ιδιωτικοποιήσεις με τις δεξαμενές σκέψης που ακολουθούσαν τη Σχολή Friedman να πρωτοστατούν στην παραμονή της κρίσης στο προσκήνιο. Τα πιο ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ουάσινγκτον, όμως, επιθυμούσαν όχι μόνον να δημιουργηθεί μία πλασματική κρίση με τη βοήθεια των ΜΜΕ, αλλά και να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα πρόκλησης πραγματικών κρίσεων. Δυο χρόνια αφ’ ότου ο Williamson [Σημείωσή μου: σημαίνων οικονομολόγος της ελεύθερης αγοράς, βασικός σύμβουλος τόσο του ΔΝΤ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας, την πολιτική των οποίων έχει σχεδιάσει, ο οποίος διοργάνωσε την 13.01.1993 στην Ουάσινγκτον ένα συνέδριο με περιορισμένη συμμετοχή βάσει ειδικών προσκλήσεων και μόνον, όπου ανέπτυξε την άποψη ότι ένας λαός είναι πρόθυμος να αποδεχθεί σκληρά μέτρα και μεταρρυθμίσεις μόνον όταν έλθει αντιμέτωπος με μία πραγματική κρίση που του δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Με άλλα λόγια, η πλασματική κρίση δεν είναι αρκετή] έκανε τις παρατηρήσεις του περί υποδαυλίσεως της κρίσης, ο Michael Bruno, επί κεφαλής οικονομολόγος της αναπτυσσόμενης οικονομίας στην Παγκόσμια Τράπεζα, διεκήρυξε δημοσίως την ίδια θέση χωρίς και πάλι να προσελκύσει την εξονυχιστική έρευνα των ΜΜΕ. Σε μία διάλεξή του στη Διεθνή Οικονομική Ένωση το 1995 στην Τυνησία, ο Bruno ενημέρωσε τους πεντακόσιους οικονομολόγους που είχαν συγκεντρωθεί από εξήντα χώρες ότι παρετηρείτο μία διογκούμενη συναίνεση γύρω από «την ιδέα ότι μία αρκετά μεγάλη κρίση μπορεί να κλονίσει τους άλλως απρόθυμους πολιτικούς να προβούν σε εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα». Ο Bruno πρόβαλε τη Λατινική Αμερική «ως λαμπρό παράδειγμα πλασματικών ευεργετικών βαθειών κρίσεων», ιδία δε την Αργεντινή, όπου όπως είπε, ο Πρόεδρος Carlos Menem και ο επί των οικονομικών υπουργός του Domingo Cavallo, έκαναν μία καταπληκτική δουλειά στον τομέα «της εκμετάλλευσης του κλίματος έκτακτης ανάγκης» για την προώθηση των μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων. Για την περίπτωση που το ακροατήριό του δεν είχε συλλάβει το νόημα, ο Bruno είπε: «έδωσα έμφαση σε ένα σημαντικό ζήτημα: η πολιτική οικονομία των μεγάλων κρίσεων τείνει να παράγει ριζικές μεταρρυθμίσεις με θετικά αποτελέσματα».
Υπό το φως του γεγονότος αυτού, είπε πως αντί να εκμεταλλεύονται απλώς τις υφιστάμενες οικονομικές κρίσεις, έπρεπε οι διεθνείς οργανισμοί να δραστηριοποιηθούν για την προώθηση της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον [Washington Consensus] – έπρεπε να περικόψουν προληπτικώς τη βοήθεια και να κάνουν αυτές τις κρίσεις χειρότερες. «Μία αρνητική καταπληξία [όπως η πτώση των δημοσίων εσόδων ή της εισαγωγής συναλλάγματος]» μπορεί πράγματι να αυξήσει την ευημερία, επειδή βραχύνει την καθυστέρηση [προτού θεσπισθούν μεταρρυθμίσεις]. Η ιδέα ότι «τα πράγματα πρέπει να χειροτερέψουν πριν βελτιωθούν» αναδύεται φυσιολογικά …. Στην πραγματικότητα, μία κρίση υψηλού πληθωρισμού μπορεί να οδηγήσει μία χώρα σε βελτίωση, πράγμα που δεν θα κατόρθωνε αν πάλευε με λιγότερο σοβαρές κρίσεις.
Ο Bruno παραδέχθηκε ότι η ενίσχυση ή δημιουργία μίας σοβαρής οικονομικής διάλυσης είναι τρομακτική – οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν θα καταβάλλονταν, η δημόσια υποδομή θα σκούριαζε – αλλά, ως μαθητής της Σχολής του Σικάγο που ήταν, προέτρεψε το ακροατήριό του να ασπασθεί αυτή την καταστροφή ως το πρώτο στάδιο της δημιουργίας. «Όντως, καθώς η κρίση θα βαθαίνει, ίσως η κυβέρνηση σβήσει βαθμηδόν», είπε ο Bruno. «Η εξέλιξη αυτή έχει ένα θετικό αντίκτυπο: κατά τον χρόνο της μεταρρύθμισης η ισχύς των οχυρωμένων ομάδων μπορεί να έχει εξασθενίσει – και ο ηγέτης που επιλέγει την μακροπρόθεσμη λύση έναντι της βραχυπρόθεσμης σκοπιμότητος μπορεί να κερδίσει τη στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις».
Oι εθισμένοι στην κρίση της Σχολής του Σικάγο ασφαλώς και διέγραφαν μία ταχεία τροχιά. Μόνον λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν εικάσει πως μία κρίση υπερπληθωρισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες καταπληξίας που ήταν απαραίτητες για πολιτική καταπληξία. Τώρα ένας υψηλόβαθμος οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενός οργανισμού χρηματοδοτούμενου τότε από τα δολάρια των φορολογούμενων 178 χωρών που είχε ως έργο την ανόρθωση και ενίσχυση των αγωνιζόμενων οικονομιών, διεκήρυσσε τη δημιουργία χρεωκοπημένων κρατών λόγω των ευκαιριών που παρείχαν για ένα ξεκίνημα από το μηδέν πάνω στα ερείπια.
Για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τσαλαβουτούσαν στην τέχνη της «ψευδοκρίσης», όπως την απεκάλεσε ο Williamson, προκειμένου να αναγκάσουν χώρες να υποκύψουν στα κελεύσματά τους, αλλ’ αυτό ήταν δύσκολο να αποδειχθεί. Η πιο εκτενής μαρτυρία προήλθε από τον Davison Budhoo, στέλεχος του ΔΝΤ που μετεβλήθη σε πληροφοριοδότη, ο οποίος κατήγγειλε τον οργανισμό για μαγείρεμα των βιβλίων προκειμένου να καταδικάσει την οικονομία μιας φτωχής, αλλά με ισχυρή θέληση χώρας.
Γεννημένος στη Γρενάδα και σπουδαγμένος στο London School of Economics ο Budhoo ξεχώριζε στην Ουάσιγκτον λόγω του αντισυμβατικού προσωπικού ύφους του: άφηνε τα μαλλιά του να πέφτουν ατημέλητα, όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, και προτιμούσε το μπουφάν αντί του κουστουμιού με τη λεπτή ρίγα. Εργάσθηκε στο ΔΝΤ δώδεκα χρόνια και είχε ως αντικείμενο την εκπόνηση προγραμμάτων δομικής προσαρμογής για την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τη γενέτειρά του Καραϊβική. Αφ’ ότου ο οργανισμός πήρε την απότομη δεξιά στροφή του επί εποχής Ρήγκαν/Θάτσερ, η ανεξαρτησία του πνεύματός του έκανε τον Budhoo να αισθάνεται όλο και πιο άβολα στον τόπο εργασίας του. Το Ταμείο ήταν γεμάτο από ένθερμους οπαδούς της Σχολής του Σικάγο υπό την ηγεσία του Διευθύνοντος Συμβούλου του Michel Camdessus, ενός δεδηλωμένου νεοφιλελεύθερου. Όταν ο Budhoo παραιτήθηκε το 1988, απεφάσισε να αφοσιωθεί στη δημοσιοποίηση των μυστικών της προηγούμενης εργασίας του. Η αρχή έγινε όταν έγραψε μία αξιόλογη ανοικτή επιστολή στον Camdessus σε ύφος καταγγελτικό, όπως εκείνο των επιστολών του Andre Gunder Frank προς τον Milton Friedman δέκα χρόνια νωρίτερα.
Δείχνοντας μία λατρεία προς τη γλώσσα που είναι σπάνια για τους υψηλόβαθμους οικονομολόγους του Ταμείου, η επιστολή άρχιζε ως εξής: «Σήμερα παραιτήθηκα από το επιτελείο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μετά από δώδεκα χρόνια και μετά από 1000 ημέρες επίσημης εργασίας για το Ταμείο, πλασάροντας τα φάρμακά σας και τον σάκο σας με τα ταχυδακτυλουργικά σε κυβερνήσεις και λαούς της Λατινικής Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα η παραίτηση είναι μία ανεκτίμητης αξίας απελευθέρωση, επειδή μ’ αυτήν έκανα το πρώτο μεγάλο βήμα προς ένα μέρος, όπου μπορώ να ελπίζω πως θα ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που κατά την άποψή μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και λιμοκτονούντων λαών… Είναι τόσο πολύ το αίμα, ξέρετε, που τρέχει σαν ποτάμι. Ξεραίνεται κιόλας. Με καλύπτει ολόκληρο σαν κρούστα. Μερικές φορές νοιώθω πως δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε όλο τον κόσμο για να με καθαρίσει από όσα έκανα στο όνομά σας».
Και συνέχισε εκθέτοντας τις θέσεις του. Ο Budhoo κατηγορούσε το Ταμείο ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως φονικό όπλο. Τεκμηρίωνε κατά τρόπο εξαντλητικό τον τρόπο με τον οποίο ως υπάλληλος ασχολήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα με λεπτεπίλεπτες στατιστικές καταχρήσεις, ώστε να υπερβάλλει ως προς του αριθμούς στις εκθέσεις του ΔΝΤ τις σχετικές με τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη Trinidad και Tobago, προκειμένου να κάνει τις χώρες αυτές να φαίνονται κατά πολύ ασταθέστερες από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Budhoo διετείνετο ότι το ΔΝΤ είχε υπερδιπλασιάσει κρίσιμα στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν στο εργατικό κόστος της χώρας, κάνοντάς την, έτσι, να φαίνεται εξαιρετικά αντιπαραγωγική – μολονότι, όπως έλεγε, το Ταμείο είχε στα χέρια του τη σωστή ενημέρωση. Σε μία άλλη περίπτωση ισχυρίσθηκε ότι το Ταμείο «εφηύρε, κυριολεκτικά από το τίποτε» τεράστια απλήρωτα δημόσια χρέη.
Εκείνες οι «μεγάλες ανωμαλίες», οι οποίες κατά τον Budhoo ήταν σκόπιμες και όχι απλοί «τσαπατσούλικοι υπολογισμοί» έγιναν δεκτές ως γεγονός από τις αγορές, οι οποίες σύντομα κατέταξαν το Trinidad στους κακούς κινδύνους και διέκοψαν τη χρηματοδότησή του. Τα οικονομικά προβλήματα της χὠρας, τα οποία προκάλεσε η πτώση της τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγώγιμου προϊόντος της, μετετράπησαν γρήγορα σε όλεθρο και έτσι αναγκάσθηκε να παρακαλέσει για βοήθεια το ΔΝΤ. Τότε το ΔΝΤ απαίτησε από το Trinidad να καταπιεί αυτό που ο Budhoo αποκάλεσε το «πιο φονικό φάρμακο» του Ταμείου: απολύσεις, μειώσεις μισθών και «ολόκληρο το φάσμα» των πολιτικών δομικής προσαρμογής. Περιἐγραψε τη διαδικασία ως την «ενσυνείδητη ανακοπή της οικονομικής ζωής της χώρας μέσω ενός προσχήματος», προκειμένου να δει «το Trinidad και το Tobago πρώτα οικονομικά κατεστραμμένο και στη συνέχεια υποτελές».
Ο Budhoo που πέθανε το 2001 καθιστούσε σαφές με την επιστολή του ότι η διαφωνία του είχε να κάνει με κάτι πολύ περισσότερο από τον τρόπο που μια δράκα αξιωματούχων αντιμετώπιζαν μία χώρα. Χαρακτήριζε ολόκληρο το πρόγραμμα του ΔΝΤ περί δομικής προσαρμογής ως ένα μαζικό βασανιστήριο, όπου «κυβερνήσεις και λαοί εξαναγκάζονται ουρλιάζοντας από τον πόνο να γονατίσουν μπροστά μας διαλυμένοι, τρομοκρατημένοι και αποσυντεθειμένοι και παρακαλώντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας από μέρους μας. Αλλά εμείς γελάμε απάνθρωπα στα μούτρα τους και το βασανιστήριο συνεχίζεται με αμείωτη ένταση».
Μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής η κυβέρνηση του Trinidad συνέστησε δύο ανεξάρτητες Επιτροπές για τη διερεύνηση των ισχυρισμών, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί ήταν αληθινοί: το ΔΝΤ είχε διογκώσει και κατασκευάσει τους αριθμούς με τρομερά ζημιογόνα αποτελέσματα για τη χώρα.
Παρά την επιβεβαίωση αυτή, όμως, οι εκρηκτικοί ισχυρισμοί του Budhoo κυριολεκτικά εξαφανίσθηκαν χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Το Trinidad και το Tobago αποτελούν ένα σύμπλεγμα μικροσκοπικών νησιών έξω από τις ακτές της Βενεζουέλας και αν οι λαοί τους δεν κάνουν έφοδο στα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ στη δέκατη ένατη οδό, τα παράπονά τους είναι απίθανο να προσελκύσουν την προσοχή του κόσμου. Παρά ταύτα η επιστολή έγινε θεατρικό έργο το 1996 με τον τίτλο «Η επιστολή παραίτησης του κ. Budhoo από το ΔΝΤ (50 χρόνια είναι αρκετά)» που ανέβηκε σ’ ένα μικρό θέατρο στο East Village της Νέας Υόρκης. Η παραγωγή δέχθηκε παραδόξως θετική κριτική στην εφημερίδα The New York Times που εκθείαζε την «ασυνήθιστη δημιουργικότητα» και τα «εφευρετικά σκηνικά». Η σύντομη θεατρική κριτική ήταν η μοναδική φορά που το όνομα του Budhoo αναφέρθηκε στη The New York Times. [Σημείωσή μου: μπήκα στη Wikipedia σε μία προσπάθεια να βρω και διαβάσω ολόκληρη την επιστολή Budhoo. Βρήκα την ένδειξη με τις πρώτες γραμμές της επιστολής, αλλά ήταν αδύνατο να συνδεθώ με τοποθεσία, στην οποία είναι δημοσιευμένη. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Αν παρά ταύτα κάποιος από σας καταφέρει να βρει την επιστολή, τον παρακαλώ να μου τη στείλει].
Σωτήριος Καλαμίτσης
"ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΚΑΛΑΜΙΤΣΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ"
skalamitsis@kalamitsis.gr
http://taxalia.blogspot.com/2010/08/blog-post_7795.html
“The shock doctrine”, The rise of disaster capitalism
[Η θεωρία της καταπληξίας, Η άνοδος του καταστροφικού καπιταλισμού], της Naomi Klein, εκδόσεις Penguin 2007 που με εντυπωσίασαν περισσότερο απ’ όλα όσα διάβασα εκεί. Αφού τις διαβάσετε, αφήστε τη φαντασία σας να δουλέψει. Δεν απαιτείται μεγάλος καλπασμός, αρκεί και ο μικρός. Θα μπορέσετε άνετα να βάλετε στη θέση των τηλεφωνημάτων προς Truglia τις δηλώσεις της σημερινής κυβέρνησης περί «Τιτανικού», περί μειώσεως της εθνικής κυριαρχίας, ακόμη και ένα περίεργο τηλεφώνημα που λέγεται πως έγινε από κάποιον ή κάποιους σε μία κρίση στιγμή ου θα μας βαθμολογούσαν τα λαμόγια της Νέας Υόρκης κ.λπ.
Σε ορισμένα σημεία ακολούθησα ελεύθερη μετάφραση προσαρμόζοντας το κείμενο σε ύφος που θα γραφόταν κάτι αντίστοιχο στην ελληνική. Για τον έλεγχο της μετάφρασης σας στέλνω και το πρωτότυπο κείμενο. Ενδεχομένως να έχω κάνει λάθη, εξ ου και ζητώ προκαταβολικώς συγγνώμη. Πάντως, αν κάποιος έχει αντίρρηση ή αντίθετη πληροφόρηση για τα γραφόμενη της Klein, θα ήθελα τον αντίλογο.
Σωτήριος Καλαμίτσης
Δικηγόρος
“The shock doctrine”, The rise of disaster capitalism
[Η θεωρία της καταπληξίας, Η άνοδος του καταστροφικού καπιταλισμού],
της Naomi Klein, εκδόσεις Penguin 2007
Σελ. 257-262
Η φράση «τείχος του χρέους» πλούτισε ξαφνικά το λεξιλόγιό μας. Είχε την έννοια ότι, μολονότι η ζωή φαινόταν ήρεμη και άνετη, ο Καναδάς ξόδευε μέχρι εκείνη τη στιγμή περισσότερα από όσα διέθετε, ώστε πολύ σύντομα ισχυρές εταιρείες της Wall street όπως η Moody’s και η Standard and Poor’s θα υποβάθμιζαν την εθνική πιστοληπτική ικανότητά μας από το απόλυτο Α+++ σε κάτι πολύ κατώτερο. Όταν θα συνέβαινε αυτό, υπερκινητικοί επενδυτές, απαλλαγμένοι από τους νέους κανόνες της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου, απλώς θα απέσυραν τα κεφάλαιά τους από τον Καναδά και θα τα μετέφεραν κάπου ασφαλέστερα. Μας είπαν ότι η μόνη λύση ήταν η ριζική μείωση των δαπανών για προγράμματα όπως η ασφάλιση των ανέργων και η περίθαλψη. Όλως παραδόξως, το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόμμα έκανε αυτό ακριβώς, παρά το γεγονός ότι μόλις είχε εκλεγεί με πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας (η καναδική εκδοχή της «πολιτικής βουντού»).
Δυο χρόνια μετά την κορύφωση της υστερίας για το έλλειμμα η ερευνήτρια δημοσιογράφος Linda McQuaig έφερε στο φως στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ένα αίσθημα κρίσης είχε προσεκτικά σχεδιασθεί και καλλιεργηθεί από μια δράκα δεξαμενών σκέψης [think tanks], τις οποίες χρηματοδοτούσαν οι μεγαλύτερες τράπεζες και επιχειρήσεις στον Καναδά, ιδίως δε από το Ινστιτούτο C. D. Howe και το Ινστιτούτο Fraser, τα οποία υποστήριζε πάντοτε με ζέση και δυναμισμό ο Milton Friedman [Σημείωσή μου: Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο που βραβεύθηκε και με Νόμπελ Οικονομικών. Πρέσβευε την απόλυτη ελευθερία της αγοράς και την απαγόρευση του κρατικού παρεμβατισμού σε οποιοδήποτε επίπεδο και σε οποιονδήποτε βαθμό. Οι αγορές αυτορρυθμίζονται και δεν έχουν ανάγκη οποιασδήποτε παρέμβαση. Οι μαθητές του απετέλεσαν τους κύριους οικονομικούς συμβούλους των δικτατόρων της Λατινικής Αμερικής, κυρίως Χιλής και Αργεντινής, που οδήγησαν τους λαούς τους σε εξαθλίωση]. O Καναδάς αντιμετώπιζε πράγματι πρόβλημα ελλείμματος, αλλά αυτό δεν το είχαν προκαλέσει οι δαπάνες για την ασφάλιση των ανέργων και άλλα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Σύμφωνα με την Καναδική Στατιστική Υπηρεσία το έλλειμμα προκλήθηκε από τα υψηλά επιτόκια, τα οποία εκτίναξαν στα ύψη την αξία του χρέους ακριβώς όπως το Volcker Shock [Σημείωσή μου: ο Paul Volcker ήταν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ επί Προεδρίας Κάρτερ [1976-1980]. Αύξησε το επιτόκιο δανεισμού μέχρι 21%, με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει σε δυσθεώρητα επίπεδα το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών από δάνεια που είχαν λάβει και, έτσι, να τις κάνει υποχείρια των αμερικανικών κεφαλαίων] είχε φουσκώσει το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών στη δεκαετία του ογδόντα. Η McQuaig πήγε στα κεντρικά γραφεία της Moody’s στη Νέα Υόρκη και μίλησε με τον Vincent Truglia, υψηλόβαθμο αναλυτή υπεύθυνο για τη βαθμολόγηση του Καναδά. Της είπε κάτι αξιοσημείωτο: ότι είχε δεχθεί τη διαρκή πίεση καναδών εταιρικών διευθυντικών στελεχών και τραπεζιτών για να εκδώσει επικριτικές εκθέσεις σε σχέση με τα οικονομικά της χώρας, πράγμα που αρνήθηκε να πράξει, επειδή θεωρούσε ότι ο Καναδάς αποτελούσε μία χώρα κατάλληλη για εξαιρετικές και σταθερές επενδύσεις. «Είναι η μοναδική χώρα, με την οποία ασχολούμαι, για την οποία υπήκοοι της χώρας επιθυμούν την ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμισή της, κι’ αυτό σε τακτική βάση. Πιστεύουν ότι έχει λάβει πολύ υψηλό βαθμό». Είπε ότι δεχόταν τηλεφωνήματα από αντιπροσώπους χωρών που του έλεγαν ότι είχε δώσει στις χώρες τους πολύ χαμηλούς βαθμούς. «Αλλά οι Καναδοί διέσυραν, ει μη τι άλλο, τη χώρα τους πολύ περισσότερο απ’ όσο οι ξένοι».
Αυτό οφείλεται στο ότι για τους καναδικούς οικονομικούς κύκλους η «κρίση του ελλείμματος» αποτελούσε κρίσιμο όπλο για μία εκ παρατάξεως πολιτική μάχη. Τον καιρό που ο Truglia δεχόταν εκείνα τα περίεργα τηλεφωνήματα, βρισκόταν στα σκαριά μία τεράστια εκστρατεία για να πιεσθεί η κυβέρνηση να μειώσει τη φορολογία δια της περικοπής των δαπανών σε προγράμματα κοινωνικής πολιτικής, όπως είναι η υγεία και η παιδεία. Δοθέντος ότι αυτά τα προγράμματα υποστηρίζει η συντριπτική πλειονότητα των καναδών, ο μόνο τρόπος για να δικαιολογηθούν οι περικοπές ήταν να αποτελέσει την εναλλακτική λύση η κατάρρευση της εθνικής οικονομίας - μία κρίση σε πλήρη άνθηση. Το γεγονός ότι η Moody’s συνέχιζε να δίνει στα καναδικά ομόλογα τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ισοδύναμο του Α++, καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη συντήρηση μιας εικόνας «Αποκάλυψης».
Στο μεταξύ οι επενδυτές τελούσαν σε σύγχυση λόγω των αντικρουόμενων μηνυμάτων: η Moody’s έδινε υψηλή βαθμολογία στον Καναδά, αλλ’ ο καναδικός Τύπος παρουσίαζε διαρκώς την εθνική οικονομία ως καταστροφική. Ο Truglia αγανάκτησε τόσο πολύ με τις πολιτικοποιημένες στατιστικές που προέρχονταν από τον Καναδά, πράγμα που ένοιωθε πως έθετε υπό αμφισβήτηση την έρευνά του, ώστε προχώρησε στην ακραία κίνηση να εκδώσει έναν «ειδικό σχολιασμό», με τον οποίο διευκρίνιζε ότι οι δαπάνες του Καναδά «δεν βρίσκονταν εκτός ελέγχου», φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να ρίξει συγκεκαλυμμένες βολές στα κατεργάρικα μαθηματικά που εφάρμοζαν δεξιές δεξαμενές σκέψης. «Μερικές προσφάτως δημοσιευθείσες εκθέσεις υπερέβαλαν σε μεγάλο βαθμό τη θέση του καναδικού δημοσιονομικού χρέους. Σε μερικές από αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί δυο φορές οι ίδιοι αριθμοί, ενώ σε άλλες έχουν γίνει απρόσφορες διεθνείς συγκρίσεις. Αυτές οι ανακριβείς μετρήσεις μπορεί να έπαιξαν ρόλο στις υπερβολικές εκτιμήσεις της σοβαρότητος των προβλημάτων του καναδικού χρέους». Με την ειδική έκθεση της Moody’s έγινε γνωστό ότι κανένα «τείχος του χρέους» δεν διαγραφόταν - και οι επιχειρηματικοί κύκλοι του Καναδά έδειχναν δυσαρεστημένοι. Ο Truglia λέγει ότι όταν εξέδωσε τον σχολιασμό, «ένας Καναδός ….. από ένα πολύ μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του Καναδά του τηλεφώνησε και του έβαλε τις φωνές, ούρλιαζε κυριολεκτικά. Αυτό ήταν κάτι το μοναδικό». [Υποσημείωση συγγραφέως: σημειωτέον ότι ο Truglia αποτελεί σπάνιο είδος για τη Wall Street – η βαθμολόγηση ομολόγων και πιστοληπτικής ικανότητος επηρεάζεται συχνά από πολιτικές πιέσεις και χρησιμοποιείται για να ενταθεί η πίεση για τη θέσπιση «μεταρρυθμίσεων στην αγορά»].
Όταν πληροφορήθηκαν οι καναδοί ότι η «κρίση του ελλείμματος» υπήρξε αποτέλεσμα μαγειρέματος από τις δεξαμενές σκέψης που χρηματοδοτούσαν οι επιχειρήσεις, ήταν πλέον αργά – οι περικοπές του προϋπολογισμού είχαν ήδη πραγματοποιηθεί και «κλειδώσει». Ως εκ τούτου τα κοινωνικά προγράμματα για την ασφάλιση των ανέργων είχαν ροκανιστεί δραματικά και ουδέποτε ανέκαμψαν παρά τους πολλούς πλεονασματικούς προϋπολογισμούς που ακολούθησαν. Η στρατηγική της κρίσης χρησιμοποιήθηκε ξανά και ξανά την περίοδο αυτή. Τον Σεπτέμβριο του 1995 διέρρευσε στον καναδικό Τύπο ένα video που έδειχνε τον John Snobelen, υπουργό παιδείας του Ontario, να λέει σε μία κεκλεισμένων των θυρών σύσκεψη δημοσίων υπαλλήλων ότι πριν ανακοινωθούν περικοπές για την παιδεία και άλλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, ήταν αναγκαίο να δημιουργηθεί κλίμα πανικού μέσω της διαρροής πληροφοριών που θα συνέθεταν μία πιο ζοφερή εικόνα «για την οποία θα είχε διάθεση να συζητήσει». Το ονόμασε «δημιουργώντας μία χρήσιμη κρίση».
«Στατιστική κατάχρηση» στην Ουάσινγκτον
Μέχρι το 1995 η πολιτική αντιπαράθεση στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες είχε διαποτισθεί από συζητήσεις για τείχη του χρέους και επικείμενη οικονομική κατάρρευση που απαιτούσαν ακόμη πιο μεγάλες περικοπές και πιο φιλόδοξες ιδιωτικοποιήσεις με τις δεξαμενές σκέψης που ακολουθούσαν τη Σχολή Friedman να πρωτοστατούν στην παραμονή της κρίσης στο προσκήνιο. Τα πιο ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ουάσινγκτον, όμως, επιθυμούσαν όχι μόνον να δημιουργηθεί μία πλασματική κρίση με τη βοήθεια των ΜΜΕ, αλλά και να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα πρόκλησης πραγματικών κρίσεων. Δυο χρόνια αφ’ ότου ο Williamson [Σημείωσή μου: σημαίνων οικονομολόγος της ελεύθερης αγοράς, βασικός σύμβουλος τόσο του ΔΝΤ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας, την πολιτική των οποίων έχει σχεδιάσει, ο οποίος διοργάνωσε την 13.01.1993 στην Ουάσινγκτον ένα συνέδριο με περιορισμένη συμμετοχή βάσει ειδικών προσκλήσεων και μόνον, όπου ανέπτυξε την άποψη ότι ένας λαός είναι πρόθυμος να αποδεχθεί σκληρά μέτρα και μεταρρυθμίσεις μόνον όταν έλθει αντιμέτωπος με μία πραγματική κρίση που του δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Με άλλα λόγια, η πλασματική κρίση δεν είναι αρκετή] έκανε τις παρατηρήσεις του περί υποδαυλίσεως της κρίσης, ο Michael Bruno, επί κεφαλής οικονομολόγος της αναπτυσσόμενης οικονομίας στην Παγκόσμια Τράπεζα, διεκήρυξε δημοσίως την ίδια θέση χωρίς και πάλι να προσελκύσει την εξονυχιστική έρευνα των ΜΜΕ. Σε μία διάλεξή του στη Διεθνή Οικονομική Ένωση το 1995 στην Τυνησία, ο Bruno ενημέρωσε τους πεντακόσιους οικονομολόγους που είχαν συγκεντρωθεί από εξήντα χώρες ότι παρετηρείτο μία διογκούμενη συναίνεση γύρω από «την ιδέα ότι μία αρκετά μεγάλη κρίση μπορεί να κλονίσει τους άλλως απρόθυμους πολιτικούς να προβούν σε εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα». Ο Bruno πρόβαλε τη Λατινική Αμερική «ως λαμπρό παράδειγμα πλασματικών ευεργετικών βαθειών κρίσεων», ιδία δε την Αργεντινή, όπου όπως είπε, ο Πρόεδρος Carlos Menem και ο επί των οικονομικών υπουργός του Domingo Cavallo, έκαναν μία καταπληκτική δουλειά στον τομέα «της εκμετάλλευσης του κλίματος έκτακτης ανάγκης» για την προώθηση των μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων. Για την περίπτωση που το ακροατήριό του δεν είχε συλλάβει το νόημα, ο Bruno είπε: «έδωσα έμφαση σε ένα σημαντικό ζήτημα: η πολιτική οικονομία των μεγάλων κρίσεων τείνει να παράγει ριζικές μεταρρυθμίσεις με θετικά αποτελέσματα».
Υπό το φως του γεγονότος αυτού, είπε πως αντί να εκμεταλλεύονται απλώς τις υφιστάμενες οικονομικές κρίσεις, έπρεπε οι διεθνείς οργανισμοί να δραστηριοποιηθούν για την προώθηση της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον [Washington Consensus] – έπρεπε να περικόψουν προληπτικώς τη βοήθεια και να κάνουν αυτές τις κρίσεις χειρότερες. «Μία αρνητική καταπληξία [όπως η πτώση των δημοσίων εσόδων ή της εισαγωγής συναλλάγματος]» μπορεί πράγματι να αυξήσει την ευημερία, επειδή βραχύνει την καθυστέρηση [προτού θεσπισθούν μεταρρυθμίσεις]. Η ιδέα ότι «τα πράγματα πρέπει να χειροτερέψουν πριν βελτιωθούν» αναδύεται φυσιολογικά …. Στην πραγματικότητα, μία κρίση υψηλού πληθωρισμού μπορεί να οδηγήσει μία χώρα σε βελτίωση, πράγμα που δεν θα κατόρθωνε αν πάλευε με λιγότερο σοβαρές κρίσεις.
Ο Bruno παραδέχθηκε ότι η ενίσχυση ή δημιουργία μίας σοβαρής οικονομικής διάλυσης είναι τρομακτική – οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν θα καταβάλλονταν, η δημόσια υποδομή θα σκούριαζε – αλλά, ως μαθητής της Σχολής του Σικάγο που ήταν, προέτρεψε το ακροατήριό του να ασπασθεί αυτή την καταστροφή ως το πρώτο στάδιο της δημιουργίας. «Όντως, καθώς η κρίση θα βαθαίνει, ίσως η κυβέρνηση σβήσει βαθμηδόν», είπε ο Bruno. «Η εξέλιξη αυτή έχει ένα θετικό αντίκτυπο: κατά τον χρόνο της μεταρρύθμισης η ισχύς των οχυρωμένων ομάδων μπορεί να έχει εξασθενίσει – και ο ηγέτης που επιλέγει την μακροπρόθεσμη λύση έναντι της βραχυπρόθεσμης σκοπιμότητος μπορεί να κερδίσει τη στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις».
Oι εθισμένοι στην κρίση της Σχολής του Σικάγο ασφαλώς και διέγραφαν μία ταχεία τροχιά. Μόνον λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν εικάσει πως μία κρίση υπερπληθωρισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες καταπληξίας που ήταν απαραίτητες για πολιτική καταπληξία. Τώρα ένας υψηλόβαθμος οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενός οργανισμού χρηματοδοτούμενου τότε από τα δολάρια των φορολογούμενων 178 χωρών που είχε ως έργο την ανόρθωση και ενίσχυση των αγωνιζόμενων οικονομιών, διεκήρυσσε τη δημιουργία χρεωκοπημένων κρατών λόγω των ευκαιριών που παρείχαν για ένα ξεκίνημα από το μηδέν πάνω στα ερείπια.
Για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τσαλαβουτούσαν στην τέχνη της «ψευδοκρίσης», όπως την απεκάλεσε ο Williamson, προκειμένου να αναγκάσουν χώρες να υποκύψουν στα κελεύσματά τους, αλλ’ αυτό ήταν δύσκολο να αποδειχθεί. Η πιο εκτενής μαρτυρία προήλθε από τον Davison Budhoo, στέλεχος του ΔΝΤ που μετεβλήθη σε πληροφοριοδότη, ο οποίος κατήγγειλε τον οργανισμό για μαγείρεμα των βιβλίων προκειμένου να καταδικάσει την οικονομία μιας φτωχής, αλλά με ισχυρή θέληση χώρας.
Γεννημένος στη Γρενάδα και σπουδαγμένος στο London School of Economics ο Budhoo ξεχώριζε στην Ουάσιγκτον λόγω του αντισυμβατικού προσωπικού ύφους του: άφηνε τα μαλλιά του να πέφτουν ατημέλητα, όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, και προτιμούσε το μπουφάν αντί του κουστουμιού με τη λεπτή ρίγα. Εργάσθηκε στο ΔΝΤ δώδεκα χρόνια και είχε ως αντικείμενο την εκπόνηση προγραμμάτων δομικής προσαρμογής για την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τη γενέτειρά του Καραϊβική. Αφ’ ότου ο οργανισμός πήρε την απότομη δεξιά στροφή του επί εποχής Ρήγκαν/Θάτσερ, η ανεξαρτησία του πνεύματός του έκανε τον Budhoo να αισθάνεται όλο και πιο άβολα στον τόπο εργασίας του. Το Ταμείο ήταν γεμάτο από ένθερμους οπαδούς της Σχολής του Σικάγο υπό την ηγεσία του Διευθύνοντος Συμβούλου του Michel Camdessus, ενός δεδηλωμένου νεοφιλελεύθερου. Όταν ο Budhoo παραιτήθηκε το 1988, απεφάσισε να αφοσιωθεί στη δημοσιοποίηση των μυστικών της προηγούμενης εργασίας του. Η αρχή έγινε όταν έγραψε μία αξιόλογη ανοικτή επιστολή στον Camdessus σε ύφος καταγγελτικό, όπως εκείνο των επιστολών του Andre Gunder Frank προς τον Milton Friedman δέκα χρόνια νωρίτερα.
Δείχνοντας μία λατρεία προς τη γλώσσα που είναι σπάνια για τους υψηλόβαθμους οικονομολόγους του Ταμείου, η επιστολή άρχιζε ως εξής: «Σήμερα παραιτήθηκα από το επιτελείο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μετά από δώδεκα χρόνια και μετά από 1000 ημέρες επίσημης εργασίας για το Ταμείο, πλασάροντας τα φάρμακά σας και τον σάκο σας με τα ταχυδακτυλουργικά σε κυβερνήσεις και λαούς της Λατινικής Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα η παραίτηση είναι μία ανεκτίμητης αξίας απελευθέρωση, επειδή μ’ αυτήν έκανα το πρώτο μεγάλο βήμα προς ένα μέρος, όπου μπορώ να ελπίζω πως θα ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που κατά την άποψή μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και λιμοκτονούντων λαών… Είναι τόσο πολύ το αίμα, ξέρετε, που τρέχει σαν ποτάμι. Ξεραίνεται κιόλας. Με καλύπτει ολόκληρο σαν κρούστα. Μερικές φορές νοιώθω πως δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε όλο τον κόσμο για να με καθαρίσει από όσα έκανα στο όνομά σας».
Και συνέχισε εκθέτοντας τις θέσεις του. Ο Budhoo κατηγορούσε το Ταμείο ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως φονικό όπλο. Τεκμηρίωνε κατά τρόπο εξαντλητικό τον τρόπο με τον οποίο ως υπάλληλος ασχολήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα με λεπτεπίλεπτες στατιστικές καταχρήσεις, ώστε να υπερβάλλει ως προς του αριθμούς στις εκθέσεις του ΔΝΤ τις σχετικές με τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη Trinidad και Tobago, προκειμένου να κάνει τις χώρες αυτές να φαίνονται κατά πολύ ασταθέστερες από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Budhoo διετείνετο ότι το ΔΝΤ είχε υπερδιπλασιάσει κρίσιμα στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν στο εργατικό κόστος της χώρας, κάνοντάς την, έτσι, να φαίνεται εξαιρετικά αντιπαραγωγική – μολονότι, όπως έλεγε, το Ταμείο είχε στα χέρια του τη σωστή ενημέρωση. Σε μία άλλη περίπτωση ισχυρίσθηκε ότι το Ταμείο «εφηύρε, κυριολεκτικά από το τίποτε» τεράστια απλήρωτα δημόσια χρέη.
Εκείνες οι «μεγάλες ανωμαλίες», οι οποίες κατά τον Budhoo ήταν σκόπιμες και όχι απλοί «τσαπατσούλικοι υπολογισμοί» έγιναν δεκτές ως γεγονός από τις αγορές, οι οποίες σύντομα κατέταξαν το Trinidad στους κακούς κινδύνους και διέκοψαν τη χρηματοδότησή του. Τα οικονομικά προβλήματα της χὠρας, τα οποία προκάλεσε η πτώση της τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγώγιμου προϊόντος της, μετετράπησαν γρήγορα σε όλεθρο και έτσι αναγκάσθηκε να παρακαλέσει για βοήθεια το ΔΝΤ. Τότε το ΔΝΤ απαίτησε από το Trinidad να καταπιεί αυτό που ο Budhoo αποκάλεσε το «πιο φονικό φάρμακο» του Ταμείου: απολύσεις, μειώσεις μισθών και «ολόκληρο το φάσμα» των πολιτικών δομικής προσαρμογής. Περιἐγραψε τη διαδικασία ως την «ενσυνείδητη ανακοπή της οικονομικής ζωής της χώρας μέσω ενός προσχήματος», προκειμένου να δει «το Trinidad και το Tobago πρώτα οικονομικά κατεστραμμένο και στη συνέχεια υποτελές».
Ο Budhoo που πέθανε το 2001 καθιστούσε σαφές με την επιστολή του ότι η διαφωνία του είχε να κάνει με κάτι πολύ περισσότερο από τον τρόπο που μια δράκα αξιωματούχων αντιμετώπιζαν μία χώρα. Χαρακτήριζε ολόκληρο το πρόγραμμα του ΔΝΤ περί δομικής προσαρμογής ως ένα μαζικό βασανιστήριο, όπου «κυβερνήσεις και λαοί εξαναγκάζονται ουρλιάζοντας από τον πόνο να γονατίσουν μπροστά μας διαλυμένοι, τρομοκρατημένοι και αποσυντεθειμένοι και παρακαλώντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας από μέρους μας. Αλλά εμείς γελάμε απάνθρωπα στα μούτρα τους και το βασανιστήριο συνεχίζεται με αμείωτη ένταση».
Μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής η κυβέρνηση του Trinidad συνέστησε δύο ανεξάρτητες Επιτροπές για τη διερεύνηση των ισχυρισμών, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί ήταν αληθινοί: το ΔΝΤ είχε διογκώσει και κατασκευάσει τους αριθμούς με τρομερά ζημιογόνα αποτελέσματα για τη χώρα.
Παρά την επιβεβαίωση αυτή, όμως, οι εκρηκτικοί ισχυρισμοί του Budhoo κυριολεκτικά εξαφανίσθηκαν χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Το Trinidad και το Tobago αποτελούν ένα σύμπλεγμα μικροσκοπικών νησιών έξω από τις ακτές της Βενεζουέλας και αν οι λαοί τους δεν κάνουν έφοδο στα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ στη δέκατη ένατη οδό, τα παράπονά τους είναι απίθανο να προσελκύσουν την προσοχή του κόσμου. Παρά ταύτα η επιστολή έγινε θεατρικό έργο το 1996 με τον τίτλο «Η επιστολή παραίτησης του κ. Budhoo από το ΔΝΤ (50 χρόνια είναι αρκετά)» που ανέβηκε σ’ ένα μικρό θέατρο στο East Village της Νέας Υόρκης. Η παραγωγή δέχθηκε παραδόξως θετική κριτική στην εφημερίδα The New York Times που εκθείαζε την «ασυνήθιστη δημιουργικότητα» και τα «εφευρετικά σκηνικά». Η σύντομη θεατρική κριτική ήταν η μοναδική φορά που το όνομα του Budhoo αναφέρθηκε στη The New York Times. [Σημείωσή μου: μπήκα στη Wikipedia σε μία προσπάθεια να βρω και διαβάσω ολόκληρη την επιστολή Budhoo. Βρήκα την ένδειξη με τις πρώτες γραμμές της επιστολής, αλλά ήταν αδύνατο να συνδεθώ με τοποθεσία, στην οποία είναι δημοσιευμένη. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Αν παρά ταύτα κάποιος από σας καταφέρει να βρει την επιστολή, τον παρακαλώ να μου τη στείλει].
Σωτήριος Καλαμίτσης
"ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΚΑΛΑΜΙΤΣΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ"
skalamitsis@kalamitsis.gr
http://taxalia.blogspot.com/2010/08/blog-post_7795.html
Σχόλια