"ΤΡΕΛΛΟ" ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΣ

Αν η Γερμανία είναι η οικονομική-βιομηχανική, η Γαλλία είναι η πολιτική καρδιά της Ευρώπης. Και το μόνο κράτος της ευρωζώνης που έθεσε ζήτημα λειτουργίας της ως μηχανισμού μεταφοράς πλεονασμάτων στη Γερμανία και στραγγαλισμού της ζήτησης και, κατά συνέπεια, και της οικονομικής ανάκαμψης.  
  • Μέχρι τώρα, η ελληνική κρίση ερμηνεύεται κυρίως, από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, της ελληνικής περιλαμβανομένης, ως αποτέλεσμα ελληνικών προβλημάτων και επιθέσεων “κερδοσκόπων”, όπως ονομάζονται κατ¨ ευφημισμόν οι μεγαλύτερες – κυρίως, αλλά όχι μόνο αμερικανικές - επενδυτικές τράπεζες. Αυτές οι ερμηνείες προφανώς δεν επαρκούν, γιατί τότε δεν θα υπήρχαν προβλήματα στην Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, αν όχι και Γαλλία. Τα ισπανικά δημόσια οικονομικά αίφνης είναι παραδειγματικά, αυτό όμως δεν εμπόδισε ούτε τη φούσκα ακινήτων, ούτε την ιδιωτική υπερχρέωση. ¨Όπως σημειώνει η γαλλική επιθεώρηση “Aλτερνατίβ Εκονομίκ”, επί χρόνια το αποκλειστικό ενδιαφέρον της Κομισιόν για τα ελλείμματα, καθιστούσε γραφικό οποιονδήποτε επεσήμαινε δομικές αδυναμίες της Ισπανίας. Ακόμα και πριν εμφανισθεί το ευρώ, αφαιρώντας από τα κράτη τη δυνατότητα υποτίμησης, ήταν αδύνατο σε οικονομίες με τόσο διαφορετικό επίπεδο παραγωγικότητας να οδηγηθούν σε σύγκλιση χωρίς αντισταθμιστικές πολιτικές. Για τις οποίες αγωνίστηκε και τις κέρδισε στην εποχή του ο Ανδρέας Παπανδρέου.

  • Λίγο πίσω άλλωστε από το ζήτημα της “εσωτερικής λειτουργίας” του ευρώ έρχεται η αμφισβήτηση της εξωτερικής λειτουργίας. Μοιάζει όλο δυσκολότερο στην Ευρώπη να διατηρήσει την παραγωγή και τον πολιτισμό της, υποκείμενη στον ελεύθερο ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας και τις συνέπειες μιας γιγάντιας φούσκας εικονικού χρήματος.

Επισήμως, το Παρίσι δεν έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει το Μάαστριχτ, στην υιοθέτηση του οποίου η Γαλλία πρωταγωνίστησε. ¨Ολο και περισσότερο δυσφορεί όμως με τις “δυσλειτουργίες” της ευρωζώνης, την ύπαρξη μονομερούς προσήλωσης στην επιδίωξη τιθάσευσης των ελλειμμάτων, έστω και εις βάρος οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Δυσφορεί με τον στενό “κορσέ” του ευρώ, χωρίς να μοιάζει διατεθειμένη να το εγκαταλείψει.
  • Πολλοί αμφιβάλλουν αν πρόκειται καν για “δυσλειτουργίες” και όχι για σκοπούμενη, από σημαντικούς τραπεζικούς κύκλους και την υπερδύναμη, πραγματική λειτουργία του ευρώ. Από τα λαμπρότερα πνεύματα των σύγχρονων οικονομικών, ο Πωλ Κρούγκμαν εξηγούσε προ ημερών στους Νιου Γιορκ Τάιμς, ότι πολλές φορές μια πολιτική κρύβει μια άλλη. Είναι αδύνατο π.χ. να προτείνει μια παράταξη μείωση μισθών. Αντιθέτως, περικοπή φόρων και δαπανών είναι δημοφιλής πολιτική. Περικόπτοντας φόρους και δαπάνες επί σειρά ετών καθιστάς τελικά αναγκαίο, γράφει, αυτό που ήθελες εξαρχής, τη συμπίεση του κόστους εργασίας, που εμφανίζεται ως φυσική και όχι πολιτική επιλογή. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος της Γκόλντμαν Ζακς Ϊτμαρ Ϊσσινγκ οργανώνει την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική, είναι πιθανό ότι δεν σφάλλει επειδή δεν προβλέπει την προβλέψιμη κρίση που θα προκαλέσει το οικοδόμημά του, αλλά ότι αποβλέπει σε αυτή για να πετύχει τις επιδιώξεις του! Η Ντώυτσε Μπανκ είναι αίφνης αντίθετη με την ιδέα μιας επιστροφής στον κεϋνσιανισμό, όπως αυτή που περίπου επαγγελόταν προεκλογικά ο Γιώργος Παπανδρέου. Δεν βγήκε να το πει ανοιχτά, αλλά ένας αξιωματούχος της δηλώνει στο τελευταίο τεύχος της Μοντ Ντιπλοματίκ ότι, αν οι περιφερειακές χώρες της Ευρώπης δοκιμάσουν μια τέτοια πολιτική, οι “αγορές” θα τις κατασπαράξουν.

  • Παρόλο που το οικοδόμημα του Μάαστριχτ είναι γαλλικό όσο και γερμανικό, πουθενά στην ήπειρο δεν δέχθηκε τόση αμφισβήτηση όσο στη Γαλλία. Η συνθήκη ενεκρίθη άλλωστε σε δημοψήφισμα, μόλις με 50.5%. Μια τεράστια, πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση έγινε τότε στη Γαλλία, που … διέφυγε πλήρως της προσοχής σε μια Ελλάδα, οι “ελίτ” της οποίας είναι ενίοτε ευχαριστημένες και μόνο αν τους δέχονται ως περίπου αποικία τους ξένες δυνάμεις.

Η συζήτηση αναπαρήχθη με την ευκαιρία του δημοψηφίσματος για το ευρωσύνταγμα το 2005, αγκαλιάζοντας ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Το πρώτο κύμα αμφισβήτησης εστάσθηκε στην εθνική κυριαρχία. Το επόμενο επικεντρώθηκε στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές συνέπειες από τη “διαρκή απελευθέρωση” των αγορών και την αέναη διεύρυνση της ΕΕ. H απόρριψη του ευρωσυντάγματος ήταν κατ¨ ουσίαν απόρριψη του ίδιου του Μάαστριχτ και των συνθηκών που το ακολούθησαν. ‘Ηταν επίσης σαφής απόρριψη του φιλελευθερισμού και της ειδικής, ευρωπαϊκής εφαρμογής του, της ΕΕ και της ΟΝΕ. Απόρριψη που δεν αφορούσε μόνο λαϊκά στρώματα, αλλά και σημαντικά τμήματα των ιθυνουσών γαλλικών ελίτ.

Είναι βέβαια πολύ ευκολότερο να λες όχι απότι ναι. Το οικοδόμημα της πλήρους απελευθέρωσης των διεθνών αγορών, ανταλλαγών εμπορευμάτων και ροών κεφαλαίου, έχει στηθεί με επίμονη προσπάθεια τεσσάρων δεκαετιών. Δεν είναι τόσο απλή η μεταρρύθμισή του, πολύ περισσότερο η ρήξη του. Μπορεί να μη σου αρέσει το ευρώ, αλλά με κάτι πρέπει να το αντικαταστήσεις, ή τουλάχιστο να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις το κόστος εγκατάλειψής του.

Το 2005, οι “εναλλακτικές” προτάσεις ήταν περιορισμένες, σταδιακά όμως μια σειρά ριζοσπάστες διανοούμενοι επεξεργάστηκαν πιο συστηματικές απόψεις και οι προτάσεις τους έγιναν δημοφιλέστερες και σε τμήματα των ελίτ. Σημαντικός Γάλλος οικονομολόγος, ο Ζακ Σαπίρ παρουσίασε μια πρόταση ημιεπιστροφής στα εθνικά νομίσματα στο βιβλίο του “To τέλος του ευρωφιλελευθερισμού”.
Υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί μια ενιαία νομισματική πολιτική που αντιστοιχεί στα γερμανικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα την αποσάθρωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ζητά επαναθέσπιση μερικώς μετατρέψιμων εθνικών νομισμάτων, ανταλλάξιμων διεθνώς μέσω του ευρώ, με ισοτιμίες περιοδικά αναπροσαρμοζόμενες. Σε προ μηνών συνέντευξη ο Σαπίρ προέβλεψε την ελληνική κρίση, ενώ υποστήριξε ότι το οικονομικό κόστος εγκατάλειψης του ευρώ αρχίζει και γίνεται συγκρίσιμο με το κόστος παραμονής στην ευρωζώνη για σειρά κρατών. Σε πιο πρόσφατο άρθρο του υπογραμμίζει ότι κύρια αιτία της ελληνικής κρίσης είναι η ανομοιογένεια των επιπέδων δομικού πληθωρισμού της ευρωζώνης, με μικρό ποσοστό συμμετοχής τα ελληνικά εσωτερικά προβλήματα (αναφέρεται και στη δολλαριακή δομή πολλών ελληνικών πόρων όπως η ναυτιλία) και καταλήγει ότι η Ελλάδα τίθεται ενώπιον του διλήμματος είτε εγκατάλειψης του ευρώ, είτε φτωχοποίησης του πληθυσμού της.

Βραβείο Νόμπελ Οικονομίας και φιλελεύθερος στις πεποιθήσεις του, ο Γάλλος οικονομολόγος Μωρίς Αλλέ επανακάμπτει τώρα στη “ζήτηση”, μετά από μακρά περίοδο απομόνωσης λόγω επικράτησης των μονεταριστών. Κάνει συντριπτική κριτική της παγκοσμιοποίησης, της πλήρους απελευθέρωσης των ροών κεφαλαίων, ζητώντας ταχεία επάνοδο σε καθεστώς ρυθμίσεων.  
  • Η εγκυρότερη γαλλική επιθεώρηση Μοντ Ντιπλοματίκ τιτλοφορεί το κύριο θέμα στο τελευταίο τεύχος: “Μπορεί να χρεωκοπήσουν τα κράτη;”. Το άρθρο υπογραμμίζει τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα μιας στάσης πληρωμών από μία χώρα και εξετάζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια στάση θα μπορούσε να είναι επωφελής για όποιον την αποφασίζει!

Τις πιο ενδιαφέρουσες ίσως ιδέες διατυπώνει ένα πολύ δυνατό και ριζοσπαστικό μυαλό, ο Εμμανουέλ Τοντ, στον οποίο ο Ζακ Σιράκ χρωστάει την επιτυχή πολιτική στρατηγική του, αφού αυτός λάνσαρε στη δεκαετία του 1990 την ιδέα του κοινωνικού ρήγματος, που χρησιμοποίησε για να κερδίσει δύο προεδρικές εκλογές.  
  • Ο Τοντ υποστηρίζει ότι ο σημερινός τρόπος λειτουργίας ΟΝΕ-ΕΕ οδηγεί σε καταστροφή της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και ολοκληρωτισμό. Ο μόνος τρόπος για να σωθεί όχι μόνο η βιομηχανία, αλλά και η δημοκρατία, υποστηρίζει, είναι ο προστατευτισμός.  
  • Η Γαλλία, γράφει στο τελευταίο του βιβλίο, οφείλει “να αποδεχθεί ότι η Γερμανία είναι η βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης και να σταματήσει να συμπεριφέρεται σαν να μπορούσε η Γαλλία να προστατευθεί μόνη της, να κάνει τους Γερμανούς να καταλάβουν ότι έχουν περισσότερα να κερδίσουν από μια ρελάνς της ευρωπαϊκής ζήτησης…να προειδοποιήσει ότι σε άλλη περίπτωση θα εγκαταλείψει την ευρωζώνη, που πρακτικά σημαίνει ότι θα την καταστρέψει…” Υποστηρίζει ότι η Γερμανία, “υποφέροντας η ίδια από το δυνατό ευρώ, τις μεταφορές επιχειρήσεων, τη διάλυση των μεσαίων τάξεών της, θα διαλέξει αναπόφευκτα και πραγματιστικά, δηλαδή επωφελώς για την ίδια, τον ευρωπαϊκό προστατευτισμό”. Στην Ελλάδα όμως, που συγκλονίζεται τώρα από την ευρωπαϊκή κρίση, οι προβληματισμοί αυτοί εξακολουθούν να παραμένουν τέρα ινκόγκνιτα. Σε καλό να μας βγει.

Κόσμος του Επενδυτή, 20.3.2010
konstantakopoulos.blogspot.com 
Βlogger: Σας υπενυθμίζω μια παλαιότερη εγγραφή:
Η αποδόμηση των εθνών 


Αιρετικές απόψεις ή μη, καλό είναι που λέγονται και καλό είναι επίσης να ακούγονται. Έτσι για να θυμόμαστε τι εστί δημοκρατία.

πηγή---->
==========
Μεταγεννέστερη εγγραφή:
Aναλυση
Γιατί η Γερμανία πρέπει να τονώσει
την εσωτερική ζήτηση
Tου Philip Whyte*
Στα μέσα Μαρτίου η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, απηύθυνε έκκληση στη Γερμανία να κινητοποιηθεί περισσότερο με στόχο να τονώσει την εγχώρια ζήτηση, θέση την οποία εξέφρασε και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Η γερμανική αντίδραση έδειξε την έντονη αντίθεση της χώρας. Πώς είναι δυνατόν η διαφθορά και οι αλόγιστες δαπάνες της Ελλάδας να μετατρέπονται σε καταδίκη της Γερμανίας εξαιτίας της πειθαρχίας και της σύνεσής της; Πέραν τούτου με ποιο δικαίωμα οι Γάλλοι πολιτικοί αλλά και οι Αγγλοσάξονες σχολιαστές εγκαλούν τη Γερμανία; Καλύτερα θα κάνουν να ασχοληθούν με τις χώρες τους και να τις συμβουλεύσουν για τα οικονομικά τους προβλήματα.
Σε ένα τουλάχιστον σημείο όλοι συμφωνούν, και αυτό δεν είναι άλλο από το πλεόνασμα του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας που είναι τεράστιο και ανέρχεται στα 169 δισ. δολάρια, δηλαδή στο 5,2% του ΑΕΠ. Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο του κόσμου σε απόλυτους αριθμούς μετά το αντίστοιχο πλεόνασμα της Κίνας. Μετρώντας το μάλιστα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, υπερβαίνει εκείνο της Κίνας. Υπάρχουν και άλλες χώρες όπως η Σουηδία, η Ελβετία και η Μαλαισία ή η Σαουδική Αραβία, οι οποίες εμφανίζουν εμπορικά πλεονάσματα ακόμα υψηλότερα συσχετιζόμενα με το μέγεθος των οικονομιών τους, ωστόσο, το απόλυτο μέγεθος εκείνων της Γερμανίας και της Κίνας συγκεντρώνει τα πυρά της κριτικής.
Το ζήτημα αφορά το τι σημαίνει στην ουσία ένα υψηλό πλεόνασμα.
Για τη Γερμανία απλώς αποδεικνύει την ρώμη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της και η Bundesbank την παρομοιάζει ως μία ποδοσφαιρική ομάδα στην κορυφή της κατάταξης. Εξακολουθώντας στο ίδιο μήκος κύματος, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δήλωσε ότι ποτέ του δεν θα διενοείτο να ζητήσει από την αντίπαλη ομάδα να εξασθενήσει τη θέση της για να διευκολύνει την ομάδα, που θα υποστήριζε εκείνος. Θα πρέπει να σταθούμε στην άποψη, την επιβλαβέστερη όλων, η οποία θέλει τις χώρες να μοιάζουν με εταιρείες και τα εμπορικά τους ισοζύγια να λογίζονται ως κέρδη ή ζημίες. Εάν, λοιπόν, η γερμανική οικονομία υιοθετήσει αυτήν την οπτική, τότε θα παραλληλιστεί με τη Volkwagen. To εμπορικό της πλεόνασμα θα δείχνει, τότε, ότι η χώρα έχει κερδίσει τη «μάχη για το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά».
Ωστόσο, απαιτείται μόνο λίγο παραπάνω σκέψη, για να αντιληφθούμε ότι αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων είναι παράδοξος. Μία από τις παραγωγικότερες οικονομίες του κόσμου, η αμερικανική, έχει μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, όταν άλλες δυσλειτουργικές όπως η ρωσική ή αυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό εμφανίζουν πλεόνασμα. Πέραν του ότι ένα πλεόνασμα δείχνει την έξωθεν δύναμη, μπορεί να αποτελεί και σύμπτωμα εσωτερικής αδυναμίας. Οι χώρες με ογκώδη πλεονάσματα, όπως η Γερμανία, έχουν την τελευταία δεκαετία περιορισμένη εγχώρια ζήτηση. Την περίοδο 1999-2007 το 70% της αύξησης του ΑΕΠ της αποδίδεται στις καθαρές εξαγωγές. Ωστόσο, αυτοί οι ξένοι, που κράτησαν τη γερμανική οικονομία ζωηρά στον αφρό, σήμερα έχουν υπερχρεωθεί και χρειάζεται να απαλλαγούν απ’ αυτά τα βάρη.
Το ερώτημα έγκειται στο εάν η Γερμανία έχει συνειδητοποιήσει αυτήν την εξέλιξη ή την αρνείται. Επί του παρόντος φαίνεται ότι αρνείται να τη διαγνώσει. Είναι σωστή η στάση της ως προς το ότι καλεί τις ελλειμματικές χώρες να γίνουν «πιο γερμανικές». Δεν αντιλαμβάνεται, όμως, ότι αυτό το καθήκον είναι απραγματοποίητο, εάν η ίδια η Γερμανία δεν γίνει «λιγότερο γερμανική».
Δεν σημαίνει αυτό ότι η Γερμανία θα πρέπει να υποβαθμίσει την ποιότητα των προϊόντων της, αλλά ότι η δημοσιονομική πειθαρχία στις πρώην σπάταλες χώρες θα πρέπει, μιλώντας με τη γλώσσα της αριθμητικής, να συνοδευτεί από μία ελάττωση στο πλεόνασμα των εμπορικών συναλλαγών της με τις άλλες χώρες. Το παράδοξο στη δημόσια συζήτηση εντός Γερμανίας είναι ότι πολύ λίγοι πολιτικοί παράγοντες ή σχολιαστές είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν αυτό το στοιχείο.
* Αναλυτής του CER (Centre for European Reform)
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_07/04/2010_396522
 

Σχόλια