Ο πρώτος...
... που μίλησε για την «τέταρτη εξουσία» ήταν ο Τόμας Καρλάιλ. Στο βιβλίο του «Για τους ήρωες και τη λατρεία τους» έγραφε: «Ο Μπερκ (Βρετανός πολιτικός) είπε πως υπάρχουν τρεις εξουσίες στη Βουλή. Αλλά εκεί στη γαλαρία των δημοσιογράφων κάθεται μια τέταρτη εξουσία πολύ πιο σημαντική απ΄ όλες τις άλλες». Κι αργότερα, στην «Ψυχή των ανθρώπων», ο Όσκαρ Ουάιλντ εξέφραζε τη δυσφορία του που «δυναστευόμαστε από τη δημοσιογραφία». Όταν τα έγραφαν αυτά, οι δυο σοφοί μάλλον δεν είχαν υπόψη τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης, αλλά μόνο τους δημοσιογράφους.
Ο αφελής...
... συντάκτης αυτής της στήλης, σε μια εξ ίσου αφελή ηλικία, ρωτούσε έναν καθόλου αφελή πανεπιστημιακό: «Αφού όλες οι εφημερίδες γράφουν πάνω κάτω τα ίδια, γιατί να μην υπάρχει μόνο μία εφημερίδα;». Για να πάρει την απάντηση: «Αυτό θα ισοδυναμούσε με ολοκληρωτισμό». Αν μια δυο μεγάλες εφημερίδες, ένας δυο μεγάλοι σταθμοί, ένα δυο μεγάλα συγκροτήματα ελέγχουν την αγορά, τότε ποιος θα εκφράσει τις διαφορετικές απόψεις; Ποιος θα δημοσιεύσει ειδήσεις που θα είναι δυσμενείς για τις διαφημιζόμενες εταιρείες από τις οποίες αντλούν τα έσοδά τους; Ποιος θα εκφράσει το δημόσιο συμφέρον, όταν αυτό συγκρούεται με το ιδιωτικό; Μιλάμε σήμερα για τον επικείμενο θάνατο των εφημερίδων.
- Όμως, αυτός είναι ένας θάνατος που είχε ήδη προαναγγελθεί πριν από 25 χρόνια. Και είναι παραπλανητικό να τον αποδίδουμε στις νέες τεχνολογίες. Οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» προσαρμόστηκαν στο Ίντερνετ, αλλά δεν ξεπέρασαν την κρίση τους. Επειδή ήταν μια αλλαγή μορφής και όχι περιεχομένου. Η απειλή του θανάτου εμφανίστηκε όταν ο Ρίγκαν στην Αμερική και η Θάτσερ στη Βρετανία έδωσαν το πράσινο φως για τον αχαλίνωτο νεοφιλελεύθερο ανταγωνισμό που συγκέντρωσε τα μέσα ενημέρωσης σε λιγοστά χέρια. Ήταν μια συνταγή για έναν νέο ολοκληρωτισμό.
- Εφημερίδες κλείνουν, συγκροτήματα πέφτουν, αλλά τα δάκρυα είναι πάντα μόνο για τους εργαζομένους (το 20% των εργαζομένων στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης έχουν χάσει τη δουλειά τους τα τελευταία εννέα χρόνια). Γιατί όταν κάποιος πουλάει, υπάρχει πάντα κάποιος άλλος που αγοράζει. Στις ΗΠΑ εξακολουθεί να ισχύει το νομικό καθεστώς που καθιέρωσε ο τέως πρόεδρος Μπους, ο οποίος αύξησε το ποσοστό των μέσων ενημέρωσης που επιτρέπεται να κατέχει μία και μόνο εταιρεία στο 45% (έναντι 25% το 1985). Με επιθετικές εξαγορές, ο γερμανικός όμιλος Αxel Springer έχει αποκτήσει σήμερα περισσότερες από 150 εφημερίδες και περιοδικά σε τουλάχιστον 30 ευρωπαϊκές χώρες. Με την εταιρεία Μediaset, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ελέγχει το 90% των ιταλικών μέσων ενημέρωσης. Και στη Γαλλία, οι έμποροι όπλων της Lagardere είναι οι μεγαλύτεροι εκδότες περιοδικών στον κόσμο.
... γυρίζει τις πλάτες του το κοινό. Όχι στους εφημερηδάδες και τους δημοσιογράφους, αλλά στους κερδοσκόπους και τους εμπόρους όπλων. Γιατί τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλιά τους έχουν επιβάλει μια δόλια λογοκρισία, από την οποία ο πολίτης προσπαθεί να διαφυλάξει την κριτική του σκέψη.
================
Tου Kωνσταντινου Zουλα / zoulas@kathimerini.gr
Tον Ιανουάριο του 1981 και ενώ το ΠΑΣΟΚ ετοιμαζόταν για την εξουσία, ο Ανδρέας Παπανδρέου ζήτησε να συναντηθεί με τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη. Η συνάντηση ορίστηκε στις 10.30 το πρωί μιας Δευτέρας και όλοι την ανέμεναν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα δεν υπήρχαν και έτσι βασική πηγή ενημέρωσης ήταν οι εφημερίδες. Οι οποίες έσπευσαν να κυκλοφορήσουν το πρωί της Δευτέρας προκαταλαμβάνοντας όχι μόνον όσα ο Ανδρέας θα καταλόγιζε στον Ράλλη, αλλά και τον δήθεν απολογητικό τόνο του πρωθυπουργού. «Φύγετε, η χώρα δεν αντέχει άλλο», «Καταστρέψατε την Ελλάδα» ήταν μερικοί από τους αντιπολιτευόμενους τίτλους που κρεμάστηκαν στα περίπτερα.
- Η συνάντηση αυτή έμεινε στην ιστορία διότι... αναβλήθηκε! Ο Ράλλης είχε φτάσει από νωρίς στο γραφείο του και διάβασε τις εφημερίδες. Οπως έχει γράψει στο βιβλίο του «Ωρες Ευθύνης», όταν είδε τους τίτλους τηλεφώνησε αμέσως στον Παπανδρέου. Αυτή η άγνωστη συνομιλία που ο ίδιος ο Ράλλης εκμυστηρεύθηκε χρόνια αργότερα σε φίλο του δημοσιογράφο, είναι ενδεικτική του πολιτικού ανδρός. «Κύριε πρόεδρε» είπε στον Παπανδρέου, «καθώς θα διαβάσατε τις εφημερίδες, αντιλαμβάνεσθε προφανώς ότι αμφότεροι έχουμε δύο επιλογές: είτε να συναντηθούμε και να αυτοεξευτελισθούμε είτε να αναβάλουμε τη συνάντησή μας και να τους εξευτελίσουμε. Προσωπικά έχω επιλέξει το δεύτερο και σας προτείνω να συμφωνήσετε»... Περιθώρια αντίδρασης στον Παπανδρέου δεν υπήρχαν και έτσι όσοι εξετέθησαν αναγκάστηκαν την επομένη να ζητήσουν συγγνώμη για τα ψεύτικα ρεπορτάζ.
Η συγκεκριμένη επιλογή του Γεωργίου Ράλλη είναι άκρως διδακτική σήμερα. Θα προσέξατε, ίσως, ότι τόσο η κυβέρνηση, όσο και το ΠΑΣΟΚ όχι μόνον δεν καταδίκασαν, αλλά απέφυγαν οποιαδήποτε αναφορά στην αντίστοιχη γκάφα τριών εφημερίδων να δημοσιεύσουν την Κυριακή ρεπορτάζ για τη συνάντηση Καραμανλή - Ερντογάν που είχε προγραμματισθεί το Σάββατο, αλλά ματαιώθηκε. Η μεν κυβέρνηση εσιώπησε διότι εκείνη πιθανότατα έκανε τις αφελείς διαρροές περί παγωμένου κλίματος, το δε ΠΑΣΟΚ διότι προφανώς δεν θέλει να στενοχωρήσει κάποια εκδοτικά συγκροτήματα τα οποία διεκδικεί ως συμμάχους του στον αγώνα επανακατάληψης της εξουσίας.
Γι’ αυτό και η προ 28ετίας αντίδραση του Ράλλη μοιάζει σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο τότε πρωθυπουργός γνώριζε καλά ότι οι πηχυαίοι τίτλοι που τον ήθελαν δήθεν απολογούμενο στον οργίλο Παπανδρέου δεν προέκυψαν μόνοι τους, αλλά κατόπιν διαρροών από τον αντίπαλό του. Και ευφυέστατα ακύρωσε τη συνάντηση, προκειμένου να καταδείξει στον Παπανδρέου με ποιο τρόπο εκείνος αντιλαμβάνεται τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης, δίνοντας παράλληλα ένα δημόσιο μάθημα ήθους και αξιοπρέπειας. Των δύο χαρακτηριστικών, δηλαδή, που φαίνεται να έχουν χαθεί όχι μόνον από τους πολιτικούς μας, αλλά και από μας τους δημοσιογράφους…
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_25/06/2009_319766
Σχόλια