Ένα από τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ενιαία αγορά.
Και το θεμέλιο αυτό τρίζει στις μέρες μας λόγω της έλλειψης συντονισμού που χαρακτηρίζει τις απαντήσεις των κυβερνήσεων στην κρίση.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν οι τράπεζες στην Ευρώπη αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα, οι περισσότερες κυβερνήσεις υιοθέτησαν μέτρα για τη διάσωσή τους, περιφρονώντας την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τον ανταγωνισμό. Ο Τσαρλς Γκούντχαρτ, καθηγητής Οικονομικών στο London School of Εconomics, είχε γράψει τότε ότι «στη ζωή οι τράπεζες είναι διεθνείς και στον θάνατο εθνικές». Κάτι παρόμοιο φαίνεται τώρα να γίνεται και με πολλές βιομηχανίες. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η Τζένεραλ Μότορς, την οποία αναγκάζονται να «αγοράσουν» οι Αμερικανοί φορολογούμενοι έναντι ενός ποσού που υπερβαίνει τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Για τα αυτοκίνητα της εταιρείας αυτής, ο Ραλφ Νέιντερ είχε πει τη δεκαετία του ΄60 ότι δεν είναι ασφαλή, οι παραγωγοί πετρελαίου της Μέσης Ανατολής είχαν πει τη δεκαετία του ΄70 ότι δεν είναι οικονομικά και οι Ιάπωνες αυτοκινητοβιομήχανοι είχαν πει τη δεκαετία του ΄80 ότι είναι αναξιόπιστα και ακριβά. Οι περισσότεροι νέοι Αμερικανοί ούτε έχουν αγοράσει ούτε πρόκειται να αγοράσουν ποτέ ένα αυτοκίνητο της GΜ. Τι κερδίζουν λοιπόν αγοράζοντας την εταιρεία;
Ο στόχος αυτής της εξαγοράς- γράφει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Αμερικανός πρώην υπουργός Εργασίας Ρόμπερτ Ράιχ- δεν είναι η διάσωση θέσεων εργασίας, αφού το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει ως όρο για τη σωτηρία της εταιρείας τη μείωση του προσωπικού της. Δεν είναι η δημιουργία μιας νέας, υγιούς επιχείρησης, αφού αυτό είναι δουλειά του ιδιωτικού τομέα. Δεν είναι ούτε η κατασκευή μιας νέας γενιάς οικονομικών αυτοκινήτων. Η μόνη πρακτική εξήγηση της κρατικής παρέμβασης είναι να υπάρξει χρόνος για πιο σταδιακή προσαρμογή των εργαζομένων, των προμηθευτών και των εμπόρων στην προοπτική εξαφάνισης της εταιρείας. Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, υπάρχουν ασφαλώς καλύτεροι τρόποι να διατεθούν 60 δισεκατομμύρια δολάρια.
Και αν όλα αυτά αφορούν τους Αμερικανούς φορολογουμένους, ο τρόπος που χειρίζονται το θέμα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχει άμεσες επιπτώσεις στην ενιαία αγορά της ηπείρου. Όταν παρουσιάστηκαν τα πρώτα προβλήματα για την GΜ, η Άνγκελα Μέρκελ έσπευσε να εκμεταλλευτεί την αδράνεια των Βρυξελλών και να διαπραγματευτεί τη σωτηρία των τεσσάρων εργοστασίων της Όπελ (ευρωπαϊκής θυγατρικής της GΜ) στη χώρα της. Οι Γερμανοί πολίτες είναι ασφαλώς πολύ ευχαριστημένοι με αυτή την εξέλιξη. Ζητώντας όμως εγγυήσεις για τα γερμανικά εργοστάσια και τις γερμανικές θέσεις εργασίας, η κυβέρνηση του Βερολίνου προκαλεί το κλείσιμο εργοστασίων της Όπελ σε άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο. Είναι λογικό λοιπόν ο πρωθυπουργός του τελευταίου, ο Χέρμαν βαν Ρομπουί, να κατηγορεί τη Γερμανία ότι καταστρέφει την ενιαία αγορά και υπονομεύει την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Άλλο, βέβαια, η φράου Μέρκελ και άλλο κάποιος βαν Ρομπουί...
Και το θεμέλιο αυτό τρίζει στις μέρες μας λόγω της έλλειψης συντονισμού που χαρακτηρίζει τις απαντήσεις των κυβερνήσεων στην κρίση.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν οι τράπεζες στην Ευρώπη αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα, οι περισσότερες κυβερνήσεις υιοθέτησαν μέτρα για τη διάσωσή τους, περιφρονώντας την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τον ανταγωνισμό. Ο Τσαρλς Γκούντχαρτ, καθηγητής Οικονομικών στο London School of Εconomics, είχε γράψει τότε ότι «στη ζωή οι τράπεζες είναι διεθνείς και στον θάνατο εθνικές». Κάτι παρόμοιο φαίνεται τώρα να γίνεται και με πολλές βιομηχανίες. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η Τζένεραλ Μότορς, την οποία αναγκάζονται να «αγοράσουν» οι Αμερικανοί φορολογούμενοι έναντι ενός ποσού που υπερβαίνει τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Για τα αυτοκίνητα της εταιρείας αυτής, ο Ραλφ Νέιντερ είχε πει τη δεκαετία του ΄60 ότι δεν είναι ασφαλή, οι παραγωγοί πετρελαίου της Μέσης Ανατολής είχαν πει τη δεκαετία του ΄70 ότι δεν είναι οικονομικά και οι Ιάπωνες αυτοκινητοβιομήχανοι είχαν πει τη δεκαετία του ΄80 ότι είναι αναξιόπιστα και ακριβά. Οι περισσότεροι νέοι Αμερικανοί ούτε έχουν αγοράσει ούτε πρόκειται να αγοράσουν ποτέ ένα αυτοκίνητο της GΜ. Τι κερδίζουν λοιπόν αγοράζοντας την εταιρεία;
Ο στόχος αυτής της εξαγοράς- γράφει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Αμερικανός πρώην υπουργός Εργασίας Ρόμπερτ Ράιχ- δεν είναι η διάσωση θέσεων εργασίας, αφού το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει ως όρο για τη σωτηρία της εταιρείας τη μείωση του προσωπικού της. Δεν είναι η δημιουργία μιας νέας, υγιούς επιχείρησης, αφού αυτό είναι δουλειά του ιδιωτικού τομέα. Δεν είναι ούτε η κατασκευή μιας νέας γενιάς οικονομικών αυτοκινήτων. Η μόνη πρακτική εξήγηση της κρατικής παρέμβασης είναι να υπάρξει χρόνος για πιο σταδιακή προσαρμογή των εργαζομένων, των προμηθευτών και των εμπόρων στην προοπτική εξαφάνισης της εταιρείας. Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, υπάρχουν ασφαλώς καλύτεροι τρόποι να διατεθούν 60 δισεκατομμύρια δολάρια.
Και αν όλα αυτά αφορούν τους Αμερικανούς φορολογουμένους, ο τρόπος που χειρίζονται το θέμα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχει άμεσες επιπτώσεις στην ενιαία αγορά της ηπείρου. Όταν παρουσιάστηκαν τα πρώτα προβλήματα για την GΜ, η Άνγκελα Μέρκελ έσπευσε να εκμεταλλευτεί την αδράνεια των Βρυξελλών και να διαπραγματευτεί τη σωτηρία των τεσσάρων εργοστασίων της Όπελ (ευρωπαϊκής θυγατρικής της GΜ) στη χώρα της. Οι Γερμανοί πολίτες είναι ασφαλώς πολύ ευχαριστημένοι με αυτή την εξέλιξη. Ζητώντας όμως εγγυήσεις για τα γερμανικά εργοστάσια και τις γερμανικές θέσεις εργασίας, η κυβέρνηση του Βερολίνου προκαλεί το κλείσιμο εργοστασίων της Όπελ σε άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο. Είναι λογικό λοιπόν ο πρωθυπουργός του τελευταίου, ο Χέρμαν βαν Ρομπουί, να κατηγορεί τη Γερμανία ότι καταστρέφει την ενιαία αγορά και υπονομεύει την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Άλλο, βέβαια, η φράου Μέρκελ και άλλο κάποιος βαν Ρομπουί...
Σχόλια