Κυνηγώντας τα τέρατα της οικονομίας των ΗΠΑ

Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
Φαντασθείτε την οικονομική κρίση σαν ταινία τρόμου με τον τίτλο «Τοξικά απόβλητα». Η πλοκή της ταινίας θυμίζει κατά βάσιν την τετραλογία «Αλιεν». Τέρατα που σπέρνουν τον θάνατο περιμένουν κρυμμένα στις ρωγμές του οικονομικού συστήματος. Στην αρχή νομίζει κανείς ότι τα τέρατα αυτά βρίσκονται μόνο στα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου. Ως αποδεικνύεται στη συνέχεια, βρίσκονται παντού. Πρώτα καταβρόχθισαν τους αδελφούς Λίμαν (τράπεζα Lehman Bros), τώρα τρώνε τη Citigroup, κατασπαράσσοντας ταυτόχρονα και την Bank of America... Ελεος!
  • «Ποιον θα καλέσεις σε βοήθεια, σε ποιον θα τηλεφωνήσεις» ήταν το σήμα κατατεθέν στην ταινία «Κυνηγοί Φαντασμάτων» - Ghostbusters. Αυτό είναι το πλέον πιεστικό ερώτημα τώρα που ο Μπαράκ Ομπάμα βρίσκεται στ’ αλήθεια αντιμέτωπος με την οικονομική κρίση, η οποία μπορεί να καταβροχθίσει την προεδρία του.
Εθεσα το πρόβλημα στην κρίση του Γιουτζίν Λούντβιγκ, πρώην επικεφαλής της αρχής εποπτείας των ομοσπονδιακών τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που τα τελευταία δυο χρόνια δεν έπαψε να προειδοποιεί για τη σοβαρότητα της επερχόμενης κρίσης. Απάντησε στο ερώτημά μου με προτροπή αντάξια του ήρωα της ταινίας τρόμου: «Πυρ ομαδόν... με βαρύ πυροβολικό». Ας γίνουν και υπερβολές, το επιβάλλουν οι περιστάσεις: Για να λειτουργήσουν τα αντισώματα του συστήματος, πρέπει να τονωθεί η οικονομία. Δεν αρκεί η δαπάνη των 850 δισ. Εάν παραστεί ανάγκη ίσως χρειαστούν δυο τρισεκατομμύρια δολάρια. Και όταν οι ισχύοντες κανόνες της οικονομίας χειροτερεύουν τα πράγματα, αλλάξτε τους ανενδοίαστα.
  • Πρωτίστως, όμως, ασφαλίστε τα τοξικά απόβλητα, κλειδώνοντάς τα σε μια μεγάλη κλειστή δεξαμενή.
  • Διώξτε τους «μολυσμένους», τους «κακούς», από το τραπεζικό σύστημα, κλείστε τους μέσα σε ένα κυβερνητικό όργανο, όπου σταδιακά θα αποτοξινωθούν. Δεν πρόκειται για καινούργια ιδέα, ούτε για καινοτομία. Στη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης των δεκαετιών του ’80 και του ’90, το «τμήμα αποτοξίνωσης» ονομάστηκε Resolution Trust Corp. Σήμερα, για λόγους συντομίας, ο κόσμος το ονομάζει «Κακή Τράπεζα». Ας το ονομάσουν όπως θέλουν, αρκεί να το ιδρύσουν. Ηλθε η ώρα.
  • Πώς όμως οι επικεφαλής της Κακής Τράπεζας θα εμποδίσουν τα τέρατα να κρυφτούν; Φυσικά με όπλο τα χρήματα, αγοράζοντας δηλαδή τοξικά χαρτιά αξίας ενός έως δυο τρισ. δολαρίων. Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να καταβάλει υψηλότερο τίμημα της πραγματικής αξίας αυτών των τίτλων; Βεβαίως και ναι, ιδιαίτερα στην αρχή, καθώς θα πρέπει να βρει τον σωστό τρόπο αποτίμησης του τιτλοποιημένου χρέους, δηλαδή των ομολόγων δανείων, απούσης μιας ενεργούς αγοράς διαπραγμάτευσης.
Το εγχείρημα της αποτοξίνωσης μοιάζει πολύ λογικότερο από την εθνικοποίηση των τραπεζών. Οι ενέργειες του υπουργείου Οικονομικών στη διάρκεια του περασμένου χρόνου είναι η καλύτερη απόδειξη ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι διαπράττουν μοιραία σφάλματα με την ίδια ευκολία που σφάλλουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι στον ιδιωτικό τομέα.
  • Το υπουργείο πίεσε την Bank of America να αγοράσει κατεσπευσμένα τη Merrill Lynch μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο του περασμένου Σεπτεμβρίου, χωρίς καθόλου να μεριμνήσει για την ανακάλυψη τεράτων στα κατάστιχα της τράπεζας. Πιο πριν ακόμη, κάποιοι στο υπουργείο πίστευαν ότι η Citigroup μπορούσε να σώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς η Lehman κατέρρεε. Μεγάλη κουταμάρα.
Μια ματιά στην τελευταία αποτελέσματα της Citigroup αρκεί για να κατανοήσουμε ότι η μεγάλη ζημία είναι συγκεντρωμένη σε μεμονωμένους τομείς, μολονότι ο φόβος έχει εξαπλωθεί στο σύνολο του ομίλου. Ο οικονομικός αυτός κολοσσός κατέγραψε καθαρές ζημίες 18,7 δισ. δολαρίων το 2008. Στη Νότια Αμερική οι απώλειες ανήλθαν σε 24,6 δισ. δολάρια, αλλά αντισταθμίστηκαν από κέρδη σε άλλες δραστηριότητες. Και οι τρομακτικές απώλειες των 19,9 δισ. προήλθαν από συναλλαγές με θεσμικούς επενδυτές. Από την άλλη η Citigroup έχασε μόνο 3,6 δισ. δολάρια από την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε ιδιώτες.
Ο υπουργός Οικονομικών Χένρι Πόλσον προσπάθησε να σταματήσει την επέλαση των τεράτων, τονώνοντας τις τράπεζες με νέο κεφάλαιο μέσω του πακέτου στήριξης TARP των 700 δισ. με την ελπίδα ότι οι τράπεζες θα άρχιζαν να χορηγούν δάνεια. Οσο όμως τα μεγέθη της οικονομίας συρρικνώνονταν και αυξάνονταν τα επισφαλή δάνεια, διογκώνονταν και οι ζημίες των τραπεζών, με την κεφαλαιακή βάση τους να δέχεται μεγαλύτερο πλήγμα σε σχέση με τα κεφάλαια κρατικής ενίσχυσης. Οπως λέει ειδήμων των αγορών ο Τζο Ρόμπερτ, ήταν σαν να προσπαθείς να γεμίσεις με νερό ένα κουβά με τρύπιο πάτο.
Κατόπιν όλων αυτών, το σύνθημα των σημερινών Κυνηγών Οικονομικών Φαντασμάτων πρέπει να είναι «Πάψτε να επιδεινώνετε την κατάσταση, παραιτηθείτε από κάθε προσπάθεια να προτρέξετε του οικονομικού κύκλου και επικεντρωθείτε σε πολιτικές που θα αντιστρέψουν τις επιπτώσεις».
Οι πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα είναι ουσιαστικά κανόνες, που «καταπιέζουν» τις τράπεζες αναγκάζοντάς τες να συγκεντρώνουν κεφάλαια, ενώ θα έπρεπε να κάνουν το αντίθετο. (Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι τράπεζες δεν χορηγούν τα δάνεια με βάση τις προδιαγραφές του πακέτου TARP). Ο Λούντβιγκ προτείνει στον κλάδο να κάνει «διακοπές κεφαλαίου», δηλαδή να ελαφρύνουν προσωρινά τις προϋποθέσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Ισως έτσι αποκατασταθεί η ροή πίστωσης στο σύστημα.
Ενα άλλο σφάλμα σχετίζεται με το λογιστικό κανόνα ΟΤΤΙ, βάσει του οποίου οι τράπεζες κάνουν αποτίμηση τίτλων στις τρέχουσες αξίες της αγοράς, όταν είναι διατεθειμένες να τους κρατήσουν στα χαρτοφυλάκιά τους μέχρι την ημερομηνία ωρίμανσής τους. Ο ΟΤΤΙ είναι ο καλύτερος σύμμαχος των τεράτων.
«Από την ώρα που θα αρχίσει ο πανικός, το τρενάκι του θανάτου εκτροχιάζεται», προειδοποιεί ο Λούντβιγκ. Επομένως είναι ώρα να λήξει πλέον αυτή η ταινία φρίκης. Ο Ομπάμα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει αμέσως όλα τα όπλα που διαθέτει στο οικονομικό του οπλοστάσιο.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_25/01/2009_300777
=================

Και πάλι για τους κακόφημους «οίκους»
Προ εβδομάδων είχαμε επισημάνει από αυτήν τη στήλη τη σκανδαλώδη εξάρτηση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κρατών από τρεις αμερικανικούς «οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας» (Standard and Poor’s, Moody’s και Fitch). Η ανυποληψία αυτών των παραμάγαζων της Γουόλ Στριτ, που βαθμολογούσαν με «άριστα» το… 91% των αμερικανικών στεγαστικών δανείων που κατέρρευσαν το 2007 (όπως και της Enron και της Lehman Brothers και των άλλων μεγαθηρίων που διαλύθηκαν) μας οδήγησε να θέσουμε το ερώτημα αν είναι ζήτημα διαπλεκόμενων συμφερόντων ή πολιτικής ανικανότητας, η απροθυμία της Ε.Ε. να τερματίσει αυτήν τη δουλική εξάρτηση, δημιουργώντας τη δική της υπηρεσία αξιολόγησης, με τη βοήθεια π.χ. του Eurostat.
Φαίνεται ότι, έστω και με οδυνηρή για την Ελλάδα καθυστέρηση, η Ε.Ε. αρχίζει να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα του προβλήματος. Την Παρασκευή, 30 Απριλίου, ο αρμόδιος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ, με συνέντευξή του στην εφημερίδα Les Echos, δήλωσε: «Το τοπίο αυτών των οίκων, με δεδομένη τη σημασία τους, δίνει την εικόνα του υπέρμετρου συγκεντρωτισμού. Προβληματίζομαι γύρω από την ιδέα να δημιουργήσουμε μια νέα υπηρεσία (αξιολόγησης), η οποία θα είναι ευρωπαϊκή». Τις επόμενες ημέρες, τόσο η γερμανική όσο και η γαλλική κυβέρνηση εμφανίστηκαν ανοιχτές σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η αναξιοπιστία των εν λόγω οίκων απασχολεί έντονα και τους Αμερικανούς εν όψει της επωαζόμενης μεταρρύθμισης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Την περασμένη Κυριακή, οι New York Times πρότειναν, στο κύριο άρθρο τους, οι οίκοι αξιολόγησης «να χρηματοδοτούνται ως δημόσιες υπηρεσίες, μέσω ενός ορισμένου φόρου (στις χρηματιστικές συναλλαγές) και να μισθοδοτούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση». Προχωρώντας ακόμη μακρύτερα, η σύνταξη της εφημερίδας υποστήριξε ότι «αν δεν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος βελτίωσης της λειτουργίας αυτών των οίκων, ένα δραστικότερο μέτρο θα ήταν να τις εξαλείψουμε πλήρως»!
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_09/05/2010_400362

Σχόλια