Σε 450 σελίδες «διογκώθηκε» το «σχέδιο διάσωσης» της κυβέρνησης του G.W. Bush, προκειμένου να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις και να υπερψηφιστεί τελικά την Παρασκευή. Οι προσεγγίσεις πέντε καθηγητών του πανεπιστημίου Harvard έρχονται να προστεθούν στο δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί στις ΗΠΑ, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται η αποτελεσματικότητα και οι συνέπειες του σχεδίου, τόσο για το παγκόσμιο σύστημα και τις διεθνείς αγορές, όσο και για τους Αμερικανούς πολίτες. Το πλήρες κείμενο του σχεδίου.
Ο καθηγητής Lucian Arye Bebchuk του Harvard Law School, σε άρθρο του με τίτλο «A Plan for Addressing the Financial Crisis» και ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2008, εστιάζει την κριτική του στον τρόπο με τον οποίο το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ σχεδιάζει να προβεί στην αγορά των «τοξικών ομολόγων» και να ενισχύσει τη ρευστότητα στον αμερικανικό χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Όπως επισημαίνει, η διάθεση των 700 δισ. δολαρίων πρέπει να γίνει με τρόπο που να μεγιστοποιεί τις μελλοντικές αποδόσεις και να μην αποκλίνει από τους δύο βασικούς στόχους του σχεδίου: την προστασία των συμφερόντων των φορολογουμένων και την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας.
Κατά την εφαρμογή του σχεδίου, σημειώνει ο καθηγητής Bebchuk, πρέπει να τηρηθούν τρεις βασικές αρχές:
- Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεν πρέπει να προβεί σε αγορές προβληματικών παγίων σε τιμές υψηλότερες της τρέχουσας αξίας τους. Σε αντίθετη περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος μετατροπής του «σχεδίου διάσωσης» σε διάθεση «δώρων» προς ιδιώτες και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώ πολύ δύσκολα θα επιτευχθούν ικανοποιητικές αποδόσεις για τους φορολογούμενους.
- Επειδή η αγορά των προβληματικών παγίων στην τρέχουσα αξία τους μπορεί να αφήσει πολλές εταιρείες με συνεχιζόμενα προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας, ο καλύτερος τρόπος για την περαιτέρω ενίσχυσή τους είναι, χωρίς να δίνονται «δώρα» στους μετόχους και τους κατόχους εταιρικών ομολόγων, η αγορά από το υπουργείο Οικονομικών όχι μόνο προϋπάρχοντων τίτλων αλλά και νέων. Μπορεί να παροτρύνει ή να θέσει ως προϋπόθεση στις εταιρείες την έκδοση νέων τίτλων, κίνηση που όχι μόνο θα προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια «ελαφραίνοντας» τους φορολογούμενους, αλλά και θα ενισχύσει τις πιθανότητες τα κεφάλαια να διοχετευθούν «εκεί που πρέπει».
- Τέλος, η αγορά των προβληματικών παγίων πρέπει να γίνει μέσω διαδικασιών που θα διασφαλίζουν επαρκή ανταγωνισμό και τιμές όσο το δυνατόν πλησιέστερες στην τρέχουσα αξία τους.
Ο καθηγητής Howell E. Jackson, επίσης του Harvard Law School, σε άρθρο του με τίτλο «Build a better bailout» στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 διακρίνει στην «καρδιά» της κρίσης «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».
Όπως αναφέρει, στην μία «όψη» βρίσκονται τα προβληματικά στεγαστικά δάνεια, ενώ στην άλλη οι «τοξικοί» τίτλοι που χρηματοδότησαν αυτά τα δάνεια. Η πρώτη «όψη» είναι αυτή που φέρνει τους δανειολήπτες αντιμέτωπους με κατασχέσεις, ενώ η δεύτερη είναι αυτή που «ρίχνει» τη Wall Street.
Ο καθηγητής Jackson εκτιμά ότι το «σχέδιο διάσωσης» έρχεται να δώσει «απάντηση» κυρίως στη δεύτερη «όψη του νομίσματος», ενώ θεωρεί ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό η όποια λύση να αντιμετώπιζε πρώτα το πρόβλημα με τα στεγαστικά δάνεια.
Η αγορά από το υπουργείο Οικονομικών των «τοξικών» τίτλων θα γίνει με στόχο την εξυγίανση των ισολογισμών των εταιρειών και -ενδεχομένως- να διασαφηνίσει την αξία παρόμοιων τίτλων που βρίσκονται στην κατοχή άλλων επενδυτών. Ωστόσο και εδώ υπεισέρχεται ο προβληματισμός για το ζήτημα της τρέχουσας αξίας των εν λόγω τίτλων.
Μια πιο αποτελεσματική στρατηγική θα ήταν, σύμφωνα με τον καθηγητή, η αγορά από το υπουργείο Οικονομικών των στεγαστικών δανείων καθαυτών και όχι των τίτλων που τα υποστηρίζουν. Ανάμεσα στα πλεονεκτήματα αυτής της στρατηγικής είναι ότι θα οδηγούσε σε ρευστοποιήσεις των «τοξικών» τίτλων από τους επενδυτές, οι οποίοι θα λάμβαναν άμεσα «κρατικό χρήμα». Επιπλέον θα εξαφάνιζε από την αγορά πολύπλοκα «τοξικά» επενδυτικά προϊόντα και θα έδινε μία κατεύθυνση ως προς την αξία συγκρίσιμων τίτλων.
Σημειώνοντας ότι παρόμοια στρατηγική είχε ακολουθηθεί και κατά τη Μεγάλη Ύφεση, και ότι το ίδιο κάνει τώρα και η FDIC για τα δάνεια όσων τραπεζών τέθηκαν υπό την αρμοδιότητά της μετά την κατάρρευσή τους, ο καθηγητής επισημαίνει ότι μόνον έτσι θα μπορούσαν να «ανακουφιστούν» οι δανειολήπτες -που παραπλανήθηκαν ή υπήρξαν «θύματα» εκμετάλλευσης- και να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά οι κερδοσκόποι.
Στο άρθρο τους «Let’s get the bank rescue right” στις 24 Σεπτεμβρίου, ο καθηγητής του Harvard Law School, Hal Scott, ο πρύτανης του Columbia Business School (και επικεφαλής της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου George W. Bush), R. Glenn Hubbard και ο καθηγητής του Graduate School of Business του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Luigi Zingales, εκτιμούν ότι το «σχέδιο διάσωσης» θα μπορούσε να σταθεροποιήσει προσωρινά την αγορά, ιδιαίτερα αν η Ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ συνεχίσει να χορηγεί «επιθετικά» ρευστότητα στην αγορά και να διαβεβαιώνει ότι ενδεχόμενες μελλοντικές καταρρεύσεις «θα αντιμετωπιστούν κατάλληλα».
[Photo]Σε τρεις κατευθύνσεις πρέπει να κινηθεί οποιαδήποτε λύση απέναντι στην κρίση, εκτιμούν οι συγγραφείς του άρθρου: (1) αποκατάσταση της σταθερότητας στο σύστημα άμεσα και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος για τους φορολογούμενους, χωρίς να «υποθηκεύεται» το μέλλον τους για δεκαετίες, (2) τιμωρία όσων ευθύνονται για τις έως τώρα απώλειες και (3) αντιμετώπιση του προβλήματος στη «ρίζα» του, δηλαδή την κατακόρυφη πτώση των τιμών στην αγορά των ακινήτων.
Εκτιμούν ωστόσο ότι το «σχέδιο διάσωσης» δεν ανταποκρίνεται στις παραπάνω τρεις προϋποθέσεις. Ο προβληματισμός τους επικεντρώνεται στο ότι, παρά το γεγονός ότι τώρα υπάρχει ένας «μεγάλος και πρόθυμος αγοραστής», δεν είναι σαφές σε ποιες τιμές θα αγοραστούν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και υπάρχει επιτακτική ανάγκη αυτό να αποσαφηνιστεί, ιδιαίτερα λόγω της ύπαρξης πολύπλοκων και όχι πάντα συγκρίσιμων προϊόντων. Αυτό μάλιστα αποτελεί «τεράστιο μειονέκτημα» για το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο θα κληθεί «να πληρώσει ακριβά».
Εκφράζονται επίσης αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της απόφασης να επιβαρυνθεί το σύνολο των φορολογουμένων από την αγορά προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (ειδικά όταν πρόκειται για φερέγγυες επιχειρήσεις) και όχι αποκλειστικά οι μέτοχοι και οι κάτοχοι εταιρικών ομολόγων, αλλά και ως προς το πραγματικό τελικό κόστος του σχεδίου. Όπως σημειώνουν, το κόστος της μη ανάληψης πρωτοβουλίας από το κράτος θα ήταν ιδιαίτερα υψηλό για το σύνολο της οικονομίας και των νοικοκυριών, ωστόσο τα 700 δισ. δολάρια, που πολλοί «έγκριτοι οικονομολόγοι» εκτιμούν ότι θα διογκωθούν έως το ποσό του 1 τρισ. δολαρίων, είναι επίσης πολύ υψηλό.
«Who will bail out American families?» είναι ο τίτλος του άρθρου που δημοσίευσε στις 22 Σεπτεμβρίου η Elizabeth Warren, καθηγήτρια στο Harvard Law School με ειδίκευση στο Πτωχευτικό Δίκαιο και πρώην μέλος της Bankruptcy Review Commission.
Μετά τη διάσωση της ιδιωτικής ασφαλιστικής American International Group και των Fannie Mae και Freddie Mac, τώρα προκύπτει «η μητέρα όλων των διασώσεων», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ένα σχέδιο που αφήνει τους κερδοσκόπους στο «απυρόβλητο» και τα χρέη στους φορολογούμενους.
Ως «απώλειες ενός οικονομικού συστήματος που τους αντιμετώπισε όχι ως πελάτες, αλλά ως θηράματα» προσδιορίζει η καθηγήτρια Warren τις οικογένειες που έρχονται πλέον «αντιμέτωπες» με κατασχέσεις, τους φοιτητές που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους μόνο μέσω «καταστροφικών» δανείων, αυτούς που «εγκλωβίζονται» μεταξύ μειούμενων μισθών και αυξανόμενων τιμών και όσους χάνουν τη δουλειά τους από την «αναστροφή» της αμερικανικής οικονομίας.
Η λογική του «σχεδίου διάσωσης», εκτιμά η καθηγήτρια του Harvard είναι: «οι ‘μεγάλοι’ χρειάζονται προστασία και οι ‘μικροί’ θα πληρώσουν γι’ αυτήν». Αν και πολύ σύντομα οι Αμερικανοί ψηφοφόροι θα κληθούν να κρίνουν με την ψήφο τους αν η Fed και το υπουργείο Οικονομικών έπραξαν συνετά ή όχι, υπάρχουν ορισμένα μέτρα που μπορούν να ληφθούν ακόμη:
- Οι Fannie Mae και Freddie Mac να αναστείλουν άμεσα και για διάστημα τουλάχιστον 90 ημερών κάθε διαδικασία κατάσχεσης, τώρα που βρίσκονται στην αρμοδιότητα της FDIC.
- Το Κογκρέσο να τροποποιήσει τις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου ώστε οι δικαστές να έχουν δικαίωμα να αναπροσαρμόζουν τους όρους των δανείων και τα επιτόκιά τους και να διασφαλίζουν έτσι τόσο την αποτροπή των κατασχέσεων, όσο και τη συνέχιση των αποπληρωμών.
- Να δημιουργηθεί επιτροπή με αρμοδιότητα την επανεξέταση των κατασχέσεων, τις πρακτικές πωλήσεων των στεγαστικών δανείων, αλλά και των πιστωτικών καρτών και των δανείων payday (σ.σ. βραχυπρόθεσμα δάνεια που αποπληρώνονται στην ημερομηνία της επόμενης καταβολής μισθού στον δανειολήπτη) και να καταργήσει το σύνολο των καταχρηστικών και παραπλανητικών για τους δανειολήπτες όρων.
- Να δημιουργηθεί μία νέα Xάρτα Δικαιωμάτων, όπως η G.I. Bill of Rights του 1944, η οποία θα μπορεί να προσφέρει κρατικά τετραετή δάνεια σε όλους τους μελλοντικούς φοιτητές, που με τη σειρά τους θα μπορούν να τα αποπληρώνουν με τετραετή στρατιωτική θητεία ή μέσω άλλης δημόσιας εργασίας.
Ακριβώς επειδή οι αμερικανικές οικογένειες δε μπορούν να ασκήσουν πίεση μέσω πρακτικών λόμπυ, το αμερικανικό Κογκρέσο πρέπει να δημιουργήσει νέες ιδέες και να λάβει νέα μέτρα για την οικονομική ασφάλεια της μεσαίας τάξης, σημειώνει η καθηγήτρια Warren.
Ο καθηγητής Jon Hanson της έδρας Albert Sachs του Harvard Law School, στο άρθρο του «In crisis, beware illusion of reform» στις 2 Οκτωβρίου, συσχετίζει την τρέχουσα κρίση με εκείνη των «λογιστικών σκανδάλων» του 2000.
Όπως αναφέρει, η κατάρρευση της Lehman Brothers και το «σχέδιο διάσωσης» των 700 δισ. δολαρίων είναι μόνο τα τελευταία μίας σειράς περιστατικών που προκαλούν αναταραχή και που -αν επιβεβαιωθούν οι χειρότεροι φόβοι των επενδυτών- θα οδηγήσουν σε μία πολύ πιο δραματική «αποξήλωση» του παγκόσμιου οικονομικού ιστού.
Τα λογιστικά σκάνδαλα των αρχών του 200 πρέπει να αποτελέσουν «μάθημα», σύμφωνα με τον καθηγητή, ως προς την έκταση των παρεμβάσεων που απαιτούνται για την προσέγγιση της τρέχουσας κρίσης.
Όπως τότε, έτσι και τώρα το πρόβλημα δημιουργήθηκε από περίπλοκα οικονομικά προϊόντα που μόνο λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να «ξεμπερδέψουν». Όπως τότε, έτσι και τώρα όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι απαιτείται κάποιου είδους μεταρρύθμιση για την έξοδο από την κρίση.
Σε αντίθεση όμως με όσα ακολούθησαν εκείνη την περίοδο, σήμερα μέσω του «σχεδίου διάσωσης» οι αρχές δείχνουν να εστιάζουν περισσότερο στην «χαλάρωση» του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, παρά στην ενίσχυσή του, κάτι που θα απασχολήσει ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και σχολιαστές στους επόμενους μήνες.
Όσες αλλαγές ακολουθήσουν τη σημερινή κρίση, είναι πολύ πιθανό να μην έχουν μακροχρόνια διάρκεια, ενώ δεν αποκλείεται να έχουν και την «τύχη» των διατάξεων της Section 404 για την «αξιολόγηση των εσωτερικών ελέγχων», που η προθεσμία για συμμόρφωση με αυτές μετά από συνεχείς αναβολές από το 2000, τοποθετείται πλέον για τις 15 Δεκεμβρίου του 2009. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στην Επιτροπή για τη Ρύθμιση των Κεφαλαιαγορών (Committee on Capital Markets Regulation), που με τις «ευλογίες» του υπουργού Οικονομικών Henry Paulson και στο «όνομα» της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών εταιρειών πιέζει για αλλαγές που καθιστούν δυσχερέστερο των έλεγχο των επιχειρήσεων από τις αρχές, συμμετέχουν «βαριά χτυπημένοι» από την τρέχουσα κρίση, όπως ο Thomas A. Russo, αντιπρόεδρος και Γενικός Νομικός Διευθυντής της Lehman Brothers.
Το «σχέδιο διάσωσης» μπορεί να δείχνει πολλά υποσχόμενο αρχικά, στη συνέχεια όμως θα αναδιπλωθεί, θα «νερώσει» και θα «κουτσουρευτεί», καθώς ήδη οι λομπίστες των εταιρειών παίρνουν θέσεις για να αποσπάσουν «κομμάτια» από τα 700 δισ. δολάρια.
Σίγουρα απαιτούνται νέες νομοθετικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, για την αντιμετώπιση της κρίσης και για να μην εξελιχθούν οι όποιες αλλαγές σε αυταπάτη, εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι και η θέσπιση μηχανισμών που θα «θωρακίσουν» τις νέες ρυθμίσεις απέναντι στην επιρροή αυτών που επιχειρούν να ελέγξουν, σημειώνει ο καθηγητής Hanson.
http://www.capital.gr/news.asp?Details=589817
*Δείτε το πλήρες κείμενο του"σχεδίου διάσωσης" κάνοντας Click εδώ
Σχόλια