ου Κωστα Καλλιτση / kkallitsis@kathimerini.gr
Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, ο διοικητής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σε ομιλία του, είχε συμπεριλάβει την Ελλάδα (δίπλα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία) στις είκοσι χώρες υψηλού κινδύνου, οι οποίες μπορεί να κινδυνεύσουν να «στεγνώσουν» από ξένα κεφάλαια. Η δήλωση του Ντομινίκ Στρος Καν είχε γνωρίσει δημοσιότητα αντιστρόφως ανάλογη της βαρύτητάς της. Σήμερα, υπό το ποδοβολητό των κεφαλαίων που φεύγουν από το Χρηματιστήριο Αθηνών «πατείς με, πατώ σε», ίσως τύχει της δέουσας προσοχής.
Οπως είναι γνωστό, το εξωτερικό έλλειμμα, πρώτον και, δεύτερον, η διαφορά της απόδοσης των ομολόγων ενός κράτους από την απόδοση του αντίστοιχου γερμανικού, είναι οι δύο βασικοί δείκτες που προσδιορίζουν τη στάση των διεθνών κεφαλαίων στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Με κριτήρια (όχι αποκλειστικά, αλλά θεμελιώδη…) αυτούς τους δείκτες, τα κεφάλαια προσανατολίζονται από χώρα σε χώρα. Και οι δύο είναι επικίνδυνα αρνητικοί για την Ελλάδα.
Πριν από πέντε χρόνια, στις 31 Δεκεμβρίου 2003, το ελληνικό κράτος δανειζόταν κατά 13 μονάδες (μόνο…) ακριβότερα από το γερμανικό – ήμασταν διεθνώς αξιόπιστοι. Προχθές, Παρασκευή, φτάσαμε να δανειζόμαστε με 120 μονάδες ακριβότερα από το γερμανικό κράτος! Τα ξένα κεφάλαια μας χρεώνουν ακριβά, επειδή δεν μας εμπιστεύονται. Οσον αφορά το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, αυτό οδεύει προς το 14%. Οταν η Σουηδία ανησυχεί με το δικό της 6%, εμείς καθεύδουμε μηρυκάζοντας τις μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας που βυθίζουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, προσδοκώντας ότι ο τοίχος θα φύγει από μπροστά μας κι έτσι (εκ θαύματος…) θα αποφύγουμε να συντριβούμε πάνω του.
Στις συνθήκες της σύγχρονης, πρωτοφανούς βιαιότητας κρίσης, η μη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης έχει βαρύ τίμημα. Αυτό γίνεται βαρύτερο κάθε μέρα που περνά, εξαιτίας της πασιφανούς κυβερνητικής ανεπάρκειας.
Επιχειρήσεις οδηγούνται με ακρίβεια στη χρεοκοπία, άλλες προγραμματίζουν μαζικές απολύσεις στις αρχές του 2009, όλα δείχνουν ότι η κρίση δεν θα είναι πρόσκαιρη, ότι εισερχόμαστε σε μια μακρόχρονη περίοδο οικονομικής στασιμότητας, που θα καταστρέψει κοινωνικό πλούτο, θα φτωχύνει τον τόπο.
Η «ομάδα των βένετων», μετά μια μακρά περίοδο νωχελικής απόλαυσης της εξουσίας, με έκδηλο άγχος έχει απορροφηθεί στην επεξεργασία τακτικών δικής της επιβίωσης. Δεν διαθέτει ούτε σχέδιο ούτε, καν, σθένος. Και η «ομάδα των πράσινων» (το δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις…) δεν έχει πείσει ότι κατανοεί το μέγεθος του προβλήματος και τις δυσχέρειες διαχείρισής του.
Στις συνθήκες αυτές, δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί: Αν, σήμερα, η Ελλάδα πρέπει να διεξαγάγει τον πιο κρίσιμο αγώνα των τελευταίων δεκαετιών της ύπαρξής της, αρκεί να πάει στο γήπεδο με κάποια από τις κλασικές ομάδες; Ή, μήπως, θα ήταν το πλέον πρόσφορο να καλέσει την «εθνική» της; Δηλαδή, να εμπιστευθεί μια κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας και αξιοκρατικής στελέχωσης από κοινοβουλευτικούς και εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες, με σαφείς στόχους και προτεραιότητες, που θα ασκούν πολιτική –όχι παραπολιτική– και που θα διαθέτουν την τόλμη και το κουράγιο να δώσουν απαντήσεις στα μεγάλα διλήμματα της εθνικής –κυριολεκτικά– επιβίωσης;
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_26/10/2008_289839
Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, ο διοικητής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σε ομιλία του, είχε συμπεριλάβει την Ελλάδα (δίπλα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία) στις είκοσι χώρες υψηλού κινδύνου, οι οποίες μπορεί να κινδυνεύσουν να «στεγνώσουν» από ξένα κεφάλαια. Η δήλωση του Ντομινίκ Στρος Καν είχε γνωρίσει δημοσιότητα αντιστρόφως ανάλογη της βαρύτητάς της. Σήμερα, υπό το ποδοβολητό των κεφαλαίων που φεύγουν από το Χρηματιστήριο Αθηνών «πατείς με, πατώ σε», ίσως τύχει της δέουσας προσοχής.
Οπως είναι γνωστό, το εξωτερικό έλλειμμα, πρώτον και, δεύτερον, η διαφορά της απόδοσης των ομολόγων ενός κράτους από την απόδοση του αντίστοιχου γερμανικού, είναι οι δύο βασικοί δείκτες που προσδιορίζουν τη στάση των διεθνών κεφαλαίων στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Με κριτήρια (όχι αποκλειστικά, αλλά θεμελιώδη…) αυτούς τους δείκτες, τα κεφάλαια προσανατολίζονται από χώρα σε χώρα. Και οι δύο είναι επικίνδυνα αρνητικοί για την Ελλάδα.
Πριν από πέντε χρόνια, στις 31 Δεκεμβρίου 2003, το ελληνικό κράτος δανειζόταν κατά 13 μονάδες (μόνο…) ακριβότερα από το γερμανικό – ήμασταν διεθνώς αξιόπιστοι. Προχθές, Παρασκευή, φτάσαμε να δανειζόμαστε με 120 μονάδες ακριβότερα από το γερμανικό κράτος! Τα ξένα κεφάλαια μας χρεώνουν ακριβά, επειδή δεν μας εμπιστεύονται. Οσον αφορά το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, αυτό οδεύει προς το 14%. Οταν η Σουηδία ανησυχεί με το δικό της 6%, εμείς καθεύδουμε μηρυκάζοντας τις μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας που βυθίζουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, προσδοκώντας ότι ο τοίχος θα φύγει από μπροστά μας κι έτσι (εκ θαύματος…) θα αποφύγουμε να συντριβούμε πάνω του.
Στις συνθήκες της σύγχρονης, πρωτοφανούς βιαιότητας κρίσης, η μη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης έχει βαρύ τίμημα. Αυτό γίνεται βαρύτερο κάθε μέρα που περνά, εξαιτίας της πασιφανούς κυβερνητικής ανεπάρκειας.
Επιχειρήσεις οδηγούνται με ακρίβεια στη χρεοκοπία, άλλες προγραμματίζουν μαζικές απολύσεις στις αρχές του 2009, όλα δείχνουν ότι η κρίση δεν θα είναι πρόσκαιρη, ότι εισερχόμαστε σε μια μακρόχρονη περίοδο οικονομικής στασιμότητας, που θα καταστρέψει κοινωνικό πλούτο, θα φτωχύνει τον τόπο.
Η «ομάδα των βένετων», μετά μια μακρά περίοδο νωχελικής απόλαυσης της εξουσίας, με έκδηλο άγχος έχει απορροφηθεί στην επεξεργασία τακτικών δικής της επιβίωσης. Δεν διαθέτει ούτε σχέδιο ούτε, καν, σθένος. Και η «ομάδα των πράσινων» (το δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις…) δεν έχει πείσει ότι κατανοεί το μέγεθος του προβλήματος και τις δυσχέρειες διαχείρισής του.
Στις συνθήκες αυτές, δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί: Αν, σήμερα, η Ελλάδα πρέπει να διεξαγάγει τον πιο κρίσιμο αγώνα των τελευταίων δεκαετιών της ύπαρξής της, αρκεί να πάει στο γήπεδο με κάποια από τις κλασικές ομάδες; Ή, μήπως, θα ήταν το πλέον πρόσφορο να καλέσει την «εθνική» της; Δηλαδή, να εμπιστευθεί μια κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας και αξιοκρατικής στελέχωσης από κοινοβουλευτικούς και εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες, με σαφείς στόχους και προτεραιότητες, που θα ασκούν πολιτική –όχι παραπολιτική– και που θα διαθέτουν την τόλμη και το κουράγιο να δώσουν απαντήσεις στα μεγάλα διλήμματα της εθνικής –κυριολεκτικά– επιβίωσης;
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_26/10/2008_289839
Σχόλια