Του Ι. Παλαιοκρασσα*
Πριν ακριβώς από έξι μήνες σε ένα άρθρο μου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με τίτλο «Τέλος καπιταλισμού= τέλος της ανθρωπότητας;» έκανα την ακόλουθη σχεδόν προφητική διαπίστωση:
«Δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Το τέλος του καπιταλισμού, που διαμορφώθηκε μετά τη βιομηχανική επανάσταση και μετεξελίχθηκε στην καταναλωτική κοινωνία και στην κοινωνία της γνώσης είναι εγγύς. Ηδη έχει καταρρεύσει το πρώτο σύμβολό του: the Almighty Dollar, όπως το αποκαλούν οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Το ερώτημα είναι ποιο θα είναι το τελικό χτύπημα: Ενα νέο και οριστικό οικονομικό κραχ; η κοινωνική επανάσταση των φτωχών και των νεόπτωχων εναντίον των πλουσίων και των νεόπλουτων; ή η κλιματική καταστροφή;»
Σε άλλα άρθρα μου είχα προσδιορίσει και την αιτία του πιθανού αυτού κραχ, στην αποσύνδεση των κεφαλαιαγορών από την πραγματική οικονομία της παραγωγής και τη λειτουργία τους μέσα σε μια εικονική «πραγματικότητα» ανταλλαγής επισφαλών αξιών και κυρίως στοιχημάτων. Χαρακτήριζα μάλιστα αυτές τις αγορές ως οικονομικούς κομήτες, που δεν γνωρίζεις πού και πότε θα φέρουν την κοσμική καταστροφή.
Τώρα πιστεύω ότι μπήκαμε σε μια κρίση, που παρόμοιά της δεν έχουμε δει μέχρι τώρα. Γιατί στην κρίση του 1929 η κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηρίων αποτελούσε κλάσμα του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της κάθε χώρας, ενώ σήμερα τα αντίστοιχα μεγέθη των κεφαλαιαγορών των αναπτυγμένων χωρών ήταν - πριν από το κραχ - υπερδιπλάσια από το ΑΕΠ. Επιπλέον τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια δεν περιείχαν «τοξικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ούτε δάνεια δεύτερης κατηγορίας στη συγκλονιστική έκταση που σημειώνεται σήμερα στις παγκοσμιοποιημένες τράπεζες της Αμερικής και Ευρώπης.
Ελπίζω τα κράτη που βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη του φορολογούμενου, για να διασώσουν τις τράπεζες αυτές και το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του, από τα αποτελέσματα της ασχετοσύνης και της απληστίας των golden boys, να πάρουν τώρα τα στοιχειώδη μέτρα ελέγχου για να αποτραπεί η εξάπλωση και η επανάληψη του φαινομένου. Γιατί για μας που γνωρίζουμε τα πράγματα, θα έπρεπε οι Κεντρικές Τράπεζες να είχαν υποχρεώσει προ πολλού τους εκδότες των δομημένων ομολόγων ή παρόμοιων «προϊόντων» να αναγράφουν με κόκκινα γράμματα στους τίτλους τους «ΤΟΞΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ, ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΟΥ» όπως γράφουν τα πακέτα των τσιγάρων. Κατά παρόμοιο τρόπο θα έπρεπε να προειδοποιούνται και οι πελάτες των τραπεζών που είχαν στο χαρτοφυλάκιό τους τέτοια προϊόντα ή ειδικεύονταν σε αγορές δανείων δεύτερης κατηγορίας. Στην ουσία δεν διαφέρουν από Καζίνα.
Το ερώτημα είναι αρκούν αυτά; Αν πράγματι θεσμοθετηθούν αυτές οι απλές προφυλάξεις και αν επιπλέον φορολογηθούν με απαγορευτικούς συντελεστές τα κέρδη από τέτοιες επενδύσεις υψηλού ρίσκου, ώστε να δημιουργηθούν ταμεία ασφάλισης των τραπεζών, αντί να πληρώνει τα σπασμένα ο άτυχος «μέσος φορολογούμενος», μπορεί όλα να διορθωθούν και - έστω μετά πέντε χρόνια - να ξαναγυρίσουμε σε περιόδους ευημερίας; Η απάντησή μου είναι «όχι». Γιατί η παρούσα κρίση είναι κρίση του συστήματος που έγινε γνωστό ως καπιταλισμός, όχι αδίκως, γιατί τόσο στην επιζώσα δυτική του μορφή, όσο και στην μακαρία τη λήξει έκδοση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θεοποίησε το κεφάλαιο (άσχετα από το ποιος το κατέχει), εκμεταλλεύτηκε τον άνθρωπο και κατέστρεψε το περιβάλλον.
Το σύστημα, που βασίστηκε στην άφθονη φθηνή ενέργεια, είχε σφραγισμένη ημερομηνία λήξης. Την ημερομηνία εξάντλησης των ορυκτών καυσίμων, που για άλλα έφτασε και για τα υπόλοιπα πλησιάζει. Μόνο που τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με μια άλλη ημερομηνία λήξης, αυτή τη φορά της ίδιας της ανθρωπότητας, που ακούει στο όνομα «κλιματική αλλαγή». Και αν ακόμα είχαμε αρκετά ορυκτά καύσιμα για μια χιλιετία, δεν θα μπορούσαμε να τα χρησιμοποιήσουμε, λόγω της εντροπίας ρύπων και ενέργειας που βρίσκουμε μπροστά μας. Είναι προφανές ότι πρέπει να αλλάξουμε τελείως το πρότυπο όχι μόνο της οικονομικής ανάπτυξης αλλά όλης της ζωής μας.
Ποιες είναι με δυο λόγια οι επιβαλλόμενες αλλαγές;
Πρώτον, να εντάξουμε τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες στο πρότυπο ζωής μας, ώστε το κόστος τους να υπολογίζεται εξίσου με το κόστος κεφαλαίου (δηλαδή το κέρδος), που είναι το μόνο που μετράει σήμερα.
Δεύτερο, να αποσυνδέσουμε όσο είναι δυνατόν την ανάπτυξη από τη σπατάλη ενέργειας και την ενέργεια από την καύση άνθρακα, κάθε μορφής. Είναι δυνατές αυτές οι αλλαγές;
Η πρώτη είναι δυνατή, θα σας απαντήσουν μια σειρά οικονομολόγοι από τον αείμνηστο Pigou, μέχρι τον τελευταίο Νομπελίστα Paul Krugman. Προσωπικά έχω διατυπώσει τη σχετική πρόταση στο 10ο κεφάλαιο της Λευκής Βίβλου της Ε.Ε. με τον τίτλο «προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης» από το 1993. Η δεύτερη είναι επίσης εφικτή σε μεγάλο βαθμό και ήδη αποτελεί μέρος της ενεργειακής πολιτικής της Ε.Ε., που στοχεύει τόσο στην έντονη εξοικονόμηση ενέργειας όσο και στην παραγωγή της από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τότε, θα μου πείτε, γιατί δεν προωθούνται;
Η απάντηση βρίσκεται στα αίτια της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και στον ατελή τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών την αντιμετώπισαν. Οι εθνικές κυβερνήσεις σύρθηκαν από τις πιέσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας σε μια πρωτοφανή μειοδοσία ελέγχων και φορολογίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των φορέων του, που οδήγησε στην κρίση. Κι όταν αυτή επήλθε δεν μπόρεσαν να δράσουν από κοινού και στο τέλος σύρθηκαν από την πρόταση του Gordon Brown. Με άλλα λόγια, η σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία απαιτεί και ισχυρά στοιχεία διεθνούς διακυβέρνησης ή τουλάχιστον ισχυρούς διεθνείς θεσμούς ελέγχου και ρύθμισης. Ας μην ξεχνάμε ότι καμιά αγορά δεν λειτουργεί χωρίς νομοθετημένο θεσμικό πλαίσιο, που καθορίζει τα προς ανταλλαγή δικαιώματα ιδιοκτησίας, αλλά και χωρίς θεσμούς εποπτείας και διασφάλισης του ανταγωνισμού.
Το χάος της εγκατάλειψης του χρυσού κανόνα μπήκε σε κάποια τάξη με τις Bretton Woods Agreements. Το χάος της σημερινής δομικής κρίσης των κεφαλαιαγορών απαιτεί κάποια ανάλογη ρύθμιση, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η διεθνής όμως διακυβέρνηση απαιτείται και για την αντιμετώπιση του φάσματος της κλιματικής αλλαγής και των τεράστιων κοινωνικών και οικονομικών αναστατώσεων, που θα προκαλέσει σύμφωνα με την Εκθεση Στερν. Αργά ή γρήγορα η ανθρωπότητα θα συμμορφωθεί με αυτή την αναγκαιότητα, αλλά τότε ίσως είναι αργά. Τουλάχιστον ας ξεκινήσει τώρα με την εγκαθίδρυση κάποιων διεθνών θεσμών κύρους, τόσο για τον έλεγχο και την εποπτεία του πάσχοντα χρηματοπιστωτικού κλάδου, όσο και για τη σοβαρή αντιμετώπιση των διεθνών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Προτού και ο μεν και τα δε εξελιχθούν σε κοινωνικές εκρήξεις παγκόσμιας κλίμακας, που πολύ δύσκολα θα αντιμετωπισθούν, από τους ήδη χρεοκοπημένους αυτόκλητους διεθνείς ή ιθαγενείς χωροφύλακες.
* Ο κ. Ι. Παλαιοκρασσάς είναι πρώην υπουργός Οικονομικών.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_100035_19/10/2008_288995
===========
Τρία μέτρα για την ανάσχεση της ύφεσης
Του Δημητρη Παπαδημητριου*
Τα οικονομικά και τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και όλο τον κόσμο σκιαγραφούν μία απογοητευτική κατάσταση. Στις ΗΠΑ, ειδικά, συνεχίζεται η καταβύθιση της στεγαστικής αγοράς και παρά τα ιστoρικώς πρωτοφανή μέτρα, τα οποία έλαβε η Κεντρική Τράπεζα (Fed) και το υπουργείο Οικονομικών και αύξησαν τη ρευστότητα, οι τράπεζες εξακολουθούν να μη δανείζουν. Η αξία των ακινήτων των ιδιοκτητών εξαλείφεται - τα στεγαστικά δάνεια απαξιώνονται, μιας και οι οφειλές πλέον υπερβαίνουν την αρχική αξία του οικήματος. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζονται περιουσίες και δημιουργούνται δυσθεώρητα μεγάλες οφειλές από στεγαστικά δάνεια και άλλα δευτερεύοντα τιτλοποιημένα δάνεια ακίνητης περιουσίας, τα οποία οι δανειζόμενοι αδυνατούν να εξυπηρετήσουν. H ανεργία ανέρχεται, οι καταναλωτές έχουν μειώσει τις δαπάνες τους και η εμπιστοσύνη τους υποχωρεί. Ωστόσο, παραμένει ακόμα άγνωστο μέχρι ποίου ακριβώς σημείου όλα αυτά θα επηρεάσουν το ΑΕΠ στις ΗΠΑ.
Τα δεδομένα
Τι απαιτείται να γίνει; Κατ’ αρχήν ας πάρουμε απόσταση από τα πράγματα και ας εξετάσουμε τα δεδομένα. Οταν η αμερικανική οικονομία ακολουθούσε ανοδική πορεία το διάστημα από το 2005 έως και το 2006, τροφοδοτούμενη σε μεγάλο βαθμό από την άνθηση της αγοράς ακινήτων, η Fed ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια. Τότε ακόμα η άνοδος των τιμών των ακινήτων συνεχιζόταν αδιαλείπτως. H επιδείνωση των προδιαγραφών δανεισμού έδιναν τα περιθώρια στους δανειολήπτες να εξακολουθούν να δανείζονται και στους δανειοδότες να εξακολουθούν να δανείζουν. Αντί η Fed να επιβάλει αυστηρότερους όρους δανεισμού, συνέχισε να πειραματίζεται με τα επιτόκια. Το καλοκαίρι του 2007, προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλά από τα ενυπόθηκα χρεόγραφα και τελικώς οι αγορές κλονίστηκαν, όταν η ζήτηση για τα συγκεκριμένα προϊόντα εξανεμίστηκε.
Κατόπιν, η Fed άρχισε να μειώνει τα επιτόκια, αλλά οι ζημίες συνέχισαν να σωρεύονται και να διασπείρονται σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επενδυτικά εργαλεία. Η μία αγορά μετά την άλλη αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας. Τα χαμηλότερα επιτόκια δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί αλλού ήταν το πραγματικό πρόβλημα. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι επενδυτές στα ενυπόθηκα χρεόγραφα ήταν εκτεθειμένοι σε εκτεταμένη μόχλευση και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που διατηρούσαν ήταν περίπλοκα, δεν μπορούσαν να ρευστοποιηθούν και η αξία τους συνδεόταν πλέον με το ίδιο το μοντέλο που τα γέννησε. Η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν ήταν απλά ένα ψυχολογικό ζήτημα. Ολοι γνώριζαν ότι ήταν ανεδαφικοί οι κανόνες του παιχνιδιού, τους οποίους ακολουθούσαν στην αποτίμηση κινδύνων. Κι αυτό έγινε οφθαλμοφανέστατο σε όλους όσοι είχαν εμπλακεί στο παιχνίδι. Ο φόβος προερχόταν από τη γυμνή αλήθεια της επικείμενης μαζικής κατάρρευσης του κίβδηλου οικοδομήματος, που είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει.
Οταν η αγορά ακινήτων αποθερμάνθηκε, οι Αμερικανοί και οι ξένοι κερδοσκόποι αναζήτησαν άλλες ευκαιρίες κέρδους. Η κερδοσκοπία μετατοπίστηκε στα εμπορεύματα, ωθώντας τα αποθέματά τους σε οριακά επίπεδα, ούτως ώστε να υπάρχει η δυνατότητα πωλήσεων αργότερα σε υψηλότερες τιμές. Σύντομα το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων με την αγορά τίτλων εμπορευμάτων, τους οποίους δεν χρησιμοποιούσαν οι κερδοσκόποι για κέρδη, αλλά ως αντιστάθμισμα (hedge) στον πληθωρισμό σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο! Σήμερα αντικρίζουμε τη διεθνή πτώση στις τιμές των εμπορευμάτων και, στη συνέχεια, περιμένουμε την καταβαράθρωση των επενδυτικών κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge fund).
Ολα ξεκίνησαν στην αγορά στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης, αλλά η κρίση μεταδόθηκε σε όλες τις κατηγορίες στεγαστικών δανείων, με αποτέλεσμα κανένα χαρτοφυλάκιο στεγαστικών να μην είναι ασφαλές. Εξ ου και η αμερικανική κυβέρνηση διέσωσε τις Fannie Mae και Freddie Mac. Oι εκτιμήσεις φέρουν τις ζημίες από τους ενυπόθηκους τίτλους περίπου στο 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι ζημίες αυτές διαχέονται σε εμπορικά χρεόγραφα, εταιρείες έκδοσης ομολόγων, χρέη πιστωτικών καρτών, φοιτητικά δάνεια, λιανεμπόριο, εκμισθώσεις αυτοκινήτων και δάνεια, ομόλογα τοπικής αυτοδιοίκησης και μία ευρεία γκάμα σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων – όπως οι τίτλοι πλειστηριασμού επιτοκίου και η αγορά ασφάλισης ομολόγων. Κι αυτά έγιναν εντελώς σαφή με την κρατική παρέμβαση για τη διάσωση της κορυφαίας ασφαλιστικής του κόσμου AIG. Τα περιθώρια (spread) παραμένουν μεγάλα, γιατί οι παίκτες αποφεύγουν τα ομόλογα του ιδιωιτκού τομέα προς χάριν των ασφαλών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ.
Η παρέμβαση της Fed
Οι πρόσφατες κινήσεις της Fed εναρμονίστηκαν ή υπερσκέλισαν τις προσδοκίες της αγοράς για μείωση επιτοκίων και σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Αγγλίας και άλλες Κεντρικές Τράπεζες προσέφεραν μαζικές ενέσεις ρευστότητας. Η συνεχιζόμενη παρέμβαση της Fed ως δανείστριας της τελευταίας στιγμής είναι αναγκαία και σε συνδυασμό με την ομοσπονδιακή υπηρεσία FDIC, η οποία εγγυάται καταθέσεις, αποτρέπουν τη μαζική φυγή καταθέσεων, οι οποίες θωρακίζουν τις τράπεζες. Παρά ταύτα, οι μειώσεις επιτοκίων και οι ενέσεις ρευστότητας δεν έχουν μέχρι στιγμής κανέναν αντίκτυπο στο να κατευνάσουν τις διεθνείς χρηματαγορές ή να αποκαταστήσουν τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης. Η αδυναμία των παρεμβάσεων να καθησυχάσουν τις αγορές καθίσταται καθημερινά εμφανής. Γιατί συμβαίνει αυτό; Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στη ρευστότητα, αλλά στη φερεγγυότητα. Οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν εμπιστεύονται τους συναδέλφους τους.
Τι πήγε στραβά;
Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Τι πήγε στραβά; Τα τελευταία χρόνια, οι μεταρρυθμίσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο των τραπεζών έχουν βασιστεί σε μία εσφαλμένη άποψη περί του ορθού ρόλου των τραπεζών. Επικρατεί μία ολοένα ισχυρότερη άποψη ότι τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών πρέπει να «καθοριστούν από την αγορά». Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι σε μία περίοδο ευημερίας, αυτή η κατάσταση δημιουργεί ακραία ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, δεδομένου ότι η αγορά υποβαθμίζει την πιθανότητα κατάρρευσης – τοιουτοτρόπως δίνεται το περιθώριο στις τράπεζες να αναλάβουν μεγαλύτερους κινδύνους και να χρησιμοποιήσουν τεράστιες αναλογίες μόχλευσης. Σε μία φάση κάμψης οι τράπεζες βλέπουν τις τιμές των περιουσιακών τους στοιχείων να εξασθενούν και υποχρεώνονται να αναγνωρίσουν απώλειες «καθορισμένες από την αγορά» ή ακόμα και να πουλήσουν σε μία αγορά αποδυναμωμένη και να ωθήσουν περισσότερο καθοδικά τις τιμές. Τέτοιες συμπεριφορές είναι ακριβώς το αντίθετο από τις αυτές που οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να ενθαρρύνουν. Η πειθαρχία στην αγορά πρέπει να αντικατασταθεί από μία ενδελεχή μεταρρύθμιση, ώστε να δυσκολεύονται οι τράπεζες να εμπλέκονται σε δραστηριότητες εκτός ισολογισμών με τη χρήση περίπλοκων προϊόντων, τα οποία δύσκολα αποτιμώνται χωρίς ρυθμιστικό πλαίσιο και εις βάθος έρευνα απο την Κεντρική Τράπεζα.
Η αναταραχή στις διεθνείς χρηματαγορές έχει επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και η προσέγγιση για τη διατύπωση μιας απάντησης στο πλαίσιο της δημόσιας πολιτικής πρέπει να έχει τρεις άξονες. Πρώτον, πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω η ρευστότητα με μία διεθνώς συντονισμένη κίνηση, προσφέροντας εγγυήσεις για διατραπεζικό δανεισμό σε συνδυασμό με εκ νέου κεφαλαιοποίηση τραπεζών. Δεύτερον, πρέπει να ανακοπεί η διάλυση της αγοράς κατοικίας με την εφαρμογή προγράμματος για την ανακούφιση των χρεών. Το πρόγραμμα θα αφορά τους βεβαρημένους ιδιοκτήτες και άλλα χρεωμένα νοικοκυριά και θα περιλαμβάνει ένα συνδυασμό παραγραφής χρεών και αναδιαπραγμάτευσης, ενώ η κυβέρνηση θα αναλάβει προβληματικά στεγαστικά δάνεια. Τρίτον, πρέπει να χρησιμοποιηθεί η δημοσιονομική πολιτική για να αποτραπεί η σοβούσα ύφεση της διεθνούς οικονομίας. Αυτή είναι η μέθοδος για τη σταθεροποίηση της αγοράς πιστώσεων και την αντιστροφή των πτωτικών τάσεων στις επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Ν. Υόρκης.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_100036_19/10/2008_288996
Σχόλια