«Μελαγχολία» μετά τη διάσωση (άρθρο του Τζόζεφ Στίγκλιτζ)

Ακόμη και εάν το σχέδιο Πόλσον πετύχει για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η διόγκωση του ελλείμματος και η διαπίστωση ότι ακόμη και τα 700 δισ. δολάρια δεν είναι αρκετά να σώσουν την αμερικανική οικονομία, θα πλήξουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ευφυής για να καταλάβει ότι στο αμερικανικό -ή καλύτερα στο παγκόσμιο- χρηματοπιστωτικό σύστημα επικρατεί χάος. Τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας και του χρηματοοικονομικού τομέα ήταν ορατά επί χρόνια. Αυτό δεν επέτρεψε την πολιτική ηγεσία από το να στηριχθεί στα πρόσωπα εκείνα, που δημιούργησαν το χάος και που δεν διέγνωσαν τα προβλήματα πριν φτάσουμε στο χείλος μίας νέας Μεγάλης Ύφεσης.

Το σχέδιο των 700 δισ. δολαρίων ίσως να σώσει τη Wall Street. Τι θα γίνει όμως με την οικονομία; Ποια θα είναι η μοίρα των φορολογούμενων, που ήδη επιβαρύνονται από τα τεράστια ελλείμματα του κράτους; Μπορεί υπό αυτές τις συνθήκες το σχέδιο να έχει αποτελέσματα;

Η βασική προσέγγιση του σχεδίου είναι εσφαλμένη. Η κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύει ότι ρίχνοντας χρήματα στη Wall Street, αυτά με κάποιο μαγικό τρόπο θα φτάσουν στην πραγματική οικονομία και θα βοηθήσουν τους απλούς εργαζομένους και ιδιοκτήτες κατοικιών. Η πολιτική αυτή έχει ακολουθηθεί στο παρελθόν και δεν έχει πετύχει σχεδόν ποτέ. Δύσκολα θα πετύχει τώρα.

Επιπλέον, το σχέδιο λαμβάνει ως δεδομένο ότι το θεμελιώδες πρόβλημα σήμερα είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Αναμφίβολα αυτό είναι μέρος του προβλήματος. Το βασικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές κατασκεύασαν πολύ επικίνδυνα δάνεια. Υπήρχε μία «φούσκα» στην αγορά στέγης και δημιουργήθηκαν δάνεια στη βάση των «φουσκωμένων» τιμών.

Η «φούσκα» έσπασε. Οι τιμές των κατοικιών πιθανότατα θα υποχωρήσουν περαιτέρω, και επομένως θα υπάρξουν νέες κατασχέσεις. Όσο και αν καλοπιάσουμε την αγορά, αυτό δεν αλλάζει. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με τη σειρά τους, έχουν δημιουργήσει τεράστιες τρύπες στους ισολογισμούς των τραπεζών, που θα πρέπει κάπως να κλείσουν. Η αγορά του «τοξικού» ενεργητικού, σε μία λογική τιμή, δεν λύνει το πρόβλημα. Αντιθέτως, θα είναι σαν να κάνουμε αλλεπάλληλες μεταγγίσεις αίματος σε έναν ασθενή, που υποφέρει από οξεία εσωτερική αιμορραγία.

Ακόμη και εάν το σχέδιο διάσωσης εφαρμοστεί γρήγορα - γεγονός αμφίβολο- τα αποτελέσματα θα είναι περιορισμένα. Η αμερικανική οικονομία είχε στηριχθεί στην καταναλωτική έκρηξη, την οποία είχε τροφοδοτήσει ο υπέρμετρος δανεισμός. Τα δεδομένα αυτά έχουν αλλάξει. Πολιτείες και τοπικές αρχές κάνουν δραστικές περικοπές δαπανών. Τα νοικοκυριά είναι επίσης σε δεινή θέση. Η οικονομική επιβράδυνση θα οξύνει όλα τα οικονομικά προβλήματα.

Θα μπορούσαμε να πετύχουμε περισσότερα με λιγότερα χρήματα. Οι τρύπες στους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών οργανισμών θα έπρεπε να κλείσουν με διαφανή τρόπο. Οι σκανδιναβικές χώρες μάς έδειξαν τον τρόπο πριν από δύο δεκαετίες. Ο Γουόρεν Μπάφετ έδειξε επίσης έναν άλλο δρόμο, τροφοδοτώντας με κεφάλαια τη Goldman Sachs

Εκδίδοντας προνομιούχες μετοχές με option, περιορίζεις τους κινδύνους για τους εμπλεκόμενους και διασφαλίζεις ότι όλοι θα συμμετάσχουν σε πιθανή ανάκαμψη. Η προσέγγιση αυτή παρέχει τα απαραίτητα κίνητρα. Αποφεύγει την απέλπιδα προσπάθεια της αποτίμησης εκατομμυρίων σύνθετων ενυπόθηκων δανείων και ακόμη πιο σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, στα οποία ενσωματώθηκαν.

Αποφεύγει το σενάριο, που θέλει την κυβέρνηση να βαρύνεται με το χειρότερο ή το πλέον υπερτιμημένο ενεργητικό. Και, τέλος, η εφαρμογή της χρειάζεται πολύ λιγότερο χρόνο.

Την ίδια ώρα, αρκετά βήματα ακόμη μπορούν να γίνουν για να περιοριστούν οι κατασχέσεις κατοικιών. Καταρχήν η αγορά στέγης θα πρέπει γίνει προσιτή για τους Αμερικανούς χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Είναι επίσης αναγκαία η μεταρρύθμιση του νόμου περί χρεοκοπίας, ώστε οι ιδιοκτήτες να προχωρούν σε απομείωση της αξίας της κατοικίας τους, παραμένοντας όμως σε αυτή. Ένα τρίτο μέτρο θα πρέπει να είναι η κυβέρνηση να αναλάβει μέρος της υποθήκης, εκμεταλλευόμενη το χαμηλότερο κόστος δανεισμού.

Αντιθέτως, η προσέγγιση του υπουργού Οικονομίας, Χένρι Πόλσον, είναι μία επανάληψη των κινήσεων που ακριβώς οδήγησαν την Αμερική στο χάος. Επενδυτικές τράπεζες και οίκοι αξιολόγησης πίστεψαν στη χρηματοοικονομική αλχημεία - στην ιδέα ότι μπορεί να δημιουργηθεί νέα αξία «τεμαχίζοντας» χρεόγραφα.

Η νέα οπτική είναι πλέον ότι η πραγματική αξία θα αποκατασταθεί βγάζοντας αυτό το ενεργητικό έξω από χρηματοπιστωτικό σύστημα και προωθώντας το στην κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο σημαίνει όμως ουσιαστικά ότι η κυβέρνηση θα καταβάλλει υψηλότερο του πραγματικού τίμημα για το ενεργητικό αυτό, ώστε να έχουν όφελος οι τράπεζες.

Υπάρχει η πιθανότητα όταν το σχέδιο αυτό τεθεί σε πλήρη εφαρμογή, οι Αμερικανοί φορολογούμενοι να είναι οι μόνοι, που θα σηκώσουν το βάρος. Στην οικονομική του περιβάλλοντος, υπάρχει μία βασική αρχή: «ο ρυπαντής πληρώνει». Είναι ζήτημα δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Η Wall Street ρύπανε την οικονομία με «τοξικές» υποθήκες. Θα πρέπει λοιπόν να πληρώσει το λογαριασμό της απολύμανσης.

Ακόμη και εάν το σχέδιο Πόλσον πετύχει για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η διόγκωση του ελλείμματος και η διαπίστωση ότι ακόμη και τα 700 δισ. δολάρια δεν είναι αρκετά να σώσουν την αμερικανική οικονομία, θα πλήξουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη.

Οι πολιτικοί βεβαίως δεν μπορούν να αδρανούν σε μία κρίση. Έπρεπε να λάβουν κάποιες αποφάσεις. Οι απαραίτητες αλλαγές, όπως η υιοθέτηση ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου, που θα περιορίζει την πιθανότητα μίας νέας αντίστοιχης κρίσης, θα πρέπει τώρα να προωθηθούν από την επόμενη κυβέρνηση.

ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΖ, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Το 2001 τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ.

Copyright: Project Syndicate, 2008.

www.project-syndicate.org

http://www.naftemporiki.gr/news/static/08/10/10/1575392.htm

Σχόλια