Μήπως επιστρέφει ο στασιμοπληθωρισμός;

Ενα από τα σημαντικά ερωτήματα που βασανίζουν όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής είναι κατά πόσον το δυσάρεστο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού (της ταυτόχρονης δηλαδή παρουσίας πληθωρισμού και ανεργίας), που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του 1970, επιστρέφει απειλητικό όσο και τότε για να πλήξει όλους και όλα.

Αυτό όμως που πρέπει να εξηγήσουμε είναι εάν πράγματι έχουμε στασιμοπληθωρισμό. Εάν αναλύσουμε τα συστατικά της ίδιας της λέξης, καταλήγουμε ότι και πληθωρισμό έχουμε (σε παγκόσμιο επίπεδο) είτε χρησιμοποιώντας το σύνολο του επιπέδου των τιμών είτε αφαιρώντας τις τιμές σε καύσιμα και τρόφιμα (τον εν λόγω πληθωρισμό - πυρήνα), αφού πράγματι οι τιμές και αυξημένες είναι και αναμένονται να αυξηθούν ακόμα περαιτέρω, τροφοδοτώντας τις πληθωριστικές προσδοκίες, και ανεργία έχουμε, αφού αυτή έχει αρχίσει σε παγκόσμιο επίπεδο να παίρνει την ανιούσα.

Βέβαια, εάν κάτι δεν κάνει την οικονομική κοινότητα να είναι σίγουρη για την επανάληψη του φαινομένου αυτού, είναι το γεγονός ότι η ένταση και των δύο συνθετικών της λέξης δεν είναι όπως τότε.

Η σύγκριση όμως καταλήγει σε ομοιότητες. Οπως και τότε, οι τιμές σήμερα των πρώτων υλών, π.χ. το πετρέλαιο, αλλά και των τροφίμων, αυξάνονται, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια οικονομία - κλειδί για την ανάπτυξη ή την ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας, έχει πάλι, όπως και τότε, εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες (τότε ήταν το Βιετνάμ, τώρα είναι το Ιράκ και το Αφγανιστάν).

Και στις δύο περιπτώσεις, το δολάριο ήταν σε φάση υποτίμησης (για λόγους που εξηγούνται κατωτέρω). Ακόμα και σε όρους πολιτικής, τα πράγματα μοιάζουν όμοια. Και στις δύο περιόδους, στην Αμερική έχουμε δύο ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις, που το εκλογικό σώμα επιθυμεί να περάσουν στη λήθη.

Το 1973, οι εκπομπές ρύπων έφθασαν τα 17 δισ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα από τη χρήση παραδοσιακών πηγών πετρελαίου. Σήμερα, Ιούλιος του 2008, η ποσότητα εκπομπής τέτοιων ρύπων έχει φθάσει τα 30 δισ. τόνους.

Το 1973, εξάλλου, ο πληθυσμός της γης ήταν περίπου στα 4 δισ., ενώ σήμερα ξεπερνά τα 6,5 δισ., όταν το παγκόσμιο εισόδημα το 1973 ξεπερνούσε τα 23 τρισ. δολάρια, ενώ σήμερα, που οι ανάγκες μας συνεχώς μεγαλώνουν και δείχνουν ακόρεστες ως προς την ικανοποίησή τους, το παγκόσμιο εισόδημα φτάνει σε ύψος τα 65 τρισ. δολάρια.

Το δυστύχημα είναι ότι οι παράγοντες που συμβάλλουν σε τέτοιες ανοδικές πληθωριστικές κινήσεις έρχονται από όλες τις πλευρές και, κυρίως, από το νομισματικό τομέα. Αυτό συμβαίνει γιατί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η Ομοσπονδιακή Αμερικάνική Κεντρική Τράπεζα κανονικά σε αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων θα αύξαναν τα επιτόκια, ώστε να περιορίσουν τη ζήτηση και να μειώσουν τις τιμές, αλλά κάτι τέτοιο στην παρούσα φάση μοιάζει αδύνατον, λόγω της παρατηρούμενης ύφεσης στις οικονομίες αυτές και της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδιαίτερα μετά τα «τοξικά» χρεόγραφα και την απόρριψη του Σχεδίου Πόλσον.

Τυχόν περιορισμός της ρευστότητας απλώς θα χειροτερεύσει την κατάσταση σε όρους ανεργίας. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια ρευστότητα αυξάνεται επικίνδυνα, τροφοδοτούμενη επίσης από τις οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας αλλά και της Ρωσίας, που, στην προσπάθειά τους οι οικονομίες αυτές να διατηρήσουν ένα υποτιμημένο νόμισμα έναντι του δολαρίου και του ευρώ, ώστε να ενθαρρύνουν τις εξαγωγές τους, δημιουργούν ρευστότητα, που με τη σειρά της αγοράζει δολάρια.

Η αυξημένη ζήτηση από τις οικονομίες αυτές επιφέρει συνεχή αύξηση και των τιμών όλων των αγαθών, είτε αυτά λέγονται πρώτες ύλες (πετρέλαιο, άνθρακας) είτε λέγονται τρόφιμα (σιτάρι, ρύζι) είτε λέγονται μετοχές. Ομως η ανατίμηση του δολαρίου και του ευρώ μειώνει τη ζήτηση στις δύο αυτές ισχυρά παγκόσμιες οικονομίες, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης και έτσι τη δημιουργία επιπλέον ανεργίας και ύφεσης.

Βέβαια, έχουμε επικεντρωθεί στην πλευρά της ζήτησης και έχουμε αγνοήσει την πλευρά της προσφοράς ως προσδιοριστικού παράγοντα του στασιμοπληθωρισμού. Ετσι, σημαντικοί παράγοντες, που προκαλούν ύφεση από την πλευρά της προσφοράς, είναι η φάση αναδιάρθρωσης που βρίσκονται πολλές χρηματοπιστωτικές και μη επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα των αποτυχημένων παγκόσμιων επενδυτικών επιλογών, αφού η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από τον «καθαρισμό» των «τοξικών» επενδυτικών χαρτοφυλακίων και τον περιορισμό των επενδυτικών και εργατικών εξόδων.

Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν σε τέτοια φάση δεν κόπτονται για τη διατήρηση του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος στην αγορά, καθώς και στη δημιουργία αποδόσεων από την επένδυσή τους σε έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, μιας διαδικασίας που θεωρείται κατά πολλούς οικονομολόγους ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής ανάπτυξης.

Επιπλέον, η επίδραση του πληθωρισμού επηρεάζει αρνητικά σημαντικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, ώστε, μέσω ανάληψης μακροπρόθεσμων επενδυτικών σχεδίων, να τις οδηγήσουν σε άνοδο της παραγωγικότητάς τους.

Αντίθετα, η προσπάθεια των επιχειρήσεων επικεντρώνεται στην επένδυση σε βραχυπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία, που αποβλέπουν στην κάλυψη της επιχείρησης από τον κίνδυνο πληθωρισμού. Τέλος, η δυσκολία της σημερινής κατάστασης είναι ότι οποιεσδήποτε λύσεις από την πλευρά της προσφοράς είναι σημαντικά περιορισμένες, με την έννοια ότι η λειτουργία των παγκόσμιων επιχειρήσεων φαίνεται να βρίσκεται στα όρια της περιβαλλοντολογικής καταστροφής.

Αφού λοιπόν έτσι έχει η κατάσταση, τότε πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί; Κύριο και άμεσο καθήκον των ασκούντων την οικονομική πολιτική είναι, πρώτον, να κατανοήσουν από πού πηγάζει η εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού: από την πλευρά της ζήτησης ή από αυτήν της προσφοράς; Εάν υπεύθυνη είναι η πλευρά της ζήτησης, πρέπει η νομισματική πολιτική να συντονισθεί κατάλληλα με τη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή η νομισματική πολιτική να αποβλέπει στη μείωση της ρευστότητας, μέσω αύξησης των επιτοκίων, και η δημοσιονομική πολιτική να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον, που θα ενθαρρύνει την αύξηση της παραγωγικότητας και της επιθυμίας των επιχειρήσεων να αναλαμβάνουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον η επιβαρημένη δημοσιονομική πολιτική, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική στην ευρωπαϊκή περίπτωση του Συμφώνου Σταθερότητας, είναι σε θέση να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος. Εάν όμως υπεύθυνη είναι η πλευρά της προσφοράς, τότε, ενεργώντας με παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής, απλώς η κατάσταση θα γίνει χειρότερη.

Η χρονοτριβή που παρατηρείται για την υγιή αναδιάρθρωση χρηματοπιστωτικών και μη επιχειρήσεων είναι μια πραγματικότητα. Αυτό παρατηρήθηκε και στη δεκαετία του 1970, όπου η αμερικανική οικονομία χρειάσθηκε σχεδόν 15 έτη για να συνέλθει από το πληθωριστικό σοκ του 1973.

Ετσι, η παγκόσμια οικονομία πρέπει να εξαλείψει την επίδραση που επιφέρει η πλευρά της προσφοράς στο στασιμοπληθωρισμό, κυρίως με τη στροφή από παραδοσιακές πηγές ενέργειας σε πιο σύγχρονες και καθαρές ενεργειακές λύσεις. Ταυτόχρονα, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων πρέπει να επικεντρωθούν σε μια διαδικασία καινοτομιών όσον αφορά στη λειτουργία τους, γεγονός που θα μεγιστοποιήσει το συγκριτικό τους πλεονέκτημα, θα αυξήσει τις οικονομίες κλίμακας και την παραγωγικότητά τους.

Τέλος, αλλά πιστεύω το πιο σημαντικό, προέχει η υιοθέτηση τέτοιων τεχνολογικών μεθόδων (π.χ. αυτοκίνητα που θα κινούνται με ηλεκτρισμό ή νερό) που θα χρησιμοποιηθούν στην παραγωγική διαδικασία μέσω των κατάλληλων επενδύσεων, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής, χωρίς όμως την αρνητική επίδραση σε κρίσιμες περιβαλλοντικές παραμέτρους, όπως είναι η χρησιμοποίηση των υδάτινων πόρων και η αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών.

Η απεξάρτηση από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας και η στροφή προς πηγές φιλικές προς το περιβάλλον (π.χ. η ηλιακή ενέργεια) πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα κυρίως των οικονομικών αρχών, μέσω της παροχής επενδυτικών πόρων και κινήτρων για την υιοθέτηση τέτοιων πηγών. Νέες τεχνολογίες για ύδρευση των αγροτικών εκτάσεων πρέπει να έλθουν στο προσκήνιο και η άμεση υιοθέτησή τους (μέσω φορολογικών απαλλαγών για τους αγρότες) πρέπει να αποτελέσει ύψιστη ανάγκη.

Τυχόν λύσεις πρέπει να συνοδεύονται από τη διάθεση πόρων για καινούργιες μεθόδους, που θα ελαχιστοποιούν ή θα μηδενίζουν την αρνητική επίδραση στην ομαλή λειτουργία κλιματικών και άλλων λειτουργιών. Οι χώρες εκείνες, που κύρια τροφοδοτούν με τρόφιμα πρώτης ανάγκης την παγκόσμια οικονομία, ήδη βρίσκονται στα όρια μιας τέτοιας αλυσίδας τροφοδοσίας, με ταυτόχρονη επιβάρυνση όλων των παραμέτρων της περιβαλλοντολογικής λειτουργίας (μόλυνση αέρα, εξάντληση των υδάτινων πόρων και των εδαφών, παρόλη τη μαζική χρησιμοποίηση χημικών λιπασμάτων κ.λπ.).

Φυσικά, όλα αυτά απαιτούν πόρους και, δυστυχώς, οι πόροι, έτσι όπως έχουν κατασπαταληθεί μέσω ατυχών δημοσιονομικών πολιτικών, δεν επαρκούν ή διατίθενται για παραγωγή άχρηστων προϊόντων, όπως το πολεμικό υλικό. Μήπως όμως είναι καιρός να ξυπνήσουμε και να απαιτήσουμε την αλλαγή των πραγμάτων, έστω και στο παραπέντε; Ή μήπως είναι ήδη αργά;

ΝΙΚΟΣ ΑΠΕΡΓΗΣ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ON LINE Κυριακή, 5 Οκτωβρίου 2008 13:10
http://www.naftemporiki.gr/news/static/08/10/05/1572458.htm

Σχόλια