Τα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας, που βασίζονταν
στον ιδιότυπο ιδεολογικό δεσμό Wall Street
και Λευκού Οίκου, θρυμματίστηκαν
Μέσα σε 10 ημέρες» -γράφει ο «Economist»- , «είδαμε την κρατικοποίηση, την κατάρρευση και τη διάσωση της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο με περιουσιακά στοιχεία 1 τρισ. δολ., δύο εκ των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών με περιουσία συνολικά 1,5 τρισ. δολ. και δύο κολοσσών παροχής ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, με περιουσία 1,8 τρισ. Η κυβέρνηση της κορυφαίας καπιταλιστικής χώρας στον κόσμο χάθηκε στη δίνη της ίδιας της καπιταλιστικής βιομηχανίας της. Και δείχνει να πνίγεται».
Με απλά λόγια, η οικονομική βιομηχανία συνθλίβεται μεταξύ δύο ισχυρών τάσεων: αφενός χρειάζεται κεφάλαιο, αφού περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ακίνητα, δεν πληρώνουν πλέον τα χρέη, κι αφετέρου πρέπει να συρρικνωθεί για να καταφέρει να επιβιώσει. Με άλλα λόγια, ο τραπεζικός τομέας δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μετά την κρίση αυτή εάν δεν «μικρύνει», αλλά εάν «μικρύνει» δεν θα μπορέσει να έχει κέρδη. Δεν είναι να απορεί, λοιπόν, κανείς που οι επενδυτές φεύγουν τρέχοντας και οι κυβερνήσεις στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι μόνοι «αγοραστές» που έχουν απομείνει. «Στην πραγματικότητα» -σημειώνει ο Μαρκ Πίτζκε στο «Spiegel»-, «όλα δείχνουν ότι τα θεμέλια του αμερικανικού καπιταλισμού θρυμματίστηκαν. Από το 1864, ο αμερικανικός τραπεζικός τομέας χωρίστηκε σε εμπορικό και επενδυτικό. Τώρα αυτό άλλαξε. Όλα τα μεγάλα ονόματα στον χώρο των επενδύσεων, πλην
δύο, εξαφανίστηκαν. “Τίποτε δεν θα είναι όπως πριν”, έλεγαν σε απόγνωση οι χρηματιστές, «ο κόσμος, όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα, βυθίζεται”». Σύμφωνα με τον ιστορικό και οικονομικό αναλυτή Ρον Τσέρνοου, ο Λευκός Οίκος έχει φθάσει πλέον στο σημείο χωρίς επιστροφή. «Η ειρωνεία», λέει, «είναι να βλέπει κανείς μια κυβέρνηση υπέρμαχο της ελεύθερης αγοράς να κάνει πράγματα που και οι πιο φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί δεν θα σκέφτονταν ούτε στα πιο έξαλλα όνειρά τους».
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο οικονομολόγος Τζάγκντις Μπαγκουάτι υποστηρίζει ότι η έλλειψη ελέγχου του οικονομικού τομέα που χαρακτηρίζει την πρακτική της Ουάσινγκτον είναι αποτέλεσμα των ισχυρών δεσμών που διατηρεί η WallStreet με την κυβέρνηση. «Η Wall Street προσπαθεί να ασκεί πιέσεις κάθε φορά που της δίνεται η ευκαιρία. Είναι σαν ιδεολογική δέσμευση. Σε κάνουν να νιώθεις σαν τέρας-σοσιαλιστής, εάν ταχθείς κατά της πρακτικής αυτής». Και η αλήθεια είναι ότι, όποιο κόμμα κι αν ήταν στην εξουσία, οι επενδυτικές τράπεζες και η αμερικανική κυβέρνηση είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία, ενώ μια «τρίτη πόρτα» οδηγεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο Ρόμπερτ Ρούμπιν, για παράδειγμα, πανίσχυρος υπουργός Οικονομίας, πριν αναλάβει το αξίωμα επί προεδρίας Κλίντον, εργαζόταν στην Goldman Sachs και μετά τη θητεία του πήγε στη Citigroup. Ο Χανκ Πόλσον, ο νυν υπουργός Οικονομίας, μαζί με μια ομάδα συμβούλων του επίσης προέρχεται από την Goldman Sachs. «Η Ουάσινγκτον θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να πρέπει να πουλήσει χαλασμένο προϊόν, εάν συνεχίσει να υποστηρίζει την ελευθερία κινήσεων των επενδυτικών τραπεζών, όσων εξ αυτών θα παραμείνουν ανοιχτές όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός», σημειώνουν οι «Financial Times». Χαρακτηριστική είναι αντίδραση της ινδικής κυβέρνησης, στην έκθεσή που της παρουσίασε πρόσφατα ο πρώην οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ραγκουράμ Ραζάν, για την απελευθέρωση της οικονομικής αγοράς. Ο Ραζάν διαπίστωσε ότι η αντίθεση στην ιδέα και μόνο ήταν πλέον ευρέως διαδεδομένη. «Δεν ή-
ταν μόνο», λέει, «η παραδοσιακή Αριστερά που φώναζε με ικανοποίηση “Σας τα είχαμε πει!”, αλλά ακόμα και αυτοί που υποστήριζαν μέχρι τώρα τις μεταρρυθμίσεις ήταν πλέον αρκετά επιφυλακτικοί». Εκτός από τις αναπτυσσόμενες αγορές, οι ΗΠΑ θα πρέπει να προσπαθήσουν πολύ για να διατηρήσουν ακέραιες τις απόψεις τους και στα διεθνή fora, όπως οι G7. Ήδη η Γερμανία και η Γαλλία, που πολλές φορές τα τελευταία χρόνια είχαν δεχθεί την επίπληξη της Ουάσινγκτον για έλλειψη ευελιξίας στον τραπεζικό τομέα και την αγορά εργασίας, τώρα με το ζόρι κρατιούνται να μη δείξουν ότι επιχαίρουν.
ΤΗΣ AΘΗΝΑΣ ΚΟΥΦΟΠΑΝΟΥ ΑΠΌ ΤΟΝ Κ.Τ.Ε.(4-5/10/2008)
στον ιδιότυπο ιδεολογικό δεσμό Wall Street
και Λευκού Οίκου, θρυμματίστηκαν
Μέσα σε 10 ημέρες» -γράφει ο «Economist»- , «είδαμε την κρατικοποίηση, την κατάρρευση και τη διάσωση της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο με περιουσιακά στοιχεία 1 τρισ. δολ., δύο εκ των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών με περιουσία συνολικά 1,5 τρισ. δολ. και δύο κολοσσών παροχής ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, με περιουσία 1,8 τρισ. Η κυβέρνηση της κορυφαίας καπιταλιστικής χώρας στον κόσμο χάθηκε στη δίνη της ίδιας της καπιταλιστικής βιομηχανίας της. Και δείχνει να πνίγεται».
Με απλά λόγια, η οικονομική βιομηχανία συνθλίβεται μεταξύ δύο ισχυρών τάσεων: αφενός χρειάζεται κεφάλαιο, αφού περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ακίνητα, δεν πληρώνουν πλέον τα χρέη, κι αφετέρου πρέπει να συρρικνωθεί για να καταφέρει να επιβιώσει. Με άλλα λόγια, ο τραπεζικός τομέας δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μετά την κρίση αυτή εάν δεν «μικρύνει», αλλά εάν «μικρύνει» δεν θα μπορέσει να έχει κέρδη. Δεν είναι να απορεί, λοιπόν, κανείς που οι επενδυτές φεύγουν τρέχοντας και οι κυβερνήσεις στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι μόνοι «αγοραστές» που έχουν απομείνει. «Στην πραγματικότητα» -σημειώνει ο Μαρκ Πίτζκε στο «Spiegel»-, «όλα δείχνουν ότι τα θεμέλια του αμερικανικού καπιταλισμού θρυμματίστηκαν. Από το 1864, ο αμερικανικός τραπεζικός τομέας χωρίστηκε σε εμπορικό και επενδυτικό. Τώρα αυτό άλλαξε. Όλα τα μεγάλα ονόματα στον χώρο των επενδύσεων, πλην
δύο, εξαφανίστηκαν. “Τίποτε δεν θα είναι όπως πριν”, έλεγαν σε απόγνωση οι χρηματιστές, «ο κόσμος, όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα, βυθίζεται”». Σύμφωνα με τον ιστορικό και οικονομικό αναλυτή Ρον Τσέρνοου, ο Λευκός Οίκος έχει φθάσει πλέον στο σημείο χωρίς επιστροφή. «Η ειρωνεία», λέει, «είναι να βλέπει κανείς μια κυβέρνηση υπέρμαχο της ελεύθερης αγοράς να κάνει πράγματα που και οι πιο φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί δεν θα σκέφτονταν ούτε στα πιο έξαλλα όνειρά τους».
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο οικονομολόγος Τζάγκντις Μπαγκουάτι υποστηρίζει ότι η έλλειψη ελέγχου του οικονομικού τομέα που χαρακτηρίζει την πρακτική της Ουάσινγκτον είναι αποτέλεσμα των ισχυρών δεσμών που διατηρεί η WallStreet με την κυβέρνηση. «Η Wall Street προσπαθεί να ασκεί πιέσεις κάθε φορά που της δίνεται η ευκαιρία. Είναι σαν ιδεολογική δέσμευση. Σε κάνουν να νιώθεις σαν τέρας-σοσιαλιστής, εάν ταχθείς κατά της πρακτικής αυτής». Και η αλήθεια είναι ότι, όποιο κόμμα κι αν ήταν στην εξουσία, οι επενδυτικές τράπεζες και η αμερικανική κυβέρνηση είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία, ενώ μια «τρίτη πόρτα» οδηγεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο Ρόμπερτ Ρούμπιν, για παράδειγμα, πανίσχυρος υπουργός Οικονομίας, πριν αναλάβει το αξίωμα επί προεδρίας Κλίντον, εργαζόταν στην Goldman Sachs και μετά τη θητεία του πήγε στη Citigroup. Ο Χανκ Πόλσον, ο νυν υπουργός Οικονομίας, μαζί με μια ομάδα συμβούλων του επίσης προέρχεται από την Goldman Sachs. «Η Ουάσινγκτον θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να πρέπει να πουλήσει χαλασμένο προϊόν, εάν συνεχίσει να υποστηρίζει την ελευθερία κινήσεων των επενδυτικών τραπεζών, όσων εξ αυτών θα παραμείνουν ανοιχτές όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός», σημειώνουν οι «Financial Times». Χαρακτηριστική είναι αντίδραση της ινδικής κυβέρνησης, στην έκθεσή που της παρουσίασε πρόσφατα ο πρώην οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ραγκουράμ Ραζάν, για την απελευθέρωση της οικονομικής αγοράς. Ο Ραζάν διαπίστωσε ότι η αντίθεση στην ιδέα και μόνο ήταν πλέον ευρέως διαδεδομένη. «Δεν ή-
ταν μόνο», λέει, «η παραδοσιακή Αριστερά που φώναζε με ικανοποίηση “Σας τα είχαμε πει!”, αλλά ακόμα και αυτοί που υποστήριζαν μέχρι τώρα τις μεταρρυθμίσεις ήταν πλέον αρκετά επιφυλακτικοί». Εκτός από τις αναπτυσσόμενες αγορές, οι ΗΠΑ θα πρέπει να προσπαθήσουν πολύ για να διατηρήσουν ακέραιες τις απόψεις τους και στα διεθνή fora, όπως οι G7. Ήδη η Γερμανία και η Γαλλία, που πολλές φορές τα τελευταία χρόνια είχαν δεχθεί την επίπληξη της Ουάσινγκτον για έλλειψη ευελιξίας στον τραπεζικό τομέα και την αγορά εργασίας, τώρα με το ζόρι κρατιούνται να μη δείξουν ότι επιχαίρουν.
ΤΗΣ AΘΗΝΑΣ ΚΟΥΦΟΠΑΝΟΥ ΑΠΌ ΤΟΝ Κ.Τ.Ε.(4-5/10/2008)
Σχόλια