την αδυναμία αντιμετώπισης της χρηματιστηριακής κρίσης αποδίδει μεταξύ άλλων τη δεκαετία της ύφεσης που γνώρισε η ιαπωνική οικονομία. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι πριν από τη χρηματιστηριακή κρίση οι επτά στις δέκα μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο ήταν ιαπωνικές. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1998, δεν υπήρχε ούτε μία στην πρώτη δεκάδα. Το ίδιο διάστημα οι Ιάπωνες δισεκατομμυριούχοι μειώθηκαν από σαράντα ένας σε εννέα.
Στον αντίποδα βρέθηκε η αμερικανική οικονομία, η οποία κατάφερε να αντιμετωπίσει το κραχ του Οκτωβρίου του 1987 (πτώση 25% σε τρεις ημέρες), να αναδιοργανωθεί και στη δεκαετία του 90 να βρεθεί στην πρωτοπορία της οικονομικής ανάπτυξης, πράγμα που κανείς δεν φανταζόταν τη δεκαετία του 80.
Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να ισχύσει και σήμερα; Είναι ένα μεγάλο ερώτημα, από του οποίου την απάντηση πολλά μπορούν να εξαρτηθούν. Σχεδόν τα πάντα.
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μόνο αρνητική. Γιατί η κρίση δεν είναι μόνο χρηματιστηριακή, αλλά χρηματοπιστωτική και οικονομική.
Σήμερα τα χρηματιστήρια μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση του κλίματος μ ένα ανοδικό ράλι, αλλά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ούτε τη χρηματοπιστωτική κρίση ούτε την οικονομική.
Εξετάζοντας σε βάθος το θέμα βλέπουμε ότι βρισκόμαστε στο τέλος ενός οικονομικού μοντέλου, το οποίο πρόσφερε ταχεία ανάπτυξη, δημιούργησε εισοδήματα και πλούτο, αλλά άφησε στο περιθώριο την κοινωνία και προπαντός τους απόκληρους, γιατί η αναδιανομή του εισοδήματος τους αγνοούσε σχεδόν παντελώς ή στην καλύτερη περίπτωση τους πετούσε ψίχουλα ίσα ίσα για να επιβιώνουν.
Τώρα καλούνται οι κυβερνήσεις να βρουν ένα νέο μοντέλο το οποίο θα δώσει ορμή στην ανάπτυξη και ταυτοχρόνως θα κάνει δικαιότερη την κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος.
Θανάσης Λυρτσογιάννης
The Washington Post
H Wall Street, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αποτελεί παρελθόν. Δεν πρόκειται απλώς για το γεγονός ότι η Merrill Lynch «συναίνεσε» σε έναν αναγκαστικό γάμο με την Bank of America, ούτε ότι η θρυλική επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers οδηγήθηκε σε πτώχευση, αλλά ούτε και για το ότι η επιβίωση του ασφαλιστικού κολοσσού της AIG αποτέλεσε θέμα ημερών… Δεν πρόκειται ακόμη καν για το ότι οι προαναφερόμενες εξελίξεις ακολούθησαν την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns ή την κατ’ ουσίαν κρατικοποίηση των Fannie Mae και Freddie Mac, των δύο μεγαλύτερων οργανισμών χρηματοδότησης και εγγυήσεων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Αυτό το οποίο έχει συμβεί και είναι το ουσιαστικότερο απ’ όλα, είναι η κατάρρευση του επιχειρηματικού μοντέλου της ίδιας της Wall Street.
Η απληστία και ο φόβος, που διέπουν κατά κανόνα τις χρηματοεπενδυτικές και τις αγορές δανεισμού, πυροδότησαν την τρέχουσα κρίση. Δεν είναι δε βέβαιο το πότε θα λήξει. Εκείνο, το οποίο είναι βέβαιο είναι ότι η κρίση αυτή πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε μετά τη δεκαετία του ’80 η ίδια η Wall Street – οι κολοσσιαίες επενδυτικές της τράπεζες, οι χρηματιστηριακοί οίκοι της, οι εταιρείες της των αμοιβαίων κεφαλαίων και εκείνες των επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων.
Το σημερινό επιχειρηματικό μοντέλο της στηρίζεται σε τρεις βασικές παραμέτρους.
Κατ’ αρχάς, οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες έχουν μετεξελιχθεί, πέραν του παραδοσιακού ρόλου τους που ήταν ρόλος συμβούλου και μεσάζοντα. Κάποτε οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, όπως είναι οι Goldman Sachs και Lehman Brothers «δούλευαν» κυρίως για τους πελάτες τους. Διεκπεραίωναν συναλλαγές στις χρηματιστηριακές αγορές και σε εκείνες των ομολόγων για μεγάλους θεσμικούς επενδυτές (ασφαλιστικές εταιρείες, ασφαλιστικά Ταμεία, εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων). Αντλούσαν κεφάλαια για επιχειρήσεις, ως ανάδοχοι και πωλητές νέων μετοχών τους και ομολογιών. Συμβούλευαν τους εταιρικούς πελάτες τους για θέματα συγχωνεύσεων, εξαγορών και ανεξαρτητοποίησης δραστηριοτήτων τους. Από την παροχή όλων αυτών των υπηρεσιών αντλούσαν προμήθειες.
Σήμερα οι περισσότερες από αυτές τις επενδυτικές τράπεζες επενδύουν επίσης ίδια κεφάλαιά τους. Χρησιμοποιούν τα κεφάλαια συνεργατών τους ή των μετόχων τους για να δραστηριοποιηθούν στις επενδυτικές αγορές. Οι ενέργειές τους αυτές έχουν ονομασθεί μάλιστα «principal transactions». Η Merrill και άλλοι στην ουσία χρηματιστηριακοί οίκοι, που στο παρελθόν εξυπηρετούσαν ιδιώτες, επεκτάθηκαν στην επενδυτική τραπεζική αγορά. Το αυτό συνέβη και με πολλές εμπορικές τράπεζες, μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση του 1999 που κατήργησε τον Νόμο Glass-Steagall του 1933 (σ.σ. και ουσιαστικά επιστρέφουμε σε αυτόν μετά την απόφαση να μετατραπούν Morgan Stanley και Goldman Sachs σε τραπεζικούς ομίλους συμμετοχών).
Ειδικές αμοιβές
Ενα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό της Wall Street, είναι το γεγονός ότι ως αγορά εργασίας κυριαρχείται από τις ειδικές αμοιβές, τις οποίες «κερδίζουν» τα στελέχη των επενδυτικών τραπεζών σε ετήσια βάση, αναλόγως των επιδόσεών τους της χρονιάς. Ετσι, τα εν λόγω ανώτατα στελέχη, με «βασικούς» μισθούς της τάξεως των 200.000 ή 300.000 δολαρίων, καταλήγουν να κερδίζουν κάθε χρόνο το πενταπλάσιο ή και το δεκαπλάσιο αυτών των αμοιβών.
Τέλος, οι επενδυτικές τράπεζες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από δανεικά κεφάλαια, τα οποία, στη δική τους ορολογία ονομάζονται «leverage», και σε δική μας, ελεύθερη μετάφραση «κάλυψη». Η περίπτωση της Lehman είναι χαρακτηριστική. Το 2007 διέθετε μετοχές, ομόλογα και άλλους τίτλους, αξίας που άγγιζε τα 700 δισ. δολάρια. Την ίδια ώρα το μετοχικό κεφάλαιό της δεν υπερέβαινε τα 23 δισ. δολάρια. Η διαφορά καλύπτετο από δανεισμό και αυτό σημαίνει ότι η «αναλογία κάλυψής» της προς «ίδια κεφάλαια» ήταν 30 προς 1. Ο δανεισμός, η «κάλυψη», μπορεί να αποφέρει τεράστια κέρδη. Ας υποθέσουμε ότι αγοράζουμε μία μετοχή στα 100 δολάρια και ότι η τιμή της αυξάνεται στα 110. Εχουμε βγάλει 10%, μία καλή απόδοση. Ας υποθέσουμε τώρα ότι έχουμε δανεισθεί τα 90 από αυτά, τα αρχικά μας 100 δολάρια. Εάν η τιμή της μετοχής αυξηθεί στα 101 δολάρια, έχουμε κερδίσει 10% επί της επενδύσεώς μας των 10 δολαρίων. Αν και τεχνικά, η τιμή της μετοχής πρέπει να είναι κατά τι υψηλότερη για να καλυφθεί και το κόστος του δανεισμού μας.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_27/09/2008_286349
Της Ρουμπινας Σπαθη
Καθώς οι κραδασμοί, από την πτώση κολοσσών, συγκλονίζουν τη Wall Street και το σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας, επανέρχεται στο προσκήνιο το ακανθώδες θέμα των δυσθεώρητων αμοιβών που λαμβάνουν στελέχη μεγάλων εταιρειών και οι οποίες κάθε άλλο παρά αντανακλούν την επιτυχία τους. Αντιθέτως, οι αποτυχίες των χρυσοπληρωμένων διευθυνόντων συμβούλων ανταμείβονται συχνά με ιλιγγιώδεις αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσής τους. Το θέμα έχει επανειλημμένως αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού σε εφημερίδες διαφόρων εθνικοτήτων, με την έμφαση να δίνεται συνήθως ακριβώς στο ότι το ύψος των αμοιβών υψηλόβαθμων στελεχών είναι αντιστρόφως ανάλογο των ικανοτήτων τους.
Πολλοί από τους πλέον καλοπληρωμένους διευθύνοντες συμβούλους είναι εκείνοι που είδαν προσφάτως την εταιρεία τους να βουλιάζει, όταν οι ίδιοι βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας τους και των αμοιβών τους. Αναπόφευκτα, όμως, προσελκύουν τώρα τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά και την επιθετικότητα της αμερικανικής κοινής γνώμης, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις στο δράμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ ανέδειξαν στο πλήρες ανάπτυγμά του το παράδοξο των αποτυχημένων διευθυνόντων συμβούλων, που κυριολεκτικώς πλουτίζουν, οδηγώντας τις εταιρείες τους στην καταστροφή και στη χειρότερη περίπτωση φεύγουν καλυμμένοι από το «χρυσό αλεξίπτωτο», όπως είθισται να χαρακτηρίζονται οι μυθικές αποζημιώσεις τους.
Η πλέον εξόφθαλμη περίπτωση είναι αναμφίβολα εκείνη του Ρίτσαρντ Φαλντ, επί μακρόν διευθύνοντος συμβούλου της πτωχεύσασας Lehman Brothers, ο οποίος στη διάρκεια του 2007 πληρώθηκε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της εταιρείας ερευνών Equilar, συνολικά 45 εκατ. δολ., δηλαδή 17.000 δολάρια την ώρα, για να βάλει λουκέτο στην εταιρεία. Με τον βιτριολικό, αλλά και πνευματώδη τίτλο «Χρειάζεστε εργασία; Σας προσφέρουμε 17.000 δολάρια την ώρα και δεν χρειάζεται να επιτύχετε», ο Νίκολας Κριστόφ, αρθρογράφος των New York Times, καυτηριάζει την ακραία περίπτωση του Φαλντ, που όπως τονίζει, από το 2003 μέχρι και το 2007 εισέπραξε από την εταιρεία συνολικά σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολ. και παραμένει επικεφαλής της Lehman μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και προστασίας από τους πιστωτές. Με εξίσου αδυσώπητο χιούμορ, ο ίδιος αρθρογράφος επισημαίνει πως ο μέχρι πέρυσι επικεφαλής της Merrill Lynch, ο Στάνλει Ο’Νιλ, συνταξιοδοτήθηκε παίρνοντας μαζί του 161 εκατ. δολάρια, αφού πρώτα επέτυχε να φέρει την άλλοτε κραταιά εταιρεία του στο χείλος της αβύσσου.
Με ποιο σκεπτικό
Το αναπόδραστο ερώτημα είναι ασφαλώς με ποιο σκεπτικό να αμείβονται με τέτοια ιλιγγιώδη ποσά όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς. Μια άλλη περίπτωση, έστω και όχι εξίσου ηχηρή, είναι εκείνη του Μάικλ Ο’ Λίρι, διευθύνοντος συμβούλου της Ryanair Holdings, που, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας International Herald Tribune, το 2008 πήρε αύξηση 23% στον μισθό του, με αποτέλεσμα μαζί με τα μπόνους να έχει λάβει τον Μάρτιο το μυθικό ποσό των 1,88 εκατ. δολ., ενώ τα κέρδη της εταιρείας σημείωναν πτώση 10%. Πολύ μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί, άλλωστε, η διαπίστωση πως ο παραλογισμός κλιμακώνεται, καθώς πριν από τρεις δεκαετίες, σύμφωνα πάντα με τον Κριστόφ, ο μισθός ενός διευθύνοντος συμβούλου ήταν 30 ή 40 φορές μεγαλύτερος από εκείνον ενός μέσου εργαζομένου, αλλά το περασμένο έτος έφθασε κατά μέσον όρο να είναι 344 φορές μεγαλύτερος.
Σε ανάλογα επίπεδα βρίσκονται και τα μπόνους, όπως και στην περίπτωση του Μάικλ Ο’Λίρι, που συχνά εκτοξεύουν το άθροισμα των αμοιβών σε μυθικά ποσά. Το μεγαλύτερο, μεταξύ των διευθυνόντων συμβούλων της Wall Street, έλαβε το 2006 ο Λόιντ Μπλανκφάιν, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, με το ποσό των 53,4 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας New York Times, το εν λόγω μπόνους προσετέθη στο μισθό των 600.000 δολ., με αποτέλεσμα οι ετήσιες αποδοχές του Μπλανκφάιν να φθάνουν στα 54 εκατ. το τρέχον έτος, ενώ πέρυσι είχε λάβει 38 εκατ. δολάρια. Σε ό, τι αφορά, άλλωστε, τον αντιπρόεδρο της Goldman, Γκάρι Κον, έλαβε 25,7 εκατ. δολάρια σε δικαιώματα προτίμησης και οψιόν, όπως και ο αντιπρόεδρος του τομέα επενδυτικής τραπεζικής, Τζον Βάινμπεργκ. Ενα ακόμη ρεκόρ κατέγραψε το 2006 ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Morgan Stanley, Τζον Μακ, που έλαβε ως μπόνους το ποσό των 41,1 εκατ. δολαρίων.
Αποφασίζοντας να αναλάβει υπό την προστασία της τις Northern Rock, Fannie Mae και Freddie Mac, καθώς και τον όμιλο ασφαλιστικών American International Group, η αμερικανική κυβέρνηση επέτυχε να καλλιεργήσει την οργή των φορολογουμένων, που νοιώθουν πως καλούνται να καλύψουν εκείνοι τη ζημιά για τα κέρδη τα οποία απέσπασαν κάποιοι άλλοι, ενίοτε κατά αθέμιτο τρόπο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει παράλληλα και στη Βρετανία θέτοντας τον πρωθυπουργό σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Κι αυτό γιατί το Λονδίνο καθιερώθηκε ως παγκόσμιο οικονομικό κέντρο, όταν υπό την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών ο Γκόρντον Μπράουν προώθησε την πολιτική των χαλαρών ρυθμίσεων στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών.
Ρίτσαρντ Φαλντ, από το 1969 στη Lehman
Ο 62χρονος Ρίτσαρντ Φαλντ πήρε το πρώτο του πτυχίο Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο το 1969 και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές σε Οικονομικά Επιχειρήσεων στο New York University, απ’ όπου και αποφοίτησε το 1973. Το 1969 που προσελήφθη στην Lehman άρχισε να απασχολείται ως διαπραγματευτής ομολόγων βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Στη διάρκεια των ετών που μεσολάβησαν μέχρι το 1994, οπότε ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος, υπήρξε μάρτυρας, με ενεργή συμμετοχή, σε όλες τις αλλαγές της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της συγχώνευσης με την Kuhn, Loeb & Co. και την εξαγορά της από την American Express, της συγχώνευσης με την E.F. Hutton και τελικά την απόσπασή της από την American Express το 1994 και την ανάδυσή της στη σημερινή μορφή της. Παράλληλα, συμμετέχει στο διεθνές επιχειρηματικό συμβούλιο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ενώ είναι μέλος του εποπτικού συμβουλίου του Κολεγίου του Middlebury, αλλά και του νοσοκομείου Presbyterian της Νέας Υόρκης.
Καλός καπετάνιος σε κακή στιγμή
Γνωστός και ως «γορίλλας της Wall Street», ο επιβλητικός Ρίτσαρντ Φαλντ ξεκίνησε την επαγγελματική του ζωή ως πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, αλλά στράφηκε στον ανταγωνιστικό κόσμο των χρηματιστηριακών επιχειρήσεων, καθώς συγκρούστηκε με τον διοικητή του. Από το 1969 εντάχθηκε στο δυναμικό της Lehman Brothers, της οποίας ανέλαβε τα ηνία ως διευθύνων σύμβουλος το 1994. Ενα χρόνο νωρίτερα η εταιρεία κατέγραφε ζημία 109 εκατ. δολαρίων, αλλά το 2007 τα κέρδη της είχαν εκτιναχθεί στο μυθικό ποσό των 4,2 δισ. δολαρίων. Ως ανταμοιβή για τα ιλιγγιώδη αυτά κέρδη απέσπασε μπόνους ύψους 22 εκατ. δολαρίων. Απεδείχθη επανειλημμένως «καλός καπετάνιος» και ιδιαιτέρως στη «φουρτούνα» της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, όταν μεθόδευσε σε χρόνο ρεκόρ τη μεταφορά της εταιρείας από το φλεγόμενο Νότιο Μανχάταν στο ξενοδοχείο Σέρατον. Το 2006 ανεδείχθη σε «διευθυντή της χρονιάς» από το περιοδικό International Investor, ενώ συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της ομοσπονδιακής τράπεζας της Νέας Υόρκης.
Παραδόξως, το άστρο του έμελλε να δύσει εξαιτίας της «φούσκας» στην αγορά ακινήτων. Η εσφαλμένη -όπως απεδείχθη- επιλογή που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την αντίστροφη μέτρηση ήταν η απόφασή του, τον Μάιο του 2007, να δαπανήσει 15 δισ. δολάρια για την εξαγορά της εταιρείας εκμετάλλευσης ακινήτων Archstone - Smith κι ενώ η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας του δεν ξεπερνούσε τα 20 δισ. Κι ενώ ένα μήνα αργότερα έσκασε η «φούσκα» της αγοράς ακινήτων, ο Φαλντ αρνείτο να παραδεχθεί πως είχε κάνει εσφαλμένη επιλογή, με αποτέλεσμα να επιταχύνει την κατάρρευση μιας εταιρείας ηλικίας 158 ετών για την οποία λεγόταν ότι είχε «19 ζωές», καθώς είχε επιβιώσει στις χειρότερες θύελλες. Ο ίδιος, πάντως, διατηρεί την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και μετά την πτώχευση της Lehman.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_100005_27/09/2008_286356==========
Οι δημόσιες ακροάσεις, όπου οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είναι υποχρεωμένοι να απαντούν στις ερωτήσεις επιτροπών της Βουλής ή της Γερουσίας, είναι από τις εξέχουσες του αμερικανικού πολιτειακού συστήματος. Προσφάτως σε μία απ' αυτές ρωτήθηκαν ο υπουργός Οικονομικών και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας αν είναι σωστό να «παγιδευθούν οι φορολογούμενοι, επωμιζόμενοι το χρέος των 700 δισ. δολαρίων» που άφησε να πραγματοποιηθεί σκάζοντας η φούσκα μέσα στο πιστωτικό σύστημα. (Στην πραγματικότητα και έως τώρα 1,3 τρισ. δολάρια).
Εκπληκτική ενάργεια! Ούτε κάποιος από τους καλύτερους μαρξιστές δεν θα το διατύπωνε έτσι καίρια!
Δεν ξέρω αν στη διαπίστωση του (πρώην;) νεοφιλελεύθερου ιέρακος, που τώρα επικαλείται την «καλή πίστη» ως βακτηρία για μιαν κάποια έξοδο απ' τα τενάγη της απληστίας, περίσσευε ο αυτοσαρκασμός ή θρηνούσε η απελπισία. Μάλλον για απλή διαπίστωση μου φάνηκε.
Μια διαπίστωση που ξεφτιλίζει την επί εικοσαετία ρητορική των νεοφιλελεύθερων και των καθ' ημάς μηρυκασμών της. Τους απίστευτους στην αλαζονεία τους κορδακισμούς και τους ανηλεείς για τον κοσμάκη δογματισμούς τους!
Οταν τους έλεγε η πραγματικότης ότι δεν υπάρχουν αξιόλογα ιδιωτικά ΑΕΙ στην Ευρώπη, γούρλωναν τα ματάκια τους με απορία. Πλην όμως επέμεναν!
Τώρα πάνε να καταντήσουν τα εγχώρια ΑΕΙ, ανεξακρίβωτης ταυτότητας ΙΕΚ.
Οταν τους έλεγε η πραγματικότης ότι ο ΟΤΕ είναι εθνική υπόθεση, έβαζαν τη λέξη εθνικός-εθνική-εθνικό στη σαλαμούρα με ένδειξη ότι πρόκειται για κάτι τι το παλαιοημερολογίτικο. Τη συνεπικουρία δε κάτι μετανεωτερικών φρόκαλων της «αριθτεράθ» κατηγορούσαν για εθνικιστές, φαιοκόκκινους και εθνικοπαράφρονες όσους έλεγαν
ότι η πολλή ιδιωτικοποίηση κάνει τη χώρα αντιπαραγωγική. Οταν η πραγματικότης
τούς αποκάλυψε ότι η Ντόυτσε Τέλεκομ είναι... κρατική, γούρλωσαν τα ματάκια τους, αλλά συνέχιζαν να σκούζουν εναντίον των κρατικών εταιρειών ακόμα κι όταν είναι κερδοφόρες.
Ή δογματικοί είναι ή λακέδες των Δυνατών στους οποίους θέλουν να ξεπουλάνε με το αζημίωτο την περιουσία του λαού.
Κρατικοδίαιτοι συνήθως οι ίδιοι είτε αμέσως είτε εμμέσως (μέσω διαπλοκής) κατηγορούν για «κρατιστές» όσους θέλουν ένα κράτος εύρυθμο στην υπηρεσία (κατά το δυνατόν) του λαού και ταυτοχρόνως χτίζουν συνεχώς οι ίδιοι (γκρεμίζοντας τα πάντα) ένα κράτος αντιδραστικό
στην υπηρεσία των αφεντικών τους. Αυτό είναι το «λίγο κράτος» (που όλο και διογκώνεται με τους ρουσφετολογικούς διορισμούς) των νεοφιλελεύθερων, ένα κακό, αντιλαϊκό και ανίκανο κράτος που διώκει το επιχειρείν και τους εργαζόμενους ομοίως!
Ενα διεφθαρμένο κράτος κομπολόι στα χέρια των λαμόγιων, που προστατεύει τους Δυνατούς, τους δίνει δουλειές και τους παραχωρεί προς βρώσιν το σώμα του λαού στην υγεία, στην εκπαίδευση - για μπίζνες, μίζες, μάσες, τούφες, μπούρδες.
***
Τώρα λέει ο κ. Χατζηδάκης ότι το ξεπούλημα της Ολυμπιακής είναι «πατριωτικό καθήκον»!!! Οι ξεδιάντροποι, που στο άκουσμα της λέξης «πατριωτισμός» βγάζουν φλύκταινες, τώρα την επιστρατεύουν για να εξαπατήσουν για μιαν ακόμα φορά τον λαό. Οταν οι νεοφιλελεύθεροι μιλούν για «πατριωτισμό» ετοιμάζουν πλιάτσικο.
.................................
Το αγγλοσαξωνικό μοντέλο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει πεθάνει, αλλά και νεκρό σκοτώνει ακόμα. Στην πραγματικότητα ήταν ήδη νεκρωτικό από την πρώτη αρχή του στη Χιλή και την Αργεντινή, όταν τις γονάτιζε πρώτες. Αλλά έπρεπε να ξημερώσει το φάντασμα του 1929 πάλι στη Γουώλ Στρητ στα 2008, για να αρχίσουν να κάνουν δεύτερες σκέψεις οι γκουρού της παραφροσύνης. Αυτοί που μετά το «τέλος της Ιστορίας» έχουν διαβεί την πόρτα του φρενοκομείου (του «πολέμου των πολιτισμών») και τώρα δεν ξέρουν τι να κάνουν με το τζίνι που απελευθέρωσαν.
Ομως αυτό το τζίνι είναι ο ίδιος τους ο αδαής εαυτός! είτε ως ευαγγελικός βιβλικός μπούφος, είτε ως μετανεωτερικό μαλάκιο του «κυβερνητισμού», των μη-κυβερνητικών οργανώσεων και πάσης άλλης μετανεωτερικής απατεωνιάς.
Ο Μπους και ο Κλίντον είναι οι δύο όψεις της ίδιας βόμβας. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο νεοφιλελευθερισμός της Ν.Δ. και ο «εκσυγχρονισμός» του ΠΑΣΟΚ είναι οι δύο όψεις της ίδιας κάλπικης δεκάρας...
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 27.ΙΧ.2008 stathis@enet.gr
Σχόλια