Tου Πασχου Μανδραβελη / pmandravelis@kathimerini.gr
Από το 2000 ο αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Atlantic Monthly Ζακ Μπετί έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την ανεξέλεγκτη δράση των μεγάλων επιχειρήσεων που οδηγούν σε αδιέξοδα το σύστημα. Επεσήμαινε όμως από τότε και μια δομική αντίφαση: «Tη δεκαετία του 1980 έγινε κάτι εντελώς νέο στις αναπτυγμένες οικονομίες: μεγάλα πακέτα μετοχών και χρηματιστικών προϊόντων αγοράστηκαν από ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων. Oι διοικητές αυτών των ασφαλιστικών ταμείων πιέζουν συνεχώς τους μάνατζερ των επιχειρήσεων στις οποίες επενδύουν να επιτύχουν όλο και μεγαλύτερες αποδόσεις. Ετσι λοιπόν γεννήθηκε μια μεγάλη αντίφαση μέσα στο «ασφαλιστικό - μετοχικό σύστημα»: η αναζήτηση των ασφαλιστικών ταμείων για τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη υπονομεύει τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων που πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίοι ταυτόχρονα λόγω του λαϊκού καπιταλισμού είναι και μέτοχοι των εταιρειών». H αντίθεση καπιταλιστών και προλεταρίων που είδε ο Mαρξ αρχίζει να θολώνει. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συλλογικά γίνονται καπιταλιστές!
O Ζακ Μπετί δεν είναι επ’ ουδενί κρατικιστής. Δεν πιστεύει πως το κράτος μπορεί πλέον να ελέγξει τις επιχειρήσεις, όπως έκανε παλιότερα. Ανήκει σε μια γενιά φιλελεύθερων στοχαστών (είναι βιογράφος του Πίτερ Ντάκερ) που τρομάζουν από το μεγάλο κράτος αλλά και από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντλεί επιχειρήματα από τη μεγάλη φιλελεύθερη παράδοση των ΗΠΑ που ανησυχεί με κάθε συγκέντρωση εξουσίας. O μεγάλος πολιτικός διανοητής Τζέιμς Μάντισον είχε γράψει για το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών που οι κρατικές εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) πρέπει να έχουν. Στην «ιδιωτικοποιημένη» κοινωνία, όμως, έχουμε εξουσία των επιχειρήσεων χωρίς υπευθυνότητα προς το κοινωνικό σύνολο. Πώς θα δημιουργηθεί ένα αντίστοιχο σύστημα ελέγχου και ισορροπιών στον σύγχρονο καπιταλισμό; Ο Ζακ Μπετί δεν τρέφει αριστερές αυταπάτες. «H κρατική παρέμβαση για την εξισορρόπηση της δύναμης των επιχειρήσεων δεν δείχνει να λειτουργεί, αφού η δικαιοδοσία του κράτους σταματάει στα γεωγραφικά του σύνορα - δεν έχει καν τη δύναμη να ελέγξει τις παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις. Aπό την άλλη, το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων μειώνει συνεχώς τη δυνατότητα του κράτους να παρέμβει σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Θα χρειαστεί, άραγε, ο εφιάλτης του πολιτικού Χένρι Ανταμς (μια παγκόσμια υπερκυβέρνηση) για να ισορροπήσει η αυξανόμενη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων; Kανείς δεν ξέρει. H ιστορία δεν μπορεί να γίνει οδηγός σε φαινόμενα που τώρα πρωτοεμφανίζονται».
H δυσκολία να καθοριστούν διεθνείς κανόνες για τη λειτουργία των επιχειρήσεων (έχοντας δεδομένη την απουσία μιας υπερκρατικής εξουσίας) φαίνεται ανάγλυφα στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στις HΠA σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές με την Kίνα. «H διαμάχη αυτή», έγραψε ο Μπετί, «έχει βγάλει στην επιφάνεια ένα θεμελιακό ερώτημα: Γιατί στη συμφωνία των HΠA με την Kίνα ή γιατί μέσω του Παγκόσμιου Oργανισμού Eμπορίου εξάγουμε ένα μέρος μόνο του οικονομικού μας συστήματος; Tο δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι κομμάτι του σύγχρονου καπιταλιστικού μας συστήματος. H απαγόρευση της παιδικής εργασίας είναι κομμάτι του οικονομικού μας συστήματος. Oι ρυθμίσεις περί 8ώρου και ανθρώπινων συνθηκών εργασίας είναι κομμάτι του οικονομικού μας συστήματος. O καπιταλισμός μας έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να τα συμπεριλαμβάνει όλα αυτά. Kαι όμως, η Δύση εξάγει στον Tρίτο Kόσμο τον “άγριο καπιταλισμό”, αυτόν που η ίδια απέρριψε πριν από εκατό περίπου χρόνια. Mε αυτόν τον τρόπο αφήνει τα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων να προβάλλουν τις φαντασιώσεις τους στις λευκές σελίδες της παγκόσμιας οικονομίας».
Δεν ευθύνονται όμως μόνο τα στελέχη των επιχειρήσεων για το γεγονός ότι ο «άγριος καπιταλισμός» βασιλεύει παντού, πλην των καπιταλιστικών χωρών. «Ενα μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτήν την επιχειρηματική συμπεριφορά έχουμε πλέον όλοι μας. Ηδη το 50% των Aμερικανών είναι μέτοχοι επιχειρήσεων. Oι απαιτήσεις όμως των μετόχων για όλο και μεγαλύτερα κέρδη κάνουν τα στελέχη των επιχειρήσεων να ψάχνουν στον Tρίτο Kόσμο “ευκαιρίες επένδυσης” και να κλείνουν τα μάτια στις ανελεύθερες και εξαθλιωτικές συνθήκες εργασίας».
Tι μπορεί να γίνει όμως; «Tο στοίχημα του 21ου αιώνα», υποστηρίζει ο Ζακ Μπετί, «είναι να περάσουμε από την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, στον έλεγχό τους. Ο εκδημοκρατισμός των επενδύσεων, που πέτυχε ο λαϊκός καπιταλισμός, υπαγορεύει την ανάγκη να αναλάβουμε τις ευθύνες για τον καπιταλισμό. H αντίρροπη δύναμη στις υπερβολές των επιχειρήσεων δεν μπορεί να εμφανιστεί πλέον ως κρατικός παρεμβατισμός (όπως έγινε μέχρι σήμερα με το “Νιου Ντιλ”, τις εθνικοποιήσεις στρατηγικών επιχειρήσεων κ.λπ.), αλλά πρέπει να ξεπηδήσει μέσα από το ίδιο το οικονομικό σύστημα». Πρέπει να επιχειρήσουμε πέρα από τον εκδημοκρατισμό της ιδιοκτησίας και τον εκδημοκρατισμό του ελέγχου αυτών των επιχειρήσεων.
Υπάρχει όμως και ένας Τρίτος Δρόμος για τον δημοκρατικό έλεγχο του συστήματος. Στην εναρκτήρια του έτους 1999 ομιλία του στο Kογκρέσο, ο Kλίντον πρότεινε ένα σχέδιο που θα έκανε την αμερικανική κυβέρνηση τον μεγαλύτερο επενδυτή στη Wall Street. O τότε πρόεδρος των HΠA πρότεινε ούτε λίγο - ούτε πολύ να επενδυθεί το πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο χρηματιστήριο και να χρηματοδοτήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τα κέρδη. Oι συντηρητικοί πολέμησαν το σχέδιο ονομάζοντάς το «συγκεκαλυμμένο μπολσεβικισμό» και η κυβέρνηση Kλίντον υπαναχώρησε. «O σπόρος όμως ήδη έχει ριχτεί», λέει ο Μπετί. «Oι κρατικές επενδύσεις, όπως πολύ σωστά φοβούνται οι συντηρητικοί, θα εισήγαγαν την κρατική επιρροή στη διοίκηση των μεγάλων επιχειρήσεων, ακόμη και κρατική συμμετοχή στον έλεγχό τους». Aποφάσεις που έρχονται σε αντίθεση με το κοινό καλό (υπερβολική ρύπανση, χαμηλοί μισθοί, ελλιπής υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους εργασίας κ.λπ.) είναι σήμερα καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Mε το κράτος μέτοχο στις επιχειρήσεις θα υπήρχε πλέον κοινωνικός έλεγχος. «H δημοκρατία θα μπορούσε να βαδίσει χέρι χέρι με τον καπιταλισμό», συμπεραίνει ο συγγραφέας.
«Aυτή η ιδέα δεν ήταν ουτοπία», συνεχίζει. «Mπορούσε να εξελιχθεί σε πρακτική πολιτική που να έχει απτά και αγαθά αποτελέσματα. Φοβούμενος όμως ο Αλ Γκορ τη γελοιοποίηση από τους Ρεπουμπλικανούς αντιπάλους του (σύνθημα των οποίων ήταν: “Φαντασθείτε τους ανθρώπους που διοικούν το ταχυδρομείο, να διοικούν και τη Γουόλ Στριτ!”) “ξέχασε” να συμπεριλάβει το σχέδιο Kλίντον στην καμπάνια του για τις εκλογές του 2000. Tο θέμα όμως δεν πρόκειται να ξεχαστεί, επειδή δεν το θυμήθηκε ο Αλ Γκορ. Tα αποτελέσματα του σημερινού καπιταλισμού (χρηματοπιστωτική κρίση, απώλεια θέσεων εργασίας λόγω ελεύθερου εμπορίου και συρρίκνωσης των επιχειρήσεων, απώλειες ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών κεκτημένων των εργαζομένων και μισθοί που αυξάνονται κατά πολύ λιγότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας) αργά ή γρήγορα θα γίνουν ανυπόφορα. Tότε θα καταλάβουμε πως οι επενδύσεις των ασφαλιστικών ταμείων στη Γουόλ Στριτ έθεσαν τις βάσεις για μια παγκόσμια ιστορική αλλαγή».
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_28/09/2008_286506
===========
Του Γιωργου Παγουλατου
Στη μητρόπολη του καπιταλισμού, Αμερική, το κράτος εθνικοποιεί τράπεζες, τραβώντας τις μισοπνιγμένες από τα μαλλιά, σε ρόλο καθυστερημένου ναυαγοσώστη. Στη δική μας γωνιά της Ευρώπης το κράτος ιδιωτικοποιεί την Ολυμπιακή, σαν ναυαγοσώστης που αποφάσισε να κλείσει τις τρύπες στη μισοβυθισμένη σωστική του λέμβο.
Το αμερικανικό κράτος-νυχτοφύλακας έρχεται κακήν κακώς, με τους συναγερμούς να ουρλιάζουν, για να διασώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις επιπτώσεις της παρατεταμένης ρυθμιστικής του απραξίας. Μετά από δεκάδες ασκήσεις «αναδιάρθρωσης», το ελληνικό κράτος-ιδιοκτήτης των Ολυμπιακών Αερογραμμών επιτέλους αποχωρεί. Η παταγώδης αποτυχία της αγοράς στη Wall Street επέβαλε την κρατική παρέμβαση. Η κραυγαλέα αποτυχία του κράτους στην Ολυμπιακή οδηγεί στην αναγκαία αποκρατικοποίηση.
Στη μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού είδαμε το αξίωμα της ατομικής ευθύνης να καταρρίπτεται. Η μακρά αδιαφορία των εποπτικών αρχών ενθάρρυνε τον τυχοδιωκτισμό των παραγόντων της αγοράς. Τα τραπεζικά στελέχη που επένδυσαν εκατοντάδες εκατομμύρια της εταιρείας τους σε υψηλού ρίσκου παράγωγα χρηματοοικονομικά σκουπίδια κέρδισαν εξωφρενικές αμοιβές ή πήδηξαν με χρυσά αλεξίπτωτα την ώρα που οι τράπεζές τους κατέρρεαν υπερχρεωμένες, αφήνοντας τους φορολογούμενους να τις ξελασπώσουν.
Ομως το παιχνίδι αυτό δεν παίζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα, παίζεται και στο δημόσιο. Επί δεκαετίες η Ολυμπιακή μας αποτέλεσε αποθετήριο πελατειακών διορισμών, δωρεάν μεταφορέα κομματικών ψηφοφόρων, πεδίο ρουσφετολογικών συναλλαγών, θησαυρό προς λεηλασία. Εξαρθρώθηκε από την αμετροέπεια ορισμένων συνδικαλιστών της, που, εκμεταλλευόμενοι προσβάσεις και υψηλά κολλητιλίκια, απέσπασαν προκλητικές προσόδους λειτουργώντας ως κράτος εν κράτει στην Ολυμπιακή. Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν τρανά παραδείγματα αποτυχίας της αρχής της ατομικής ευθύνης. Ο σωστός επιχειρηματίας κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να αποτύχει – αν όμως επιτύχει τα κέρδη του είναι πλουσιοπάροχα. Δικά του τα κέρδη, δικές του και οι ζημιές. Ομως οι golden boys της Wall Street κράτησαν τα κέρδη για τον εαυτό τους και άφησαν πίσω τους τις ζημιές να κοινωνικοποιηθούν. Οι πρώην πολιτικοί προϊστάμενοι της Ολυμπιακής (και κατά τεκμήριο συνυπεύθυνοι για το 1 εκατ. ευρώ καθημερινής αφαίμαξης του δημόσιου προϋπολογισμού) προχωρούν με τον αέρα της επιτυχίας, για να εφαρμόσουν τα ταλέντα τους και σε άλλα υπουργεία. Οι ατομικές ευθύνες διαχέονται και χάνονται, στον φορολογούμενο έρχεται μόνον ο τελικός λογαριασμός.
Δύο βασικούς τρόπους γνωρίζουν οι οικονομίες της αγοράς για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος: (α) ρυθμιστική εποπτεία των αγορών, και (β) εθνικοποίηση επιχειρήσεων. Η Αμερική απεμπόλησε την πρώτη στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και τώρα αναγκαστικά φλερτάρει με τη δεύτερη. Οι ελληνικές ΔΕΚΟ αφέθηκαν για δεκαετίες στη δεύτερη, για να υποχρεωθούν, υπό το βάρος των ανεξέλεγκτων ελλειμμάτων, να ανακαλύψουν την πρώτη.
Και η εθνικοποίηση και η αποκρατικοποίηση μπορεί να είναι οι κατάλληλες ρεαλιστικές απαντήσεις σε αποτυχίες των αγορών και της πολιτικής αντίστοιχα. Καμία δεν συνιστά άριστη λύση, και οι δύο αποτελούν λύσεις ανάγκης. Θεωρητικά ιδεώδης θα ήταν μια αναδιάρθρωση και κερδοφόρα διοίκηση της Ολυμπιακής, υπό ανεξάρτητο μάνατζμεντ και ελεύθερο ανταγωνισμό, αποδίδοντας αξία στο δημόσιο μέτοχο.
Ομως δεκαετίες συνεχών αποτυχιών οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι αδυναμίες είναι διαρθρωτικές, το κράτος-ιδιοκτήτης δεν ανέχεται ανεξάρτητο μάνατζμεντ, εκφυλίζεται σε άθλιο κράτος-επιχειρηματία. Η δημόσια Ολυμπιακή είναι ανεπίδεκτη σωτηρίας. Ούτε για τις ΗΠΑ η τεράστιου δημοσιονομικού κόστους κυβερνητική παρέμβαση είναι η καλύτερη έκβαση. Δικαιότερο θα ήταν οι τράπεζες, να αφεθούν να χρεοκοπήσουν, να υποστούν τη «δημιουργική καταστροφή» του καπιταλισμού. Ομως κάτι τέτοιο θα συμπαρέσυρε ολόκληρη την αμερικανική οικονομία και κοινωνία σε μια καταστροφή εφάμιλλη της Μεγάλης Υφεσης του ’30...
Υπό ορισμένες συνθήκες στην αγορά, το κράτος επεμβαίνει δραστικά. Υπό άλλες, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να αποχωρεί.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. gpag@aueb.gr
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_1_28/09/2008_286456
==========
Το ενδιαφέρον, όμως, στρέφεται περισσότερο προς τις διεθνείς επιπτώσεις της αμερικάνικης οικονομικής κρίσης.
Η αμφισβήτηση του καπιταλιστικού μοντέλου είναι μία από αυτές. Μια δεύτερη είναι η λεγόμενη «επιστροφή του κράτους» στη διαχείριση της οικονομίας, με την αναμενόμενη νεκρανάσταση του κράτους προνοίας και την ανάδυση κοινωνικά ευαίσθητων κυβερνήσεων.
Το καλό σενάριο
Πρόκειται για ένα αισιόδοξο σενάριο που κυρίως συνδιάζεται με την άνοδο των ποσοστών του Ομπάμα, καθώς ο Δημοκρατικός υποψήφιος υπόσχεται ακριβώς ένα τέτοιο πακέτο πολιτικής. Δίνει έμφαση στην κοινωνική μέριμνα και υπόσχεται αυστηρό έλεγχο στους κερδοσκόπους της Γουόλ Στριτ και τις εταιρείες τους.
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον κρίσης (για «πιθανή κατάρρευση ολόκληρου του οικονομικού συστήματος» προειδοποίησε ο Μπους στο τελευταίο του διάγγελμα) ο προοδευτικός χώρος στις ΗΠΑ επιχειρεί να καταθέσει τη δική του εναλλακτική λύση: Μιλά για ευκαιρία οικοδόμησης ενός συστήματος δημοκρατικού σοσιαλισμού με δημιουργία πολιτικού κόμματος «αριστερά των Δημοκρατικών».
Αν και για τις ΗΠΑ κάτι τέτοιο μοιάζει με σενάριο πολιτικής φαντασίας, οι προοδευτικοί Αμερικανοί καλούν τους μεσοαστούς συμπολίτες τους σε κοινωνικό συναγερμό για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος «μεγαλύτερου και ισχυρότερου από τα αντιρατσιστικά και αντιπολεμικά κινήματα της δεκαετίας του '60 και από το μαχητικό εργατικό κίνημα του '30».
Το δικομματικό μοντέλο παραμένει ισχυρότατο στις ΗΠΑ, όμως η πιθανή αποδυνάμωσή του καταγράφεται στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, καθώς πολλοί συμφωνούν ότι «η οικονομικά θα είναι το πρόβλημα του επόμενου προέδρου» που μάλλον θα είναι Δημοκρατικός.
Με κεντρικό σύνθημα «Σώστε τους άστεγους, όχι τους τραπεζίτες», οι πρώτες διστακτικές παρεμβάσεις ακτιβιστών δίνουν το στίγμα των προθέσεών τους, ενώ δεν λείπουν οι ειρωνικές επισημάνσεις ότι «το ίδιο Κογκρέσο που δεν έβρισκε λεφτά για τη δημόσια υγεία, την παιδεία και το περιβάλλον, βρήκε σε μία νύχτα πολύ περισσότερα, εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, για να σώσει τους τραπεζίτες».
Ολα αυτά γεννούν μια υποψία αισιοδοξίας για επιστροφή του κράτους πρόνοιας, αν και προσωπικότητες όπως η συγγραφέας και ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν προειδοποιούν αντιθέτως ότι «η κρίση θα είναι το πρόσχημα για νέα συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας».
Σ' αυτή την απαισιόδοξη πλευρά στέκονται και άλλοι αμερικανοί διανοούμενοι και οικονομολόγοι που διαβλέπουν «πραξικόπημα των τραπεζιτών στο σχέδιο διάσωσης (bailout) του Κογκρέσου», τη διαμόρφωση μιας νέας «τάξης κλεπτοκρατών» και την ενίσχυση των «τραπεζοσυμμοριτών» τους περίφημους «banksters», όρος που εισήγαγε ο αμερικάνος πρόεδρος Ρούζβελτ το 1933.
=========
Βολές από ευρωπαίους ηγέτες για την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ που οδήγησε στον κλονισμό του τραπεζικού συστήματος
Ποιοι φταίνε, ποιοι θα πληρώσουν
Προσπαθούν να σώσουν το σχέδιο σωτηρίας - Εξεγέρθηκαν οι Ρεπουμπλικανοί οι οποίοι κατηγορούν τον πρόεδρο Μπους ως... κρυπτοσοσιαλιστή
Γ. ΤΣΙΑΡΑΣ
Διχάζει πολιτικούς, οικονομολόγους και την κοινή γνώμη το «σχέδιο σωτηρίας» του τραπεζικού συστήματος ύψους 700 δισ. ευρώ που προωθεί η αμερικανική κυβέρνηση. Τα ερωτήματα που αναδύονται είναι «καυτά»: Ποιος θα πληρώσει τώρα τη «λυπητερή» της κρίσης; Και ποιες θα είναι οι συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, οι ηγέτες της οποίας - έστω και με τρομακτική καθυστέρηση - συνειδητοποιούν τώρα το δυσβάσταχτο κόστος της κακώς εννοούμενης «παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου» και της πλήρους απελευθέρωσης των αγορών;
Ενδεικτικό της σύγχυσης που επικρατεί πλέον στην αμερικανική «μητρόπολη του καπιταλισμού» είναι πως αντίθετοι με τη διακομματική συμφωνία για το σχέδιο εξόδου από τη χρηματοπιστωτική κρίση δεν είναι οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές, οι οποίοι συμφώνησαν μάλιστα σε τροποποιημένη εκδοχή του αργά την περασμένη Πέμπτη, αλλά οι κατ' εξοχήν υπεύθυνοι της καταστροφής Ρεπουμπλικανοί - οι οποίοι αποσύρθηκαν την Παρασκευή από την ευρεία σύσκεψη υπό τον Τζορτζ Μπους στον Λευκό Οίκο, κατηγορώντας τον πιο νεοφιλελεύθερο πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ ως... κρυπτο-σοσιαλιστή, και χαρακτηρίζοντας απαράδεκτη την προσπάθεια κυβερνητικής παρέμβασης στην τραπεζική αγορά! Προκαλώντας έτσι κρίση πανικού στο οικονομικό επιτελείο Μπους, αλλά και στις περισσότερες αγορές του πλανήτη που περίμεναν πώς και πώς την έγκριση του σχεδίου, και έκρηξη οργής στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών...
* Ο Μακ Κέιν αντιδρά για το κόστος
Με δεδομένο ότι η σύσκεψη είχε στόχο να επισημοποιήσει τη συμφωνία επί του σχεδίου διάσωσης και να προσδώσει διακομματικό χαρακτήρα στα μέτρα για την έξοδο από την κρίση, η στάση των Ρεπουμπλικανών αιφνιδίασε. Σύμφωνα με πρόσωπο που συμμετείχε στην κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση το επιτελείο του Μακ Κέιν ανέβασε τους τόνους, επικρίνοντας - κυρίως - το τεράστιο κόστος του σχεδίου. Η στάση αυτή δημιούργησε γενικότερη ένταση, με αποτέλεσμα ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας των Ρεπουμπλικανών, γερουσιαστής της Αλαμπάμα Ρίτσαρντ Σέλμπι, να αποχωρήσει από την αίθουσα!
Οπως δήλωσε αμέσως μετά το σχέδιο δεν θα έλυνε το πρόβλημα αλλά μάλλον θα το επιδείνωνε: «Ας μη φορτώσουμε τα παιδιά μας με άλλο ένα τρισ. δολάρια σε χρέη, χωρίς να ξέρουμε καν αν θα αποδώσει»...
Μάταια προσπάθησε ο υπουργός Οικονομικών - και αρχιτέκτονας του «bailout plan» όπως αποκαλείται στις ΗΠΑ: bail-out σημαίνει, κυριολεκτικά, «αποφυλάκιση με εγγύηση»! - Χένρι Πόλσον να κρατηθεί μυστική η «εξέγερση» των Ρεπουμπλικανών, ζητώντας από τους Δημοκρατικούς να μη δημοσιοποιήσουν το γεγονός, πράγμα που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των επικεφαλής του κόμματος. Τα κακά νέα συνέπεσαν άλλωστε με ένα ακόμη «κανόνι» στη Γουόλ Στριτ - την απόφαση των αμερικανικών ομοσπονδιακών αρχών για κλείσιμο της Washington Mutual Inc (WaMu), του μεγαλύτερου ταμιευτηρίου στις ΗΠΑ. Πρόκειται, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τη μεγαλύτερη κατάρρευση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην αμερικανική ιστορία - ως την επόμενη.
* Θα πληρώσει ο φορολογούμενος
Πρόκειται λοιπόν για πραγματικά τόσο κακό (νέο) ενδεχόμενο «ναυάγιο» του... σοσιαλιστικού σχεδίου σωτηρίας; Κάθε άλλο - αφού μόνο «σοσιαλιστικό» μέτρο δεν είναι το σχέδιο Πόλσον, που βάζει το χέρι (ακόμη πιο) βαθιά στην τσέπη τού ήδη πολύ στριμωγμένου οικονομικά μέσου αμερικανού φορολογουμένου, προκειμένου να σώσει όχι τα σπίτια και τις περιουσίες των απλών ανθρώπων αλλά τα υπερκέρδη των μεγαλοκαρχαριών της Γουόλ Στριτ!
Με δυο λόγια ο Μπους, προφασιζόμενος τις τραγικές συνέπειες από το «χρηματοοικονομικό Περλ Χάρμπορ» (όπως το αποκάλεσε ο γνωστός αμερικανός μεγαλοεπενδυτής Γουόρεν Μπάφετ), πέτυχε τελικά να συστρατεύσει υπέρ Γουόλ Στριτ και τραπεζών τους εκπροσώπους του αμερικανικού δικομματισμού, που συμφώνησαν πως ο μέσος Αμερικανός, που πληρώνει ήδη την κρίση με ανεργία, εργασιακή ανασφάλεια, κατασχέσεις σπιτιών και... αναγκαστική μετακόμιση σε σκηνές, τροχόσπιτα και αυτοκίνητα (κυριολεκτικά «από τους τέσσερις τοίχους στους τέσσερις τροχούς»!) θα πρέπει να συνεισφέρει κάπου 2.500 δολάρια «το κεφάλι» για να «σώσει» τους μεγαλοκαρχαρίες των δισεκατομμυρίων - επιβραβεύοντάς τους έτσι για την οικονομική κρίση με τα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου και τα άλλα «περίεργα» τραπεζικά προϊόντα που φόρτωσαν σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο!
Οπως πολύ σωστά γράφει ο - υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας - καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ιδρυτής της συμβουλευτικής RGE Monitor Νουριέλ Ρουμπίνι οι.... «σύντροφοι Μπους, Μπερνάνκι και Πόλσον» επιχειρούν τη μετατροπή των ΗΠΑ σε... ΗΣΔΑ (Ηνωμένη Σοσιαλιστική Δημοκρατία Αμερικής!), «φέρνοντας τον... σοσιαλισμό στους πλούσιους και στους διαπλεκομένους» και «εθνικοποιώντας τα χρέη και τις ζημιές της Γουόλ Στριτ, ενώ τα κέρδη φυσικά παραμένουν αυστηρώς ιδιωτικά»!
Το μόνο που απαίτησαν, ουσιαστικά, οι Δημοκρατικοί ήταν κάποιες μικρο-παραχωρήσεις όσον αφορά τις υπερβολικές αμοιβές των στελεχών των τραπεζών που ευθύνονται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για την κρίση (οι οποίοι αποχωρούν από τα καταρρέοντα πιστωτικά ιδρύματα με τα περιβόητα... «χρυσά αλεξίπτωτα») και κάποιες εγγυήσεις για τη δικαστική προστασία ορισμένων, έστω, από τις εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που χάνουν τα σπίτια τους. Κακά τα ψέματα: το πολυδιαφημισμένο πακέτο σωτηρίας εκτιμάται ότι θα εκτινάξει το αμερικανικό έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο αγγίζει ήδη τα 500 δισ. δολάρια (482 δισ. δολάρια). Από πού θα βρεθούν άραγε όλα αυτά τα χρήματα για την κάλυψη της τεράστιας μαύρης τρύπας;
Ετσι κι αλλιώς η αμερικανική και κατ' επέκταση η παγκόσμια ή μάλλον παγκοσμιοποιημένη οικονομία είναι βαριά άρρωστη, και δεν μπορεί να θεραπευτεί με πιστωτικά «τσιρότα». Οπως άλλωστε έγραψε πρόσφατα ένας πραγματικά σπουδαίος οικονομολόγος, ο νομπελίστας Γιόζεφ Στίγκλιτς, όλα αυτά τα τραγικά δεν θα είχαν συμβεί αν δεν είχε επιτραπεί στην τραπεζική βιομηχανία να γιγαντωθεί, ωθούμενη στα σημερινά εξωφρενικά μεγέθη της. Στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, επιχειρηματολογεί ο Στίγκλιτς, σχεδόν το 40% των συνολικών επιχειρηματικών κερδών καταλήγει στις τσέπες της «financial industry».
Πού πάνε όλα αυτά τα χρήματα; Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος αυτών των χρυσοφόρων μεγαθηρίων; Κανείς, απαντά: το μόνο που ενδιαφέρει την τραπεζική βιομηχανία και την κυβέρνηση Μπους είναι η «διάσωση» (bail-out: κυριολεκτικά μεταφράζεται... «αποφυλάκιση με καταβολή εγγύησης»!) των υπευθύνων της κρίσης, όπως η Bear Stearns στην Αμερική και η Northern Rock στην Αγγλία, με χρήματα των φορολογουμένων, και η όλο και μεγαλύτερη στροφή προς την κατανάλωση - αντί να δοθεί επιτέλους λίγη προσοχή στις δημόσιες δαπάνες για κοινωνικές υποδομές, πράσινες τεχνολογίες κ.ά. «Η ιδέα πως οι τράπεζες μπορούν να αυτοελέγχονται είναι παρανοϊκή» καταλήγει ο πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος γνωρίζει όσο λίγοι τους υπόγειους μηχανισμούς του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
* «Δύει η αμερικανική παντοκρατορία»
Αξιοσημείωτη είναι και η άποψη που εξέφρασε μιλώντας στο γερμανικό κοινοβούλιο για το όλο θέμα ο σοσιαλδημοκράτης γερμανός υπουργός Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ: «Η αμερικανική παντοκρατορία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα "τελειώνει" με αυτή την κρίση, η οποία θα αφήσει "βαθιά σημάδια" και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ όπως ήταν πριν από την κρίση. Οι ΗΠΑ θα χάσουν τον ρόλο της υπερδύναμης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο θα γίνει περισσότερο πολυπολικό».
Ο Στάινμπρουκ επέκρινε ευθέως το λεγόμενο αγγλοσαξονικό μοντέλο καπιταλισμού, που υιοθετούν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, το οποίο ενθάρρυνε τις ριψοκίνδυνες πρακτικές δανεισμού και επενδύσεων, λόγω «της υπερβολικής προσήλωσης στα κέρδη». «Η χρηματοπιστωτική κρίση αποτελεί κυρίως αμερικανικό πρόβλημα» τόνισε ο Στάινμπρουκ και ζήτησε αυστηρότερες ρυθμίσεις στο διεθνές εμπόριο και μεγαλύτερες απαιτήσεις για τα αποθεματικά των τραπεζών.
Πριν από λίγες ημέρες και η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είχε επικρίνει τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, επειδή αντιδρούσαν κατά τις συνόδους του G7 στις γερμανικές προτάσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια και έλεγχο των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Και ο - προεδρεύων της Ευρωπαϊκής Ενωσης - Νικολά Σαρκοζί, από την πλευρά του, κατά τη βαρυσήμαντη ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ δεν φάνηκε καθόλου βέβαιος για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να θεραπεύσει το κακό: αντιθέτως, ζήτησε την έκτακτη σύγκληση των ηγετών των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων, δηλαδή της «Ομάδας των Οκτώ», αλλά και της Κίνας και άλλων ισχυρών χωρών, «πριν από το τέλος του έτους», ώστε να εξεταστούν οι δίοδοι διαφυγής από τη χειρότερη κρίση μετά τη Μεγάλη Υφεση που ακολούθησε το κραχ του 1929 - όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε. Οπως είπε: «Καμία χώρα, όσο ισχυρή και αν είναι, δεν μπορεί να δώσει από μόνη της αποτελεσματική απάντηση στην πιστωτική κρίση»: αυτό που χρειάζεται, τόνισε, είναι «πλήρης ανοικοδόμηση του καπιταλισμού», με γνώμονα την «αντικατάσταση της αδιαφάνειας από τη διαφάνεια» και προαπαιτούμενο « τον έλεγχο, αλλά και την τιμωρία των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπου αυτή απαιτείται»...
* Ο καπιταλισμός του Σαρκοζί
Ο Σαρκό δήλωσε μάλιστα πως αντιτίθεται σφόδρα στην πρακτική των «χρυσών αλεξιπτώτων», χαρακτηρίζοντάς την «παρανοϊκό σύστημα... εντελώς ασύμβατο με την οικονομία της αγοράς». «Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φοβούνται για τις καταθέσεις, τα διαμερίσματα, τις επενδύσεις τους. Ποιος ευθύνεται για αυτή την καταστροφή; Οι υπεύθυνοι πρέπει να τιμωρηθούν» αντέτεινε. «Ας χτίσουμε μαζί έναν ρυθμιζόμενο καπιταλισμό, όπου οι χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες δεν θα αφήνονται μόνο στην κρίση των "παικτών" της αγοράς» σημείωσε ο γάλλος πρόεδρος.
Την καλύτερη κριτική των ημερών όμως την έκανε τελικά το στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόζα Μπρουκς στους «Los Angeles Times» - καλωσορίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Τρίτο Κόσμο! Οι ΗΠΑ, γράφει, πληρώνουν με την «αργεντινοποίηση» της οικονομίας τους τα υπερκέρδη, τη διαφθορά και τον «εξτρεμισμό της ελεύθερης αγοράς» τριών δεκαετιών: «Η πολιτική σας της ανεύθυνης απορρύθμισης σε κρίσιμους κλάδους οδήγησε ταχύτατα σε ταυτόχρονη ενεργειακή, οικιστική, πιστωτική και χρηματιστηριακή κρίση, η οποία συνοδεύεται (όταν δεν προκαλείται) από εντυπωσιακά επίπεδα διαφθοράς και κερδοσκοπίας - ενώ οι πολιτικοί σας ηγέτες, που υποτίθεται πως επιβλέπουν την οικονομία, κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι με τους λομπίστες των μεγάλων εταιρειών»!
ΟΙ ΕΝΟΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΧ
Αλαν Γκρίνσπαν
Ο πρώην πρόεδρος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) θεωρείται ο «παππούς» της κρίσης. Επί των ημερών του στήθηκε το πάρτι των επενδυτικών τραπεζών που οδήγησε στη σημερινή κρίση. Κατηγορείται ότι διατήρησε τα επιτόκια χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν φρόντισε να πάρει εγκαίρως μέτρα για τον έλεγχο και την εποπτεία των επενδυτικών τραπεζών.
Μπεν Μπερνάνκι
Ο σημερινός πρόεδρος της Fed κατηγορείται ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέβασε πολύ τα αμερικανικά επιτόκια, με αποτέλεσμα πολλά νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δόσεις των στεγαστικών δανείων τους και να χάσουν το σπίτι τους. Ετσι, δημιουργήθηκαν τα subprime στεγαστικά από τα οποία ξεκίνησε η πιστωτική κρίση.
Spivs (λαμόγια ελληνιστί)
Ο πρωθυπουργός της Σκωτίας Αλεξ Σάλμοντ κατηγόρησε τα λαμόγια και τους κερδοσκόπους (spivs and speculators) για την επιδείνωση της κρίσης και την πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών. Οπως είπε, ποντάροντας στην πτώση των τραπεζικών μετοχών (short selling) επιτάχυναν την πτώση.
Χένρι Πόλσον
Ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών, πρώην τραπεζικό στέλεχος, μπορεί τον τελευταίο καιρό να είναι αποτελεσματικός στη διαχείριση της πιστωτικής κρίσης, όμως κατηγορείται ότι άργησε να αντιδράσει. Πριν από έναν χρόνο, όταν ξέσπασε το πρόβλημα, υποστήριζε ότι η Wall Street και οι αγορές εν γένει μπορούν να αντιμετωπίσουν την κρίση χωρίς παρεμβάσεις.
Μάρβιν Κινγκ
Ο επικεφαλής της Τράπεζας της Αγγλίας κατηγορείται ότι δεν διείδε εγκαίρως πως έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα ώστε να θωρακίσει και να προστατέψει το βρετανικό τραπεζικό σύστημα. Η πρώτη μεγάλη τράπεζα που κατέρρευσε ήταν η βρετανική Northern Rock. Ούτε έλαβε μέτρα για τον έλεγχο και την εποπτεία των βρετανικών επενδυτικών τραπεζών.
Ντικ Φουλντ
Ο πρώην επικεφαλής της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, ο οποίος αρνήθηκε επανειλημμένως να πουλήσει την τράπεζα προτού αυτή χρεοκοπήσει. Θεωρούσε ότι η τιμή που του προσέφεραν Κορεάτες, Βρετανοί κ.ά. ήταν χαμηλή. Ως την τελευταία στιγμή έκρυβε επιμελώς την οικονομική κατάσταση της τράπεζας.
Τζίμι Κέϊν
Ο πρώην πρόεδρος της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns, η οποία πωλήθηκε αντί πινακίου φακής στην JP Morgan, κατηγορείται ότι την ώρα που η τράπεζα κατέρρεε εξαιτίας των επιλογών του αυτός συμμετείχε σε τουρνουά μπριτζ! Φρόντισε όμως να εισπράξει το μπόνους που μαζί με τα stock options ήταν ύψους 33 εκατ. δολαρίων.
Γκόρντον Μπράουν
Ο νυν πρωθυπουργός της Βρετανίας κατηγορείται ότι, όταν ήταν υπουργός Οικονομικών επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ, υιοθέτησε την πολιτική των «χαλαρών ελέγχων» στο Σίτι του Λονδίνου που του εισηγήθηκε ο τότε πρόεδρος της βρετανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σερ Χάουαρντ Ντέιβις.
Αλιστερ Ντάρλινγκ
Ο βρετανός υπουργός Οικονομικών, ο οποίος έχασε το χρώμα του και δεν αντέδρασε όταν οι καταθέτες της Northern Rock ζητούσαν εγγυήσεις για τα χρήματά τους, με αποτέλεσμα να αποσύρουν τις καταθέσεις τους και να επιτείνουν το πρόβλημα της τράπεζας, που πέρασε υπό κρατικό έλεγχο. Επιπλέον απέτυχε να πουλήσει τη Northern Rock στη Lloyds TSB.
Κυβέρνηση Μπους
Επέτρεψε την έκρηξη των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ και δεν έλαβε εγκαίρως μέτρα για να προστατέψει από τον υπερδανεισμό τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα. Επίσης θεωρείται ότι αντέδρασε καθυστερημένα στην κρίση, καθώς πίστευε ότι η αγορά μπορούσε να λύσει από μόνη της το πρόβλημα.
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15473&m=A10&aa=1
Μπλάιθ Μάστερς
Η γυναίκα που κατασκεύασε χρηματοπιστωτικά «όπλα μαζικής καταστροφής»
Η Μπλάιθ Μάστερς
Αν ισχύει η ρήση του Γουόρεν Μπάφετ ότι τα παράγωγα είναι «χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής», τότε η Μπλάιθ Μάστερς έχει «φάει» πολύ κόσμο. Η Βρετανίδα θεωρείται εξέχον μέλος της λεγόμενης «μαφίας της JP Morgan», της ομάδας των επιστημόνων που δημιούργησαν τα πιστωτικά παράγωγα που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης στη Wall Street. Οι εφευρέτες των σύνθετων προϊόντων, ανάμεσά τους αναγνωρισμένοι μαθηματικοί και καθηγητές αμερικανικών πανεπιστημίων, βρέθηκαν στη συνέχεια στο τιμόνι hedge funds. Ξεκινώντας από την JP Morgan πολλοί από αυτούς πέρασαν και σε άλλες επενδυτικές τράπεζες της Wall Street.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» η Μάστερς παρουσίασε τη δική της εκδοχή. «Πιστεύω ότι τα CDS (σ.σ.: πρόκειται για παράγωγα που υπόσχονται προστασία από πιστωτικούς κινδύνους) έχουν παρεξηγηθεί. Συνέβη κάτι αντίστοιχο με αυτό που γίνεται όταν οι φτωχοί εργάτες ρίχνουν το φταίξιμο στα εργαλεία που χρησιμοποίησαν» σημείωσε χαρακτηριστικά. Το 1997 ήταν μέλος της ομάδας που εξέλιξε τα αμφιλεγόμενα χρηματοπιστωτικά εργαλεία. Η βασική ιδέα ήταν να «εξαφανίσουν» το ρίσκο των απωλειών που ενέχουν τα δάνεια με τη μεταφορά σε ένα άλλο προϊόν (με την κωδική ονομασία Bistro) το οποίο δεν θα βαραίνει τους ισολογισμούς.
Μία από τις εξισώσεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν πώς λειτουργούν τα πιστωτικά παράγωγα που κατασκεύασε η Μάστερς και η ομάδα της στην JP Morgan
Η Μάστερς σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Cambridge. Σε ηλικία 35 ετών ανέλαβε το πόστο του επικεφαλής οικονομικού διευθυντή στην JP Morgan και τα δύο τελευταία χρόνια ηγείται του κλάδου συναλλάγματος και εμπορευμάτων. Η αφοσίωσή της στη δουλειά είναι τεράστια. Λέγεται μάλιστα ότι την ημέρα που γεννούσε πήρε μαζί της στο μαιευτήριο μια ασύρματη συσκευή με την οποία ενημερωνόταν διαρκώς για τα πιστωτικά παράγωγα.
Προϊόντα σαν και αυτά που σχεδίασε η Μάστερς επέτρεψαν στις τράπεζες να δανείζουν περισσότερο και να διατηρούν λιγότερα διαθέσιμα, θεωρώντας ότι έχουν ξεφορτωθεί το ρίσκο των απωλειών για τα δάνεια που εξέδωσαν. Για πολύ καιρό οι ρυθμιστικές αρχές επέτρεπαν το «παιχνίδι» με τα συγκεκριμένα προϊόντα και όλοι έδειχναν ευχαριστημένοι. Το πάρτι όμως δεν κράτησε πολύ. Πολλοί θεωρούν σήμερα ότι τα πιστωτικά παράγωγα «άνοιξαν την όρεξη» των άπληστων στελεχών της Wall Street και συνέτειναν στην κατάρρευση γιγαντιαίων ομίλων.
ΑΡΓ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15473&m=A11&aa=1Το παιχνίδι της απληστίας
* Ολοι θα βάλουν το κέρμα τους για να αρχίσει ξανά το παιχνίδι με νέους κανόνες
ΓΡ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
gnikolo@dolnet.gr
Ολα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τελειώνουν με το ίδιο μήνυμα: «Game over, insert coin», δηλαδή «το παιχνίδι τελείωσε, εισάγετε κέρμα». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τη διεθνή χρηματιστηριακή κρίση. Το παιχνίδι - όπως παιζόταν ως σήμερα - τελείωσε, για να συνεχίσουμε χρειάζεται εισροή κεφαλαίων. Το ερώτημα είναι ποιος θα βάλει τα λεφτά. Τα κράτη, δηλαδή οι φορολογούμενοι, ή ο ιδιωτικός τομέας; Προς το παρόν η συζήτηση συνεχίζεται αλλά τελικά όλοι θα βάλουν τον οβολό τους. Και οι κυβερνήσεις και ο ιδιωτικός τομέας. Και όσοι βάλουν θα βγουν τελικά κερδισμένοι διότι θα αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία σε εξευτελιστικές τιμές. Οχι στις σημερινές, αλλά σε πολύ χαμηλότερες αφού το κακό δεν έχει τελειώσει ακόμη. Το δεύτερο ερώτημα είναι πώς θα διαμορφωθούν οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού.
Το παιχνίδι αυτό είναι το παιχνίδι της απληστίας. Μοναδικός στόχος η αύξηση των κερδών με κάθε τρόπο. Η φιλοσοφία με την οποία γαλουχήθηκαν όλα τα στελέχη των επενδυτικών τραπεζών, των χρηματιστηριακών εταιρειών, των εταιρειών επενδύσεων, των διαχειριστών κεφαλαίων, των δικηγόρων τους αλλά και πλήθους άλλων επιχειρήσεων είναι αυτή που συμπύκνωσε ο Γκόρντον Γκέκο, ο ήρωας της ταινίας «Wall Street» του Ολιβερ Στόουν (παίχτηκε το 1987), στη φράση «greed is good», δηλαδή «η απληστία είναι καλή».
Και πράγματι ήταν, ως σήμερα που φάνηκε το κακό της πρόσωπο. Η απληστία οδήγησε στην τρελή άνοδο των χρηματιστηρίων, στο να πάρουν δάνεια από τις τράπεζες για να αγοράσουν σπίτι ακόμη και αυτοί που δεν μπορούσαν να το πληρώσουν, στο να αποκτήσουμε όλοι αυτοκίνητα, τηλεοράσεις, κινητά, με λίγα λόγια στην ευημερία των τελευταίων δεκαετιών και στην ευτυχία του καταναλωτή.
Φαινομενικά όλα αλλάζουν σήμερα στην παγκόσμια οικονομία. Επανέρχεται ο κρατικός παρεμβατισμός για να σωθούν οι άπληστες αγορές, αυξάνονται οι έλεγχοι, ενισχύονται οι εσωτερικοί κανονισμοί, επαναξιολογείται ο βαθμός του ρίσκου που αναλαμβάνουν οι διαχειριστές των κεφαλαίων, συζητιούνται ξανά τα μεγάλα μπόνους που έπαιρναν τα στελέχη, οι επενδυτικές τράπεζες δεν υπάρχουν πια, τα σύνθετα και επικίνδυνα παράγωγα χρηματιστηριακά προϊόντα χάνουν την αίγλη τους και μένουν στα αζήτητα. Ολοι θυμηθήκαμε τον Κέινς (που ήταν Αγγλος και όχι Αμερικανός - όπως σωστά με διόρθωσαν ορισμένοι αναγνώστες αφού στο σχόλιο της προηγούμενης Κυριακής είχα γράψει λάθος) και ευρισκόμενοι ασφαλώς εκτός των ειδικών συνθηκών που ζουν και λειτουργούν οι οπαδοί της λογικής του Γκέκο, ελπίζουμε ότι οι κυβερνήσεις θα αρχίσουν να παίζουν ξανά αναδιανεμητικό ρόλο φροντίζοντας περισσότερο για την ευημερία των πολιτών απ' ό,τι για την αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων. Για πόσο καιρό όμως;
Ασφαλώς δεν θα δούμε το τέλος των αγορών και δεν θέλουμε και να το δούμε. Θα δούμε όμως άλλα πράγματα, όπως τον περιορισμό του «αέρα» στις αγορές και κατά συνέπεια τον περιορισμό της «φούσκας». Η μείωση του αέρα θα φέρει και μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, των συναλλαγών, των κερδών, των αμοιβών. Ενδεχομένως αν το κακό συνεχιστεί και αν τα μέτρα που λαμβάνονται παγκοσμίως δεν είναι επαρκή θα δούμε μια μεγάλη ύφεση στις οικονομίες που θα μεταφραστεί σε οικονομικό στρίμωγμα για όλους, ανεργία, κλείσιμο επιχειρήσεων και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε με την κρατική υποστήριξη είτε με την ενίσχυση των κεφαλαίων από ιδιώτες, σε ορίζοντα λίγων ετών θα βρεθεί ξανά κάποια ισορροπία και το παιχνίδι θα αρχίσει ξανά. Τα δεκάδες χιλιάδες στελέχη που συμμετείχαν σε αυτό το παιχνίδι ήδη αναζητούν τους νέους κανόνες. Ανθρωποι πανέξυπνοι, ικανοί, ισχυροί και έμπειροι, δεν θα αργήσουν να τους βρουν. Και θα είναι το ίδιο παιχνίδι: το παιχνίδι της απληστίας, με άλλους κανόνες αλλά με τον ίδιο στόχο. Την αύξηση των κερδών και του πλούτου με κάθε τρόπο.
Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008 , Σελ.: D32
Κωδικός άρθρου: B15473D323
ID: 297324
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15473&m=D32&aa=3
700 δισ... θρύψαλα η παγκόσμια οικονομία
Ιδιαίτερα αχνό είναι το φως που διαφαίνεται στην άκρη του χρηματοπιστωτικού τούνελ μετά και τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις:
Μία ακόμη τράπεζα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Washington Mutual, κατέβασε ρολά, ενώ στον «αέρα» βρέθηκαν οι διαπραγματεύσεις στο Κογκρέσο για το περιβόητο σχέδιο διάσωσης της οικονομίας με 700 δισ. δολάρια μετά την αποχώρηση των Ρεπουμπλικάνων από την ευρεία σύσκεψη, γεγονός που προκάλεσε πανικό στους Δημοκρατικούς.
Παρότι οι συζητήσεις επρόκειτο να συνεχιστούν και την Παρασκευή και παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις για την ψήφισή του από τον υπουργό Οικονομικών Πόλσον, τον κεντρικό τραπεζίτη Μπερνάνκι και φυσικά τον πρόεδρο Μπους, ελάχιστες ήταν οι ενδείξεις ότι οι δύο πλευρές θα κατέληγαν σε συμφωνία.
Κατέρρευσε
Ένα ακόμη... κανόνι τάραξε, εν τω μεταξύ, τα χρηματιστηριακά ύδατα: η ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ελέγχου Οικονομίας αποφάσισε το κλείσιμο της Washington Mutual, έναν από τους μεγαλύτερους οργανισμούς αποταμιεύσεων και δανείων, καθώς, όπως ανακοινώθηκε, «με ανεπαρκή ρευστότητα για την κάλυψη των υποχρεώσεών της η WaMu βρέθηκε σε μη ασφαλή θέση λειτουργίας».
Εκμεταλλευόμενη τις εξελίξεις, η «νούμερο 3» αμερικανική τράπεζα J.P. Morgan Chase έσπευσε να εξαγοράσει μέρος του μετοχικού της WaMu έναντι 1,9 δισ. δολαρίων.
Η κίνηση αυτή εξυπηρετεί, εξάλλου, το στόχο που έθεσε ο διοικητής του μεγάλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, Τζέιμι Ντάιμον, για τη μετεξέλιξη της J.P. Morgan σε μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες στις ΗΠΑ. Επιτεύχθηκε δε, μόλις τέσσερις μήνες μετά την εξαγορά της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns και μάλιστα σε ιδιαιτέρως χαμηλή τιμή.
Οπως διαβεβαίωσαν οι αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές, η απορρόφηση δεν θα έχει επιπτώσεις στους επενδυτές και στους πελάτες της WaMu, παρόλο που πρόκειται για άλλο ένα σοβαρό δείγμα της κρίσης που μαστίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Χένρι Πόλσον
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί χωρίς το κράτος
«Ο ωμός καπιταλισμός είναι αδιέξοδος». Οχι, η εν λόγω ρήση δεν εκστομίστηκε από κάποιον αφιονισμένο κομμουνιστή, αλλά από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Πόλσον, τον «πιο σημαντικό άνθρωπο στην Ουάσιγκτον», σύμφωνα με το περιοδικό «Εconomist».
Διευθύνων σύμβουλος επί σειρά ετών του χρηματοπιστωτικού κολοσσού της Goldman Sachs, ο 62χρονος Αμερικανός διακηρύττει σήμερα, καθώς πασχίζει να «σώσει οτιδήποτε αν σώζεται» από την καταρρέουσα αμερικανική οικονομία, πως «υπάρχει ρόλος για την κυβέρνηση στις σύγχρονες αγορές».
Ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος μερικά χρόνια πριν, όντας στο τιμόνι της Goldman Sachs, προέλαυνε επιχειρηματικά στην Ασία, σήμερα επωμίζεται, θέλοντας και μη, το βάρος της κρίσης, ένα φορτίο δυσβάσταχτο το οποίο πασχίζει να ξεφορτωθεί ρίχνοντας σωσίβιο 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τη μεριά των τραπεζών. «Εγώ δεν θα τις δημιουργούσα αλλά είναι εδώ και είναι μεγάλες, δεν μπορείς απλά να τις αφήσεις να καταστραφούν», εξομολογείται ο Αμερικανός υπουργός στο περιοδικό «Fortune», αναφερόμενος στα υπό πτώχευση χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
«Στρατηγός»
Με αυτά και με αυτά, ο 62χρονος υπουργός, τον οποίο ο Τζορτζ Μπους έχει χρίσει «στρατηγό του, σε καιρό πολέμου», βρέθηκε στη μέση, δεχόμενος πυρά από παντού. Η Ρεπουμπλικανική δεξιά τον κατηγορεί πως υπονομεύει τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και οι Δημοκρατικοί πως θέλει να σώσει τους επενδυτές «παλιόφιλούς» του με τα λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων.
Τα «τοξικά» χρέη φέρνουν μείωση επιτοκίων
Οι αναλυτές, θεωρούν την εξαγορά της Washington Mutual από την J.P. Morgan Chase ως ιστορικό βήμα στην προσπάθεια εκκαθάρισης του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος από τα «τοξικά» χρέη που έχει δημιουργήσει η στεγαστική πίστη.
Παρ όλα αυτά όμως το κλίμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι κάτι παραπάνω από ζοφερό με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι αναλυτές που θεωρούν αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο έκτακτης μείωσης των επιτοκίων του δολαρίου ακόμη και αύριο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης στη Γουόλ Στριτ.
«Δεν θα εκπλαγώ αν προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων κατά 50% τη Δευτέρα πριν το άνοιγμα των αγορών», δήλωσε άλλωστε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής αναλυτής της Bank of Tokyo/Mitsubishi, Chris Rupkey.
Κ. ΚΟΣΜΑ, Γ. ΣΚΑΦΙΔΑΣ
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11379&subid=2&tag=8777&pubid=1646634
Σχόλια