H νέα μεταπολίτευση

&A: η νέα μεταπολίτευση / του Νίκου Ράπτη
30-06-2008

© ppol



Q: Λίγα χρόνια μετά το «μαγικό 2004» και την αποθέωση της «ισχυρής Ελλάδας» μιλάμε ξαφνικά για «ρήξη» και «νέα μεταπολίτευση». Μήπως παίρνουμε τη σκιά μας για το μπόι μας; Μήπως αντί για «εθνικά αδιέξοδα» δεν αντιμετωπίζουμε παρά «πρόσκαιρες δυσκολίες»;

A: H
ανάλυση περί νέας μεταπολίτευσης δεν προκύπτει από τις τρέχουσες δυσκολίες μας (οικονομικά προβλήματα, έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης, απουσία συλλογικού προσανατολισμού κ.λπ). Από την άλλη, το αντίστροφο πιθανότατα ισχύει.

Αυτό που ανακαλύπτουμε, με αγωνία κι έκπληξη, είναι πως μια σειρά από πράγματα που θεωρούσαμε σημαντικά, που τα είχαμε αναγορεύσει σε «αναγκαίες και ικανές» συνθήκες για να πηγαίνει καλά η πατρίδα κι ο καθένας μας, αποδεικνύονται σήμερα (και όλες οι προβολές που μπορούμε να κάνουμε στο μέλλον μας λένε πως αυτό όσο πάει θα επιδεινώνεται) εντελώς ανεπαρκείς και άσχετες με τις δυσκολίες που θα καθορίσουν -πολύ σύντομα και με ανεπίστρεπτο τρόπο- το ατομικό κι εθνικό μας μέλλον.

Ούτε η εκδίωξη «εξωτερικών» παραγόντων (όπως το παλάτι κι ο στρατός) από την πολιτική αρένα, ούτε η κατακόρυφη αύξηση του ΑΕΠ, ούτε η «πλατιά» διανομή τίτλων σπουδών, ούτε η ευρωπαϊκή ένταξη, ούτε ο
αντιαμερικανισμός και η «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική, ούτε η «απρόσκοπτη» ατομική «προκοπή» μας, χωρίς «οχλήσεις» από το «χωροφύλακα» (αλλιώς: το νόμο), μοιάζει να μας οδηγούν πουθενά. Αντιθέτως μάλιστα, ανακαλύπτουμε πως αν συνεχίσουμε έτσι, θα ξεδιπλωθούν ανενόχλητα δύο υφιστάμενες σήμερα «σκοτεινές τάσεις» -η υπογεννητικότητα και η περιβαλλοντική υποβάθμιση- που σύμφωνα με τους αριθμούς που διαθέτουμε θα ακυρώσουν σύντομα ακόμα και την ίδια τη δυνατότητα να συνεχιστεί η παρουσία ενός εθνικού-δημοκρατικού ελληνικού κράτους στον ελλαδικό γεωγραφικό χώρο. Και πως αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τις «σκοτεινές» αυτές τάσεις (που είναι κάτι που πρέπει να το κάνουμε την επόμενη δεκαετία, μέχρι να πούμε το 2021) οφείλουμε να αναδιανείμουμε πόρους και εξουσία προς (α) τα παιδιά, τις γυναίκες, τη νέα ελληνική οικογένεια, (β) την περιβαλλοντική ανάταξη (γ) το δημόσιο χώρο.

Q: Ακόμα κι αν είναι έτσι, γιατί αυτές οι «αναδιανομές» να προϋποθέτουν πολιτική ρήξη; Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς πως η πολιτική αναστάτωση θα ήταν δυνατό να μας αποπροσανατολίσει από το σημαντικό... Επί τέλους, και κόμματα έχουμε, και δημοκρατία, κανείς δεν απαγορεύει να υιοθετήσει το πολιτικό μας σύστημα τις ορθές προτάσεις...

Α: Πρώτα απ' όλα,
δεν είναι καθόλου σίγουρο πως το καθεστώς μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα είναι πράγματι δημοκρατικό... Δυστυχώς -κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί- έχουν ξαναδημιουργηθεί οι σχέσεις εκείνες (που το 1909 τις είπαμε «παλαιοκομματισμό», το 1965 «εθνικοφροσύνη», κ.λπ) μεταξύ υπηκόων και κομματικών παραγόντων, μεταξύ κομματικών παραγόντων και κομμάτων, μεταξύ κομμάτων και χρήματος, μεταξύ χρήματος και ΜΜΕ, μεταξύ όλων αυτών των «βάθρων» (sic) του συστήματος, που καταπνίγουν βάναυσα ό,τι αποκαλούμε δημοκρατία: τη διάκριση των εξουσιών και τα περίφημα στοιχεία του δημοκρατικού ιδεώδους (ισονομία, ισηγορία, ισοκρατία, ισοψηφία, ισογονία, ισοτιμία, παρρησία) κ.ο.κ. Από αυτά τα τελευταία διατηρήθηκε βέβαια η «μισθοφορία» (η αποζημίωση των δημοσίων λειτουργών...). Σε άλλες εποχές σήμερα θα ήταν η ώρα της επίκλησης του «λοχία»... Ελλείψει λοχία όμως, σήμερα τα κάστανα από τη φωτιά θα τα βγάλουμε υποχρεωτικά εμείς οι πολίτες.

Αν η δημοκρατία υπερέχει των υπολοίπων συστημάτων, είναι και διότι είναι πιο ευαίσθητο στις διαθέσεις των πολιτών, αναπροσαρμόζεται, μετεξελίσσεται ευκολότερα και -αν μη τι άλλο- τουλάχιστο αντικαθιστά αναίμακτα τις ηγεσίες... Εδώ όμως, έχουμε ένα σύμπλεγμα σχέσεων μεταξύ «σογιών» (του χρήματος, της πολιτικής, της ενημέρωσης κ.λπ) που λειτουργούν ως «κάστα». Αυτή η «κάστα» αποδέχεται μόνο τις εσωτερικές -σχεδόν παλατιανές- αναδιανομές εξουσίας, εντός πάντα της «κάστας», είναι όμως απολύτως αποφασισμένη να κρατήσει έξω από την «κάστα» ό,τι δεν ελέγχει απολύτως ή ό,τι δεν είναι απολύτως βέβαιο πως δεν απειλεί την κυριαρχία της.

Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να ασκήσει πολιτική (κι έτσι είναι καταδικασμένο να πέσει στο λάκκο που σκάβει) γιατί δεν νοιάζεται για ιδέες, για δεδομένα, δεν προβληματίζεται για τίποτα άλλο πέραν της διαιώνισης της ύπαρξής του. Βασίζεται αποκλειστικά σε σχέσεις, σε ένα ατέλειωτο αλισβερίσι συμφερόντων (που ακολουθεί κάποιους κανόνες, μαφιακού τύπου). Τι αξιολογεί δε ως σημαντικό αυτό το σύστημα; Μα ότι θεωρούσε σημαντικό η μεταπολίτευση: την ατομικότητα άνευ ορίων, τον ξέφρενο καταναλωτισμό, τη διασημότητα, την περιφρόνηση για έννοιες όπως «αξιοκρατία», «σχεδιασμός», «προβλεπτικότητα», «αυτοθυσία», «μόχθος», «ηγετικότητα» κ.ο.κ. Αυτός είναι ο λόγος που αυτό το σύστημα δεν μπορεί να αντιπαλέψει τις «σκοτεινές τάσεις» (είναι ανίκανο να τις διακρίνει καν), ούτε μπορεί να προχωρήσει στις «αναδιανομές» (διότι πρόκειται περί αναδιανομών υπέρ των πιο αδυνάτων και παραμελημένων εκφάνσεων της πατρίδας, και το μεταπολιτευτικό σύστημα ένα και μόνο πράγμα ξέρει να κάνει στους αδύναμους: να τους τσαλαπατάει)

Η πρόκληση που έχουμε εμπρός μας είναι ηθικού χαρακτήρα τουλάχιστο όσο είναι και πολιτικού. Αυτό από το οποίο έχουμε ανάγκη είναι μία πλήρης ανατροπή, αντιστροφή των αξιών, των σχέσεων, των νοοτροπιών που κυριαρχούν επί δεκαετίες στη χώρα (ίσως και πολύ πριν τη μεταπολίτευση, εδώ που τα λέμε) και που υπερασπίζεται «μέχρις εσχάτων» η μεταπολιτευτική «κάστα». Οι φορείς του μεταπολιτευτικού συστήματος ένα και μόνο πράγμα μπορούν να «προσφέρουν» από εδώ και μπρος: το όλο και πιο ξεδιάντροπο «κούρσεμα» της πατρίδας...

Q: Αυτό το αμάλγαμα ηθικής και πολιτικής είναι το σήμα κατατεθέν κάθε αυταρχισμού... Εν πάση περιπτώσει, θα έχει και θεσμούς αυτή η «ανατροπή», ή μήπως οραματίζεσθε μια «πεφωτισμένη» δεσποτεία;

A: Επίσης η αίσθηση αδυναμίας απέναντι στην εξουσία είναι το σήμα κατατεθέν των υπηκόων των αυταρχικών-ολοκληρωτικών καθεστώτων... Αλλά ας μη μείνουμε σε αυτά.

Θεωρώ πως εκτός από τις αναδιανομές, η ρήξη θα πρέπει να έχει κι έναν πολιτικό πυλώνα, με πέντε πλευρές: (α) ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, (β) τη σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης, (γ) τη θέσμιση ενός νέου πολιτικού συστήματος, (δ) τη λειτουργία ενός ανεξαρτήτου συστήματος αξιολόγησης και λογοδοσίας της κυβέρνησης. Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε το (ε), την απόδοση δηλαδή ευθυνών για όσα άνομα έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες. Επιτέλους, κάπως θα πρέπει να αποκατασταθεί το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών.

Q: Ας τα δούμε ένα-ένα: «νέο πολιτικό υποκείμενο», λέτε... Πολύ πρωτότυπο! Το μόνο που μας έλειπε είναι κι άλλοι επίδοξοι σωτήρες της Ελλάδας...

Α: Η δημοκρατία δε λειτουργεί χωρίς οργανωμένες συλλογικότητες. Το αν θα δοθεί στις συλλογικότητες αυτές η ευκαιρία να υλοποιήσουν όσα λένε, το κρίνουν κάθε φορά οι πολίτες, που -ειρήσθω εν παρόδω- τρεις φορές τα τελευταία 100 χρόνια (με τον
Ελευθέριο Βενιζέλο το 1909, τον Αλέξανδρο Παπάγο το 1952 και τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1974-1977), έστειλαν στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας πελατειακά δίκτυα, εξαρτήσεις, παραδοσιακές εκλογικές συμπεριφορές και τα παρόμοια. Το γεγονός πως αυτό δε συνέβη μετά το 1977, δε σημαίνει δα πως ήρθε «το τέλος της ιστορίας»!

Το σημαντικό δεν είναι αυτό. Το σημαντικό είναι να ξέρουμε τι είδους συλλογικότητα θα είναι το πολιτικό υποκείμενο της νέας μεταπολίτευσης. Υπάρχουν τρία-τέσσερα απόλυτα κριτήρια:
(α) θα είναι ένα υποκείμενο προγραμματικό: στη σημερινή συγκυρία θα είναι αυτοκτονικό να προσπαθήσουμε απλά να «ανανεώσουμε» τις παραδοσιακές πολιτικές αποχρώσεις του 20ού αιώνα. Χρειάζεται μια πλατιά προγραμματική συμφωνία που θα συσπειρώνει όλους όσοι συμφωνούν με την πρωταρχική σημασία των «τριών αναδιανομών». Το δίλημμα δεν είναι πια δεξιοί-αριστεροί, κοσμικοί-θρήσκοι, ευρωπαϊστές-εθνοκεντρικοί κ.λπ. Το δίλημμα είναι μεταξύ όσων τους νοιάζει να συνεχίσει να υπάρχει δημοκρατικό ελληνικό κράτος στον ελλαδικό χώρο και τον 22ο αιώνα -και όσους δεν τους νοιάζει!
(β) θα είναι ένα υποκείμενο πατριωτικό, κοινωνικό, ριζοσπαστικό:
πατριωτικό διότι θέλει να υπερασπιστεί τη συνέχιση του δημοκρατικού κράτους-έθνους·
κοινωνικό διότι υπερασπίζεται τους πιο αδύναμους (τα παιδιά, τις γυναίκες, τους νέους, το περιβάλλον, το δημόσιο χώρο), όλα όσα απαξίωσε η ιδεολογία και η πρακτική της μεταπολίτευσης.
Ριζοσπαστικό διότι διακηρύσσουμε την ανάγκη μιας επανάστασης, μιας ιστορικής τομής, μιας ρήξης με τα ειωθότα των τελευταίων δεκαετιών.
(γ) θα είναι ένα υποκείμενο ιδεολογικής σύνθεσης: όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θα προσέρθουν στην προγραμματική μας συμφωνία («δύο "σκοτεινές τάσεις"-τρεις αναδιανομές»), δεν είναι φυσικά δυνατό να εγκαταλείψουν τις ιδεολογικές τους αποσκευές, ούτε να λησμονήσουν όλα όσα για τα οποία πάλεψαν στο παρελθόν. Η νέα συλλογικότητα έτσι οφείλει
να αξιοποιήσει και να ενσωματώσει ό,τι θετικό πρόσφεραν οι πολιτικές αποχρώσεις της προηγούμενης περιόδου:
Από το πατριωτικό ρεύμα (εθνικιστικό για τους αντιπάλους του), να αξιοποιήσουμε την διάθεση θυσίας για την πατρίδα, τη γεωστρατηγική σκέψη, την έγνοια για την ιστορία και την προοπτική της ελληνικής περιπέτειας
Από το εκσυγχρονιστικό ρεύμα («ευρω-λιγούρικο» για τους αντιπάλους του), να αξιοποιήσουμε τη διάθεση για προκοπή, το δυτικότροπο προσανατολισμό, την αξιοποίηση της εμπειρίας και των βέλτιστων πρακτικών των εταίρων και συμμάχων μας της υπόλοιπης δύσης.
Από το ορθόδοξο (θρησκόληπτο) ρεύμα, να αξιοποιήσουμε τη διαρκή αίσθηση πως αναφερόμαστε σε κάτι υπέρτερο όλων όσων λέμε ή κάνουμε, να διατηρούμε τη «μνήμη του θανάτου», να σεβόμαστε την παράδοση και να έχουμε τη διάθεση να τιμήσουμε εν ζωή αξίες όπως η αλληλεγγύη, η προσφορά στον καταφρονεμένο, η αγάπη
Από το λαϊκό (λαϊκίστικο) ρεύμα, να αξιοποιήσουμε τη δυνατότητα επικοινωνίας με τα πλατιά στρώματα του λαού, την καλλιέργεια του οραματικού στοιχείου, την εμπιστοσύνη στη δύναμη που έχει η κινητοποίηση των μεγάλων μαζών
(δ) θα είναι ένα υποκείμενο πνευματικά-διανοητικά ενεργό: πρώτη ύλη της πολιτικής είναι οι ιδέες, η γνώση, τα ποσοτικά και ποιοτικά ερευνητικά στοιχεία. Χρειάζεται να μελετήσουμε εις βάθος όλα όσα έχουν να μας προσφέρουν τα πολιτικά κινήματα των τελευταίων τριάντα χρόνων (από το νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική οικολογία, έως τον «τρίτο δρόμο», το νέο-συντηρητισμό και το κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης). Εδώ και τριάντα χρόνια οι πολιτικές ελίτ έχουν μόνη ιδεολογική αναφορά τους μίζερους «μαρξισμούς» που έμαθαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το διάστημα μετά τη δεκαετία του '70, το μεταπολιτευτικό σύστημα μόλυνε τις μια-δυο γενιές που μεγάλωσαν εντωμεταξύ, με την απίστευτη πνευματική οκνηρία του και την εύκολη συνθηματολογική απόρριψη κάθε νέας ιδέας Χρειάζεται μια πραγματική αναγέννηση της πολιτικής σκέψης στην Ελλάδα, που να ξεφεύγει από τον ιδεολογικό Προκρούστη της γενιάς της μεταπολίτευσης.
Q: Το σύνταγμά μας δεν προβλέπει τρόπο αλλαγής του...

Α: Η ακροτελεύτια διάταξη του συντάγματος του 1974 αναφέρει πως «η τήρηση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Τι καταλαβαίνω από αυτό; Πως αν ας πούμε οι Έλληνες αποφασίσουμε με δημοψήφισμα -ή υπερψηφίζοντας τις πολιτικές δυνάμεις που διακηρύσσουν την ανάγκη σύγκλησης συντακτικής συνέλευσης- πως δε θέλουμε πια αυτό το σύνταγμα ε, τότε η τήρησή του δεν θα «επαφίεται» πια σε τίποτα. Και τότε θα χρειαστεί να προχωρήσουμε σε μεταπολίτευση, να συντάξουμε δηλαδή νέο σύνταγμα...

Το σύνταγμα του 1974 απέτυχε διότι οδήγησε την πατρίδα εμπρός σε πελώρια αδιέξοδα. Επιπλέον κουρελιάστηκε από τις μικροπολιτικές και υστερόβουλες «αναθεωρήσεις» του τού 1985 και κυρίως εκείνη του 2000 -όπου σε μια σειρά ζητημάτων «
βασικός μέτοχος» (14§9) «ασυμβίβαστο» (57§1), «συμβασιούχοι» (103§8) κ.ά. ο «νομοθέτης» λειτούργησε ως απλός «γραμματικός» των καταγγελτικών τηλεοπτικών εκπομπών τύπου «ζούγκλα» κ.λπ). Το σημερινό σύνταγμα είναι ένα κείμενο πλαδαρό, άνισο, γεμάτο περιττές λεπτομέρειες και κραυγαλέες σιωπές κ.ο.κ.

Ήρθε η ώρα για ένα νέο συνταγματικό κείμενο, απλό, διδάξιμο, σύντομο και σφιχτό, που θα προβλέπει:
(1) Τον πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών (ξεχωριστή εκλογική διαδικασία για εκλογή κοινοβουλίου κι άλλη για την εκλογή επικεφαλής εκτελεστικής εξουσίας,
αλλαγή τρόπου εκλογής δικαστικής εξουσίας, ασυμβατότητα μεταξύ υπουργικού και βουλευτικού αξιώματος)
(2) Την ανακατάληψη από την πολιτεία του δημοσίου χώρου των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, όπου σήμερα τσαλαβουτούν ανεξέλεγκτα οι τηλεοπτικοί δίαυλοι. Τα ΜΜΕ που χρησιμοποιούν δημόσιες συχνότητες να θεωρηθούν ως αναπόσπαστοι φορείς της εθνικής μας εκπαίδευσης, με ότι αυτό σημαίνει για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους
(3) Την πλήρη εξίσωση εμπρός στον νόμο όλων των προσώπων (δικαστών, βουλευτών, υπουργών κ.λπ), και των χώρων (πανεπιστήμια) χωρίς εξαιρέσεις και ειδικά προνόμια (νόμος «περί ευθύνης υπουργών», «βουλευτική ασυλία», «πανεπιστημιακό άσυλο» κ.ο.κ).
(4) Την πιο αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος
(5) Την κατάργηση της παραγραφής αδικημάτων που τελούν ή τέλεσαν αξιωματούχοι της εκτελεστικής, της νομοθετικής ή της δικαστικής εξουσίας
Σημειώνω πως όταν πρωτογράψαμε περί «συντακτικής συνέλευσης»,
τον Ιούλιο του 2005, η ιδέα θεωρείτο ανάξια «σοβαρής» συζήτησης. Σήμερα όμως φιλοξενείται από τις στήλες έγκυρων εφημερίδων, όπως «Τα Νέα» και από κορυφαίους δημοσιογράφους, σαν τον Παύλο Τσίμα.

Q: Τι εννοείτε όταν λέτε «νέο πολιτικό σύστημα»;

Α: Νομίζω πως όποιον Έλληνα κι αν ρωτήσουμε θα συμφωνήσει πως (α) καλό θα ήταν να μειωθεί το ειδικό βάρος της οικογενειοκρατίας, του χρήματος και της διασημότητας στο εκλέγεσθαι (β) καλό θα ήταν να σπάσει η συναλλαγή ΜΜΕ-πολιτικών, όπου οι μεν πουλούνε διασημότητα-αναγνωρισιμότητα, και οι δε προσφέρουν σε αντάλλαγμα «ζεστό» χρήμα ή -στις πιο κόσμιες περιπτώσεις- προνόμια και αύξηση της επιρροής των ΜΜΕ εντός του πλαισίου του συστήματος. Είναι προφανές πως η σχέση αυτή καταλήγει σε φαύλο κύκλο, όπου στο τέλος τα ΜΜΕ ουσία καθορίζουν το πολιτικό παίγνιο.

Θεωρώ πως θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε κατά πολύ τα πράγματα αν θεσπίζαμε:
(α) μικρές-μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες (τουλάχιστο σε μια πρώτη φάση), ούτως ώστε να φτηνύνει η αναγνωρισιμότητα, και να μειωθεί η σημασία της οικογενειοκρατίας ή του πολιτικού χρήματος.
(β) σταθερή ημερομηνία εκλογών,
κατά το σουηδικό πρότυπο,
(γ) νέα κωλύματα εκλογιμότητας, που θα σχετίζονται με την τηλεοπτική προβολή, τις προεκλογικές δαπάνες, ίσως τον αριθμό συγγενών που ήδη εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο,
(δ) περιορισμό των θητειών των βουλευτών,
(ε) αριθμητική μείωση του πολιτικού προσωπικού (βουλευτών, νομαρχών-νομαρχιακών συμβούλων, δημάρχων-δημοτικών συμβούλων, μετακλητών υπαλλήλων, συμβούλων κ.ο.κ) της μεταπολιτευτικής
νομενκλατούρας. Αυτό φυσικά σημαίνει μείωση του αριθμού των ΟΤΑ.
Από μόνα τους αυτά τα μέτρα (αν ας πούμε τα εφαρμόζαμε στο τρέχον σύστημα) θα βελτίωναν μεν, αλλά όχι και τόσο τα πράγματα. Θεωρούμε πως η θετική τους επίδραση θα πολλαπλασιαστεί σε ένα κλίμα εθνικής-δημοκρατικής ανάτασης, και τότε θα μπορούσαν να σφραγίσουν θετικά για δεκαετίες τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.


Q: Τι άλλο;


A: Ένα από τα μόνιμα χαρακτηριστικά της μεταπολίτευσης ήταν η «μπουρδολογία», πάει να πει η συζήτηση στη βάση ακαθόριστων ιδεοληπτικών σχημάτων, η ανυπαρξία τεκμηρίωσης των ισχυρισμών, η πλήρης απουσία λογοδοσίας. Θα έλεγα πως η μεταπολίτευση ήταν μία περίοδος παγιδευμένη σε φθογγισμούς, συχνά χωρίς νόημα. Με την έλευση μάλιστα της ιδιωτικής τηλεόρασης, το πράγμα πήρε κωμικοτραγικές διαστάσεις: στο δημόσιο λόγο επιβιώνουν μόνο οι ανοητολόγοι πολιτικάντηδες και οι «φωτεινοί παντογνώστες» των τηλεοπτικών παραθύρων. Οι πολίτες όχι μόνο δε διαφωτίζονται, αλλά υφίστανται τέτοια πλήρη σύγχυση, αποπροσανατολίζονται τόσο απόλυτα, χάνουν σε τέτοιο βαθμό τη δυνατότητα να θέτουν προτεραιότητες και να ξεχωρίζουν το σημαντικό από το ασήμαντο (που στα ΜΜΕ αλλάζουν με αστραπιαία ταχύτητα, ανά τέσσερις-πέντε ημέρες κατά μέσο όρο), που το όλο πράγμα θυμίζει μάλλον τεχνικές «πλύσης εγκεφάλου», παρά ενημέρωση.


Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι πως ουδεμία σημασία δόθηκε στην τεκμηρίωση, στην καταγραφή δεδομένων, στο μπόλιασμα του δημοσίου λόγου με τη στατιστική. Ακόμα και τα στοιχεία, για το ύψος του ΑΕΠ, το δημόσιο έλλειμμα ή την ανεργία είναι πλήρως αναξιόπιστα. Αν πιστέψουμε π.χ. το κράτος μας, το έλλειμμα από 2% το 2003 πήγε στο 2.99% τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης της ΝΔ 2004, για να εκτοξευθεί στο 6% τα τέλη του 2004 και μέσα σε τρία χρόνια, να ξαναπέσει κάτω από το 3% (εντωμεταξύ το χρέος όλο και αύξαινε!). Όσο για την ανεργία, έπεσε κατά 20% μέσα σε ενάμισι χρόνο, χωρίς καμιά νέα «ενεργητική πολιτική απασχόλησης», ενώ ταυτόχρονα μειωνόταν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων (!) Κανείς δεν ξέρει πόσο είναι το ΑΕΠ (γιατί κανείς δεν ξέρει πόση είναι η παραοικονομία), πράγμα που θέτει όλα τα δημοσιονομικά στοιχεία (από το χρέος έως τις κοινωνικές δαπάνες) κάτω από έναν πελώριο παραμορφωτικό φακό...


Αυτά είναι αστεία πράγματα. Πέραν όμως της αναξιοπιστίας των υπαρκτών στοιχείων, έχουμε την ανυπαρξία άλλων, αναγκαίων για τη χάραξη δημοσίων πολιτικών: πόσο πλήττεται το οικογενειακό εισόδημα από την ανατροφή ενός παιδιού; Ποιες είναι οι επιδόσεις των μαθητών στα ελληνικά σχολεία; Πόσο κοστίζει η κακή διατροφή, το κάπνισμα, η απουσία πρωτοβάθμιας υγείας ή η έλλειψη εμπιστοσύνης στους ιατρούς; Πόσο πράσινο αντιστοιχεί ανά κάτοικο σε κάθε γειτονιά; Πόσος είναι ο πληθωρισμός για κάθε κοινωνική τάξη (που ξέρουμε πως έχει διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες); Δεν είναι τυχαίο που η Ελλάδα διακρίνεται για την συχνότητα της σημείωσης n/a (μη διαθέσιμα στοιχεία) στις στατιστικές της «γιούροστατ» και άλλων διεθνών οργανισμών.


Έτσι όμως απλά δεν μπορεί να γίνει πολιτική -τελεία και παύλα. Χωρίς στοιχεία μιλάνε μόνο οι ανεύθυνοι και οι κραυγάζοντες και κλείνει ερμητικά η πόρτα για τους ειδήμονες. Δεν είναι δυνατός ούτε ο σχεδιασμός, ούτε η αξιολόγηση δημοσίων πολιτικών.


Θεωρώ ως εκ τούτου βασικότατη τομή τη δημιουργία μιας αξιόπιστης και έγκυρης στατιστικής αρχής, που θα μπορούσαμε να δούμε ακόμα και μήπως λειτουργούσε ως παράρτημα κάποιας αντίστοιχης υπηρεσίας κάποιου εκ των εταίρων μας (π.χ. της Γαλλίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου) και που να σχεδιαστεί να είναι το μεγαλύτερο ερευνητικό-επιστημονικό ίδρυμα της χώρας. Θα ήταν δε εξόχως πολιτική πράξη, αν στο πλαίσιο της λειτουργίας της θεσμοποιούνταν διαδικασίες λογοδοσίας του κυβερνητικού έργου:

Η κυβέρνηση λ.χ. θα μπορούσε κάθε χρόνο να ανακοινώνει σε ποιους δείκτες σχεδιάζει να παρέμβει πολιτικά, και ποιο στόχο εκείνη θέτει σε κάθε επιλεγμένο δείκτη.

Η στατιστική αρχή θα μπορούσε να δημοσιεύει μία εκτίμηση για τον κυβερνητικό αυτό σχεδιασμό, αξιολογώντας αν η κυβέρνηση επέλεξε τους κατάλληλους στόχους με βάση τα διακηρυγμένα της πολιτικά προτάγματα ή όχι (μια κυβέρνηση π.χ. που σου «ζαλίζει τα αυτιά» για το πόσο σημαντικό είναι το φαινόμενο της λειψυδρίας, κάτι θα πρέπει να κάνει για να μειώσει την κατανάλωση/κάτοικο ή το ποσοστό ύδατος που διαφεύγει από το δίκτυο, ή την αποτελεσματικότητα των συστημάτων άρδευσης, ή τη βελτίωση των μηχανισμών αποθήκευσης ύδατος ή... αλλιώς απλά φλυαρεί -και αυτό θα πρέπει να μπορεί να το επισημάνει μία αξιόπιστη και αντικειμενική αρχή).

Στο τέλος της χρονιάς, η μεν κυβέρνηση θα όφειλε να καταθέσει έναν «ετήσιο απολογισμό δράσης» της, η δε αρχή θα μπορούσε να αξιολογεί δημοσίως πόσο αποτελεσματική ήταν πράγματι η κυβέρνηση στην επίτευξη των στόχων που εκείνη έθεσε.
Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός

http://www.ppol.gr/fullarticle.php?id=4342

άλλα άρθρα του ιδίου: http://www.ppol.gr/fullarticle.php?id=1866

Σχόλια