Οικονομική πετρελαϊκή κρίση: η ώρα της (ελληνικής) καινοτομίας;
Του Στελιου Καβαδια*
Οι παρούσες οικονομικές συγκυρίες καθοδηγούνται από μία βασική παράμετρο: την τιμή του πετρελαίου. Ευτυχώς (κάποτε) ή δυστυχώς (τώρα) το πετρέλαιο αποτέλεσε βασικό πόλο οικονομικής ανάπτυξης μέσα από μια ευρεία γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών που εξασφάλισε. Αρκεί κανείς να απαριθμήσει τα διαφορετικά υλικά που βασίζονται σε πετροχημικές μεθόδους για να κατανοήσει πως το κόστος για έναν ευκαταφρόνητο αριθμό προϊόντων θα αυξηθεί μέσα στα επόμενα χρόνια. Αρκεί να κοιτάξει τις εξελίξεις στις μεταφορές (αεροπορικές και οδικές) για να κατανοήσει το μέγεθος των επικείμενων οικονομικών αλλαγών. Δεδομένης αυτής της στενής σχέσης πετρελαίου και οικονομικής ανάπτυξης οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες τουλάχιστον για το βραχυπρόθεσμο μέλλον. Οι αυξανόμενες τιμές θα πιέσουν προς τα κάτω τις δαπάνες τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο και ένα από τα πιθανά σενάρια περιγράφει μακροσκελή ύφεση. Το ουσιαστικό ερώτημα όμως που πρέπει να τεθεί στο τραπέζι της στρατηγικής τόσο σε επιχειρηματικό επίπεδο όσο και σε κρατικό επίπεδο είναι τι θα γίνει σε πιο μακροπρόθεσμη βάση. Μπορεί μια τέτοια ύφεση να μετατραπεί σε πλεονέκτημα; Μπορεί η παρούσα συγκυρία να αποτελέσει βάση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας;
Ενώ το ερώτημα σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει οξύμωρο, ίσως τελικά να παραπέμπει σε μια μεγάλη ευκαιρία. Το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία βασίζεται τόσο πολύ στο πετρέλαιο, και σιγά σιγά το τελευταίο γίνεται όλο πιο ακριβό και δυσεύρετο, έχει αρχίσει ήδη να οδηγεί σε μια έξαρση καινοτομίας. Περιοχές όπως η Silicon Valley μεταθέτουν πόρους στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και δεν θεωρούνται ακραίες πια οι επενδύσεις σε νέες ενεργειακές λύσεις κυρίως από ιδιωτικά κεφάλαια (τους γνωστούς venture capitalists). Ενα καλό παράδειγμα είναι το σχεδόν έτοιμο ηλεκτρικό αυτοκίνητο Tesla που όχι μόνο ανταγωνίζεται σε επίπεδο εναλλακτικής τροφοδοσίας της κίνησης (ηλεκτρισμός), αλλά καταφέρνει να ανταγωνιστεί και σε πιο παραδοσιακές παραμέτρους του ανταγωνισμού όπως η ταχύτητα, ή η αισθητική (το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είναι ένα διθέσιο roadster). Επί της ουσίας, λοιπόν, δίνεται μέσα από μια τέτοια ανακατάταξη η ευκαιρία του επαναπροσδιορισμού των κανόνων ανταγωνισμού όχι μόνο σε μία βιομηχανία (αυτή της διανομής ενέργειας) αλλά σε πολλές, π.χ. αυτοκινητιστική, αερομεταφορές κτλ. Με πιο απλά λόγια, η ανταγωνιστική «τράπουλα» ξαναμοιράζεται, δίνοντας τη δυνατότητα σε νέους παίκτες να διεκδικήσουν μερίδιο στον νέο οικονομικό «χάρτη». Είναι ίσως κάτι αντίστοιχο με την ευκαιρία που δόθηκε σε διάφορες χώρες, όπως η Ιρλανδία, να γίνουν πιο ανταγωνιστικές εκμεταλλευόμενες την ισχυροποίηση του ρόλου της πληροφορίας και των τηλεπικοινωνιών στην οικονομική ανάπτυξη.
Εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη ευκαιρία για έναν καθ’ όλα περιφερειακό παίκτη στη σκακιέρα του ανταγωνισμού όπως η Ελλάδα. Το παιχνίδι της καινοτομίας σε επίπεδο ενεργειακών λύσεων είναι ακόμη ανοικτό, και οι ευκαιρίες υπάρχουν, δεδομένου ότι αρκετοί παράγοντες ουσιαστικοί για την εξέλιξη νέων τεχνολογιών είναι διαθέσιμοι σε σχετικά χαμηλό κόστος. Παραδείγματος χάριν, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών φωτοηλεκτρικών κυττάρων (solar cells) μπορεί να γίνει πιο εύκολα σε μια ηλιόλουστη χώρα που έχει παράδοση στην εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας, οι Ελληνες μηχανικοί είναι αρκετά ανταγωνιστικοί σε επίπεδο «απόδοσης ανθρωπίνου κεφαλαίου» (return on human capital), οι επενδύσεις αρχικού κεφαλαίου δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα υψηλές, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έρευνα και ανάπτυξη κτλ.
Επαρκούν όμως τέτοια χαρακτηριστικά; Δυστυχώς εδώ σκοντάφτει λίγο η ιστορία μας. Η καινοτομία δεν είναι δεδομένη όπου υπάρχει φτηνό υψηλού επιπέδου εργατικό δυναμικό με καλές ιδέες. Χρειάζεται τόσο ένα θεσμικό πλαίσιο που να επιτρέπει τη γρήγορη σύσταση, και ανεμπόδιστη χρηματοδότηση των μικρών εταιρειών, όσο και ένα θεσμικό πλαίσιο που να επιτρέπει την ελάχιστη «τιμωρία» στην περίπτωση της αποτυχίας (π.χ. ο κίνδυνος της προσωποκράτησης λόγω πτώχευσης δεν αποτελεί και το ιδανικότερο κίνητρο σε νέους ανθρώπους που αναπτύσσουν εφαρμοσμένη έρευνα και ανάπτυξη). Εν μέρει έχουν ήδη γίνει κινήσεις προς τέτοιες θεσμικές αλλαγές. Είναι όμως αρκετές; Η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι η καινοτομία απαιτεί βαθύτερες αλλαγές που σχετίζονται και με την κουλτούρα του επιχειρηματικού κεφαλαίου σε μια χώρα.
Η καινοτομία απαιτεί εξελιγμένες γνώσεις διαχείρισης ρίσκου (risk management), καθώς επίσης και υιοθέτηση συστηματικών διαδικασιών ανάπτυξης και εμπορευματοποίησης νέων προϊόντων (new product development and commer-cialization processes), γνωστικά αντικείμενα που σήμερα έχουν συμπεριληφθεί στον βασικό κορμό μαθημάτων των διεθνών σχολών διοίκησης επιχειρήσεων. Το ερώτημα λοιπόν αφορά όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και όχι μόνο στους κρατικούς διαχειριστές: είναι έτοιμη η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί μια τέτοια ευκαιρία; Χρόνος υπάρχει ακόμη. Αρκεί να υπάρξει σχεδιασμός και συντονισμός ανάμεσα στους φορείς της γνώσης (πανεπιστήμια), στους διαμορφωτές του θεσμικού πλαισίου (πολιτειακοί διαχειριστές) και στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Σε μια ανύποπτη στιγμή κατά τη διάρκεια ενός ερευνητικού προγράμματος στο Georgia Tech ένας Αμερικανός συζητητής με πολύ επιτυχημένη καριέρα στον χώρο των νέων εταιρειών απεφάνθη ότι η εμπορευματοποίηση μιας νέας τεχνολογίας πετυχαίνει όχι γιατί η τεχνολογία είναι καλή, αλλά γιατί το management team είναι καλό. Μόνο που για να αποκτήσουμε τόσο καλά teams θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τις προηγούμενες παραμέτρους πριν διαπιστώσουμε ότι κάποιοι άλλοι κατάφεραν να πάρουν πάλι τα πρωτεία.
* Ο κ. Στέλιος Καβαδίας είναι αναπληρωτής καθηγητής, κάτοχος της έδρας Edward J. Brown Jr. στη διαχείριση της τεχνολογίας στη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων του Georgia Institute of Technology (Georgia Tech), USA.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_1_13/07/2008_277524
Σχόλια