Δωροδοκία και ... πολίτευμα

«Εις το δέον»



ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχει χώρα κι εποχή, όπου η όποια εξουσία να μην έχει κατηγορηθεί (πολύ συχνότερα, δίκαια παρά άδικα) για «διαπλοκές» με το χρήμα.

Μπορεί να λένε πως η σοφία είναι δύναμη, πως «ο σοφός είναι δυνατότερος απ' τον ισχυρό» («Κρείσσων σοφός ισχυρού», κατά τις «Παροιμίες» της Παλαιάς Διαθήκης: ΙΣτ', 18). Και είναι. Ωστόσο, υπάρχουν και οι άλλες «μεγάλες δυνάμεις», η εξουσία και το χρήμα, που κατά κανόνα αποτελούν συγκοινωνούντα αγγεία ­ με την πρώτη να ποτίζεται απ' το δεύτερο, και το δεύτερο να ψωμίζεται απ' την πρώτη. Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο ή, σωστότερα, λαδώνει και λαδώνεται.


Ακόμα και τα ιερά βιβλία τ' ομολογούν. Η «Σοφία Σειράχ», της Παλαιάς Διαθήκης πάντα, ρεαλιστικότερη απ' τις «Παροιμίες», διαπιστώνει: «Η βασιλεία (η κυριαρχία) περνάει από ένα έθνος σε άλλο με τις αδικίες, την αλαζονεία και τα χρήματα» («Βασιλεία από έθνους εις έθνος μετάγεται διά αδικίας και ύβρεις και χρήματα»: Ι,8).

Και προσθέτει ωμότερα: «Φιλοξενίες και δώρα τυφλώνουν ακόμα και των σοφών τα μάτια, και σαν φίμωτρο αποτρέπουν τον έλεγχο» («Ξένια και δώρα αποτυφλοί οφθαλμούς σοφών και ως φιμός εν στόματι αποτρέπει ελιγμούς»: Κ, 29) [Οσο σοφός κι αν ήταν ο Σειράχ, δεν είχε προβλέψει για πολυτελείς φιλοξενίες σε θέρετρα και κότερα]
Και ο «ημέτερος» Ησίοδος δεν ονομάζει τους βασιλιάδες «δωροφάγους» 1; Και ο Πλάτων δεν μνημονεύει το τραγούδι που είχαν βγάλει οι Αθηναίοι για τη δωροδοκία: «Δώρα θεούς πείθει, δώρ' αιδοίους [σεπτούς] βασιλείς»2;


Δαχτυλοδειχτούμενοι είναι, στην Ιστορία, οι ηγέτες που δεν κατηγορήθηκαν για τέτοιου είδους δοσοληψίες και δωροληψίες.
Ο Περικλής λ.χ. ήταν «πρώτος των Αθηναίων» όχι μόνο στο «πράττειν και λέγειν» αλλά και σε ανιδιοτέλεια. Αν και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, προτίμησε να ταχθεί όχι με τους πλούσιους και τους λίγους αλλά με τους πολλούς και φτωχούς, κι έγινε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης.

Κι όχι μόνο με τα λόγια: προσάρμοσε τη ζωή του απόλυτα στην πολιτική του.
Αιτία της επιτυχίας του δεν ήταν μόνο η δύναμη του νου και του λόγου του, αλλά και η καλή εντύπωση που προκαλούσε στους συμπολίτες του με την κοινωνική διαγωγή του και η εμπιστοσύνη που ενέπνεε σε φίλους και εχθρούς πως ήταν αφιλοκερδής και ανώτερος χρημάτων («αδωρότατος περιφανώς και χρημάτων κρείσσων... ανάλωτος υπό χρημάτων»).

Ακόμα και στα του οίκου του απέφευγε κάθε πολυτέλεια και σπατάλη (είχε κι έναν άριστο διαχειριστή, που τον έλεγαν Ευάγγελο) και στις ιδιωτικές συναναστροφές έδειχνε άκρα λιτότητα:
«Αφησε κατά μέρος ­ λέει ο Πλούταρχος ­ τις προσκλήσεις σε δείπνα και κάθε άλλη τέτοια υποχρέωση και συνήθεια... Γιατί οι δεξιώσεις αυτές ελαττώνουν κάθε σοβαρότητα, και δύσκολα φυλάγεται στις συναναστροφές η ενδεικνυόμενη επιβλητικότητα... Τίποτα δεν είναι τόσο αξιοθαύμαστο στους διαπρεπείς άντρες όσο η ζωή τους στην καθημερινή συναναστροφή με τον κύκλο τους»3

Ο νοών νοείτω...
Αντίθετα, στη φημισμένη για την αυστηρότητά της Σπάρτη, αρκετοί ηγέτες και έφοροι και γερουσιαστές είχαν μεγάλη αδυναμία στο «χρύσωμα» ­ τόσο που, «διεφθαρμένοι από το χρήμα, παραλίγο να καταστρέψουν όλη την πόλη» («διαφθαρέντες αργυρίω τινές... όλη την πόλιν απώλεσαν»4).


Και ακριβώς ένα «αλμυρό» επεισόδιο ανάμεσα στον Περικλή και στους Σπαρτιάτες, μας θύμισε ο τωρινός περί διαπλοκών σάλος: Εκεί, λοιπόν, στα 446 π.Χ., ο Περικλής είχε εκστρατεύσει στην Εύβοια για να «συμμορφώσει» τους κατοίκους της, που είχαν αποστατήσει από την αθηναϊκή συμμαχία. Αλλά μαθαίνει πως οι «αιώνιοι εχθροί» των Αθηναίων, οι Λακεδαιμόνιοι, είχαν εισβάλει στην Αττική με μεγάλες δυνάμεις (μαζί με Μεγαρίτες και άλλους) και μ' επικεφαλής τον βασιλιά της Σπάρτης Πλειστοάνακτα (ή Πλειστώνακτα).

Γυρίζει, τότε, ο Περικλής στην Αθήνα για ν' αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, βλέποντας όμως πως οι εισβολείς ήταν πολυάριθμοι και άριστα οπλισμένοι, αποφεύγει να συγκρουσθεί μαζί τους. Αλλά εκείνοι, αφού λεηλάτησαν την ύπαιθρο από την Ελευσίνα ως το Θριάσιο πεδίο, ξαφνικά ανέκρουσαν πρύμναν και γύρισαν οίκαδε, χωρίς να ξέρει κανείς γιατί. Την εξήγηση του «μυστηρίου» δίνει ­ ποιος άλλος; ­ το χρήμα.

Λένε, λοιπόν, πως ο Περικλής ­ για ν' αποφύγει μιαν επικίνδυνη σύγκρουση με τις ανώτερες εχθρικές δυνάμεις, που θα στοίχιζε πολλά σε ανθρώπινες ζωές και χρήμα ­ αποφάσισε να χτυπήσει στην ευαίσθητη χορδή των Λακεδαιμονίων: τη χρηματολαγνεία. Και βρήκε τρόπο να δωροδοκήσει όχι τον βασιλιά Πλειστοάνακτα, αλλά τον σύμβουλό του Κλεανδρίδη, που οι έφοροι είχαν στείλει για να καθοδηγεί τον νεαρό βασιλιά.


Πόση σοφία διέθετε ο Κλεανδρίδης δεν είναι γνωστό, φαίνεται όμως πως διέθετε άφθονη απληστία. Σ' αυτήν πόνταρε ο Περικλής: του «διέπεμψε» δέκα τάλαντα (ποσό μέγιστο) και ο καλός σύμβουλος, τοις κείνου χρήμασι πειθόμενος, έπεισε με τη σειρά του τον Πλειστοάνακτα ν' αφήσουν τις ταλαιπωρίες της εκστρατείας και να γυρίσουν σε τερπνότερες κατ' οίκον ασχολίες.


Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, μπορεί να έτρωγαν «μέλανα ζωμό» αλλά όχι και κουτόχορτο. Υποψιάστηκαν πως κάποιο λάκκο είχε η παράλογη αποχώρηση του στρατού τους απ' την Αττική και, στο άψε σβήσε, τιμώρησαν τον Πλειστοάνακτα με πρόστιμο βαρύ (τόσο βαρύ, που εκείνος δεν μπόρεσε να το πληρώσει και εκπατρίσθηκε άδοξα) και καταδίκασαν τον Κλεανδρίδη σε θάνατο ­ ερήμην, όμως, γιατί ο λαμπρός σύμβουλος είχε προλάβει να το σκάσει.

Με τα τάλαντα, φυσικά, της «διαπλοκής»...
Στο μεταξύ, ο Περικλής έπρεπε ν' αποδώσει λογαριασμό της δικής του εκστρατείας, όπως γινόταν απαρέγκλιτα τότε (πού το «εμπάτε σκύλοι» του Σύντνεϋ!). Το αγκάθι, φυσικά, ήταν τα δέκα τάλαντα της δωροδοκίας. Μη μπορώντας ν' αποκαλύψει δημόσια το «λάδωμα» του κ. συμβούλου, ο Περικλής περιορίσθηκε ν' αναγράψει πως το ποσό αυτό δαπανήθηκε «εις το δέον», «εκεί που έπρεπε» ­ ένα είδος, δηλαδή, «μυστικού κονδυλίου για εθνικό σκοπό».

Και ήταν τόσο το κύρος και η αξιοπιστία του, που «ο λαός το ενέκρινε, χωρίς να πολυπραγμονήσει ­ να πολυερευνήσει ­ και να ελέγξει το απόρρητο της δαπάνης»5.

Την έκφραση αυτή επιστρατεύει κι ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες»: Οταν ο Φειδιππίδης ρωτάει τον Στρεψιάδη τι έκανε τα παπούτσια του, αυτός αποκρίνεται: «Τα... ξόδεψα "εκεί που έπρεπε" σαν άλλος Περικλής»: «Ωσπερ Περικλέης "εις το δέον" απώλεσα»6.


Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, θα πείτε. Πότε-πότε μάλιστα, και με θεϊκή ευλογία: Μια άλλη παράδοση ιστορεί πως ο Φίλιππος της Μακεδονίας ζήτησε απ' το μαντείο των Δελφών χρησμό για τις εκστρατείες του.

Και η σύμβουλος Πυθία του αποκρίθηκε: «Αργυραίς λόγχαις μάχου και πάντων κρατήσεις» («Πολέμα με αργυρές λόγχες και θα νικήσεις τους πάντες»). Και βέβαια, λέγοντας «αργυρές λόγχες» εννοούσε τα αργύρια, για εξαγορά των εχθρών του. Ο Φίλιππος την άκουσε, οι «λόγχες» του εκράτησαν καλά, ο χρησμός έμεινε παροιμιακός, και η σοφή συμβουλή εφαρμόσθηκε αμέτρητες φορές στους αιώνες, με κάθε λογής παραλήπτες.


Φυσικά,υπάρχει «μια κάποια διαφορά», όταν το «εις το δέον» και οι «αργυρές λόγχες» χρησιμοποιούναι «υπέρ πατρίδος» ­ και όταν η «δεοντολογία» και τα «αργύρια» διοχετεύονται υπέρ κόμματος, κομματαρχίσκων και «ημετέρων», με στόχο την εξαπάτηση και την καταδολίευση των νόμων.


Αυτό, άλλωστε, τ' ομολογούν ακόμα και οι δράστες ­ ή, τουλάχιστο, κάποιοι απ' αυτούς. Οπως ο βασιλιάς Κλαύδιος του «Αμλετ»:
«Στα ρεύματα της διαφθοράς τούτου του κόσμου,
μπορεί της αμαρτίας το χρυσωμένο χέρι να παραπετάει
το δίκιο και της παρανομίας τα λάφυρα συχνά θα δεις
να εξαγοράζουνε το νόμο»7.


Και κάτι ήξερε εκείνος ο αδελφοκτόνος, μοιχός και σφετεριστής του δανικού θρόνου...
­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­
1. Εργα και ημέραι, στ. 204. - 2. Πλάτων, Πολιτεία, 330Ε. - 3. Πλούταρχος, Περικλής, VII, XV, XVI. - 4. Αριστοτέλης, Πολιτικά, Β,4, 127ΟΒ, 12. - 5. Το επεισόδιο αφηγείται ο Θουκυδίδης (Α, 114 και Β, 21) και, διεξοδικότερα, ο Πλούταρχος, ο.π., ΧΧΙΙ-ΧΧΙΙΙ. - 6. Στ. 659. Μετάφρ. Φρ. Σταύρου, Εστία. - 7. Αμλετ, πράξη Γ', Σκηνή 3, 57. Μετάφρ. Μ. Κακογιάννη, Καστανιώτης, 1985. Το ΒΗΜΑ, 22/10/2000 , Σελ.: B02Κωδικός άρθρου: B13090B022ID: 229335
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=13090&m=B02&aa=2

============


Ανδρών επιφανών πάσα γη... σκάνδαλον


ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
ΛΕΓΕΤΑΙ και ξαναλέγεται πως ο χρόνος που μόλις απεδήμησεν εις την αιωνιότητα, ήταν η κατ' εξοχήν χρονιά σκανδάλων ­ ερωτικών, οικονομικών, δωροληπτικών κλπ. ­ με πρωταγωνιστές πολιτικούς, αρχηγούς κρατών, υπουργούς... στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, στην Ασία...


Αλλά γιατί τόσος «ναρκισσισμός»; Το 1998 ήταν η μοναδική χρονική περίοδος που μπορεί να καυχηθεί για την πυρετώδη σκανδαλοποιία της; Ποια εποχή, ποια χώρα δεν διανθίστηκε με τέτοιου είδους ατασθαλίες ­βασιλικές, πολιτικές, εκκλησιαστικές ακόμα ­, που μόλυναν μέχρι σήψης τον δημόσιο βίο και καταρράκωσαν την εικόνα και το κύρος, όχι μόνο των συγκεκριμένων ενόχων, αλλά και, κατ' επέκταση (άδικη, ώρες-ώρες) όλου του είδους «ηγέτες», εστεμμένοι ή μη;


ΜΗΝΕΣ και μήνες μας «φλόμωσε» το «Μόνικαγκέητ». Αλλά ξεχνάμε πως από τέτοια «γκέητ» είναι κατάσπαρτος ο αγρός της Ιστορίας; (Να που θα κάνω, πάλι, τον «δικηγόρο του διαβόλου»). Μερικά δείγματα φτάνουν:


Ακόμα κι ο τρανός Περικλής λ.χ. δεν κατηγορήθηκε για τις σχέσεις του με την Ασπασία (που ήταν εταίρα, όχι ιδιαιτέρα) κι οι αντίπαλοί του, για να τον συντρίψουν, έσυραν σε δίκη όχι εκείνον αλλά εκείνην; Κι η περιβόητη Μιλησία σώθηκε μόνο χάρη στην υπεράσπισή της απ' τον ίδιο τον εραστή της, που δεν περιορίσθηκε στην έξοχη ρητορική του, αλλά και «έκλαψε στο δικαστήριο και ικέτευσε τους δικαστές» («αφείς υπέρ αυτής δάκρυα και δεηθείς των δικαστών»). Τα δάκρυα είχαν πέραση, τότε...

Οχι μόνο οι «αντιπολιτευόμενοι» τον Ιούλιο Καίσαρα, αλλά κι οι Ρωμαίοι όλοι δεν είχαν τη χειρότερη γνώμη για τα «ερωτικά» του δορυκτήτορα; Σαρκάζοντας, μάλιστα, την ακράτητη αμφιφυλοφιλία του, έλεγαν πως ήταν «άντρας όλων των γυναικών της Ρώμης και γυναίκα όλων των αντρών της»!1.

Και ποιος δεν ξέρει για την έκλυση και τα ατέλειωτα ερωτικο-πολιτικά σκάνδαλα της αυτοκρατορικής εποχής, που τα λοιδωρούσε ο μεγάλος σατιρικός Ιουβενάλης, λέγοντας πως «δεν υπήρξε στην Αυλή υπόθεση, όπου η διένεξη να μην ξεκίνησε από κάποια γυναίκα»2...
Και την σκυτάλη δεν την πήρε το «ιερό» Βυζάντιο, με τους αμέτρητους ευνοούμενους κι εραστές αυτοκρατόρων και «δυνατών»;

Με κορυφαία, φυσικά, την μιμάδα και ερωμένη του Ιουστινιανού Θεοδώρα, που τα «αισχρά νούμερά» της στον Ιππόδρομο περιγράφει διεξοδικότατα και γλαφυρότατα ο ιστορικός Προκόπιος στα Ανέκδοτα (Απόκρυφη Ιστορία) του... Και σώζεται μια γουστόζικη σάτιρα για τα «τσιλιμπουρδίσματα» του (άξιον κατά τα άλλα) αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602), που λέει τάδε:


«Βρήκε την αγελαδίτσα απαλή και τρυφερή και, σαν νεαρό πετεινάρι, την επήδησε («πεπήδηκε») (...) και κανένας δεν τολμά να μιλήσει, γιατί όλους τους φίμωσε»...
ΑΝΤΑΞΙΑ αυτών των «παραδόσεων, δεν στάθηκε και η Δύση; Οπου ερωμένες και μεγαλο-εταίρες έδιναν (τις χάρες τους) κι έπαιρναν (πλούτη κι εξουσίες), όχι μόνο στις βασιλικές αυλές αλλά και στο πανάγιο Βατικανό;

Ο 10ος αιώνας, μάλιστα, της παπικής ιστορίας ονομάστηκε «πορνοκρατία», μια και η παλλακίδα του Αδελβέρτου, Θεοδώρα κι αυτή, ανέβαζε και κατέβαζε πάπες και καρδινάλιους, και διεύθυνε τα της εκκλησίας πράγματα, κατά τα κέφια της, με το αζημίωτο, φυσικά... Αστε πια τις δίκες, με ερωτικο-πολιτικό αντικείμενο.

Πρωταθλητής, εδώ, ο Ερρίκος Στ' της Αγγλίας, που είτε χώριζε τις γυναίκες του, είτε τις δίκαζε για μοιχεία και τις αποκεφάλιζε. Και το ευγενές παράδειγμά του ακολούθησε η κόρη του Ελισάβετ (η «μεγάλη»), που είχε ευνοούμενό της τον κόμητα του Εσσεξ, αλλά όταν αυτός σκάρωσε «πραξικόπημα» εναντίον της, τον πέρασε από δίκη και του στέρησε το όμορφο κεφάλι του...


Πολύ πιο τυχερές, οι μεγάλες ευνοούμενες των διαφόρων Λουδοβίκων της Γαλλίας, ανεβοκατέβαζαν στα αξιώματα τους δικούς τους ευνοουμένους, και νοιάζονταν τόσο για το κράτος «τους» και τον λαό «τους», ώστε να λένε (η Πομπαντούρ στον κακόκεφο Λουδοβίκο ΙΕ') το διαβόητο: «Apres nous le deluge» («Μετά από εμάς ο κατακλυσμός»)...


Στον ίδιο πλάγιο ή πλαγιαστό ήχο, και οι τσάροι κι οι τσαρίνες της «Αγίας Ρωσίας». Πασίγνωστη δεκαθλήτρια, η Αικατερίνη Β' (άλλη «Μεγάλη»), η «φωτισμένη μονάρχις» ­ τόσο φωτισμένη και φωτοδότρα, που έχριζε τους απειράριθμους εραστές της βασιλιάδες (άλλων χωρών, φυσικά, όπως τον Πονιατόφσκι της Πολωνίας) και τους «αναβάθμιζε» σε μεγάλους δούκες και στρατηγούς.

Αφού, βέβαια, φρόντισε πρώτα να εκθρονίσει τον σύζυγό της Πέτρο Γ', και να πάρει το στέμμα προς ιδίαν χρήσιν...
ΟΣΟ για καταχρήσεις και «λαδώματα», δεν θα έφτανε ούτε όλο το φύλλο του «Βήματος» για να τις απαριθμήσουμε.
Ακόμα και της αυστηρής Σπάρτης πολλοί γερουσιαστές και έφοροι δωροδοκούνταν, τόσο που «διεφθαρμένοι απ' το χρήμα, παρά λίγο να καταστρέψουν όλη την πόλη» («διαφθαρέντες αργυρίω τινές... όλην την πόλιν απώλεσαν»3).
Αλλά και στην Αθήνα ήταν τόσο στην ημερησία διάταξη η δωροδοκία, που της είχαν βγάλει και τραγούδι: «Δώρα θεούς πείθει, δώρ' αιδοίους [σεπτούς] βασιλείς»4.


Ούτε και η δημοκρατική Ρώμη υστέρησε σ' αυτό το διεθνές σπορ: «Στα δημόσια πράγματα, αντί αιδημοσύνης, ακεραιότητας κι εντιμότητας, βασιλεύει ξεδιαντροπιά, δωροληψία και αρπακτικότητα», έγραφε ο Σαλλούστιος5. Και, φυσικά, στην αυτοκρατορική Ρώμη τα τέτοια σκάνδαλα θρασομανούσαν, η τιμιότητα είχε μείνει λόγος κενός, κι ο Ιουβενάλης, πάλι, σάρκαζε: «Η εντιμότητα επαινείται αλλά πένεται [τουρτουρίζει] (Probitas laudatur et alget»6).


Και πάει λέγοντας και κλέβοντας στους αιώνες των αιώνων, όπου τα πάντα ­ θρόνοι, τιάρες, μίτρες, αξιώματα, συχωροχάρτια ­, πουλιούνταν κι αγοράζονταν. Τόσο που ο Σαίξπηρ να γράφει: «Μ' όλο που η εξουσία είναι κακοκέφαλη αρκούδα, ωστόσο συχνά τραβιέται απ' τη μύτη με το χρυσάφι»7...


ΑΣΤΕ πια τα λαοπλάνα ψέματα ­ με όρκους ή δίχως.
Σε τέσσερις μόνο λέξεις έχει δώσει ο Αριστοφάνης το πορτραίτο του πολιτικού - δημαγωγού: «Η καλλ', εθώπευ', εκολάκευ', εξηπάτα» («Κανακεύει [τον δήμο], τον χαϊδολογάει, τον κολακεύει, τον σέρνει απ' τη μύτη»)8.


Και 21 αιώνες αργότερα, ο Τζων Αρμπαθνοτ θα πει: «Ολα τα πολιτικά κόμματα πεθαίνουν τελικά, καταπίνοντας τα ψέματά τους».
Αλλ' ακόμα και πολιτικοί δεν υστερούν σε τέτοιες ιερεμιάδες: «Δεδομένου ότι οι πολιτικοί ουδέποτε πιστεύουν όσα λένε, απορούν και εξίστανται όταν τους πιστεύουν οι άλλοι»... έλεγε ο Ντε Γκωλλ, το 1962...


ΤΟΥΤΗ η πρόχειρη αναδρομή στις «αταξίες» και τις απαξίες των μεγάλων και μικρομέγαλων της Ιστορίας, σημαίνει πως απαλλάσσονται για τις δικές τους οι σύγχρονοι πολιτικοί; Κάθε άλλο, βέβαια! Δείχνει, μόνο, πως αυτή η ευγενής ομοταξία τηρεί πιστά και απαρέγκλιτα τις «παραδόσεις» της, πέρα από καιρούς και τόπους (με κάποιες εξαιρέσεις, φυσικά). Και το μόνο που την ταράζει είναι η δημόσια έκθεση των απόκρυφων έργων της. «Μοιάζουν ­κατά πως έλεγε ο πολύς Τόμας Μορ­ με την ίριδα του ματιού, που τόσο περισσότερο συστέλλεται όσο πιο πολύ φως της ρίχνουν»9. Συστέλλονται, βέβαια, σφίγγονται, οργίζονται, αλλά δεν συστέλλονται, δεν ντρέπονται διόλου...


1. Σουητώνιος, Βίοι των Καισάρων, Ι. 0 αποθεωμένος Ιούλιος, 52. Μεταφρ. Ν. Πετρόχειλου, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1997. - 2. Σάτιρες, VI,42. - 3. Αριστοτέλης, Πολιτικά, Β,4, 1270Β,12. - 4. Πλάτων, Πολιτεία, 330Ε. - 5. Κατιλίνας, σκ.3. - 6. Σάτιρες, Ι, 84. - 7. Χειμωνιάτικο παραμύθι, Πράξη Δ, σκ.3. Μετάφρ. Β. Ρώτα, Ικαρος 1953. - 8. Ιππής, 48. Μετάφρ. Η. Σπυρόπουλου, Γρηγόρης 1987. - 9. Διαφθορά και μισαλλοδοξία, Πρόλογος.
Το ΒΗΜΑ, 03/01/1999 , Σελ.: B02Κωδικός άρθρου: B12514B022ID: 129244
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12514&m=B02&aa=2

=================


Σκάνδαλα και «άκτα»

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
ΝΑ 'ΜΑΣΤΕ, πάλι, στον αστερισμό της σκανδαλολογίας, της σκανδαλοθηρίας, της σκανδαλοποιίας ­ διεθνούς κι ελληνικής, πολιτικής, δημοτικής, εκκλησιαστικής και ό,τι άλλο προαιρείσθε. Οχι, δηλαδή, πως μας έλειψαν ποτέ αυτά τα «τερψιλαρύγγια» ­ και όχι μόνο εδώ και τώρα, αλλά σε κάθε καιρό κάθε τόπου.


Δεν αφθονούσαν λ.χ. στην αρχαιότητα; Στο αττικό, ειδικά, Δίκαιο οι καταγγελίες για αδικήματα εις βάρος του δημοσίου ονομάζονταν «γραφαί» κι είχαν πλήθος «γραφικές» μορφές. Οπως η Αλογίου γραφή, εναντίον άρχοντα που, μετά το τέλος της θητείας του, δεν είχε λογοδοτήσει για τη διαχείρισή του... η Απογραφής γραφή, για πλουτισμό εις βάρος του Δημοσίου... η Δεκασμού γραφή, για χρηματισμό κρατικών υπαλλήλων... η Δωροδοκίας γραφή (επεξηγήσεις δεν χρειάζονται)... η Συκοφαντίας γραφή (το ίδιο)... η Δωροξενίας γραφή, εναντίον εκείνων που πέτυχαν με δωροδοκία ν' αναγνωρισθούν σαν πολίτες (καλή ώρα!).
Αν αυτές οι «γραφές» διατηρήθηκαν, με διαφορετικά ονόματα, στον σημερινό Ποινικό κώδικα, δεν έχει δυστυχώς επιζήσει μια άλλη, ακόμα γραφικότερη: η Αργίας γραφή, εναντίον όποιου μένει άεργος (με τη θέλησή του, φυσικά), που θα συμπληρωνόταν θαυμάσια με μιαν Αργομισθίας γραφή, οπότε θα έπρεπε να στηθούν σε όλη την επικράτεια ειδικά «Αργιοδικεία», με μυριάδες μυριάδων «πελάτες».


ΛΙΓΟΤΕΡΟ γνωστή, νομίζω, είναι η συνέχιση της σκαναλολογίας στους κοντιντότερους «προγόνους» μας, τους Βυζαντινούς.


«Γραφές», όμως, δεν υπήρχαν εκεί. Οι καταγγελίες διατυπώνονταν «διά βοής», με τον θεσμό των «Ακτων». Η λέξη είχε κληρονομηθεί, όπως τόσα άλλα, απ' τη Ρώμη, όπου όμως είχε διαφορετική έννοια. «Acta» και «Acta publica» ονομάζονταν, εκεί, οι δημόσιες πράξεις και τα πρακτικά τους. Στο Βυζάντιο, θα ονομασθούν «Acta sanctorum» οι βίοι των αγίων, και «Acta martyrum» τα μαρτυρολόγια (κατά τις βιβλικές Πράξεις των Αποστόλων). Αλλά τα «άκτα», που έχουν σχέση με το θέμα μας, ήταν οι ρυθμικές επιφωνήσεις ή επιβοήσεις, που συνόδευαν τις δημόσιες τελετές (στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, προπάντων) και στις εκκλησιαστικές Συνόδους.

Τα άκτα αυτά ήταν διαλογικά (αντιφωνικά) ανάμεσα στους «δήμους», τον λαό, και στους «κράκτες», τους αυλικούς υπαλλήλους, που έδιναν το σύνθημα για επευφημίες κλπ. και απαντούσαν στους «κορυφαίους» των δήμων.


Με τη μορφή που πήραν στο Βυζάντιο αυτά τα άκτα ήταν ­ τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας ­ «φωνή λαού»: στις τελετές εκείνες, οι «δήμοι» (Πράσινοι, Βένετοι κλπ.), εύρισκαν την ευκαιρία να «βοούν» παράπονα, αιτήματα, αλλά και καταγγελίες εναντίον αυλικών και κληρικών αξιωματούχων για πραγματικά ή όχι σκάνδαλα.
Κατά την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας λ.χ. (451), οι «ακτολογούντες» καταγγέλλανε καταχρήσεις εκκλησιαστικών χρημάτων και ιδιοποιήσεις κτημάτων (παντού τα πάντα). Αλλη γραφική λεπτομέρεια: «μοιραίο» ρόλο είχαν παίξει σ' αυτά τα σκάνδαλα και γυναίκες... Βοούσαν, έτσι, οι «δήμοι»:


«... τους αντάρτας έξω βάλε. Ολα τα εκκλησιαστικά Σευήρος και Πέτρος έφαγον.... Πού τα κτήματα της εκκλησίας; Ολα γυναίκες έλαβον... Τα οστά του Δόμνου επώλησαν... τα κτήματα Δόμνου επώλησαν... όλα τα εκκλησιαστικά επώλησαν». Και ζητούσαν να ριχτούν στο πυρ οι καταχραστές...


ΤΑ ΠΙΟ ΟΝΟΜΑΣΤΑ απ' τα βυζαντινά άκτα είναι τα λεγόμενα «Ακτα δια Καλοπόδιον», που είχαν καθαρά πολιτική-ταξική θεματική ­ και τραγική κατάληξη.
Ο χρονικογράφος Θεοφάνης ιστορεί πως, όταν οι Δήμοι συγκεντρώθηκαν στον Ιππόδρομο, τον Ιανουάριο του 532, οι Πράσινοι έκραξαν «Ακτα δια Καλοπόδιον, τον κουβικουλάριον και σπαθάριον». Είναι, ίσως, σκόπιμο να θυμίσουμε πως τα κριτήρια της διάκρισης Πράσινων και Βένετων δεν ήταν τόσο «φιλαθλητικά» όσο και προπάντων, κοινωνικά-τοπικά-θρησκευτικά:

Κατά κανόνα, οι Πράσινοι ­ που ήταν και οι πιο πολυάριθμοι και πιο «άτακτοι» ­ προέρχονταν απ' τις κατώτερες τάξεις, κατάγονταν απ' την «περιφέρεια» (Μικρασιάτες, Σύροι, Αιγύπτιοι), κατοικούσαν στα προάστια της Πόλης («περατικοί») και ήταν μονοφυσίτες. Ενώ οι Βένετοι ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, ήταν Κωνσταντινουπολίτες, έμεναν στο κέντρο της βασιλεύουσας («πολιτικοί») και ήταν ορθόδοξοι.


Στην περίπτωση όπου αναφερόμαστε, ο στόχος των Πράσινων Καλοπόδιος ήταν «κουβικουλάριος» (ευνούχος στην προσωπική υπηρεσία του αυτοκράτορα) και «σπαθάριος» (σωματοφύλακας).

Κι εκείνοι θεωρούσαν πως ο πολυδύναμος αυλικός τους αδικούσε, πως μεροληπτούσε υπέρ των Βένετων και πως ήταν ακόμα και ηθικός αυτουργός σε φόνους συν-δημοτών τους.
Ο Θεοφάνης καταγράφει μακρόν και πολύ χαρακτηριστικό διάλογο ανάμεσα σ' αυτούς και τον Μανδάτορα (αυτοκρατορικό κράκτη) του Ιουστινιανού, αλλά και τους «εχθρούς» τους Βένετους.


«Αδικούμαι... δεν αντέχω άλλο», φωνάζουν οι πρώτοι. «Από ποιον;» ρωτάει ο Μανδάτωρ. Και οι Πράσινοι κατονομάζουν τον Καλοπόδιον.
«Εσείς δεν έρχεστε για το θέαμα, παρά για να βρίζετε τους άρχοντες», απαντά ο Μανδάτωρ. Κι όταν εκείνοι επιμένουν, τους απειλεί: «Αν δεν ησυχάσετε, θα σας αποκεφαλίσω» (Το πάγιο και λυσιτελές επιχείρημα...). Αλλά οι Πράσινοι δεν το βάζουν κάτω, και υπερθεματίζουν ­ επικαιρότατα:


«Ολοι κυνηγάνε τα αξιώματα για να βολευτούν. Κι αν λέμε κάτι επειδή μας πνίγει ο πόνος, ας μη θυμώσει η δύναμή σου. Δες πως ο Θεός ανέχεται τα πάντα».


Περιεργότατα, ο Μανδάτωρ, που τους απειλούσε με αποκεφαλισμό, το «γυρίζει» και τους διαβεβαιώνει πολιτικάντικα: «Ο καθένας είναι ελεύθερος να μιλά δημόσια χωρίς κίνδυνο» (!). Ομως εκείνοι τον αποστομώνουν, προβάλλοντας την ταξική μεροληψία των αρχόντων εναντίον των «λαϊκών» Πράσινων:


«Ελεύθερο με λες, αλλά δεν μου επιτρέπεται να μιλάω ελεύθερα. Κι αν είναι κανείς ελεύθερος αλλά έχει το στίγμα του Πράσινου, θα τιμωρηθεί, έτσι κι αλλιώς, μπροστά σ' όλο τον κόσμο».
Ο Μανδάτωρ ξαναρχίζει τις απειλές: «Ετοιμοθάνατοι, ούτε τις ψυχές σας δεν λυπάστε;».


Αφοβοι, οι Πράσινοι αντιλέγουν: «Ας σβήσει το χρώμα μας! Χάθηκε η δικαιοσύνη! Φτάνουν τα φονικά! Κι ας δικαστούμε! Δες μας, είμαστε πηγή αστείρευτη. Τιμώρησε όσους θες. (Θα ξεπηδήσουν άλλοι τόσοι). Μα την αλήθεια, ο άνθρωπος δεν τ' αντέχει αυτά τα δυο: φονικά και αδικίες».


Τότε, παρεμβαίνουν οι «αιώνιοι αντίπαλοί» τους Βένετοι, που ευνοούνταν ­ φαίνεται ­ απ' τους άρχοντες. Και φωνάζουν στους Πράσινους: «Ολοι οι φονιάδες βρίσκονται ανάμεσά σας!».
Αλλά οι Πράσινοι επιμένουν: «Πνίγεται η αλήθεια», ορύονται. Και φτάνουν ν' ασεβήσουν: «Ρωτάω όσους λένε πως ο Θεός ορίζει τα ανθρώπινα: Από πού τούτη η δυστυχία μας;».
Ο Μανδάτωρ βρίσκει την ευκαιρία να τους κατακεραυνώσει: «Βλάσφημοι και θεομίσητοι, ως πότε θα χαλάτε τον κόσμο;».


Οι Πράσινοι φωνάζουν πως θα σωπάσουν, αλλά άθελά τους ­ δεν σωπαίνουν, ωστόσο, αλλά ξανα-«ασεβούν», λέγοντας πως «προτιμούν να είναι ειδωλολάτρες παρά Βένετοι».
Ετούτοι αντιφωνούν πως τους πνίγει το μίσος για τους Πράσινους, κι αυτοί, μανιασμένοι πια, κραυγάζουν: «Ας ξεθαφτούν τα κόκκαλα των θεατών!». Και φεύγουν απ' τον Ιππόδρομο και ξεχύνονται στην πόλη, καίνε και σφάζουν ­ και έτσι ­ (λέει ο Θεοφάνης) ξεκίνησε η περιβόητη Στάση του Νίκα, που παραλίγο να στοιχίσει τον θρόνο στον Ιουστινιανό και που στοίχισε τη ζωή 30.000 ανταρτών, κατά τον ιστορικό Προκόπιο.

Αμφισβητείται, ωστόσο, αν τα «Ακτα δια Καλοπόδιον» στάθηκαν η θρυαλίδα για την Στάση εκείνη. Πιθανότερο είναι πως την προκάλεσε η σκληρή οικονομική-φορολογική πολιτική του Ιουστινιανού ­ που άπλωνε στα πέρατα σχεδόν της τότε οικουμένης το κράτος του, απλώνοντας τη φορολογική αρπαγή στις τσέπες των υπηκόων του...


ΕΤΣΙ ή αλλιώς, τα «Ακτα» αυτά δίνουν εναργέστατο δείγμα της τόλμης και της παρρησίας των «δήμων» ­ τουλάχιστο, στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες.
Οσο για την επικαιρότητα, δεν χρειάζεται σχόλια: οι αντιβοήσεις, στον Ιππόδρομο ή στις Συνόδους, ηχούν τόσο όμοιες με τα καθ' ημάς και τα καθημερινά ­ τα «αιτήματα» και τα συνθήματα (σήμερα, ομοιοκατάληκτα: «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος» κλπ.), τις καταγγελίες και τη σκανδαλολογία, τις βίαιες αντιθέσεις των «μερών», τις συγκρούσεις τους («αθλητικές», πολιτικο-ταξικές, κληρικές) και, τελικά, τις επεμβάσεις των τότε ΜΑΤ και του στρατού...

Μ' ένα τέτοιο «κέρας» δινόταν το σύνθημα για ν' αρχίσουν, στον Ιππόδρομο της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, οι τελετές, οι ιπποδρομίες, και τα «άκτα» ­ επευφημίες, αλλά και λαϊκές καταγγελίες για σκάνδαλα κλπ. Στον κορμό του εικονιζόμενου κέρατος από ελεφαντόδοντο, διακρίνονται ανάγλυφες παραστάσεις ιπποδρομιών, θηριομαχιών και άλλων «παιγνίων»
Το ΒΗΜΑ, 24/05/1998 , Σελ.: B02Κωδικός άρθρου: B12482B022ID: 86390
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12482&m=B02&aa=2

Σχόλια