Η ΝΟΜΙΜΗ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ
Στο φως και μετά στο αρχείο
Στο φως και μετά στο αρχείο
Το σκάνδαλο της Siemens, όπως και όλα τα σκάνδαλα που προηγήθηκαν, αντιμετωπίζεται ως ένα δικαστικό θρίλερ. Όμως τα πολιτικά σκάνδαλα δεν είναι τόσο πολύπλοκα όσο θα ήθελε να μας πείσει η πολιτική εξουσία.
Για την αντιμετώπιση του σκανδάλου της Siemens η κυβέρνηση επιμένει στη δοκιμασμένη μέθοδο που έχει ακολουθήσει συστηματικά από το 2004: Παραπέμπει στη δικαστική έρευνα και αποφεύγει κάθε άλλη δημόσια τοποθέτηση.
Ομως, η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας αποδεικνύει ότι η Δικαιοσύνη από μόνη της είναι εντελώς ανίσχυρη να αντιμετωπίσει αυτού του είδους τα σκάνδαλα. Και είναι πραγματικά προσχηματική η επίκλησή της από τον πρωθυπουργό ή τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, όταν είναι γνωστό ότι η δικαστική έρευνα στις κρίσιμες υποθέσεις των υποκλοπών, των δομημένων ομολόγων, του χρηματιστηρίου κ.λπ. έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο.
Από τη δική του πλευρά, το ΠΑΣΟΚ εισηγείται τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή για τη Siemens (κάτι στο οποίο συμφωνούν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης), αλλά δύσκολα μπορεί να πείσει κανέναν ότι δεν προχωρεί σ' αυτή την κίνηση πιεσμένο από το βάρος των αποκαλύψεων για την ανάμειξη δικών του στελεχών στην υπόθεση. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ, όταν βρισκόταν στην εξουσία, παρέπεμπε κι αυτό «όσους έχουν στοιχεία να τα πάνε στον εισαγγελέα».
Ανέθετε δηλαδή στη Δικαιοσύνη εν λευκώ το καθήκον του δημόσιου ελέγχου.Ούτε όμως κι η εξεταστική επιτροπή στη Βουλή (ακόμα κι αν αναβαθμισθεί σε προανακριτική) μπορεί να λύσει τους γρίφους των σκανδάλων, όσο λειτουργεί κάτω από τις ίδιες προδιαγραφές που σκαλώνουν τη δικαστική έρευνα. Από τη φύση της η Δικαιοσύνη (ακόμα και στη μορφή της έρευνας σε επίπεδο Κοινοβουλίου) προσανατολίζεται (και ορθά) στις εξατομικευμένες ευθύνες προσώπων.
Το πρόβλημα με τα σκάνδαλα που ονομάζονται «πολιτικά» είναι ακριβώς ότι έχουν συλλογικό πολιτικό περικάλυμμα. Και ενώ η Δικαιοσύνη ερευνά από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή ξεκινώντας από την ευθύνη των τελευταίων τροχών της αμάξης, ο μόνος τρόπος διαλεύκανσης των πολιτικών σκανδάλων είναι ακριβώς ο αντίστροφος, δηλαδή ξεκινώντας από το κέντρο ή την κορυφή του σκανδάλου. Υποστηρίζουμε ότι όλα τα σκάνδαλα που έχουν τεθεί στο αρχείο από τη Δικαιοσύνη τα τελευταία χρόνια δεν έχουν κανένα σκοτεινό σημείο για όποιον πράγματι θα ήθελε να τα διερευνήσει.
Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι η Δικαιοσύνη ολιγώρησε ή χειραγωγήθηκε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Απλώς, δεν ανήκει στις αρμοδιότητές της να κατανοεί και να ελέγχει τους υπόγειους τρόπους με τους οποίους παίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Ας εξετάσουμε ορισμένες από τις υποθέσεις που απασχόλησαν την κοινή γνώμη ως «σκάνδαλα» και ανατέθηκε στη Δικαιοσύνη η επίλυσή τους. Θα διαπιστώσουμε ότι η παραπομπή στη Δικαιοσύνη αποτελεί το άλλοθι για εκείνους που επιδιώκουν την πάση θυσία συγκάλυψη. Και την ώρα που ένας-ένας οι φάκελοι οδηγούνται στο αρχείο, η αλήθεια βοά για όποιον δεν έχει λόγους να μην τη βλέπει.
Πρόκειται ίσως για την πιο χαρακτηριστική περίπτωση, όπου η Δικαιοσύνη χρησιμοποιήθηκε από την πολιτική εξουσία με τρόπο που να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο τελικό μηδενικό αποτέλεσμα. Θυμίζουμε την αλληλουχία των γεγονότων. Στις 8 Μαρτίου 2005 η Vodafone ενημερώνεται από την Ericsson ότι στο δίκτυό της εντοπίστηκε παράνομο λογισμικό για υποκλοπές. Οι ανύπαρκτες υποκλοπέςΣτις 9 Μαρτίου βρέθηκε απαγχονισμένος στο σπίτι του ο υπάλληλος της Vodafone Κώστας Τσαλικίδης. Την επομένη, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας κ. Κορωνιάς ενημέρωσε την κυβέρνηση ότι έχει διαπιστωθεί παρέμβαση με συνακροάσεις στο δίκτυο της εταιρείας.
Η υπόθεση δημοσιοποιήθηκε ένα χρόνο αργότερα (2/2/2006), ενώ υποτίθεται ότι σε όλο αυτό το διάστημα ο εισαγγελέας διενεργούσε προανάκριση, παράλληλα με έρευνα της ΕΥΠ. Η καθυστέρηση της κανονικής ανάκρισης και ο αποκλεισμός της ΑΔΑΕ από την αρχική έρευνα επέτρεψαν την απάλειψη των κρίσιμων στοιχείων, ενώ και ο θάνατος του Τσαλικίδη έμεινε ουσιαστικά αδιερεύνητος.
Η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ΑΔΑΕ και ορισμένων μελών της κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής. Αλλά τι φοβάται η ελληνική κυβέρνηση και γιατί απέφυγε τη διαλεύκανση της υπόθεσης αναθέτοντας στη Δικαιοσύνη να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά; Κάποιοι υποστηρίζουν ότι φοβήθηκε τις ΗΠΑ που κρύβονται πίσω από τις υποκλοπές. Αλλά, βέβαια, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: Στη θεατρική παράσταση που έδωσαν το Φεβρουάριο του 2006 οι τρεις υπουργοί (Ρουσόπουλος, Βουλγαράκης Παπαληγούρας), κατέγραψαν ακόμα και σε χάρτη το αμαρτωλό τρίγωνο της πλατείας Μαβίλη, έτσι ώστε να αντιληφθεί και ο πιο ηλίθιος δημοσιογράφος ότι στο κέντρο της υπόθεσης βρίσκεται η πρεσβεία των ΗΠΑ.
Κάτι άλλο ήθελε να κρύψει η κυβέρνηση. Είναι βέβαιο ότι το καλοκαίρι του 2004 γίνονταν με τη συναίνεση των ελληνικών αρχών και ενδεχομένως τη γνώση της αξιωματική αντιπολίτευσης παράνομες συνακροάσεις από νόμιμες αρχές. Αυτό είναι το μεγάλο σκάνδαλο κι αυτό είναι που μεταμορφώθηκε στο σκάνδαλο της Vodafone που γνωρίζουμε. Πώς έχουμε αυτή τη βεβαιότητα; Καταρχήν υπάρχει η απαίτηση των ΗΠΑ και φυσικά η διάθεση της ελληνικής πλευράς να συναινέσει στην παρακολούθηση «στόχων».
Γνωρίζουμε ότι εσπευσμένα είχε τοποθετηθεί το σύστημα των νόμιμων συνακροάσεων της Ericsson στο δίκτυο της Vodafone, ενώ οι υποκλοπές πραγματοποιήθηκαν με την παράνομη ενεργοποίηση αυτού του νόμιμου λογισμικού. Μάλιστα η ενεργοποίηση του παράνομου λογισμικού έγινε δύο μέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.Αυτό που πραγματικά συνέβη εξηγεί και τους λόγους της πολιτικής συγκάλυψης του σκανδάλου και από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Εχουμε ήδη αποκαλύψει τις συσκέψεις που διεξήχθησαν σε διεθνές επίπεδο τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων και την πίεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ολοκληρωθεί η μαζική παρακολούθηση σταθερών και κινητών τηλεφώνων προτού αρχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες («Ιός», 14/5/06). Η καθυστέρηση εγκατάστασης του περιβόητου συστήματος C4I επέτεινε το πρόβλημα. Υπάρχει το γνωστό τηλεγράφημα του Associated Press (25/6/04) που αναφέρεται στις τελευταίες προσπάθειες για την ασφάλεια των Αγώνων, όπου καταγράφεται η αγωνία της κυβέρνησης «να επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης στον έλεγχο των τηλεφωνικών κλήσεων».Υπάρχει και ένα αδιαμφισβήτητο δημοσιευμένο στοιχείο που αποδεικνύει την ακρίβεια των ισχυρισμών μας αυτών.
Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της ΑΔΑΕ, το 2004 εκδόθηκαν 425 διατάξεις από τον Εισαγγελέα Εφετών για την άρση του απορρήτου (δηλαδή την παρακολούθηση τηλεφώνων) ιδιωτών για θέματα εθνικής ασφάλειας. Το 2005 ο αριθμός των διατάξεων ήταν 406 και το 2006 ανέβηκε στις 559. Αυτό το φαινομενικά παράδοξο, ότι δηλαδή το 2004 παρακολουθούνταν λιγότεροι από το 2006, έχει μία και μόνη εξήγηση.Τα κινητά τηλέφωνα το 2004 παρακολουθούνταν με τη μέθοδο της παράνομης συνακρόασης, μέσω δηλαδή του κυκλώματος που δήθεν ανακαλύφθηκε το 2005.
Το 2004 δεν υπήρχε ούτε το νομοθετικό πλαίσιο, ούτε η συγκατάθεση των εμπλεκόμενων εταιρειών, γιατί απλώς δεν είχαν πληρωθεί ακόμα για το λογισμικό τους! Αν προσέξει κανείς τις δηλώσεις στελεχών και των δύο κομμάτων που υπηρέτησαν την κρίσιμη περίοδο στα συναρμόδια υπουργεία (Δημόσιας Τάξης, Αμυνας, Εξωτερικών), θα δει ότι τα «μασάνε» για το 2004.Η έρευνα, δηλαδή, έπρεπε να διεξαχθεί εντελώς αντίστροφα: Να υποχρεωθούν να εξηγήσουν οι αρμόδιοι υπουργοί και οι εκπρόσωποι των εταιρειών τηλεφωνίας τους τεχνικούς τρόπους που πραγματοποίησαν (γιατί είναι σίγουρο ότι τις πραγματοποίησαν) τις απαιτούμενες συνακροάσεις το κρίσιμο καλοκαίρι του 2004. Αυτή η έρευνα μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και σήμερα, γιατί δεν απαιτεί τα σβησμένα «ίχνη» στο δίκτυο της Vodafone που αναζητούσε απελπισμένα η ΑΔΑΕ.
Γιατί ακόμα κι αν ισχύει ότι άλλοι παρακολουθούσαν τον Αύγουστο και άλλοι μετά το φθινόπωρο, το γεγονός είναι ότι και οι παρακολουθήσεις του Αυγούστου ήταν παράνομες. Και αυτές διεξάγονταν -όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία- από την ίδια την κυβέρνηση και τους συμμάχους της. Ποιος τολμάει να το ομολογήσει;Το ανύπαρκτο ντόπινγκΑλλη μία υπόθεση που πλήγωσε την «εθνική μας περηφάνια» και ανατέθηκε στη Δικαιοσύνη να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά ήταν η υπόθεση της εσκεμμένης αποφυγής ελέγχου ντόπινγκ από τους έλληνες σπρίντερ τον Αύγουστο του 2004.
Μόλις διαπιστώθηκε το επεισόδιο με το περιβόητο τροχαίο που υποτίθεται ότι εμπόδισε τους αθλητές να επιστρέψουν εγκαίρως στο Ολυμπιακό Χωριό για τον έλεγχο, εξαγγέλθηκαν οι απαραίτητες δικαστικές έρευνες. Ομως οι δομές που επιβάλλουν (όχι απλώς επιτρέπουν) το ντόπινγκ στον πρωταθλητισμό δεν αμφισβητήθηκαν ούτε τότε ούτε στη συνέχεια. Και μόλις οι πολιτικοί υπεύθυνοι διαπίστωσαν ότι μπορούν να στηριχτούν στην εθελοτυφλία του «φίλαθλου πνεύματος» που ζητωκραύγαζε τους ντροπιασμένους κατά τα άλλα πρωταθλητές, αντεπιτέθηκαν ευνοώντας τη συγκάλυψη. Και τι απέγινε; Η μεν δικαστική επιτροπή του ΣΕΓΑΣ δικαίωσε τους αθλητές και τον προπονητή τους, ενώ η δίκη για το «τροχαίο» αναβάλλεται συνεχώς.
Η τελευταία αναβολή έγινε, για τις 2 Φεβρουαρίου του 2009! Εν τω μεταξύ, οι αθλητές έχουν αποκατασταθεί. Ο Κεντέρης εξακολουθεί να διαφημίζει τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια και η Θάνου υπέγραφε τις προάλλες αυτόγραφα στο Φανάρι, αφού πρώτα την ευλόγησε ο Πατριάρχης. Επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά ότι καλώς δεν τιμωρήθηκαν οι αθλητές, εφόσον στην πραγματικότητα επιτελούσαν «εθνικό έργο». Το πραγματικό σκάνδαλο είναι η συναίνεση των πολιτικών και αθλητικών αρχών στη συγκάλυψη της υπόθεσης. Γιατί σήμερα ξέρουμε όλες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης.
Τα σημαντικότερα στοιχεία του σκανδάλου της Balco έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί από τις ίδιες τις αμερικανικές δικαστικές αρχές. Ο «Ιός» έχει παρουσιάσει τα ντοκουμέντα αυτά, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα και οι συγκεκριμένοι πρωταθλητές ήταν αποδέκτες της «καθαρής», δηλαδή της ουσίας THG, απευθείας από τον παρασκευαστή της, τον χημικό-μποντιμπίλνερ Πάτρικ Αρνολντ. Για τα στοιχεία αυτά έχει βουίξει ο παγκόσμιος τύπος, έχουν γραφτεί βιβλία, έχουν δοθεί συνεντεύξεις;
Δεν υπάρχει, δηλαδή, καμιά αμφιβολία για το τι γινόταν με τους έλληνες πρωταθλητές κατά την περίοδο της προετοιμασίας. Ομως, στην Ελλάδα εξακολουθεί να κυριαρχεί η άποψη ότι «τα παιδιά έχουν απαλλαγεί». Αυτό δεν σημαίνει ότι η Δικαιοσύνη ευθύνεται που δεν αξιοποίησε αυτά τα στοιχεία.
Η ευθύνη ανήκει στην ειδική επιτροπή της Βουλής, η οποία υποτίθεται ότι συγκροτήθηκε το 2005 για να αντιμετωπίσει το σκάνδαλο, αλλά απέφυγε να αναφερθεί συγκεκριμένα σ' αυτό, διότι «η υπόθεση βρίσκεται στη Δικαιοσύνη», όπως έλεγαν.Προτίμησαν όλοι να χώσουν το κεφάλι τους στην άμμο.
Επέτρεψαν έτσι τη συνέχιση του ίδιου κόλπου. Η κατάληξη είναι γνωστή: Οπως αποδείχτηκε πριν από ένα μήνα η ντριμ τιμ του ελληνικού αθλητισμού ετοιμαζόταν για το Πεκίνο με τη συνδρομή παρόμοιων απαγορευμένων ουσιών, και μάλιστα πολύ πιο βλαβερών για τους ίδιους τους αθλητές.Βέβαια, δεν είμαστε οι μόνοι. Στην Αυστραλία, το προηγούμενο Σάββατο οι τελωνειακές αρχές ανακάλυψαν ένα τεράστιο φορτίο αναβολικών που προερχόταν από την Κίνα.
Οποία έκπληξη: οι ετικέτες έγραφαν «αμινοξέα». Αλλο ένα λάθος της Σου Λι.Τα άλλα σκάνδαλαΤο πρόβλημα, ασφαλώς, δεν είναι οι επαγγελματίες πρωταθλητές, οι οποίοι έχουν αποδεχτεί το ρόλο του μονομάχου στην αθλητική αρένα, αλλά το μήνυμα που στέλνει μ' αυτή τη συγκάλυψη του σκανδάλου του ντόπινγκ η πολιτική ηγεσία προς τα νέα παιδιά.Ακολουθώντας αυτό το σαφές μήνυμα, τα περισσότερα γυμναστήρια της χώρας έχουν μετατραπεί σε κέντρα διακίνησης κάθε είδους ουσιών: σκληρά στεροειδή αναβολικά και προορμόνες μοιράζονται με τις χούφτες μαζί με αθώα συμπληρώματα διατροφής, για να επιτευχθεί το όνειρο.
Με την ίδια μέθοδο πρέπει να προσεγγίσουμε και τις άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν ως «σκάνδαλα» την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια.Στην περίπτωση των «δομημένων ομολόγων», για παράδειγμα, πολιτικό σκάνδαλο αποτελεί η ίδια η δημιουργία αυτού του «προϊόντος» και ο εξαναγκασμός των ασφαλιστικών ταμείων να το αξιοποιήσουν για να αυξήσουν υποτίθεται τα αποθεματικά τους.
Η Δικαιοσύνη ήταν φυσικό να χαθεί στις διαδρομές των εξωχώριων και υπεράκτιων εταιρειών, αλλά η πραγματικότητα του σκανδάλου αναλύθηκε με απόλυτη ακρίβεια από τους ίδιους τους άμεσα θιγόμενους, δηλαδή τα σωματεία των εργαζομένων που είδαν τα ταμεία τους να λεηλατούνται. Οσο για το σκάνδαλο που προέκυψε στο υπουργείο Πολιτισμού έπειτα από το τραγικό διάβημα του Χρήστου Ζαχόπουλου, εδώ εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση η μέθοδος της υπερφόρτωσης της Δικαιοσύνης με κάθε λογής πραγματικά ή υποθετικά προβλήματα κακοδιαχείρισης, με αποτέλεσμα να σηκώσουν οι ανακριτές τα χέρια ψηλά. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση κέρδισε χρόνο και αναδιατάχθηκαν ορισμένες συμμαχίες στο πολιτικό προσωπικό και τα μέσα ενημέρωσης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η υγειονομική ζώνη που χωρίζει το «αθώο» Μαξίμου από τον κατηγορούμενο για κακούργημα κομιστή. Και όμως, η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που γέννησε το διάβημα του κ. Ζαχόπουλου βρίσκεται στο μικρό σημείωμα που άφησε ο παρ' ολίγον αυτόχειρας στους οικείους του.
Το σημείωμα αυτό έμεινε σχεδόν στο περιθώριο των πάμπολλων εκπομπών που αφιερώθηκαν στην υπόθεση και έμεινε στα ψιλά των εφημερίδων. Και όμως αυτό το σημείωμα μίλαγε συγκεκριμένα για «ευήκοα ώτα» που ήταν πρόθυμα να δεχτούν τον εκβιασμό, ο οποίος είχε γίνει «εύπεπτος πολιτικά» μέσω «κατασκευασμένης συκοφαντίας - εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης». Και σε άλλο σημείο ο κ. Ζαχόπουλος μιλάει για «ασύδοτα φαινόμενα νεοφασισμού».
Αν κάποιος θέλει να μάθει τι ακριβώς συνέβη στην υπόθεση αυτή, αρκεί να διαβάσει προσεκτικά το σημείωμα Ζαχόπουλου αλλά και ένα δεύτερο ντοκουμέντο: το βιβλίο «www.Ελένη-Oνειρα.gr» του στενού του φίλου σκηνοθέτη Γιώργου Μυλωνά. Γραμμένο σε προγενέστερο χρόνο το βιβλίο αυτό δεν είναι «προφητικό», όπως έσπευσαν να αποφανθούν οι δημοσιογράφοι αναλυτές του, αλλά περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη διαπάλη των ομάδων στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της Ν.Δ. που οδήγησαν στο δράμα. Ανάλογη τύχη είχε το σκάνδαλο των καρτέλ στο χώρο των τροφίμων με τους «κουμπάρους» να παρελαύνουν σιδεροδέσμιοι και λίγες μέρες μετά να αποφυλακίζονται χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι.
Από την υπόθεση δεν έχει βέβαια αποδυναμωθεί κανένα καρτέλ, γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε όχι τη σύλληψη των φίλων του κ. Ψωμιάδη, αλλά την αλλαγή της κεντρική οικονομικής πολιτικής, που θεωρεί αυτονόητη την αυτορρύθμιση της αγοράς και αποδίδει τις ακραίες αυτές περιπτώσεις στην «ανωριμότητα» του ανταγωνισμού στο χώρο των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων. Οι δύο δρόμοιΠαρόμοιες σκηνές ζούμε τώρα με το σκάνδαλο Siemens.
Αντί να ξεκινήσει ο έλεγχος από τις αμαρτωλές συμβάσεις, περιμένουμε όλοι αμήχανοι τα ονόματα που θα βγουν από τη σκοτεινή κρύπτη ανυπόληπτων πηγών που διοχετεύουν κάθε τόσο τις ελεγχόμενες «αποκαλύψεις» τους. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «διερεύνηση» αυτών των σκανδάλων. Η δικαστική έρευνα -που είναι τόσο επιθυμητή από την πολιτική εξουσία- περιορίζεται μόνο σε παραβάσεις του ποινικού κώδικα και μάλιστα για αδικήματα που δεν έχουν παραγραφεί.
Η πολιτική διερεύνηση -που τόσο πολύ αποφεύγεται- έχει στόχο να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από μια σκοτεινή υπόθεση, ανεξάρτητα από την εξακρίβωση όλων των λεπτομερειών που αφορούν την παραβατική συμπεριφορά ατόμων. Σκοπός εδώ δεν είναι -κυρίως- η υπόδειξη ενόχων και η καταδίκη τους, όσο η ενεργοποίηση θεσμών και κανόνων που θα εμποδίσουν την επανάληψη του σκανδάλου.
Γιατί, όπως διαπιστώσαμε σε όσες από τις υποθέσεις έχουν τελεσιδικήσει στη Δικαιοσύνη, δεν έχουμε μείνει μόνο χωρίς ενόχους. Αλλά και χωρίς πραγματική αποκάλυψη του σκανδάλου. Αντίθετα, απ' ό,τι φαίνεται στις περισσότερες απ' αυτές, το «σκάνδαλο» συνεχίζεται με μια μικρή διακοπή.
Το πολιτικό σκάνδαλο των σκανδάλωνΜοντέλο για την εφαρμογή της μεθόδου «στρίβειν διά της Δικαιοσύνης» αποτελεί η διαχείριση του περιβόητου σκανδάλου Κοσκωτά πριν από είκοσι, περίπου, χρόνια. Παρά το γεγονός ότι η υπόθεση έφτασε στον μέγιστο βαθμό που ασκείται η δικαιοσύνη, δηλαδή στο Ειδικό Δικαστήριο, και μάλιστα με κατηγορούμενο τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό, η δίκη υπήρξε μια παρωδία.
Δεν αποκαλύφθηκε τίποτα περισσότερο από όσα είχαν ήδη αναδειχθεί στις δημοσιογραφικές έρευνες, ενώ η αποδεικτική διαδικασία γελοιοποιήθηκε με την παρέλαση αναξιόπιστων μαρτύρων κατηγορίας που δεν μπορούσαν να πείσουν για τη σοβαρότητα των καταγγελιών τους. Η αποκάλυψη του σκανδάλου δεν προέκυψε από καμιά περίπλοκη δικαστική έρευνα. Αρκούσε, όπως φάνηκε, η απλή ανάγνωση των ισολογισμών της Τράπεζας Κρήτης για να διαπιστωθεί το κόλπο της χρηματοδότησης όλων των άλλων δραστηριοτήτων του ομίλου Κοσκωτά.
Διαβάζοντας αυτούς τους ισολογισμούς -που βέβαια είναι δημόσια έγγραφα- ο εκδότης της «Ελευθεροτυπίας» Κίτσος Τεγόπουλος αντιλήφθηκε και ανέλυσε τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε ο Κοσκωτάς.
Ακολούθησε η δικαστική έρευνα που κατέληξε στο γνωστό φιάσκο. Ο Κοσκωτάς, βέβαια, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε, αλλά οι πολιτικές διαστάσεις της υπόθεσης παρέμειναν στο σκοτάδι. Ολο το πολιτικό σύστημα βγήκε κερδισμένο από τη διαχείριση του σκανδάλου. Ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να γίνει επιτέλους πρωθυπουργός, ξορκίζοντας τους εφιάλτες του 1965.
Η αριστερά γεύτηκε κι αυτή πρώτη φορά την κυβερνητική εξουσία. Και, βέβαια, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθαν θριαμβευτικά το 1993, καταγγέλλοντας το «βρόμικο 1989», δηλαδή αυτό που ονόμασε η Νέα Δημοκρατία και η αριστερά «κάθαρση». Ακόμα κι ο καταδικασμένος απ' το Ειδικό Δικαστήριο Δημήτρης Τσοβόλας θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο τίμιους πολιτικούς.
Ο άλλος καταδικασμένος, ο Γιώργος Πέτσος, εκλέχτηκε νομάρχης και κατέβηκε στις εκλογές με τη Ν.Δ., το κόμμα των κατηγόρων του. Μέχρι και ο τραγικός Μένιος Κουτσόγιωργας, που έπεσε νεκρός μέσα στο δικαστήριο, κληροδότησε στο γιο του μια κοινοβουλευτική θητεία.Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμα και σε ένα πλήρως αποδεδειγμένο πολιτικό σκάνδαλο η δικαστική διερεύνηση μπορεί να ικανοποιήσει μεσοπρόθεσμα όλες τις πολιτικές πτέρυγες, ενώ και η κοινή γνώμη θα αισθάνεται ικανοποιημένη ότι έχει αποδοθεί «δικαιοσύνη» χωρίς να προκύψει κανένας ένοχος.
Τα πολιτικά κόμματα την εποχή της απορύθμισης
Αν τα δύο μεγάλα κόμματα ήθελαν να μας πείσουν για την ειλικρίνειά τους να «λάμψει η αλήθεια» στην υπόθεση της Siemens και να τιμωρηθούν όλοι οι ενεχόμενοι, τα πράγματα θα ήταν απλά: Από τον Δεκέμβριο του 2006 που ο πρώην εμπορικός διευθυντής της Siemens Μίκαελ Κουτσενρόιτερ αποκάλυψε ότι η εταιρεία του χρηματοδοτούσε από τα μαύρα ταμεία της και τα δύο κόμματα, θα έπρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλία ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπανδρέου για να ξεκαθαρίσουν τα εσωτερικά τους.
Τότε θα έπρεπε, δηλαδή, να ερευνήσουν τα ταμεία τους, αλλά και να εξετάσουν τα στελέχη τους που είχαν σχέση με τις κατά καιρούς αναθέσεις στη Siemens. Τότε θα έπρεπε να υποβάλει και τη γνωστή πρότασή του ο κ. Βενιζέλος. Τώρα που άρχισαν να κατονομάζονται οι κρίκοι της αλυσίδας, είναι πολύ αργά.
Υπάρχει, βέβαια, μια δικαιολογία για τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Καραμανλή. Σε ποιο κόμμα να ψάξουν; Στην πραγματικότητα τα κόμματα -τουλάχιστον τα δύο που εναλλάσσονται στην εξουσία- έχουν ήδη μετασχηματιστεί από καιρό σε φορείς άμεσων οικονομικών συμφερόντων.
Η πραγματική σύγκλιση σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής, που διαπιστώνει κανείς αν συγκρίνει τη δεύτερη τετραετία Σημίτη με την πρώτη Καραμανλή, ενισχύεται πλέον και σε επίπεδο ιδεολογίας με τη λογική του μεσαίου χώρου που μοιράζονται Καραμανλής και Παπανδρέου. Και κοινό χαρακτηριστικό είναι η ουσιαστική διάλυση των μαζικών σχηματισμών που δημιουργήθηκαν μετά τη μεταπολίτευση. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει τη μέθοδο διαδοχικών εσωκομματικών εκλογών για να διαλύσει απολύτως τον παλιό του μηχανισμό, ενώ η Νέα Δημοκρατία περιορίζεται στην αδράνεια των οργανώσεών της. Και στις δύο περιπτώσεις το κόμμα συρρικνώνεται στο πρόσωπο του αρχηγού και τον πολύ στενό του περίγυρο. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για ελληνικό φαινόμενο.
Απλά, στην Ελλάδα ο μετασχηματισμός αυτός συνοδεύεται από μια ανοιχτή κρίση των δύο κομμάτων. Το ενδιαφέρον με την πολιτική αυτή εξέλιξη είναι ότι συνδέεται με την ανάδειξη των σκανδάλων σε ένα από τα πιο καίρια ζητήματα της πολιτικής σκηνής και σε κορυφαίο στοιχείο πολιτικής διαχείρισης. Οπως εξηγεί ο Τζον Τόμσον, «οι μεταβολές στην πολιτική κουλτούρα συνέβαλαν στο να αποκτήσουν τα σκάνδαλα μια μεγαλύτερη σημασία στη σύγχρονη ζωή [...] και να έχουν μετατραπεί σε ένα είδος τεστ αξιοπιστίας στο πλαίσιο της πολιτικής της εμπιστοσύνης».
Μ' άλλα λόγια, η αποδυνάμωση των ιδεολογιών και το ξεθώριασμα των πολιτικών αντιθέσεων που κυριάρχησαν τις δεκαετίες του '70 και του '80, έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος να προσανατολίζεται με βάση την προσωπική αξιοπιστία του ηγέτη και όχι με βάση το πρόγραμμα του κόμματος. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κάθε χώρα εμφανίζονται τόσο περίπλοκα και οι λύσεις τόσο συγκλίνουσες, ώστε για τον ψηφοφόρο μοιάζει πιο εύκολο να προσανατολιστεί με βάση το χαρακτήρα του υποψήφιου ηγέτη. Αυτό το μοντέλο του «αξιόπιστου» και όχι «θαυματουργού» πολιτικού ακολουθεί ο σημερινός πρωθυπουργός με συνέπεια, κάτω από την πετυχημένη μπαγκέτα του κ. Ρουσόπουλου.
Αλλωστε αυτό ήταν το μοντέλο που ξαναέφερε στην εξουσία τη Νέα Δημοκρατία και όχι βέβαια ο λαϊκός πόθος για μεταρρυθμίσεις. Κι αυτό το ίδιο μοντέλο επιτρέπει στον κ. Καραμανλή να συνεχίζει ατάραχος το βάδισμά του σαν τον Johnny Walker ή σαν το κουνελάκι της Duracell, αποκεφαλίζοντας χωρίς κανένα κόστος δεκάδες στενούς του συνεργάτες κάθε φορά που κάποιο όνομα συνδέεται με πραγματικό ή εικαζόμενο σκάνδαλο.
Τώρα ο κ. Παπανδρέου ελπίζει να τον μιμηθεί, αντλώντας στοιχεία αξιοπιστίας από την υπονόμευση του «όλου ΠΑΣΟΚ» και όσων κυβέρνησαν τη χώρα μαζί του από το 1996 μέχρι το 2004, συμπεριλαμβανομένου του τότε πρωθυπουργού. Μόνο που έρχεται δεύτερος.Αυτή η συνταγή κρύβει, όμως, μια μεγάλη παγίδα: Το παραμικρό σκοτεινό σημείο του ηγέτη που στηρίζει όλη την πολιτική του στην προσωπική του αξιοπιστία είναι αρκετό για να τον οδηγήσει στην καταστροφή.
Ας θυμηθούμε ότι κοτζάμ Κλίντον δεν κατέρρευσε για την πολιτική του στην οικονομία, ή τα Βαλκάνια, αλλά για έναν ανθεκτικό λεκέ στο φόρεμα μιας μαθητευόμενης του Λευκού Οίκου.ΔΙΑΒΑΣΤΕΤζον Τόμσον«Πολιτικά σκάνδαλα στην εποχή της εικόνας»
(μετ. Αγγελος Φιλιππάτος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004)Ακαδημαϊκή ανάλυση του φαινομένου των πολιτικών σκανδάλων σε συνδυασμό με την ανάδυση των νέων μέσων ενημέρωσης που μεταμορφώνουν τους κανόνες της πολιτικής διαχείρισης.Κεντρική θέση της μελέτης είναι ότι τα αυξανόμενα κρούσματα πολιτικών σκανδάλων δεν οφείλονται σε ηθική εξαχρείωση της κοινωνίας, αλλά στην υποχώρηση των ιδεολογικών συγκρούσεων και τη στήριξη της πολιτικής στην εικονική ηθική των ηγετών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η σταδιακή παρακμή της πολιτικής των ιδεολογιών σημαίνει ότι στο υποπεδίο των επαγγελματιών πολιτικών οι θεμελιώδεις διαφωνίες για ζητήματα αρχών έχουν γίνει λιγότερο έντονες και ότι τα πολιτικά κόμματα αναζητούν άλλους τρόπους με τους οποίους μπορούν να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους. Καθώς τα κόμματα μετατοπίζονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό προς έναν πολιτικό μεσαίο χώρο και ανταγωνίζονται για να αντλήσουν ερείσματα από μια αυξανόμενη δεξαμενή αδέσμευτων εκλογέων, τα ελαττώματα (υπαρκτά ή υποτιθέμενα) στο χαρακτήρα των αντιπάλων τους και οι παραβιάσεις του κώδικα συμπεριφοράς γίνονται όλο και πιο ισχυρά όπλα στον αγώνα για την απόκτηση πολιτικών πλεονεκτημάτων.
Τα ζητήματα που σχετίζονται με το χαρακτήρα πολιτικοποιούνται όλο και πιο έντονα, καθώς τα κόμματα προσπαθούν να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους σε ένα πλαίσιο όπου καθίσταται συνεχώς δυσκολότερο το να επικαλεστούν θεμελιώδεις διαφορές αρχών και όπου, εν μέρει για να αντισταθμίσουν αυτή την αδυναμία, τα κόμματα και οι ηγέτες τους επιζητούν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τα ελαττώματα στο χαρακτήρα των άλλων».
Ελευθεροτυπία, 6/7/2008
http://www.iospress.gr/ios2008/ios20080706.htm
Σχόλια