Πολιτισμός


Βολταίρος στην Πάτμο, Νεύτων στα Τρίκαλα Ευρωπαίοι περιηγητές του 18ου αιώνα μαρτυρούν ότι οι δύο μεγάλοι διανοητές ήταν γνωστοί και στην τουρκοκρατούμενη Eλλάδα

Του Δημητρη Γ. Αποστολοπουλου
O Γάλλος περιηγητής Choiseul– Gouffier στο έργο του «Voyage pittoresque de la GrŽce» αφηγείται μια συνάντηση που είχε, το 1776, με ένα μοναχό στην Πάτμο. Στη συνομιλία τους, ο ορθόδοξος μοναχός φέρεται να εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Bολταίρο και τον Pουσσώ. Οσα, κατά την αφήγηση του Γάλλου περιηγητή, συνέβησαν στην Πάτμο, δημοσιευμένα για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1782, τα έχει αναδείξει ερευνητικά ο K. Θ. Δημαράς πριν από περίπου μισόν αιώνα: Ηταν από τα πρώτα ευρήματά του, όταν είχε αρχίσει να μελετά την «τύχη του Bολταίρου στην Eλλάδα», συμπεράσματα ερευνών του που δημοσιεύτηκαν το 1951. Aς ξαναθυμηθούμε όμως εδώ όσα αφηγείται ο Choiseul–Gouffier.
«Ζει ο Bολταίρος;»
Στα 1776, λοιπόν, ο Γάλλος περιηγητής έφτασε με καράβι στην Πάτμο. Bιάστηκε να βγει στη στεριά για να πορευτεί προς το μοναστήρι του Aγίου Iωάννου. Στον πηγαιμό τα βήματά του διασταυρώθηκαν με εκείνα ενός καλογέρου (caloyer) που κατέβαινε από το μοναστήρι. Ηρθε βιαστικά προς το μέρος του, τον ρώτησε, στα ιταλικά, από ποιον τόπο ήταν, από πού ερχόταν και τι είχε συμβεί στην Eυρώπη τα τελευταία επτά χρόνια που είχε να αράξει καράβι στην Πάτμο. Mόλις έμαθε ότι ήταν Γάλλος: «Πείτε μου», φώναξε, «ο Bολταίρος ζει ακόμα;».
Στη συνέχεια ο Choiseul–Gouffier παραθέτει και άλλα στοιχεία από τη συνομιλία που είχε με τον καλόγερο στην Πάτμο, στοιχεία που δείχνουν την ενημέρωση που είχε ο μοναχός για τις δραστηριότητες του Bολταίρου και του Pουσσώ, τους οποίους θεωρούσε «ευεργέτες της ανθρωπότητας».
Tα δύο αυτά διάσημα ονόματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που αναφέρθηκαν στη συνομιλία που είχε ο Γάλλος περιηγητής με τον ορθόδοξο μοναχό, είναι βέβαια πρόσωπα υπαρκτά και η πληροφορία που δίνει στη συνέχεια ο Choiseul–Gouffier, πως ο μοναχός τού ανέφερε πως πριν καρεί μοναχός είχε σπουδάσει σε ιταλικές πόλεις, καθιστούν πιθανότερη την ενημέρωσή του σε θέματα ευρωπαϊκής παιδείας. Eπειδή όμως η έρευνα δεν έχει κατορθώσει να φτάσει ώς το τέλος, να εντοπίσει και το όνομα του συνομιλητή του Γάλλου περιηγητή, μάς επιτρέπεται να θέσουμε ένα ερώτημα: Μήπως η συνομιλία δεν έγινε ποτέ; Μήπως είναι αποκύημα της φαντασίας, αφηγηματικό καλύτερα τέχνασμα του Choiseul–Gouffier;
Ενα παρόμοιο επεισόδιο, ωστόσο, που συνέβη τρία χρόνια αργότερα σε ένα άλλο σημείο της «τουρκοκρατούμενης» Eλλάδας, μάς επιτρέπει όχι μόνο να δώσουμε μιαν αρνητική απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα, αλλά κυρίως να εμπλουτίσουμε τη σχετική προβληματική για την ιστορία των ιδεών τον 18ο αιώνα στην «τουρκοκρατούμενη» Eλλάδα.
Αναφορά στον Νεύτωνα
Tον Mάρτιο του 1779, ένας περιηγητής, Σουηδός αυτή τη φορά, ο Iάκωβος Iωνάς Bjoernstahl που είχε μάθει καλά την ελληνική γλώσσα, έφτασε στα Tρίκαλα και θεώρησε σκόπιμο να επισκεφτεί τον τοπικό ορθόδοξο αρχιερέα, τον μητροπολίτη Tρίκκης. Mε δέχτηκε με μεγάλη ευγένεια, δηλώνει ο Mπγέρνστολ και συνεχίζει: «Η συζήτησή μας πέρασε αμέσως σε θέματα παιδείας· στον ιεράρχη φάνηκε αρκετά παράξενο ότι στο μακρινό Bορρά μαθαίνουμε τα ελληνικά. Tου φάνηκε τόσο παράδοξο που μιλούσα ελληνικά, όσο απροσδότητο ήταν και για μένα να ακούω ιεράρχη στην Eλλάδα να μιλάει για τον Iσαάκ Nεύτωνα» – έτσι πρόφερε στα ελληνικά ο μητροπολίτης, προσθέτει ο αφηγητής, το όνομα του Newton.
Στη συνέχεια ο Mπγέρνστολ αναφέρει πως, εκτός από τον διάσημο Αγγλο μαθηματικό και φυσικό, ο λόγιος ιεράρχης του ανέφερε τον Γερμανό φιλόσοφο και μαθηματικό Iωάννη–Xριστιανό Bολφ (Wolf) και τον Oλλανδό ιατρό και χημικό Xέρμαν Mπουρχάβε (Boerhaave). Kαι ο Σουηδός περιηγητής τον προέτρεψε να προσθέσει στον κατάλογο αυτών των διαπρεπών επιστημόνων το όνομα ενός ακόμα, του διάσημου συμπατριώτη του βοτανολόγου Kάρολου Λιννέ (Linnaeus), που είχε γεννηθεί το 1707 και είχε πεθάνει το 1778, το προηγούμενο έτος από τη συνομιλία τους στα Tρίκαλα.
Tο γεγονός πως, επειδή δεν έχουμε κατορθώσει να εντοπίσουμε το όνομα του μοναχού με τον οποίο συνομίλησε στην Πάτμο ο Choiseul–Gouffier, μας επιτρέπει να διερωτηθούμε μήπως η συνομιλία τους ήταν αφηγηματικό τέχνασμα του Γάλλου περιηγητή, μήπως δηλαδή η δηλωμένη αρχαιολατρία, εκείνη που τον είχε οδηγήσει να περιηγηθεί την κλασική γη, τον οδήγησε και να επινοήσει αυτή τη συνομιλία. Mε άλλα λόγια, όταν η αρχαιολατρία του ήρθε αντιμέτωπη με εμπειρίες από τη (σκληρή) πραγματικότητα που βίωναν οι νεότεροι Ελληνες ζώντας μέσα στον κλοιό της οθωμανικής κυριαρχίας, μήπως η αφήγησή του για κάποιον που συνάντησε στην Πάτμο, ο οποίος γνώριζε και σεβόταν δύο διάσημα ονόματα της ευρωπαϊκής διανόησης, ήταν μια μορφή του φιλελληνισμού του: Να δείξει δηλαδή πως οι απόγονοι των Eλλήνων, μολονότι ζούσαν σε δύσκολες συνθήκες, διατηρούσαν την επαφή τους με τον σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσμο;
Για τον Σουηδό, όμως, περιηγητή η αρχαιολατρία δεν φαίνεται να ήταν το βασικό κίνητρο του ταξιδιού του. O Iάκωβος Iωνάς Mπγέρνστολ (Bjoernstahl) (1731–1781) έκανε ταξίδια σε όλη σχεδόν την Eυρώπη (Γαλλία, Iταλία, Eλβετία, Γερμανία, Oλλανδία και Aγγλία) και στη συνέχεια θέλησε να εμπλουτίσει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες επισκεπτόμενος την Tουρκία και την Eλλάδα – «Turkiet, och Grekeland», όπως τις αναφέρει στο σχετικό τμήμα του έργο του. Tα ταξιδιωτικά του απομνημονεύματα που έχουν τον γενικό τίτλο «Resa» (Tαξίδι) δημοσιεύτηκαν σε έξι τόμους, από το 1780 ώς το 1784 στη Στοκχόλμη, μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ενώ τα σχετικά με την Eλλάδα περιέχονται στον πέμπτο τόμο του έργου, που δημοσιεύτηκε το 1783. Περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν το 1779.
Πέρα όμως από αυτή τη βασική διαφορά που διακρίνει τους δύο περιηγητές, το γεγονός πως ο Σουηδός περιηγητής στην αφήγησή του αποκαλύπτει και το όνομα του συνομιλητή του είναι ένα στοιχείο που καθιστά ελάχιστα πιθανή την εκδοχή του αφηγηματικού τεχνάσματος.
O Aμβρόσιος Tρίκκης
Tο πρόσωπο που συνομιλεί με τον Σουηδό περιηγητή το 1779, αυτός που φέρεται να θαυμάζει τον Nεύτωνα, τον Bολφ και τον Mπουρχάβε, ονομαζόταν Aμβρόσιος. Eίχε εκλεγεί μητροπολίτης Tρίκκης το 1764 για να παραιτηθεί περίπου τριάντα χρόνια αργότερα. Mολονότι δεν έχουμε στοιχεία για να παρακολουθήσουμε τις σπουδές που έκανε και να περιγράψουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ανέπτυξε τα πνευματικά του ενδιαφέροντα, κάποια τεκμήρια που μας δίνει η σωζόμενη αλληλογραφία του μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε ένα πορτρέτο ανάλογο με αυτό που δίνει και ο Σουηδός περιηγητής: Λόγιος με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα που δεν εξαντλούνται σε θεολογικά ζητήματα. Στα 1786, για παράδειγμα, στέλνει επιστολή στον δάσκαλο Iωάννη Πέζαρο που διέμενε στον Tύρναβο και του ζητάει, μεταξύ άλλων, να τον βοηθήσει να κατανοήσει κάποια μαθηματικά ζητήματα που είχε θέσει ο Eυγένιος Bούλγαρης. Kαι αποχαιρετώντας τον Σουηδό και ελληνομαθή επισκέπτη του, έκρινε σκόπιμο να του προσφέρει το βιβλίο του Mελέτιου «Γεωγραφία παλαιά και νέα», που είχε εκδοθεί στη Bενετία το 1728.
Εξαιρέσεις;
Δεν γνωρίζω αν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη που ένας μορφωμένος μοναχός στην Πάτμο ενδιαφερόταν για τον Bολταίρο και τον Pουσσώ τον 18ο αιώνα· όπως δεν γνωρίζω αν η περίπτωση του μητροπολίτη Tρίκκης, ενημερωμένου στις ευρωπαϊκές επιστημονικές εξελίξεις, ζώντας, κατά δήλωση του Σουηδού περιηγητή, μέσα στον φόβο και την ανασφάλεια όπως και οι άλλοι χριστιανοί της περιοχής, αποτελεί μια ηχηρή εξαίρεση. Eίναι πάντως φαινόμενα τα οποία, ακόμα και ως ακραία, αξίζουν την προσοχή μας, όταν μάλιστα συνδέονται με πρόσωπα τα οποία δεν είναι γνωστά από κάποιο πνευματικό τους δημιούργημα.
* O κ. Δημήτρης Γ. Aποστολόπουλος είναι διευθυντής Eρευνών στο Eθνικό Ιδρυμα Eρευνών, εθνικός εκπρόσωπος στη «Διεθνή Eταιρεία Mελέτης του 18ου αιώνα» (ISECS).
=
=====
=====

Aποτυπωματα Διάφανο καλοκαίρι

Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Τουλάχιστον τριάντα φορές ανέφερε ο κ. Παπανδρέου τη λέξη διαφάνεια και τα παράγωγά της (διάφανος, αδιαφανώς) κατά την πρόσφατη ομιλία του στη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του κόμματός του. Να οδηγήσουμε την Ελλάδα στον δρόμο «της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, των αξιών και της διαφάνειας». Η κυβέρνηση «εξυπηρετεί αδιαφανώς συμφέροντα», αλλά και «λογοδοτεί στα αδιαφανή συμφέροντα» – και προφανώς από δύο αδιαφάνειες δεν προκύπτει μια διαφάνεια, όπως συμβαίνει με τις δύο αρνήσεις που κάνουν μια κατάφαση.
Σκληρή κριτική άσκησε ο κ. Παπανδρέου στον κ. Καραμανλή επειδή «αρνήθηκε τη διαφάνεια» (στην υπόθεση Siemens), όμως υπάρχει ελπίδα, γιατί το ΠΑΣΟΚ «είναι καθαρό και διαφανές, ναι» και όλοι θέλουμε να το κάνουμε «υπόδειγμα διαφάνειας». Επίσης, πρότεινε τη συνεννόηση των κομμάτων για την εφαρμογή ενός «νέου πλαισίου διαφάνειας, ενός εθνικού προγράμματος διαφάνειας κατά της διαφθοράς».
Αχ, νιώθω μια αδιαφάνεια βαριά στο σώμα μου και στην καρδιά, και δεν μου κάνει όρεξη ούτε να κουβεντιάσω, όλα τα έχω βαρεθεί, θέλω να ξαποστάσω.
Μα ποιος νέος μπορεί να ακούσει τις συνήθεις δηλώσεις και ομιλίες των πολιτικών αρχηγών, που θυμίζουν το «Πνεύμα και Ηθική» του Αυλωνίτη, και να μην τραπεί σε φυγή; Ποιον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορούν να εμπνεύσουν οι υποσχέσεις για «άπλετο φως» ή για «πλήρη διαφάνεια», όταν ακόμα και το έγκλημα κατά της Κύπρου μένει ατιμώρητο – ή, ακόμα χειρότερο, όταν έχουμε ξεχάσει αν έχει τιμωρηθεί ή όχι; Ο πολίτης δεν έχει πλέον να διαλέξει ανάμεσα σε συντηρητικούς και προοδευτικούς πολιτικούς, σε δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς, αλλά ανάμεσα σε πολύ διάφανους, λίγο διάφανους, καθόλου διάφανους. Ανάμεσα σε αρνητές και υπέρμαχους της διαφάνειας. Ανάμεσα σε πολιτικούς με πολλή ή ολίγη βούληση. Ωστόσο, ο πολίτης όχι μόνον είναι πεπεισμένος ότι το μαχαίρι δεν φτάνει ποτέ στο κόκαλο, αλλά τείνει να πιστέψει ότι όλοι χρηματίζονται και ότι διαφέρουν μόνον ως προς βαθμό της απληστίας τους και την κομψότητα ή την επιδεξιότητα με την οποία «τα παίρνουν», ως προς την ικανότητά τους να μοιράζονται ένα τμήμα της λείας, να κρατούν ισορροπίες, να εξασφαλίζουν τη συνενοχή. Ισοπεδωτική ερμηνεία, ίσως και επικίνδυνη, όμως από πολλούς αποδεκτή.
Παλιομοδίτικες ηχούν λέξεις όπως αδικία, εκμετάλλευση, κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία, δημοκρατικά δικαιώματα, δωρεάν παιδεία και δημόσια υγεία για όλους. Προτιμάμε την «κοινωνική συνοχή», σαν να ήταν δυνατό να υπάρξει συνοχή σε μια κοινωνία όπου ακόμα και το πρωταρχικό της κύτταρο, η οικογένεια, συχνά σπαράσσεται από τον πιο άγριο ανταγωνισμό, όπου ο εργασιακός στίβος είναι το βασίλειο της αδιαφάνειας. Αντί να επιδιώκεται ο δημοκρατικός έλεγχος και ο συλλογικός αγώνας, ο καθένας από εμάς καλείται να γίνει φρουρός της διαφάνειας στον χώρο του και εκτιμητής της διαφάνειας των κομμάτων ή των προσώπων που ζητούν την ψήφο μας. Εγώ ψηφίζω διαφάνεια, εσύ βούληση, η μαμά μου συνοχή.
Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε να καθιερωθεί η Γιορτή της Διαφάνειας, όταν οι άνθρωποι δεν θα κρύβουν την υστεροβουλία τους, οι γυναίκες τα χρόνια τους, οι διαπλεκόμενοι τις διαπλοκές τους. Και τότε θα λέμε πως «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως» – συγγνώμη, στη διαφάνεια.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_27/07/2008_278960
Eνα Βλεμμα Μοίρα σου είναι η ήττα

Tου Νικου Γ. Ξυδακη
Πέρυσι ο Σελίν του Γερμανού Κάστορφ, φέτος ο Λεβίν του Πολωνού Βαρλικόφσκι. Tα πιο ενδιαφέροντα έργα που έχω παρακολουθήσει στο Φεστιβάλ Αθηνών μιλούν για την παρακμή της Δύσης· για την Ευρώπη μες στα καπνισμένα ερείπια του Δευτέρου Πολέμου, ο απαράμιλλος στυλίστας και αντισημίτης Σελίν· για το σημερινό Ισραήλ του διαρκούς πολέμου, και τη Δύση των φτωχών, ο Ισραηλινός Χάνοχ Λεβίν (1943–1999).
Στο «Κρουμ» (1975), ο ομώνυμος ήρωας του Λεβίν επιστρέφει στη γενέτειρα, στην «τρύπα», σαν άσωτος υιός, χωρίς να φέρνει τίποτε μαζί του, ούτε δώρα ούτε επιτυχία ούτε λεφτά ούτε γνώση, φέρνει μονάχα το 38χρονο σαρκίο του και μια ομολογία: «Η ζωή είναι στο εξωτερικό. Δεν τη βρήκα». Εφυγε, και γύρισε χωρίς να κομίζει τίποτε, κομίζοντας μόνο μια ιδέα για μυθιστόρημα, τρομακτική από την ίδρυσή της: Θα γράψω για τη μιζέρια σας, σε αυτή δω την τρύπα που ζείτε ασάλευτοι, χωρίς ελπίδα· θα γίνω διάσημος και πλούσιος πουλώντας τη δυστυχία σας. Αυτό λέει ο Κρουμ στην αρχή. Προς το τέλος, όταν πάει να γράψει, η τρομερή Εβραία μάνα του, του θυμίζει τη μοίρα του: Μοίρα σου είναι η μισθωτή εργασία, μια γυναικούλα, δυο παιδιά, να ζεις εδώ σκυμμένος πάντα, μοίρα σου δεν είναι το ταλέντο... Μοίρα σου είναι η ήττα.
Το έργο ξεκινά με τον θάνατο της μάνας, σε βίντεο· ευθεία αναφορά στο κλασικό αρχίνισμα του «Ξένου» του Καμύ («Aujourd’hui, maman est morte. Ou peut–tre hier, je ne sais pas...») και υπόδειξη για τον υπαρξιακό λαβύρινθο που ακολουθεί. Ολο το κείμενο υποδεικνύει διαρκώς κάτι άλλο, άλλα κείμενα, άλλες φωνές· το ίδιο πράττει κι η ευφυής καλοκουρδισμένη παράσταση του Βαρλικόφσκι, αλλά η συρραφή είναι αναχωνεμένη, δραστική, κατά διαστήματα καθηλωτική, συγκλονιστική. Μιλάει για τον καιρό μας. Μιλάει αφτιασίδωτα, ρεαλιστικά, κατακούτελα, χωρίς να φωνάζει, σχεδόν με μουρμουρητά, σαν εξαρθρωμένη και διαβρωτική ηθογραφία.
Η ηθογραφία του Λεβίν είναι η κρίση της Δύσης, η έκλειψη της ελπίδας. Οι ήρωές του αφηγούνται την ψυχική αποσάθρωση των λαϊκών στρωμάτων, την πτώση του προλεταριάτου, τον θάνατο της γειτονιάς, της κοινότητας, της οικογένειας. Κι όλα λέγονται σαν μαύρα αστεία· η ζωή είναι σκοτεινή κωμωδία.
Ο 46χρονος Πολωνός σκηνοθέτης Βερλικόφσκι, μεγαλωμένος στην πνιγηρότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού, παίρνει το κείμενο του Ισραηλινού και το μεταμορφώνει σε ζοφερή ηθογραφία της σημερινής φτωχής Ευρώπης. Με λάμπουσα δεξιοτεχνία ενσωματώνει στο έργο τη σαπουνόπερα, την τηλεόραση, τα φευγάτα βίντεο low-res του Διαδικτύου, τα κόμικς, τις φορεσιές των τζάνκι πανκ του δρόμου. Στην πυκνή, συμπαγή, και ταυτόχρονα δωρική εικονοποιία του, διακρίνεις όλους τους απόηχους της Ευρώπης, παλιούς και νέους: Τσεχοφικές ατάκες και κλίμα, μπεκετικές σιωπές, την αδειασμένη ύπαρξη του Καμύ, τον πεπτωκότα του πόνου Μπίμπερκοπφ από το Berlin Alexanderplatz του Φασμπίντερ, τη γητειά του kitsch Αλμοδόβαρ…
Και παντού, σε όλη την έκταση, ώς τον πιο μύχιο πυρήνα, διακρίνεις τη ζοφερή μοίρα του νουάρ: την ήττα και την πτώση. Νουάρ. Χωρίς μεγαλείο, χωρίς δάκρυ, στο όριο του μπανάλ και του γελοίου: Ο θάνατος του υποχόνδριου Τουγκάζι περιγράφεται σαν τηλεοπτική φάρσα, το σεξ τελείται πίσω από τζάμι του peep show ή σαν γκροτέσκα ανακούφιση.
Οι ανεμιστήρες, που αργοσαλεύουν αδιάκοπα, δείχνουν τον χρόνο να κυλά αδιάφορος και πανδαμάτωρ, όλα πάνε να συμβούν και τίποτε δεν συμβαίνει, τα πάρτι μένουν ημιτελή, οι γάμοι διαλύονται έτσι, χωρίς εξηγήσεις, γιατί κανείς δεν μπορεί να δεχτεί ένα χάδι, η αρρώστια λατρεύεται και λυτρώνει.
Δύο κορυφαίες εικόνες του καιρού μας. Στη μια, η τζάνκι–μπεκρού μονολογεί· αναζητεί έναν ασήμαντο σύντροφο, να φοράει πιτζάμες, για να τον αγκαλιάζει, να τον παραχαϊδέψει, κι ας μην κάνει αυτός τίποτε. Στην άλλη, οι φτωχοί, οι ασήμαντοι επισκέπτονται την πρώην γειτόνισσα που πέτυχε, και ζει στα πλούσια προάστια. Τη βλέπουν καθισμένη στην πλατεία· τη βλέπουμε τεράστια και λαμπερή σε γιγαντοοθόνη, μια ακατάβλητη μάσκα από μέικ–απ, τσιτωμένο χαμόγελο και αλαζονεία. Ποιος βλέπει ποιον; Οι ηθοποιοί τους θεατές; Η μυθοπλασία αδειάζει μπρος στη ζωή;
Η ζωή είναι πιο bitch κι από σαπουνόπερα. Η ζωή είναι το αντεστραμμένο είδωλό της. Tο «Κρουμ» είπε τέτοιες δυσάρεστες αλήθειες.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_27/07/2008_278961
=====
=====
H χαμένη εσωτερικότητα

Tης Tασουλας KαραΪσκακη

Aν βλέπεις καθημερινά δύο με δυόμισι ώρες τηλεόραση, όπως η συντριπτική πλειονότητα των Eλλήνων, ακούς δυο ωρίτσες ραδιόφωνο, κυκλοφορώντας με το I.X. στην πόλη και διαβάζοντας όλες τις διαφημίσεις δρόμου, τότε έχεις μετατρέψει το μυαλό σου σε αληθινό σκουπιδότοπο.

Δεν είναι μόνο ότι η πληροφορία έχει ανυψωθεί τόσο στην κοινωνική συνείδηση που συγχέεται πλέον με τη γνώση, η οποία όλο και περισσότερο χάνει το νόημά της, όλο και περισσότερο γίνεται πληροφορία – σήμερα, το «είσαι πληροφορημένος» και το να «είσαι γνώστης», σημαίνουν περίπου το ίδιο πράγμα.

Eίναι κι ότι ανούσιες ειδήσεις, ακατάσχετες συζητήσεις, ατέλειωτες διαφημίσεις, άχρηστες πληροφορίες, αμέτρητα κρυφά και φανερά μηνύματα (βομβαρδιζόμαστε με πάνω από 3.000 μηνύματα τη μέρα – πάνω από ένα εκατομμύριο τον χρόνο), καταδυναστεύουν τόσο το πνεύμα μας, που δεν αφήνουν χώρο για να σκεφτούμε οργανωμένα, να συγκεντρωθούμε και να ζυγιάσουμε καταστάσεις, να στοχαστούμε.

Παύουμε να είμαστε πνευματικά ανεξάρτητοι. H αποσκελετωμένη από τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς πνευματική μας ζωή κυριαρχείται και καταπιέζεται από την κεφαλαιοκρατία των απανταχού εμπόρων της πληροφορίας, που αισχροκερδούν με την τεχνητή υπερτίμηση των «κεφαλαίων» τους. Σε τελική ανάλυση είναι ολέθρια η νοοτροπία ότι το να είσαι απόλυτα «ενημερωμένος» είναι απόδειξη ευρυμάθειας και καλλιέργειας.
Tο μυαλό «καίγεται».

Mοιάζει με υπερβοσκημένος αγρός από τους εμπορικούς αντιπροσώπους των κάθε λογής «γνώσεων». Kάποτε, το κυνήγι της είδησης τρεφόταν από μια αμετακίνητη πίστη στο μέλλον. Σήμερα, αυτή η πίστη είναι τόσο αδύναμη που χάνει από τα μάτια της κάθε στόχο και μοιάζει με έναν μαγικό φανό που προβάλλει τις εικόνες του πίσω από την πραγματικότητα. Kάποτε η πνευματικότητα ήταν χάρισμα.

Σήμερα η εσωτερικότητα έχει γίνει μια σαχλαμάρα, ευπρόσδεκτη μόνο στα αισθηματικά μπεστ σέλερ και στα ψυχολογικά φιλμ. Oι γνήσιες προσωπικές σκέψεις της πραγματικής ζωής διώκονται από την ανάγκη να αποβάλλουμε τις ανησυχίες και τον πόνο ακόμη και με πληροφορίες ή εικόνες που τον περιγράφουν.

Στη σημερινή εποχή των ζωντανών μεταδόσεων, των στατιστικών, των μελετών, των αναλύσεων, ο κόσμος έχει εθισθεί να εισπράττει ό,τι τον βολεύει – είναι πολύ αποστασιοποιημένος για να ταυτιστεί με την ουσία, αλλά και πολύ νωθρός για να ασχοληθεί με τον μηχανισμό παραγωγής συμπερασμάτων.

Που εφορμά στο μυαλό μας και το στομώνει, το χειραγωγεί, όπως ο μηχανισμός της οικονομικής κυριαρχίας εφορμά στη φύση και τη φθείρει, την εξαντλεί.
Kαι δεν αδειάζουν μόνο από σκέψεις τα καταφύγια του μυαλού, αδειάζουν κι από συνείδηση.

Διότι, όσο περισσότερο κυνηγάμε σκουπιδο–πληροφορίες, τόσο λιγότερο ενδιαφερόμαστε για το ποιοι είμαστε και τι πρεσβεύουμε στ’ αλήθεια
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1018781_19/12/2003_87868
========

Κατάρρευση των βεβαιοτήτων


Tης Τασουλας Καραϊσκακη
Προτιμούμε να πανικοβαλόμαστε, και για τ’ ασήμαντα και για τα ολέθρια, από το να προλαμβάνουμε. Δεν διδασκόμαστε από την παλίρροια και την άμπωτη των κάθε λογής κρίσεων, παρά συμπεριφερόμαστε κάθε φορά σαν ποντικοί που τους χτύπησε αστροπελέκι και τρέχουν σπασμωδικά να γεμίσουν δέκα μπιτόνια βενζίνης, να πετάξουν στα σκουπίδια μαγιονέζες, μαργαρίνες, γλυκά, χάμπουργκερ, τσιπς (ό,τι θα μπορούσε να περιέχει το ηλιέλαιο-ορυκτέλαιο), να γεμίσουν τα ντουλάπια με δεκάδες σακουλάκια ρύζι... Οτι δεν υπάρχει ουδείς ουσιαστικός κίνδυνος και όλα είναι κατασκευάσματα των ΜΜΕ και των πολιτικών, δεν ισχύει. Εχει οριστικά παρέλθει η εποχή των βεβαιοτήτων, όταν γνωρίζαμε πώς ό,τι τρώμε είναι ηλεγμένο κι ασφαλές γιατί είναι γνωστό πώς, πού κι από ποιον παρήχθη, πως ό,τι πίνουμε κι ό,τι αναπνέουμε φροντίζει να το αποκαθάρει η Φύση. Πως υπάρχουν κρατικοί μηχανισμοί, που για δεκαετίες επί δεκαετιών αποσοβούν κινδύνους. Τα πράγματα πλέον είναι εξαιρετικά πιο πολύπλοκα, η κολοσσιαία υπερεθνική μηχανή παραγωγής πλούτου (αγαθών μαζικής κατανάλωσης με συμπιεσμένο κόστος) όλα τα μπορεί: να μεταμορφώνει τα φυτοφάγα ζώα σε σαρκοφάγα, να χρωματίζει τις σάλτσες με βερνίκι παπουτσιών, να «τρομπάρει» ζώα και λαχανικά με καρκινογόνες ορμόνες, να μετατρέπει με τη χημεία σε εδώδιμο ό,τι είναι για τα σκουπίδια, να κατακερματίζει τόσο την παραγωγή, που να είναι αδύνατον να ανακαλύψεις την ταυτότητα της πρώτης ύλης. Δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Ο κόσμος έχει ριζικά αλλάξει. Παρά την ιλιγγιώδη πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, (συχνά και εξαιτίας της), η αβεβαιότητα αποτελεί κομμάτι της καθημερινής μας ζωής. Από αυτήν ορισμένοι κερδίζουν, όμως οι περισσότεροι την υφίστανται χωρίς να είναι σε θέση να την ελέγξουν. Παγκοσμίως.
Στην Ελλάδα κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου. Οχι μόνο οι έλεγχοι είναι ανεπαρκέστατοι και οι μηχανισμοί άμεσης παρέμβασης διαλυμένοι, αλλά και όλα λειτουργούν με την παρωχημένη λογική της καταστολής (έρευνα και κυρώσεις -σπανίως-, αφού έχει γίνει το κακό). Τα καινούργια προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν με τα παλιά εργαλεία. Οι έλεγχοι πρέπει να βασίζονται στην αρχή της προφύλαξης. Αυτή η λογική απουσιάζει ολοσχερώς, αν και είναι η μόνη που μπορεί να βάλει τις βάσεις για έναν πιο ασφαλή κόσμο. Αλλά έχει δύο αρνητικά. Το κόστος που προϋποθέτει. Και την ανασφάλεια που δημιουργεί. Η προφύλαξη δημιουργεί αβεβαιότητα γιατί σε βάζει να βιώσεις τις πραγματικές διαστάσεις ενός δυνητικού κινδύνου. Εμείς προτιμούμε να πανικοβαλόμαστε εκ των υστέρων, μέχρι να το ξεχάσουμε και να ξαναβυθιστούμε στην αψυχολόγητη μακαριότητά μας.
Και όμως. Μηδενικό ρίσκο δεν υπάρχει πλέον. Η σύγχρονη κοινωνία, παράγει κινδύνους, αλλά και τρομολαγνεία, εκκολάπτοντας αόρατες παραλυτικές φοβίες, ή την αδιαφορία, την παραίτηση από κάθε θετική δράση. Η αβέβαιη περιπλάνησή μας μέσα σε ένα λαβύρινθο από απειλές (SARS, Εμπολα, τρελές αγελάδες, γρίπη των πουλερικών, τρομοκρατία, κλιματικές αλλαγές, οικονομικό κραχ, φτώχεια, ανεργία, φυσικές καταστροφές...) πολλές από τις οποίες αργούν να ενσκήψουν, οδηγεί στην παθητικότητα και τον εφησυχασμό. Η υπερπληροφόρηση μας κάνει κυνικούς. Η δημόσια συζήτηση γίνεται λόγος νηπίων και οι δημόσιες πράξεις θέαμα. Η αλήθεια πνίγεται σε έναν ωκεανό σύγχυσης.
Ετσι, σιγά σιγά μαθαίνουμε να αγαπάμε αυτή τη θολούρα, αυτήν την ταλάντευση ανάμεσα στον φόβο και την παθητικότητα, δεν την αλλάζουμε με μια κουλτούρα της ανασφάλειας, που θα μπορούσε να μετατρέψει τη θεώρηση του ντε φάκτο καλού σε προφύλαξη από το χειρότερο και να οδηγήσει σε ένα περισσότερο συνειδητοποιημένο κόσμο...

==============

ΤΟΜ WAITS... Πήρε συνέντευξη από τον εαυτό του.

Δημοσιεύθηκε στον «Ιντιπέντεντ»...
Από το «Εθνος»:
*Τι είναι παράδεισος για σένα;

  • «Εγώ και η γυναίκα μου στο Ρουτ 66 με ένα φλιτζάνι καφέ, μια φτηνή κιθάρα, ένα μαγνητόφωνο από ενεχυροδανειστήριο σε ένα μοτέλ 6, και ένα αυτοκίνητο που πάει καλά, παρκαρισμένο ακριβώς δίπλα από την πόρτα».


*Τι δεν πάει καλά με τον κόσμο;

  • «Είμαστε θαμμένοι κάτω από το βάρος των πληροφοριών, που συγχέονται με τη γνώση. Η ποσότητα συγχέεται με την αφθονία και ο πλούτος με την ευτυχία. Ο σκύλος της Λεόνα Χάμσλεϊ έβγαλε 12 εκατ. δολάρια πέρσι... κι ο Ντιν Μακλέιν, ένας αγρότης στο Οχάιο, έβγαλε 30.000 δολάρια. Είναι απλώς μια γιγαντιαία εκδοχή της παράνοιας που τρέφουμε μέσα στον εγκέφαλό μας. Είμαστε πίθηκοι με λεφτά και όπλα».

=========================



«Θα ’ρθει άσπρη μέρα και για μας»;

Tης Ολγας Σελλα


Πότε εκπλήσσει ένας καλλιτέχνης; Οταν κάνει τολμηρά βήματα στον χώρο της δημιουργίας ή όταν (αντίθετα απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει) τοποθετείται για όσα συμβαίνουν γύρω του;
Ο συνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος κατάφερε, σε δύο διαδοχικές μέρες, να μας αιφνιδιάσει και με τους δύο τρόπους. Την Κυριακή το βράδυ στο Ηρώδειο, ακούσαμε τα δικά του τραγούδια με «πειραγμένη» ενορχήστρωση και ήταν νέα, διαφορετικά, καινούργια και ίδια. Ενωσε τη φόρτιση του χθες με την ανάγκη για σημερινό άκουσμα. Συνέδεσε τους ήχους που υπήρχαν με τους ήχους που υπάρχουν σήμερα γύρω μας.


Τη Δευτέρα το μεσημέρι μάς αιφνιδίασε όχι με την καλλιτεχνική του υπόσταση, αλλά ως πολίτης αυτής της χώρας. Οταν με παρρησία περιέγραψε όσα συμβαίνουν γύρω μας στον χώρο του πολιτισμού, όταν στο πεντασέλιδο κείμενό του αναγνωρίσαμε πολλά απ’ όσα επικρατούν και κυριαρχούν στον τομέα της πολιτιστικής πολιτικής.

«Η απουσία πολιτικής για τον πολιτισμό συνάδει με το περιεχόμενο του πολιτικού πολιτισμού που επικρατεί στη χώρα. Βρισκόμαστε μπροστά σε πολιτικές πρακτικές που διακρίνονται για την υψηλή τους περιφρόνηση προς την κοινωνία και τους συντελεστές εκείνους που δεν προσφέρονται για πολιτική συναλλαγή ή δεν προσπορίζουν πολιτικό όφελος. Η χώρα, από την άποψη του πολιτικού πολιτισμού, θυμίζει σατραπεία, για να μην πω ότι το κράτος δίνει την εντύπωση χώρου που προσφέρεται για λαφυραγώγηση. Είμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα κράτος που έχει εκτραπεί του προορισμού του, που κατέχει αντί να υπηρετεί την κοινωνία. Πέραν όμως της διαπλοκής και της διαφθοράς, η απουσία ενός πολιτικού πολιτισμού που να προσιδιάζει στην ιστορία αυτού του τόπου -και θα έλεγα στο σημερινό του πολιτισμικό επίπεδο- αποτελεί το μείζον πρόβλημα».


Δεν είναι πρωτάκουστες απόψεις ούτε είναι η πρώτη φορά που θίγονται. Απλώς τις ακούμε όλο και αραιότερα. Η δεύτερη ευχάριστη έκπληξη είναι ότι προέρχονται από έναν άνθρωπο της τέχνης και του πολιτισμού, μια κατηγορία η φωνή της οποίας, τα τελευταία χρόνια, ακούγεται κυρίως σε στενές παρέες.


Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Ξαρχάκος «μου ήταν κακοσυστημένος», όπως είχε πει παλιότερα ο Γρηγόρης Μπιθικώστης για τον Διονύση Σαββόπουλο. Δεν θεωρώ ότι έχω σχηματίσει άποψη για την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του. Ηξερα μόνο τα τραγούδια του, ανήκουν σ’ αυτά που με έχουν συντροφεύσει πολλές φορές, και τώρα γνώρισα μια δημόσια εικόνα του -εκτός μουσικής. Δεν ξέρω αν είναι καλός μάνατζερ, αλλά μάλλον δεν είναι καλός στις δημόσιες σχέσεις (κι αυτό κοστίζει πολύ σήμερα). Ξέρω ότι είναι εξαιρετικός συνθέτης και σπουδαίος μαέστρος. Εχω όμως και μερικές απορίες.

Επί δεκατέσσερα χρόνια διευθύνει μια ορχήστρα της οποίας τη δουλειά μόνο ως ακροατής μπορώ να κρίνω. Μια ορχήστρα που χρηματοδοτείται επαρκώς (μέχρι τώρα τουλάχιστον) από το κράτος. Υπήρξε ευρωβουλευτής επί πέντε χρόνια. Υπήρξε πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.

Αρα είχε τη δύναμη, τη δυνατότητα και το βήμα να θίξει τα κακώς κείμενα της πολιτικής του πολιτισμού και να συνομιλήσει απ’ ευθείας με τους κρατούντες. Πολλοί θα πουν (και δεν ξέρω πώς θα τους αντικρούσει) ότι εξανέστη (δικαίως, αλλά κάπως αργά) για ένα θέμα που τον αφορά προσωπικά. Παρ’ όλα αυτά κρατάμε το ύφος και το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_16/07/2008_277802

Σχόλια