Ο πρέσβυς ε.τ Περ. Νεάρχου γράφει.
Το κείμενο του Περικλή Νεάρχου
Ο Αριστείδης Χατζής , που φέρεται ως συντάκτης του βέβηλου κειμένου για τον Καποδίστρια, στο όνομα της Επιτροπής για τον εορτασμό της Επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 , είναι ο κινητήριος νους στη μη κερδοσκοπική οργάνωση ΚΕΦΙΜ , που έχει ως σκοπό τη μελέτη και τη διάδοση του φιλελευθερισμού , νοούμενου στην εκδοχή του διεθνούς ναι φιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγου. Η οργάνωση αυτή δραστηριοποιείται μέσα στον πανεπιστημιακό κυρίως χώρο και στρατολογεί φοιτητές στις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού , με την αξιοποίηση κάθε δυνατού πλεονεκτήματος που παρέχει η εύνοια του ακαδημαϊκού δασκάλου και η συνεργασία με ξένες οργανώσεις του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, που συγχέεται σήμερα με την παγκοσμιοποίηση και τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα.
Υπάρχει, κατ ‘ αρχήν, ένα θέμα δεοντολογίας, κατά πόσο ένας καθηγητής Πανεπιστημίου έχει το δικαίωμα να κάνει κατάχρηση της θέσεώς του για να επιδίδεται σε ιδεολογική προπαγάνδα, μέσω οργανώσεων που ο ίδιος συστήνει και προάγει στο Πανεπιστήμιο, συνεργαζόμενος μάλιστα με ξένα κέντρα ιδεολογικής προπαγάνδας. Είναι πολύ διαφορετική η διεθνής συνεργασία και δραστηριότητα , που αναφέρεται σε επιστημονικούς σκοπούς και πολύ διαφορετική η απροκάλυπτη προπαγάνδα, που εκφεύγει των ορίων της πανεπιστημιακής τάξεως. Το ΚΕΦΙΜ, άλλωστε, δεν περιορίζεται στην απλή προπαγάνδα. Προσφέρει ευκαιρίες προσωπικής ανελίξεως και σταδιοδρομίας , μέσα από τις Ευρωπαϊκές κυρίως αλλά και άλλες διεθνείς συνεργασίες και εξασφαλίζει , με άξονα τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού, αλλά , όπως αποδεικνύεται , και του εθνομηδενισμού και του λεγόμενου “πολύ πολιτισμού” . Οι ευκαιρίες δεν προσφέρονται γενικά σε όλους τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, αλλά στους ιδεολογικούς προσήλυτους του ΚΕΦΙΜ .
Η περίπτωση του Αριστείδη Χατζή δεν είναι η μόνη στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που λειτουργούν με λιγότερο απροκάλυπτο τρόπο, αλλά εξυπηρετούν τους ίδιους περίπου σκοπούς. Αντί δηλαδή τα Πανεπιστήμια να είναι χώροι ελεύθερης παραγωγής σκέψεως και , γιατί όχι, και ιδεολογίας, χρησιμοποιούνται καταχρηστικά ως χώροι ιδεολογικής αλώσεως των φοιτητών από ακαδημαϊκούς δασκάλους , που λειτουργούν ως πράκτορες και ανταποκριτές ξένων κέντρων και ξένων ιδεολογιών και επιδιώξεων.
Αυτό που συμβαίνει από δεξιά με τον Αριστείδη Χατζή , συμβαίνει και από αριστερά, με άλλη φρασεολογία , αλλά με την ίδια κατάληξη , τον εθνομηδενισμό. Η εξήγηση βρίσκεται στην παγκοσμιοποίηση και στα ιδεολογήματα της. Στην προπαγάνδα για τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό και στη διεθνοποίηση και τον πολυπολιτισμό, που συγχέει σκοπίμως τον παλαιό διεθνισμό της Αριστεράς, που αναφερόταν σε έθνη, λαούς και εθνικά κράτη, με τον νέο διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης, που αναφέρεται στο άτομο και στα δήθεν οικουμενικά δικαιώματα του ατόμου, πάνω από κράτη και εθνικά σύνορα. Με πρόσχημα τον κάλπικο αυτό διεθνισμό , δεξιά και αριστερά συγκλίνουν στον πόλεμο κατά του έθνους και του εθνικού κράτους, το οποίο παρουσιάζουν ως δήθεν ιστορικά παρωχημένο .
Στην προβολή των ιδεών αυτών, έρχεται σ’ επικουρία η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία παρέχει , υποτίθεται, την προοπτική μιας υπερεθνικής υπερβάσεως . Τι θα είναι όμως η Ευρώπη; Ένα αμάλγαμα ενός δήθεν Ευρωπαϊκού λαού , που δεν υπάρχει ή μια συμπολιτεία των εθνών και των εθνικών κρατών που τη συναποτελούν ; Δεν μπορεί να είναι κανείς ευχαριστημένος από τη σημερινή Ευρώπη, που ταυτίστηκε,ως μη όφειλε, με την παγκοσμιοποίηση. Η κρίση του κορωνοιου και πως τελικά θα την αντιμετωπίσει, θα κρίνει πολλά για το μέλλον της.
Η κατάσταση που επικρατεί στα Πανεπιστήμια , με την παρουσία από δεξιά και από αριστερά, καθηγητών εθνομηδενιστών , που κηρύσσουν απροκάλυπτα την εθνική αποδόμηση και προσπαθούν, στο πνεύμα αυτό, να παρά χαράξουν την Ελληνική ιστορία, είναι απίστευτο σκάνδαλο και εθνικό όνειδος.
Ζήσαμε στο παρελθόν τον “συνωστισμό ” της Μαρίας Ρεπούση και τις
θεωρίες του Αντώνη Λιάκου , ότι το Ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε μετά την
Επανάσταση του 1821. Και ποιος και γιατί έκανε τότε την Επανάσταση;
Ερχεται τώρα ο Αριστείδης Χατζής και η Επιτροπή για τα 200 χρόνια από το
1821 και μιλούν απαξιωτικά για τον μεγάλο αυτό Έλληνα, που πρόσφερε
τόσα στην Ελλάδα και τον αποκαλεί δικτάτορα. Η Επιτροπή αυτή είναι ήδη
απαξιωμένη στη συνείδηση των Ελλήνων. Οι ύβρεις κατά του Καποδίστρια
επιβεβαίωσαν τους φόβους, που είχαν δημιουργηθεί από την πρώτη στιγμή,
όταν ανακοινώθηκε η σύνθεση της Επιτροπής.
Η πλειοψηφία των μελών της , είχε ήδη συγκεκριμένη ταυτότητα. Ηταν φανερό ότι ανομολόγητος στόχος της Επιτροπής δεν είναι ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση, για να δοξασθούν αυτοί που αγωνίσθηκαν και να φρονηματισθούν οι σημερινοί Έλληνες ,με το αγωνιστικό πνεύμα του Εικοσιένα. Αντιθέτως, στόχος είναι να χρησιμοποιηθεί η επέτειος των 200 χρόνων για να επανερμηνευθεί το Εικοσιένα , μέσα από το πρίσμα των σημερινών ιδεολογημάτων της ” πολυπολιτισμικής ” κοινωνίας και του νέου “πατριωτισμού “. Λογικά ο Πρωθυπουργός που διόρισε την Επιτροπή αυτή , θα έπρεπε άμεσα και να εκδιώξει απ αυτήν τους υβριστές του Καποδίστρια. Πως θα το κάνει όμως, όταν αυτός έχει την ευθύνη της επιλογής τους και όταν ο ίδιος, λίγους μήνες πριν, είχε δηλώσει ότι” είναι υπερήφανος που βλέπει την Ελληνική κοινωνία να μεταλλάσσεται σε πολυπολιτισμική” ;
Η Επιτροπή είναι γιαυτό ακυρωμένη στη συνείδηση του Ελληνικού λαού, όσες κοσμικότητες και ψευτο πανηγυρισμούς και αν κάνει η Γιάννα Αγγελοπούλου. Ο Ελληνικός λαός, σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας, στους ιστορικούς χώρους των μαχών και στον Απόδημο Ελληνισμό, θα βρει τους τρόπους να τιμήσει, με γνήσιο εθνικό αίσθημα τους ήρωες του Εικοσιένα και να προβάλλει τα σύμβολα και τις υποθήκες του Εικοσιένα για τους σημερινούς Έλληνες και το εθνικό μέλλον της Ελλάδας .
Οι ανιστόρητοι υβριστές του Καποδίστρια , που αναπαράγουν την προπαγάνδα που οδήγησε στη δολοφονία του, θα αρκούσε να μελετήσουν το μέγα έργο του Καποδίστρια στην Ελβετία για ν’ αντιληφθούν τι ήταν πραγματικά ο Καποδίστριας. Από που εμπνεύσθηκε το σύστημα των αυτόνομων καντονίων ; Προφανώς, από τις Αρχαίες Ελληνικές Συμπολιτείες. Οι Συμπολιτείες ήρθαν, δυστυχώς, με πολύ καθυστέρηση στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Δεν πρόλαβαν τον φοβερό Πελοποννησιακό Πόλεμο και τον άλλο σπαραγμό του Ελληνικού κόσμου , που τον οδήγησε τελικά στην υποδούλωση στους Ρωμαίους .
Ο Καποδίστριας ήταν ο μόνος που μπορούσε να θέσει γερά θεμέλια στο Νεοελληνικό κράτος. Ηταν ένας πολιτικός διεθνούς διαμετρήματος και φλογερός πατριώτης, που δεν αντιμετώπιζε συμπλεγματικά τον πρέσβυ καμίας ξένης δυνάμεως . Κατήγγειλε γιαυτό τους “φιλήκοους των ξένων “ως προδότες. Από τέτοιους “φιλήκοους των ξένων” δολοφονήθηκε, με συνθήματα για δήθεν σύνταγμα και δημοκρατία. Που να φανταζόταν πως 200 χρόνια μετά, θα βρισκόταν κάποιοι άλλοι φιληκοοι των ξένων ιδεολογημάτων να τον υβρίσουν, με τα συνθήματα των δολοφόνων του, ως δήθεν δικτάτορα.
ΠΗΓΗ
=================
Το κείμενο του Περικλή Νεάρχου
Ο Αριστείδης Χατζής , που φέρεται ως συντάκτης του βέβηλου κειμένου για τον Καποδίστρια, στο όνομα της Επιτροπής για τον εορτασμό της Επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 , είναι ο κινητήριος νους στη μη κερδοσκοπική οργάνωση ΚΕΦΙΜ , που έχει ως σκοπό τη μελέτη και τη διάδοση του φιλελευθερισμού , νοούμενου στην εκδοχή του διεθνούς ναι φιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγου. Η οργάνωση αυτή δραστηριοποιείται μέσα στον πανεπιστημιακό κυρίως χώρο και στρατολογεί φοιτητές στις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού , με την αξιοποίηση κάθε δυνατού πλεονεκτήματος που παρέχει η εύνοια του ακαδημαϊκού δασκάλου και η συνεργασία με ξένες οργανώσεις του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, που συγχέεται σήμερα με την παγκοσμιοποίηση και τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα.
Υπάρχει, κατ ‘ αρχήν, ένα θέμα δεοντολογίας, κατά πόσο ένας καθηγητής Πανεπιστημίου έχει το δικαίωμα να κάνει κατάχρηση της θέσεώς του για να επιδίδεται σε ιδεολογική προπαγάνδα, μέσω οργανώσεων που ο ίδιος συστήνει και προάγει στο Πανεπιστήμιο, συνεργαζόμενος μάλιστα με ξένα κέντρα ιδεολογικής προπαγάνδας. Είναι πολύ διαφορετική η διεθνής συνεργασία και δραστηριότητα , που αναφέρεται σε επιστημονικούς σκοπούς και πολύ διαφορετική η απροκάλυπτη προπαγάνδα, που εκφεύγει των ορίων της πανεπιστημιακής τάξεως. Το ΚΕΦΙΜ, άλλωστε, δεν περιορίζεται στην απλή προπαγάνδα. Προσφέρει ευκαιρίες προσωπικής ανελίξεως και σταδιοδρομίας , μέσα από τις Ευρωπαϊκές κυρίως αλλά και άλλες διεθνείς συνεργασίες και εξασφαλίζει , με άξονα τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού, αλλά , όπως αποδεικνύεται , και του εθνομηδενισμού και του λεγόμενου “πολύ πολιτισμού” . Οι ευκαιρίες δεν προσφέρονται γενικά σε όλους τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, αλλά στους ιδεολογικούς προσήλυτους του ΚΕΦΙΜ .
Η περίπτωση του Αριστείδη Χατζή δεν είναι η μόνη στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που λειτουργούν με λιγότερο απροκάλυπτο τρόπο, αλλά εξυπηρετούν τους ίδιους περίπου σκοπούς. Αντί δηλαδή τα Πανεπιστήμια να είναι χώροι ελεύθερης παραγωγής σκέψεως και , γιατί όχι, και ιδεολογίας, χρησιμοποιούνται καταχρηστικά ως χώροι ιδεολογικής αλώσεως των φοιτητών από ακαδημαϊκούς δασκάλους , που λειτουργούν ως πράκτορες και ανταποκριτές ξένων κέντρων και ξένων ιδεολογιών και επιδιώξεων.
Αυτό που συμβαίνει από δεξιά με τον Αριστείδη Χατζή , συμβαίνει και από αριστερά, με άλλη φρασεολογία , αλλά με την ίδια κατάληξη , τον εθνομηδενισμό. Η εξήγηση βρίσκεται στην παγκοσμιοποίηση και στα ιδεολογήματα της. Στην προπαγάνδα για τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό και στη διεθνοποίηση και τον πολυπολιτισμό, που συγχέει σκοπίμως τον παλαιό διεθνισμό της Αριστεράς, που αναφερόταν σε έθνη, λαούς και εθνικά κράτη, με τον νέο διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης, που αναφέρεται στο άτομο και στα δήθεν οικουμενικά δικαιώματα του ατόμου, πάνω από κράτη και εθνικά σύνορα. Με πρόσχημα τον κάλπικο αυτό διεθνισμό , δεξιά και αριστερά συγκλίνουν στον πόλεμο κατά του έθνους και του εθνικού κράτους, το οποίο παρουσιάζουν ως δήθεν ιστορικά παρωχημένο .
Στην προβολή των ιδεών αυτών, έρχεται σ’ επικουρία η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία παρέχει , υποτίθεται, την προοπτική μιας υπερεθνικής υπερβάσεως . Τι θα είναι όμως η Ευρώπη; Ένα αμάλγαμα ενός δήθεν Ευρωπαϊκού λαού , που δεν υπάρχει ή μια συμπολιτεία των εθνών και των εθνικών κρατών που τη συναποτελούν ; Δεν μπορεί να είναι κανείς ευχαριστημένος από τη σημερινή Ευρώπη, που ταυτίστηκε,ως μη όφειλε, με την παγκοσμιοποίηση. Η κρίση του κορωνοιου και πως τελικά θα την αντιμετωπίσει, θα κρίνει πολλά για το μέλλον της.
Η κατάσταση που επικρατεί στα Πανεπιστήμια , με την παρουσία από δεξιά και από αριστερά, καθηγητών εθνομηδενιστών , που κηρύσσουν απροκάλυπτα την εθνική αποδόμηση και προσπαθούν, στο πνεύμα αυτό, να παρά χαράξουν την Ελληνική ιστορία, είναι απίστευτο σκάνδαλο και εθνικό όνειδος.
Η πλειοψηφία των μελών της , είχε ήδη συγκεκριμένη ταυτότητα. Ηταν φανερό ότι ανομολόγητος στόχος της Επιτροπής δεν είναι ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση, για να δοξασθούν αυτοί που αγωνίσθηκαν και να φρονηματισθούν οι σημερινοί Έλληνες ,με το αγωνιστικό πνεύμα του Εικοσιένα. Αντιθέτως, στόχος είναι να χρησιμοποιηθεί η επέτειος των 200 χρόνων για να επανερμηνευθεί το Εικοσιένα , μέσα από το πρίσμα των σημερινών ιδεολογημάτων της ” πολυπολιτισμικής ” κοινωνίας και του νέου “πατριωτισμού “. Λογικά ο Πρωθυπουργός που διόρισε την Επιτροπή αυτή , θα έπρεπε άμεσα και να εκδιώξει απ αυτήν τους υβριστές του Καποδίστρια. Πως θα το κάνει όμως, όταν αυτός έχει την ευθύνη της επιλογής τους και όταν ο ίδιος, λίγους μήνες πριν, είχε δηλώσει ότι” είναι υπερήφανος που βλέπει την Ελληνική κοινωνία να μεταλλάσσεται σε πολυπολιτισμική” ;
Η Επιτροπή είναι γιαυτό ακυρωμένη στη συνείδηση του Ελληνικού λαού, όσες κοσμικότητες και ψευτο πανηγυρισμούς και αν κάνει η Γιάννα Αγγελοπούλου. Ο Ελληνικός λαός, σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας, στους ιστορικούς χώρους των μαχών και στον Απόδημο Ελληνισμό, θα βρει τους τρόπους να τιμήσει, με γνήσιο εθνικό αίσθημα τους ήρωες του Εικοσιένα και να προβάλλει τα σύμβολα και τις υποθήκες του Εικοσιένα για τους σημερινούς Έλληνες και το εθνικό μέλλον της Ελλάδας .
Οι ανιστόρητοι υβριστές του Καποδίστρια , που αναπαράγουν την προπαγάνδα που οδήγησε στη δολοφονία του, θα αρκούσε να μελετήσουν το μέγα έργο του Καποδίστρια στην Ελβετία για ν’ αντιληφθούν τι ήταν πραγματικά ο Καποδίστριας. Από που εμπνεύσθηκε το σύστημα των αυτόνομων καντονίων ; Προφανώς, από τις Αρχαίες Ελληνικές Συμπολιτείες. Οι Συμπολιτείες ήρθαν, δυστυχώς, με πολύ καθυστέρηση στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Δεν πρόλαβαν τον φοβερό Πελοποννησιακό Πόλεμο και τον άλλο σπαραγμό του Ελληνικού κόσμου , που τον οδήγησε τελικά στην υποδούλωση στους Ρωμαίους .
Ο Καποδίστριας ήταν ο μόνος που μπορούσε να θέσει γερά θεμέλια στο Νεοελληνικό κράτος. Ηταν ένας πολιτικός διεθνούς διαμετρήματος και φλογερός πατριώτης, που δεν αντιμετώπιζε συμπλεγματικά τον πρέσβυ καμίας ξένης δυνάμεως . Κατήγγειλε γιαυτό τους “φιλήκοους των ξένων “ως προδότες. Από τέτοιους “φιλήκοους των ξένων” δολοφονήθηκε, με συνθήματα για δήθεν σύνταγμα και δημοκρατία. Που να φανταζόταν πως 200 χρόνια μετά, θα βρισκόταν κάποιοι άλλοι φιληκοοι των ξένων ιδεολογημάτων να τον υβρίσουν, με τα συνθήματα των δολοφόνων του, ως δήθεν δικτάτορα.
ΠΗΓΗ
=================
Ο καθηγητής Χατζής "πυροβολεί" τον Καποδίστρια
Κανιβαλίζουν την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης
Δικτάτορας ο Καποδίστριας! – Η Επιτροπή επί τω έργω της αποδόμησης του 1821...
Ο "δικτάτορας" Καποδίστριας οικοδομεί κράτος – Η δολοφονία του έφερε την ξενοκρατία
Το 1821 και το 2015 από το συγγραφέα Θεόδωρο Παναγόπουλο
Αστοιχείωτοι και ιδεοληπτικοί, βάλθηκαν να αναθεωρήσουν την νεότερη ελληνική ιστορία: Πιάνουν στο στόμα τους και τον Καποδίστρια…
-----------------------
Γεώργιος Κοντογιώργης, Το “κράτος” του Καποδίστρια. Μια συγκριτική αποτίμηση σε σχέση με την απολυταρχία της εποχής και το κράτος έθνος
1. Η προσέγγιση του “κράτους” του Ιωάννη Καποδίστρια εγείρει σειρά προκαταρκτικών ζητημάτων τα οποία χρήζουν διευκρίνισης. Πρώτον, ως προς την έννοια “κράτος” και, γενικότερα, ως προς τις έννοιες που συμπλέκονται με αυτό, όπως του πολιτικού συστήματος, της δικαιοσύνης κλπ. Δεύτερον, ως προς το περιεχόμενο δύο θεμελιωδών συνιστωσών του “κράτους” του Κυβερνήτη: του προσωρινού, το οποίο εγκαθίδρυσε προκειμένου να διαχειρισθεί τη μετάβαση στην ανεξαρτησία και να δυνηθεί να οργανώσει τι θεσμικές του παραμέτρους, και της θεμέλιας πολιτειακής του ιδέας. Τρίτον, ως προς το μέτρο της κρίσεως, με το οποίo θα αξιολογηθεί και θα ταξινομηθεί το “κράτος” του Καποδίστρια στη γνωσιολογία των πολιτειών.
Η διευκρίνιση των εννοιών που συνάπτονται με το “κράτος” είναι αναγκαία καθόσον η νεοτερική κοινωνική επιστήμη εμφανίζει μια εντυπωσιακή, ευεξήγητη όμως γνωσιολογική υστέρηση, η οποία συνάδει με το πρώιμο ανθρωποκεντρικό στάδιο, που διέρχεται ο κόσμος μας. Υστέρηση, η οποία δημιουργεί μια άνευ προηγουμένου σύγχυση, με σημαίνουσες επιπτώσεις στην αντίληψη του παρελθόντος, στην σήμανση του παρόντος και, περαιτέρω, στην προβληματική της επίλυσης των βιούμενων προβλημάτων ή της πρόσληψης του μέλλοντος.
Η έννοια του κράτους στη νεοτερική “επιστήμη” ενθυλακώνει ως φύσει ταυτόσημα, δηλαδή ως οργανικές συνιστώσες του, απολύτως διαφορετικά φαινόμενα, όπως το πολιτικό σύστημα, η δικαιοσύνη, η δημόσια διοίκηση, τα σώματα ασφαλείας και άμυνας κλπ. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή, είναι ορθή, στο μέτρο που απλώς ορίζει τις σημερινές πρωτο-ανθρωποκεντρικές πραγματικότητες ή, επίσης, εκείνες της δεσποτείας που προηγήθηκε.
Για την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, η οποία εγγράφει τη μικρή ιστορία στην καθολική προοπτική της εξέλιξης, το κράτος είναι η πολιτική επικράτεια της θεμελιώδους κοινωνίας, η οποία συγκροτείται ως αυτόνομη, δηλαδή ως ελεύθερη οντότητα(2). Όλα τα λοιπά φαινόμενα, που η νεοτερικότητα τα εγκλείει ως φύσει συστατικά γνωρίσματα του κράτους, δεν αποτελούν παρά “εκδηλώσεις” τους που συνέχονται με τη δομή, με τον τρόπο της συγκρότησης της θεμελιώδους κοινωνίας, και συγκεκριμένα με το κοσμοσυστημικόν είδος (ανθρωποκεντρικό ή δεσποτικό) και την φάση την οποία διέρχεται μια εποχή ή μια κοινωνία στο πλαίσιο μιας ορισμένης κοσμοσυστημικής τάξης.
Το κεντρικό ερώτημα είναι εάν η θεμελιώδης κοινωνία συγκροτείται ως υποκείμενο ιδιοκτησίας ή ανθρωποκεντρικά, δηλαδή υπό το πρίσμα της ελευθερίας των μελών της. Και, στην τελευταία περίπτωση, εάν εκλαμβάνεται ως ιδιώτης ή ως θεσμικός συντελεστής της πολιτείας της. Στην περίπτωση της δεσποτείας, αλλά για διαφορετικούς λόγους και στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η θέσμιση της κοινωνίας, δηλαδή το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που αποδίδει η έννοια της πολιτείας, περιέρχεται σε έναν ή σε πλείονες τρίτους. Οπότε η κοινωνία ανήκει κατ’ιδιοκτησίαν ή αφήνεται να κυβερνάται από τον κάτοχο/νομέα ή εντεταλμένον του συστήματος. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στη νεότερη και στη σύγχρονη εποχή, στα πεδία της οικονομίας, της δικαιοσύνης, της πολιτικής κλπ. Το μεν σύστημα της οικονομίας ανήκει αναλόγως είτε σε ιδιώτη τινά είτε στο κράτος, το δε πολιτικό σύστημα (η δικαιοσύνη κλπ) εξ ολοκλήρου στο κράτος. Το γεγονός ότι το υπό στενή έννοια πολιτικό προσωπικό νομιμοποιείται στη θέση του από το σώμα της κοινωνίας των πολιτών δεν αναιρεί την ανθρωποκεντρική ουσία της επισήμανσης. Στην περίπτωση αυτή, το πολιτικό σύστημα (και όλοι οι συνάδοντες με την πολιτεία θεσμοί) ενσαρκώνονται αδιαφοροποίητα, δηλαδή ταυτίζονται με το λεγόμενο νομικό πλάσμα του “κράτους”. Οπότε και η πολιτική (ως φαινόμενο) εξισώνεται με την εξουσία (ως τρόπο δόμησης).
Εν προκειμένω, όταν αναφερόμαστε συμβατικά στο “κράτος” του Καποδίστρια εννοούμε καταρχήν την πολιτεία δυνάμει της οποίας συγκροτείται η επικράτεια της νεοελληνικής κοινωνίας, στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Το προκριματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν το σύστημα αυτό ανάγεται στον ιστορικό βίο του ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένης και της τουρκοκρατίας, ή εμπνέεται από τις δυτικοευρωπαϊκές πραγματικότητες που ανάγονται στη δυναμική της αναγέννησης. Η απάντηση, που σπεύδουμε να προκαταλάβουμε, για λόγους χρόνου, είναι ότι επί Καποδίστρια, ακόμη, η συγκρότηση του ελληνικού κόσμου παραμένει στο σύνολό της ανθρωποκεντρική και, μάλιστα, θεσμικά δομημένη σε εταιρικές και όχι δεσποτικές βάσεις. Η κοινωνία, η πολιτική, η εκκλησία, η οικονομία, όλα, είναι εταιρικά δομημένα. Στο πεδίο της οικονομίας, για παράδειγμα, το υποσύστημα δομείται εταιρικώ τω τρόπω ή, οσάκις παρεμβάλλεται το κεφάλαιο, η σχέση εργασίας και ιδιοκτησίας συγκροτείται εταιρικά (3).
Έχοντας επιλέξει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας ειδικότερα στο πολιτικό σύστημα, καλούμαστε εντούτοις να παρακάμψουμε το καθολικό για την ελληνική οικουμένη φαινόμενο της εταιρικής κοινωνίας, το οποίο άλλωστε διαπραγματευόμαστε αλλού διεξοδικά.
Το πολιτικό σύστημα, στο οποίο ανάγεται το παρελθόν του ελληνικού κόσμου που οδήγησε στην Επανάσταση, είναι ακριβώς εταιρικά δομημένο. Αποδίδεται γενικώς με την έννοια της κοσμόπολης, της ανθρωποκεντρικής πολιτείας, η οποία με θεμέλιο την κοινωνία της πόλης/κοινού και εναρμονιστική συνιστώσα τη μητρόπολη, συνθέτει το κράτος της οικουμένης. Το κράτος αυτό τοποθετείται στον αντίποδα της κρατικής δεσποτείας, επομένως και του νεότερου απολυταρχικού κράτους, αλλά και του κράτους (έθνους) που το ακολούθησε. Το μεν αντιστοιχεί στην μετα-κρατοκεντρική/οικουμενική φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, τα δε στην φάση της πρωτο-ανθρωποκεντρικής και, συνακόλουθα, κρατοκεντρικής μετάβασης.
Με άλλα λόγια, η οικουμενική κοσμόπολη δεν είναι αυτοκρατορία, δεν είναι απολυταρχία/κρατική δεσποτεία, δεν είναι οπωσδήποτε κράτος έθνος. Η δυτικο-ευρωπαϊκή κρατική δεσποτεία, ταξινομείται καταρχήν στην ίδια κατηγορία με την λεγόμενη “ασιατική” δεσποτεία, ανήκει δηλαδή στην ανώτερη φάση του δεσποτικού κοσμοσυστήματος. Διαφέρει όμως από αυτήν στο μέτρο που εμφανίζει έναν μεταβατικό χαρακτήρα, που αποτέλεσε εντέλει τη γέφυρα για την επάνοδο του δυτικο-ευρωπαϊκού κόσμου στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, που εκφράζει το κράτος έθνος. Όντως, τόσο η κρατική δεσποτεία όσο και το κράτος έθνος που την ακολούθησε, υπήρξαν το αποτέλεσμα της μετακένωσης από τον ελληνικό βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο στην Εσπερία των ανθρωποκεντρικών παραμέτρων (της πόλης, του εταιρικού συστήματος, της χρηματιστικής οικονομίας κλπ). Κατά τούτο, οι εφαρμογές τους διαφοροποιήθηκαν, εναρμονίσθηκαν δηλαδή με το περιβάλλον της.
Η συγκριτική ανάκληση του ελληνικού παρελθόντος καθίσταται αναγκαία διότι το παράδειγμά του αποτελούσε, έως τη συντριπτική ήττα του ελληνισμού στην Επανάσταση, την μια εκ των δύο οδών για τη μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, στη νεότερη εποχή. Το πρόταγμα του Ρήγα (5) είναι εξόχως χαρακτηριστικό και προσφέρεται για προβληματισμό προκειμένου να γίνει κατανοητή η πολιτική διαχείριση του επαναστατικού αγώνα, του πολιτειακού του εγχειρήματος, αλλά και του κράτους του Καποδίστρια.
Με γνώμονα τα ανωτέρω καλούμαστε εκ προοιμίου να ταξινομήσουμε το κράτος/πολιτικό σύστημα του Καποδίστρια ως μια σύνθεση των θεμελίων συνιστωσών της ελληνικής κοσμοπολιτειακής οικουμένης, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις που επέβαλε η δυναμική της μετάβασης στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, που ευρίσκετο σε εξέλιξη. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν προσιδιάζει στις δεσποτικές και πρωτο-ανθρωποκεντρικές εμπειρίες του εν αγωνία και αγώνα ευρισκόμενου εισέτι ευρωπαϊκού κόσμου να υποστασιοποιηθεί ανθρωποκεντρικά με πρόσημο την απλή ατομική ελευθερία. Εξού και η αντίθεση μεταξύ του κράτους που ενσαρκώνει δίκην ιδιοκτησίας το πολιτικό σύστημα (και το σύνολο των συναδόντων με αυτό θεσμών, όπως της δικαιοσύνης) και του εταιρικού κράτους, στο οποίο η κοινωνία κατέχει μια θέση συστατικού εταίρου της σύνολης πολιτείας, θα αποτελέσει τη δαμόκλεια σπάθη που θα επικρέμαται ως διακύβευμα για το νέο ελληνικό κρατικό μόρφωμα. Όπως θα διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως ο Καποδίστριας δοκίμασε, κατά τη μεταβατική περίοδο της προσωρινής διακυβέρνησης, να συνδυάσει το σύστημα των κοινών/της πόλης, με μια κεντρική κυβέρνηση, η οποία συνεκτιμούσε την καθολική βούληση της κοινωνίας των πολιτών. Στο πεδίο των κοινών, με πρόσημο την θέσμισή της σε δήμο, στο σύνολο κράτος στη βάση μιας διαρκούς συνάντησης του κυβερνήτη με την βούλησή της. Όπως όμως προκύπτει από την “πολιτεία” του Κυβερνήτη στην Ιόνια Πολιτεία, στην Ελλάδα και, οπωσδήποτε, στα ευρωπαϊκά δρώμενα και τις εκπεφρασμένες απόψεις του, η γενική πολιτειακή του ιδέα τον τοποθετεί στο κλίμα της ελληνικής κοσμοπολιτειακής οικουμένης (4). Όχι με την πλευρά της ευρωπαϊκής δεσποτείας ή της μετέπειτα πρωτο-ανθρωποκεντρικής πολιτείας.
Ο ίδιος ως Κυβερνήτης της Ελλάδας θα προσπαθήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στις δυνάμεις της πλέον αυστηρής απολυταρχίας/κρατικής δεσποτείας, η οποία εχθρευόταν θανάσιμα το παράδειγμά του, και στις εσωτερικές δυνάμεις που είχαν οικειοποιηθεί τα κοινά και αντέτειναν τα την προσωπική τους ιδιοτέλεια στις δημόσιες πολιτικές του. Αντιμέτωπος με την ευρωπαϊκή δεσποτεία θα επικαλεσθεί την προσωρινότητα του πολιτεύματός του, ενώ εναλλακτικά, επειδή διέκρινε ότι δεν θα ηδύνατο να αποτρέψει την επιβολή της απολυταρχίας στη χώρα, θα αποδυθεί σε μια εργώδη προσπάθεια να μετριάσει τις συνέπειες της, επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας αναφορικής στην κοινωνία βασιλείας. Εξού και προέκρινε την, σε τελική ανάλυση, εκλογή του Λεοπόλδου από τον λαό, υπερασπίσθηκε σθεναρά την καθολική ψήφο της κοινωνίας και πολιτεύθηκε επιζητώντας σταθερά την λαϊκή συναίνεση. Η περίπτωση άλλωστε της διαχείρισης των ευρωπαϊκών πραγμάτων από την θέση του Υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας, με πρόσημο την αρχή των εθνοτήτων και της ευρωπαϊκής συνεννόησης ή, προηγουμένως, η καθοριστική συμβολή του στη συγκρότηση της Ελβετικής συνομοσπονδίας με τις δημοκρατικές της υποδομές, επιβεβαιώνουν ακριβώς την γενική αυτή τοποθέτηση του Καποδίστρια.
Τα ανωτέρω συνομολογούν ότι η επιλογή του να αναστείλει προσωρινά το Σύνταγμα, δυνάμει του οποίου εξελέγη στη θέση του Κυβερνήτη, και να εγκαθιδρύσει ένα μεταβατικό καθεστώς, ικανό να διαχειρισθεί τα μείζονα ζητήματα του σε εκκρεμότητα εισέτι ελληνικού προβλήματος, δεν οφείλεται, όπως θα δούμε, σε μια επί της αρχής εναντίωσή του στις αρχές που αυτό διακονούσε, αλλά στην συγκυρία. Το ελληνικό πολιτειακό ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα επειδή οι Δυνάμεις της κρατικής δεσποτείας, από τις οποίες εξηρτάτο η ελληνική υπόθεση, ήσαν απολύτως αντίθετες προς μια συνάδουσα προς το ελληνικό δημοκρατικό κεκτημένο λύση του, ακόμη δε και προς αυτήν την προσωρινή πολιτεία του Καποδίστρια. Και τούτο διότι εθεωρείτο ότι ήταν ικανή από μόνη της να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για την κινητοποίηση των δυνάμεων του (καθόλα μεν πρωτο-ανθρωποκεντρικού) φιλελευθερισμού, εντούτοις όμως εχθρικού προς την απολυταρχία, στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
2. Από τις πρώτες ενέργειες του Καποδίστρια μόλις ήρθε στην Ελλάδα, στις 8.1.1828, ήταν να ζητήσει από τη Βουλή -που προήλθε από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζίνας (19.3 – 5.5. 1827) και η οποία τον εξέλεξε με επταετή θητεία-, την αναστολή του Πολιτικού Συντάγματος, επειδή “αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν” αυτού, ως περιέχοντος, όπως θα πει σε άλλη περίσταση, “απάσας τας δημοκρατικάς αρχάς των επαναστατών του 1793″.
Στην πραγματικότητα το Σύνταγμα της Τροιζίνας ελάχιστη σχέση είχε με το Σύνταγμα των Γάλλων επαναστατών, υπό την έννοια ότι εδραζόταν στην πολιτική “κυριαρχία” των πόλεων/κοινών (προνοούσε μόνον για μια σκιώδη κεντρική κυβέρνηση, η οποία επιπλέον τελούσε υπό την πλήρη εξουσία της βουλής), και όχι στο πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος του Συντάγματος του 1793. Σημασία έχει, εντούτοις, να συγκρατήσουμε εξαρχής ότι ο Καποδίστριας δεν δηλώνει αντίθετος επί της αρχής στα συντάγματα αυτά, αλλά στην εφαρμογή τους, σε μια στιγμή που η επανάσταση διαρκεί ακόμη, που ούτε κράτος υπάρχει ούτε και η ελληνική υπόθεση της ανεξαρτησίας έχει κριθεί και οι Δυνάμεις της εποχής εχθρεύονται απολύτως τις ιδέες τους. Σημειώνουμε, επίσης, ότι η αντίρρηση του Καποδίστρια συνοδεύεται από την επισήμανση πως η ενέργειά του αυτή είναι προσωρινή, “έως της συγκροτήσεως της (νέας) Εθνικής Συνελεύσεως” που ορίσθηκε να συνέλθει 2,5 μήνες αργότερα, τον Απρίλιο 1828.
Το προσωρινό πολιτειακό σχήμα που ενέκρινε η Βουλή, με εισήγηση του Καποδίστρια, προέβλεπε την κατάργησή της και την σύσταση ενός κεντρικού πολιτικού συμβουλίου από 27 μέλη, του Πανελληνίου, που θα συμπαρίσταται στον Κυβερνήτη, με γνωμοδοτική βασικά και νομοπαρασκευαστική αρμοδιότητα. Οι πράξεις του Κυβερνήτη για να είναι έγκυρες, έπρεπε να είναι “θεμελιωμένες επάνω εις τας εγγράφους αναφοράς του Πανελληνίου ή των τμημάτων του“.
Παράλληλα ο Καποδίστριας οργάνωσε διοικητικά την χώρα σε (επάλληλα) τμήματα, που εδραζόταν στο σύστημα των κοινών: Κάθε τμήμα διαιρείται “εις τας εξ ων σύγκειται επαρχίας και αύται πάλιν εις πόλεις, κώμας και χωρία“.
Τούτο δηλώνει ότι επιλέγεται η αρχή της τοπικής και περιφερειακής πολιτειακής αυτονομίας, που ανάγεται στο ελληνικό παρελθόν της πόλης/κοινού και της κοσμόπολης, όχι της διοικητικής αποκέντρωσης ή αυτοδιοίκησης, που αναπέμπει στο εξερχόμενο από τη φεουδαρχία πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος. Καθεμία από τις βαθμίδες αυτές της πολεοτικής αυτονομίας διαθέτει ίδιον σύστημα διακυβέρνησης: οι δημογέροντες, στα πρωτοβάθμια κοινά, εκλέγονται με καθολική ψήφο, από τους πολίτες άνω των 25 ετών, ενώ στο επίπεδο της επαρχίας, η διοίκηση ασκείται από συλλογικό σώμα αντιπροσώπων των κοινών. Τα κοινά, “εξακολουθούν την ενέργειαν των χρεών των, ως και πρότερον” -διαθέτουν τις ίδιες αρμοδιότητες όπως πριν, τις οποίες ασκούν σύμφωνα με τους “άχρι τούδε κανόνας” οι συνοδικοί αντιπροσωπευτικοί παραστάτες του κοινού λαού υπό τον άμεσο έλεγχό του.
Στις αρμοδιότητες αυτές, επομένως, περιλαμβάνονται αφενός οι εσωτερικές υποθέσεις του κοινού και αφετέρου, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που αφορούν με την κεντρική εξουσία. Ανάμεσα σ’αυτές, η πλέον συμβολική, για την αναγωγή τους στο σύστημα των κοινών, αλλά και ουσιώδης, η οποία κρίνει την φύση του (προσωρινού) πολιτειακού συστήματος που επέλεξε ο Κυβερνήτης, είναι η άσκηση της δημοσιονομικής και, γενικότερα, της δημοσιο-οικονομικής αρμοδιότητας, που δηλώνεται ρητώς ότι ανήκει στα κοινά. Τα κοινά, θα πει, είναι οι φορείς “δι’ών γίνεται η ενέργεια της δημοσίου οικονομίας”, υπό την εποπτεία της επαρχιακής δημογεροντίας.
Η κεντρική κυβέρνηση παρίσταται στην επαρχιακή “δημογεροντία” δια του “εκτάκτου επιτρόπου“, ο οποίος, στο μεταβατικό στάδιο, είναι επιφορτισμένος με την υποβοήθηση του έργου της ανασυγκρότησης του συστήματος των κοινών και, περαιτέρω, με την άσκηση αρμοδιοτήτων “έννομης επιστασίας” κατά τη λειτουργία τους και την εφαρμογή της νομιμότητας. Στις ειδικότερες πρόνοιες, που θα εισαγάγει ο Καποδίστριας, είναι προφανής η μέριμνά του να επαναφέρει την πολιτειακή ισορροπία στο εσωτερικό των κοινών, που ανέτρεψαν οι συνθήκες της επανάστασης, υπέρ της προεστικής τάξης. Μέριμνα, που κατέτεινε ουσιαστικά, στην επαναφορά του θεσμημένου σε δήμο λαού στα πράγματα των κοινών και στην εγγραφή των τελευταίων στο γενικότερο πολιτειακό γίγνεσθαι του κράτους. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε ως επί το πλείστον κατά την προ-επαναστατική περίοδο, η αυτονόμηση της προεστικής τάξης και η ιδιοποίηση της εξουσίας των κοινών από αυτήν, στη διάρκεια επανάστασης, εκδηλώθηκε εφεξής με την άρνησή της να εναρμονισθεί με το διατακτικό της εθνικής πολιτείας. Ακραίες εκδηλώσεις του φαινομένου αυτού αποτελούν οι περιπτώσεις των Υδραίων και των Μανιατών. Η προεστική τάξη θα αντιταχθεί στην απόφαση του Κυβερνήτη να αναλάβει το κέντρο μέρος των δημοσίων προσόδων ή να ελέγξει τον τρόπο της διαχείρισής τους από αυτήν. Ορισμένοι μάλιστα θα φθάσουν μέχρι του σημείου να αξιώσουν αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστησαν λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση.
Έχει ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι η μερίδα της προεστικής αυτής τάξης, που εκπροσωπείτο στο Πανελλήνιο, προκειμένου να εμποδίσει την επανείσοδο του λαού/δήμου στην πολιτεία των κοινών, θα επικαλεσθεί το επιχείρημα του “εξευρωπαϊσμού” της χώρας, αξιώνοντας από τον Καποδίστρια να καταργήσει την καθολική ψήφο (στην Αγγλία τότε κατείχε το δικαίωμα ψήφου μόλις το 7% των ανδρών). Στην αξίωση αυτή ο Κυβερνήτης θα διακρίνει “μιαν ανίκητον δυσκολίαν“, η οποία συνίσταται “εις το ότι δεν έχω την δύναμιν να κάμω ένα νόμον, ο οποίος θέτει όρους εις το δικαίωμα της ψήφου. Δικαίωμα, το οποίον ο ελληνικός λαός δοξάζει, ότι μετεχειρίσθη έως σήμερον χωρίς περιορισμόν“. Όπως θα επισημάνει ο τότε αντι-πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα, “οι κοτζαμπάσηδες αυτοί “χρησιμοποιούντες τα φιλελευθέρας αρχάς ως μέσον διαιωνίσεως της επιρροής των”, εστράφησαν με μίσος κατά του Κυβερνήτη, “καθόσον απαγορεύει τας αρπαγάς, τιμωρεί τους ενόχους και προστατεύει τους καταπιεζομένους…”.
Η αποτυχία του Καποδίστρια να αντιμετωπίσει τη στασιαστική, συχνά, αντιπολίτευση της προεστικής τάξης, στην πρόθεσή του να την επανυποβάλει στον έλεγχο του θεσμημένου σε δήμο κοινού λαού και στην κεντρική κυβέρνηση, θα τον οδηγήσει στην επιλογή της καθαρής διοικητικής αποκέντρωσης. Μέσω της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης και στη συνέχεια με Ψήφισμα του 1830, θα αποφασισθεί όπως “μέχρι την έκδοση του (νέου) εκλογικού νόμου, το συμβούλιο των δημογερόντων “θέλει διορίζεσθαι από την κυβέρνησιν εκλεγόμενο από τον κατάλογο πολιτών, τον οποίον θέλει προβάλει εις αυτήν αι τοπικαί αρχαί, και των οποίων τον αριθμόν θέλει διπλασιάσει η Γερουσία“. Συγχρόνως, επιχειρεί να οργανώσει και να ελέγξει τα δημόσια οικονομικά από το κέντρο, πράγμα που έθιγε καταφανώς τα αυθαίρετα ή μη προνόμια της προεστικής τάξης. Εφεξής οι τοπικοί πόροι αποφασίζεται να εισάγονται “εις το εθνικόν ταμείον… και η κυβέρνησις (να) τους δαπανά όταν και όπως εγκρίνει εις τας ανάγκας εκάστης των επαρχιών, χρείας δε τυχούσης, (να) έχει το δικαίωμα να τους εξοδεύει και εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας”.
Αξίζει να προσεχθεί η διαδρομή της προεστικής τάξης: από τα συντάγματα που αναπαρήγαν αυθεντικά το σύστημα των κοινών, την πολιτεία των οποίων είχαν οικειοποιηθεί, στη διάρκεια της επανάστασης, θα οδηγηθεί στην άκαμπτη υπεράσπιση μιας εκδοχής τους, αυτής που προέκυψε από την ανατροπή των εσωτερικών τους ισορροπιών και στον εξοβελισμό του κοινού λαού από το πολιτικό σύστημα. Συγχρόνως, θα θεωρήσει απολύτως συμβατό με τα συμφέροντά της το “συνταγματικό” επιχείρημα της ευρωπαϊκής μετα-φεουδαλικής ορθοταξίας, πριν προσχωρήσει εξολοκλήρου, στο τέλος, στη βαυαρική απολυταρχία. Η τελευταία, ως κρατική δεσποτεία, προέκρινε τον ολοσχερή εγκιβωτισμό της κοινωνίας των πολιτών στην ιδιωτική σφαίρα και την αποκλειστική ιδιοποίηση της πολιτικής από τη νέα, καταφανώς χειρότερη, εκδοχή του “κοτζαμπασιδισμού”, τη βουλευτοκρατία.
3. Από τα ανωτέρω ολίγα προκύπτει νομίζω αβίαστα ότι ο Καποδίστριας είχε κατά νουν ένα κράτος/επικράτεια, του οποίου η πολιτειακή δομή θα εγγραφόταν στο ιστορικό κεκτημένο της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης, που συγκέντρωνε άλλωστε, όπως είδαμε, την ομοθυμία των προεπαναστατικών Ελλήνων. Ένα κράτος που θα συνεκτιμούσε την κοινωνία των πολιτών ως εταίρο του (οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού) συστήματος, αντί να το αποδίδει κατά τρόπο μονοσήμαντο σε τριτογενώς νομιμοποιημένες ιδιοκτησίες/εξουσίες. Πιο συγκεκριμένα στο κράτος αυτό, το πολιτικό σύστημα, θα επιμεριζόταν ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και στα κοινά, αφενός και αφετέρου ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών, συγκροτημένη σε δήμο, στο πλαίσιο των κοινών, και στην αναφορική στο κοινό συμφέρον κεντρική πολιτική εξουσία, της οποίας οι φορείς θα κατείχαν, κατ’ελάχιστον, μια θέση εντολοδόχου. Είναι σημαντικό να συγκρατήσουμε την θεμελιώδη υπόθεση ότι η επιλογή αυτή δεν αντέκειτο, όπως θα μπορούσε να νομισθεί, στην προοπτική της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας που ευρίσκετο εν τη γενέσει της, αλλά στην οδό της μετάβασης που ακολουθούσε αναπόφευκτα ο εξερχόμενος από την δεσποτεία εσπεριανός κόσμος.
Στο πρόσωπο του Καποδίστρια παίχθηκε η τελευταία πράξη του διακυβεύματος της οικουμενικής κοσμόπολης, δηλαδή της προοπτικής ενός κράτους που θα ήταν ικανό να ενσαρκώσει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του ελληνισμού με πρόσημο τη δημοκρατία (ή κατ’ελάχιστον την αντιπροσώπευση) και να το αντιτείνει στην ανερχόμενη ευρωπαϊκή απολυταρχία και, αργότερα, στο πρωτο-ανθρωποκεντρικό (πολιτειακά μη αντιπροσωπευτικό, μη δημοκρατικό) κράτος έθνος (6). Το διακύβευμα της μετάβασης στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, με πρόσημο τον δρόμο της απλής κοσμοσυστημικής μετάλλαξης των δεσποτικών κοινωνιών, αντί της ενσωμάτωσής τους στη δυναμική της ανθρωποκεντρικής ανασύνταξης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα, κρίθηκε εντέλει με την οριστική καθυπόταξη του νεοελληνικού κράτους στην ευρωπαϊκή απολυταρχία. Η λύση στο ελληνικό πρόβλημα δεν σήμανε απλώς την περιθωριοποίηση του ελληνισμού. Συνδυάσθηκε με την τελική αποδόμηση της ανθρωποκεντρικής εξελικτικής ορθοταξίας, που σηματοδοτούσε η μετάβαση του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα. Το μετα-καποδιστριακό νεοελληνικό κράτος θα λειτουργήσει ως όχημα προς την κατεύθυνση αυτή.
Την οπτική του ο Καποδίστριας, για το ελληνικό ζήτημα, αλλά και για την ευρωπαϊκή μετα-δεσποτική αρχιτεκτονική είδαμε να επιχειρεί να εφαρμόσει κατά μικρόν ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας. Οι χειρισμοί του είναι αποδεικτικοί του γεγονότος ότι γνώριζε καλώς τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει προκειμένου να συγκεράσει το ελληνικό δημοκρατικό πολιτειακό πρόταγμα με το κυρίαρχο ρεύμα της κρατικής δεσποτείας ή απολυταρχίας της εποχής. Γι’ αυτό και, αργότερα, ως κυβερνήτης της Ελλάδας, στα έγγραφά του προς τη Βουλή, το Πανελλήνιο και τους λοιπούς παράγοντες του τόπου, δεν έπαυε να επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονούσε για τη χώρα η πρόωρη προώθηση μιας οριστικής πολιτειακής ρύθμισης πριν αποφασισθεί η ανεξαρτησία της από τις Δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεσποτείας: “…χρεωστείτε να θεωρήσετε σπουδαίως την εσωτερικήν διοίκησιν…. ότι αυτή δεν… είναι δυνατόν να κανονισθεί δια συνταγματικών και μονίμων νόμων, ειμή όταν η τύχη της Ελλάδος αποφασισθεί οριστικώς…“. Ο Ν.Σπηλιάδης στα Απομνημονεύματά του γίνεται σαφέστερος όταν λέει ότι “ο Καποδίστριας γνωρίζων τους βασιλείς [της απολυταρχικής Ευρώπης], εξεύρει ότι δεν εμπορεί η Ελλάς να κυβερνάται δημοκρατικώς, ότε [όταν] από αυτούς περιμένει την σωτηρίαν της. Εξεύρει ότι αυτοί δεν θέλουν να υπάρξει εις κανέν μέρος του κόσμου δημοκρατία, και μ’όλον ότι δημοκρατικότατος και τον νουν και την καρδίαν, νομίζει χρέος του ιερόν να δείξει εις τους βασιλείς, …. ότι οι Έλληνες δεν θέλουν κυβερνάσθαι δημοκρατικώς….”.
4. Μια άλλη διάσταση του ελληνικού ζητήματος, που συνέχεται άρρηκτα με το εσωτερικό σύστημα της χώρας, και κατ’επέκταση με τη μοίρα του Καποδίστρια, συνδέεται με το μέγεθος και, συγκεκριμένα, με τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί και να διαχειρισθεί τη πολιτική φιλοδοξία του ελληνισμού της εποχής. Ήδη, από πολύ νωρίς, αλλά και μέχρι τέλους η υπόθεση του ελληνισμού συνδέθηκε άρρηκτα με την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος. Η απόρριψη της ελληνικής επανάστασης αρχικά και στη συνέχεια η επιλογή του μικρού, μη αυτάρκους και θεσμικά εξαρτημένου κράτους, από τις Δυνάμεις, ήταν απολύτως συνυφασμένο με τις βλέψεις τους στην Ανατολή. Με πολλή αγωνία οι τοπικοί απεσταλμένοι των Δυνάμεων διέκριναν, ακόμη και στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, τον κίνδυνο ο ελληνισμός να οικειοποιηθεί την οθωμανική αυτοκρατορία και να αποτελέσει ανάχωμα στις επεκτατικές τους βλέψεις. Όπως γράφει ένας από αυτούς, “Ο καταμερισμός της απεράντου [οθωμανικής] αυτοκρατορίας εις πολλά ανεξάρτητα κράτη, θα ήτο προτιμότερον δια την Ευρώπην παρά να αφεθεί η ελληνική φυλή να επεκταθεί, να κυριαρχήσει παντού, και να αποτελέσει απέραντον ελληνικήν αυτοκρατορίαν, πολύ μεγάλην εν σχέσει με τα Δυνάμεις της Ευρώπης. Είναι το όνειρον της φυλής αυτής. [Και] θα το επιτύχωσιν με τον καιρόν διότι μεταξύ αυτών και των τούρκων το μέλλον δεν είναι αμφίβολον. Θα είναι ανυπόμονοι αφότου δεν θα έχωσιν ανάγκην της υποστηρίξεως των Ευρωπαίων….” (Derrasse, Λάρνακα, 1859).
Στην οπτική αυτή της επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος θα προσχωρήσει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και η Ρωσία, η οποία μάλιστα, αργότερα, υπό το σοσιαλιστικό της καθεστώς, θα υπονομεύσει ακόμη και το εγχείρημα που προέκυψε από τη συνθήκη των Σεβρών. Την περίοδο που η Ρωσία θα εγκαταλείψει το ελληνικό σχέδιο για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος και θα στραφεί στον Πανσλαβισμό -υποστηρίζοντας τους βαλκανικούς εθνικισμούς-, ο Ντοστογέφσκυ, σε άρθρο του, αφού διαλογίζεται για το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία για τον εκσυγχρονισμό της -τον γερμανικό ή τον ελληνικό- αποφαίνεται ότι αυτός που της αρμόζει είναι ο από κάθε άποψη ανώτερος ελληνικός δρόμος. Όμως θα υπογραμμίσει με έμφαση ότι “αργά ή γρήγορα η Κωνσταντινούπολη πρέπει να γίνει δική μας [της Ρωσίας], αφού πέρασε πια ο καιρός όπου οι Γραικοί, λαός απείρως λεπτότερος από τους χοντροκομένους Γερμανούς, λαός με ασυγκρίτως περισσότερα κοινά στοιχεία από ό,τι οι εντελώς ανόμιοί μας Γερμανοί, λαός πολυπληθής και αφοσιωμένος, [….θα μπορούσαν να έχουν] επικρατήσει στα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας”. Το να αφήσουμε…. ένα τόσο σημαντικό σημείο της οικουμένης [στους Έλληνες]…είναι πλέον αδύνατον”.
Οι ανωτέρω ολίγες επισημάνσεις απολήγουν σε δύο σημαίνουσες διαπιστώσεις, αποδεικτικές νομίζουμε της ελληνικής κακοδαιμονίας: η μια, σχετικά με τις διεθνείς ισορροπίες που επιδίωξε ο Καποδίστριας προκειμένου να διασφαλίσει την ανεξαρτησία αρχικά της μικρής Ελλάδας και στη συνέχεια την εθνική ολοκλήρωση. Η ανεξαρτησία όφειλε να είναι πλήρης. Και η μικρή Ελλάδα που θα απελευθερωνόταν γινόταν αντιληπτή ως το εφαλτήριο που θα διακινούσε εφεξής την πολιτική αποκατάσταση του ελληνισμού στα φυσικά του σύνορα.
Ποια ήταν αυτά; Ο Καποδίστριας, χωρίς να διαφοροποιείται από την γενικότερη οπτική των Ελλήνων της προεπαναστατικής εποχής, θα προκρίνει εντούτοις έναντι των Δυνάμεων μια πιο πραγματιστική λύση (7). Απευθυνόμενος στους πρέσβεις των τριών Δυνάμεων τον Αύγουστο 1828 θα ορίσει την άμεση ελληνική φιλοδοξία, δυνάμει της ιστορίας, των σωζομένων εισέτι μνημείων της αρχαιότητας και της γνώμης των περιηγητών και γεωγράφων, στην “οριοθετικήν γραμμήν προς Άρκτον, την αρχομένην από τα εκβολάς της Βοϊούσας (Αώου), εκτινομένης δε προς τα άνω δια του ποταμού αυτού μέχρι της πηγής του και διερχομένης δια της σειράς των ορέων του Ζαγορίου και Μετζόβου, και δια της του Ολύμπου μέχρι του κόλπου της Θεσσαλονίκης. Όσον δε περί των νήσων, όλα εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι η Ρόδος, η Κύπρος και τόσαι άλλαι ακόμη είναι της Ελλάδος διαμελίσματα….”.
Σε άλλο σημείο, επικαλούμενος τις αποφάσεις των τριών Εθνικών Συνελεύσεων, θα στηρίξει την ελληνική αξίωση στην αρχή των εθνοτήτων, η οποία εν προκειμένω τεκμηριώνεται από τη θρησκεία, τη γλώσσα και την επαναστατική προδιάθεση που επέδειξαν οι ελληνικοί πληθυσμοί από το 1821: “Η ενεστώσα προσωρινή Κυβέρνησις, χρεωστεί να θεωρήσει ως συγκροτούσας την Ελλάδα, όλας τας επαρχίας, αίτινες ήσαν, ή και είναι εισέτι υπό τουρκικήν εξουσίαν, εκίνησαν δε τα όπλα κατά το 1821, ή μετά ταύτας, και έχουσι το πλείστον μέρος των κατοίκων επαγγελόμενον την χριστιανικήν θρησκείαν και λαλούν την ελληνικήν γλώσσαν… Όσον δε περί των οροθεσιών κατά τας Νήσους, αυτά φαίνονται προσδιορισμένα εξ αυτών των έργων. Αι Νήσοι όσαι έλαβον τα όπλα και εσυσσωματώθησαν εν καιρώ του αγώνος με την Ελληνικήν Επικράτειαν, αποτελούσι μέρος συστατικόν της αυτής Επικράτειας…”.
Η όλη διαχείριση του θέματος από τον Κυβερνήτη διήρχετο από την διπλωματική του οπτική, η οποία του υπεδείκνυε ότι η χώρα για να επιτύχει τον εθνικό της στόχο εκαλείτο να επιδιώξει τη στρατηγική σύγκληση των συμφερόντων της με εκείνα των Δυνάμεων που διαμόρφωναν τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Προϋπόθεση γι’αυτό ήταν ένα πολιτικό σύστημα που δεν θα προκαλούσε τις Δυνάμεις, αλλά και, οπωσδήποτε, θα συνέδεε την πολιτική ηγεσία με το σκοπό και τα συμφέροντα του έθνους. Το οποίο σύστημα θα δημιουργούσε επομένως μια καθόλα αναγκαστική θεσμική πρόσδεση του πολιτικού προσωπικού με την κοινωνική συλλογικότητα.
Το σύστημα ακριβώς αυτό εμπνεόταν, όπως είδαμε, από το προηγούμενο του ελληνισμού της ανθρωποκεντρικής οικουμένης, με το οποίο σταδιοδρόμησε ιστορικά και βίωνε έως τότε. Τούτο εξηγεί τη σταθερή συμμαχική προσέγγιση του κοινού λαού από τον Καποδίστρια και την επίσης ολοκληρωτική προσήλωση του κοινού λαού στον Κυβερνήτη. Η πρόσδεση αυτή θα σηματοδοτούσε μια ισχυρή χώρα, που θα διέθετε την αναγκαία οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική επιφάνεια, και τον ομόλογο εθνικό προσανατολισμό, ώστε να οδηγήσει στην εθνική ολοκλήρωση.
5. Η μετέπειτα πορεία της χώρας και η μέχρι τις ημέρες μας αποδομητική λειτουργία του νεοελληνικού κράτους/συστήματος έναντι του ελληνισμού, επιβεβαιώνουν πλήρως την πολιτειακή επιλογή του Κυβερνήτη, και κατ’επέκταση, τη δυσπιστία του προς την απολυταρχία ή το προ-αντιπροσωπευτικό/ολιγαρχικό σύστημα στο οποίο κατέτεινε η νεοτερικότητα. Ότι δεν μπόρεσε να επιτύχει η προυχοντική τάξη με τον Καποδίστρια θα το επιτύχει με τους Βαυαρούς, με πρόσχημα τον εξευρωπαϊσμό της χώρας. Με τη βαυαρική δυναστεία, οι Δυνάμεις της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, θεσμοθέτησαν την κρατική δεσποτεία ως κεντρικό πολιτικό σύστημα, καταργώντας συγχρόνως τη θεσμημένη κοινωνική συλλογικότητα -δηλαδή το κατ’ελάχιστον αντιπροσωπευτικό σύστημα- και βασικά τα εν δήμω κοινά.
Με τον τρόπο αυτόν, οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που εξέτρεπε το πολιτικό προσωπικό από τον δημόσιο/εθνικό σκοπό του, υπέρ μιας στρατηγικά αποδομητικής αντίληψης της κοινωνικής συλλογικότητας, που εδραζόταν στην ιδιωτική/προσωπική πελατειακή σχέση. Η αναντίστοιχη αυτή σχέση του προ-πολιτειακού κράτους της δεσποτικής αρχικά και μετα-φεουδαλικής αργότερα νεοτερικότητας, προς το ανθρωποκεντρικό πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, θα ετοιμάσει ουσιαστικά το έδαφος για τη λειτουργία της κεντρικής πολιτείας ως λάφυρου και, κατ’επέκταση, ως δυνάστη και φορέα ιδιοποίησης του δημόσιου αγαθού, με πρόσημο την φαυλοκρατία και τελικό θύμα την εθνική ολοκλήρωση και τον ελληνισμό.
Όντως, το εθνικό πρόταγμα, μολονότι κρίσιμο στις επιλογές του ελληνικού κόσμου, ουδέποτε έως τον 20ο αιώνα θα αποτελέσει πραγματικό σκοπό του κράτους. Εύλογα αφού η υλοποίησή του θα σηματοδοτούσε την είσοδο της καθόλα δυναμικής και συνάμα οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης (και των λοιπών δυνάμεων του μείζονος ελληνισμού) στο έδαφος του νεοελληνικού κράτους και, συνακόλουθα, την ουσιαστική κατάλυση της μονοκρατορίας των φορέων της ολιγαρχικής και καθόλα έκφαυλης κομματοκρατίας.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης, στον αντίποδα του Καποδίστρια, θα υποστηρίξει ότι η απόσειση της κομματοκρατίας θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με την απελευθέρωση του “πολιτικού” από τον “πολίτη”. Θεωρούσε δηλαδή ως αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας την υπερβολική πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας -που κληρονόμησε από το ανθρωποκεντρικά οικουμενικό της παρελθόν- και όχι το πολιτικό σύστημα που καταργούσε την προσήκουσα σ’αυτήν, θεσμημένη σε δήμο, κοινωνική συλλογικότητα. Στην πραγματικότητα, έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στο προ-πολιτειακό πολιτικό σύστημα που βίωνε η μόλις προσερχόμενη στον ανθρωποκεντρισμό Ευρώπη και στην (αντιπροσωπευτική ή τη δημοκρατική) πολιτεία της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, στην οποία αντιστοιχούσε η πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, προέκρινε το πρώτο, ως ανώτερο, μόνο και μόνο επειδή το διακινούσε και το είχε ταξινομήσει ως αξιολογικά ανώτερο η νεοτερική ιδεολογία. Ενοχοποιούσε, με τον τρόπο αυτόν, τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, δηλώνοντας θαυμαστής της αγγλικής απολυταρχίας και του ομόλογου συστήματος κοινωνικής ιδιωτείας.
Αυτή ακριβώς η αναντιστοιχία του κράτους/πολιτείας, που επιβλήθηκε από τη δεκαετία του 1830, στην Ελλαδική κοινωνία, είναι αναντιλέκτως υπόλογος της αλυσίδας των καταστροφών του ελληνισμού, με τελευταία την βιούμενη στις ημέρες της λεγόμενης μεταπολίτευσης. Η επιλογή και, κατ’επέκταση, η ανάγκη να νομιμοποιηθεί το δυναστικό κράτος και η ολιγαρχική κομματοκρατία, αποτελούν τον λόγο που ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε για αυταρχισμό από τους ιδεολογικούς τους θαμώνες, με κεντρικό επιχείρημα ότι το απολυταρχικό κράτος και, αργότερα, η απλώς ολιγαρχική πολιτεία της νεοτερικότητας, που εγκιβωτίζει την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα, ήταν ανώτερα από την αντιπροσωπευτική και, μάλιστα, τη δημοκρατική συνάντηση της πολιτικής τάξης με την κοινωνία των πολιτών.
Ο Καποδίστριας υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η τελευταία μεγάλη μορφή του ελληνισμού. Και τούτο διότι, το καθόλα αναντίστοιχο προς την ελληνική κοινωνία νεοελληνικό κράτος, συγχρόνως με τον μείζονα ελληνισμό, εξουδετέρωσε και την δυνατότητά της να αναδεικνύει τη φιλοδοξία ως κίνητρο του πολιτικού ανθρώπου. Διότι οι μεγάλοι πολιτικοί προκύπτουν από την συνάντηση της φιλοδοξίας τους με το συλλογικό υποκείμενο, το οποίο στην εποχή του κρατοκεντρισμού ενθυλακώνει η έννοια του έθνους.
Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό έργο “Αίνος μνήμης καθηγητού Ηλία Κρίσπη”, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2015, σελ. 447-460
2. Το αντίστοιχο αυτού που αποκαλείται κράτος στην εποχή μας, στην εποχή της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, είναι η πόλη για την φάση της μικρής κλίμακας στο περιβάλλον του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Περισσότερα στο έργο μας Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ.Α΄. Η ελληνική περίοδος της πόλης, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2006.
3. Είναι προφανές ότι η διευκρίνιση αυτή δεν αφορά στο θεσμικό περιβάλλον της οθωμανικής εξουσίας το οποία όμως παρόλες τις στρεβλώσεις που επέφερε στο ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο δεν αναίρεσε την θεμέλια βάση του. Αντιθέτως, ο Οθωμανός δυνάστης υιοθέτησε πλήθος από λειτουργίες που ανάγονται στην παρελθούσα οικουμενική κοσμόπολη. Περισσότερα στο έργο μας, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτονομία. Τα ελληνικά κοινά της τουρκοκρατίας, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 1982.
4. Για την οικουμενική κοσμόπολη και την εσωτερική δομή της, συμπεριλαμβανομένων και των μεταλλάξεων της πόλης στο εσωτερικό της, η οποία αποτέλεσε την θεμέλια σταθερά του ελληνικού κόσμου έως τις παρυφές του 20ού αιώνα, βλέπε το έργο μας, Το ελληνικό κοσμοσύστημα τ. Β΄, Η περίοδος της οικουμενικής οικοδόμησης, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2014.
5. Περισσότερα στο έργο μας, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Εκδόσεις Παρουσία/Αρμός, Αθήνα, 20
6. Η θεμελιώδης υπόθεση που υιοθετούμε εν προκειμένω είναι ότι το πολιτικό σύστημα της εποχής που διαδέχθηκε την κρατική δεσποτεία/απολυταρχία είναι καταφανώς μη αντιπροσωπευτικό και μη δημοκρατικό, καθώς προσήκει σε μια απλή και μάλιστα αυστηρή ολιγαρχία. Οι πολιτείες, οι οποίες παράγουν την αντιπροσώπευση ή τη δημοκρατία δεν είναι συμβατές με τον μετα-φεουδαλικό χρόνο της εποχής μας, ενώ η πολιτεία της νεοτερικότητας καλείται να θεραπεύσει έναν σκοπό της κοινωνίας ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν είναι εκείνος της δημοκρατίας ουδέ καν της αντιπροσώπευσης. Περισσότερα για το μείζον αυτό γνωσιολογικό ζήτημα στα έργα μας, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007 και Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2004.
7. Οπωσδήποτε, η φιλοδοξία αυτή του Καποδίστρια εγγράφεται στην κατεύθυνση σκέψης, δηλαδή στο πρόταγμα των Ελλήνων της προεπαναστατικής εποχής που το συναντάμε απαρέγκλιτα ήδη από το 1204 έως και καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας: Το πρόταγμα αυτό συνοψίζεται στην άποψη ότι ο πολιτικός ελληνισμός οφείλει να επανεύρει τα ιστορικά του σύνορα, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν συνάδουν με τα σύνορα που τον εγκλώβισαν οι Δυνάμεις. Περισσότερα στο έργο μας, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Εκδόσεις Παρουσία/Αρμός, Αθήνα, 20
Σχόλια