Οι πέντε διάτρητοι ισχυρισμοί του Βερολίνου για τις γερμανικές οφειλές

Οι πέντε διάτρητοι ισχυρισμοί του Βερολίνου για τις γερμανικές οφειλές, Σταύρος Λυγερός
Σταύρος Λυγερός
Παρότι η ηττημένη Γερμανία ευνοήθηκε γενναιόδωρα από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ανταποκρίθηκε στην ηθική και συμβατική υποχρέωσή της προς την Ελλάδα για την καταβολή επανορθώσεων και βεβαίως για εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Ακολούθησε παρελκυστική τακτική όσον αφορά τις γερμανικές οφειλές. Παρέπεμψε την ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, το Βερολίνο ισχυρίσθηκε ότι το θέμα έχει κλείσει! ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ο πρώτος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1960 και την καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας 115 εκατ. μάρκων. Η αλήθεια είναι πως για να επιτύχουν την αποφυλάκιση του δημίου των 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, η γερμανική κυβέρνηση κατέβαλε 115 εκατ. μάρκα ως αποζημίωση, την οποία «δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν». Δηλαδή για αποζημίωση κυρίως των Εβραίων θυμάτων του Γ’ Ράιχ.
Για να μην υπάρξει, μάλιστα, η οποιαδήποτε παρεξήγηση, σε επιστολή του (αποτελεί μέρος της συμφωνίας) προς τον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Βόννη Θωμάς Υψηλάντης αναφέρει: «(η Ελλάδα) επιφυλάσσεται εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής». Με άλλα λόγια, η Αθήνα δεν έχει ποτέ παραιτηθεί από τις αξιώσεις της, κάτι που ομολογεί και η Γερμανία σε απαντητική ρηματική διακοίνωσή της στις 31-3-1967.
Ο δεύτερος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες, οι ελληνικές διεκδικήσεις έχουν χάσει τη νομιμοποιητική τους βάση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όμως, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Ειδικά για το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να πληρώνει τις δόσεις γι’ αυτό το δάνειο.

Η Διάσκεψη των Παρισίων και η «Συνθήκη 2+4»

Το ζήτημα των αποζημιώσεων ετέθη από την ελληνική πλευρά στη Διάσκεψη των Παρισίων (τέλη 1945-αρχές 1946). Η διάσκεψη είχε προσδιορίσει κατά προσέγγιση το ύψος των αποζημιώσεων προς την Ελλάδα σε 7,5 δισ. δολάρια. Η συμφωνία του Λονδίνου το 1953 δεν χάρισε στη Γερμανία τις οφειλές λόγω πολεμικών αποζημιώσεων. Απλώς τις πάγωσε έως την υπογραφή συμφώνου ειρήνης μεταξύ της ηττημένης και των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να μπορέσει η Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά.
Μετά την επανένωση της Γερμανίας (31-8-1990) με την υπογραφή της «Συνθήκης 2+4», το εμπόδιο έχει εκλείψει. Πολύ περισσότερο που η ηττημένη του πολέμου είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Το Βερολίνο, όμως, αντιστρέφει την πραγματικότητα και επικαλείται τη «Συνθήκη 2+4» για να υπεκφύγει, ισχυριζόμενο αυθαιρέτως ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει γενικά κλείσει.
Εάν το ζήτημα των αποζημιώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση και είχε κλείσει, γιατί τον Μάιο 2013 το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών με υπογραφή Σόιμπλε ανέλαβε την υποχρέωση πρόσθετης αποζημίωσης των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Στους Εβραίους δόθηκαν 772 εκατ. ευρώ για παροχή ιατρικής φροντίδας, καθώς και σύνταξη για το υπόλοιπο του βίου τους ύψους 300 ευρώ το μήνα! Ας σημειωθεί ότι και το 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ είχε αποζημιώσει εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους που είχαν μαρτυρήσει στα ναζιστικά στρατόπεδα.

Η απόφαση της Χάγης

Ο τρίτος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 2012 έκλεισε οριστικά το θέμα των αποζημιώσεων. Η αλήθεια είναι πως εκείνη η απόφαση αναγνώρισε την ετεροδικία, αλλά δεν αναφέρει πουθενά ότι οι αποζημιώσεις είναι αβάσιμες. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι το ζήτημα δεν παραγράφεται κι ότι αποτελεί διακρατική διαφορά, για την επίλυση της οποίας προτρέπει τα κράτη να συνεργαστούν.
Υπενθυμίζουμε ότι η δίκη εκείνη αφορούσε την προσπάθεια των κατοίκων του Διστόμου να αποζημιωθούν μέσω απόφασης ιταλικού δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, αφορούσε διεκδικήσεις ιδιωτών κι όχι του ελληνικού κράτους. Τον Οκτώβριο 2014, μάλιστα, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η ετεροδικία δεν ισχύει όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επίσης ότι πολίτες μπορούν να εγείρουν ατομικές αξιώσεις εναντίον κράτους. Η απόφαση αυτή των Ιταλών δικαστών ανοίγει νέους δρόμους για τη δικαίωση των θυμάτων του ναζισμού.
Ο τέταρτος γερμανικός ισχυρισμός είναι πολιτικός κι όχι νομικοφανής. Προσπαθεί να αποδώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις στην κρίση και ειδικότερα σε μία προσπάθεια της Αθήνας να συμψηφίσει τις αποζημιώσεις με τις οφειλές προς τη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι πιεζόμενες από τη γερμανική διπλωματία οι ελληνικές κυβερνήσεις ολιγώρησαν. Καμία εξ αυτών, όμως, δεν παραιτήθηκε απ’ αυτές. Εάν είχε συμβεί αυτό το Βερολίνο θα είχε, βεβαίως, προσκομίσει το σχετικό έγγραφο.
Η επαναφορά του ζητήματος του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων από την κυβέρνηση Τσίπρα το 2015 μπορεί να συμπίπτει χρονικά με τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, αλλά ποτέ η Αθήνα δεν συνέδεσε τα δύο αυτά ζητήματα. Το γεγονός ότι η ίδια κυβέρνηση μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου έβαλε το ζήτημα στο ράφι για να μην ενοχλεί το Βερολίνο δεν σημαίνει τίποτα στο νομικό επίπεδο. Απλώς δείχνει το πως ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβανόταν αυτή την υπόθεση και βεβαίως μας υποψιάζει βασίμως ότι η τωρινή ανακίνηση έχει προεκλογικό χαρακτήρα.

Ο υπολογισμός του Γενικού Λογιστηρίου

Ο πέμπτος γερμανικός ισχυρισμός είναι αβάσιμος σε βαθμό γελοιότητας. Ισχυρίζονται ότι τα κοινοτικά κονδύλια που έλαβε η Ελλάδα από την ΕΕ είναι μία μορφή αποζημίωσης! Τα κοινοτικά κονδύλια δεν είναι βεβαίως, γερμανικά χρήματα και ούτε έχουν την παραμικρή σχέση με τις αποζημιώσεις για τα ναζιστικά εγκλήματα. Γι’ αυτό και κοινοτικά κονδύλια έλαβαν χώρες-μέλη που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Το προφανές επιβεβαιώνεται και από απάντηση της Κομισιόν το 1995 σε σχετική ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Αλαβάνου.
Η τελευταία προσπάθεια του Βερολίνου να προβάλει ένα νέο επιχείρημα προήλθε από διαρροή στην εφημερίδα Die Welt. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της, στον υπ’ αριθμόν R27320 φάκελο του (γερμανικού) υπουργείου Εξωτερικών υπάρχει έγγραφο που αναγνωρίζει «γερμανικό υπόλοιπο χρέους ύψους 476 εκατομμυρίων… Δεν πρόκειται, όμως, ούτε για δάνειο, ούτε για πίστωση, αλλά απλώς για ποσό που έχει υπολογιστεί»!
Ειδικά μετά τη συγκέντρωση και την ταξινόμηση όλων των επισήμων εγγράφων που συνδέονται με το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις, οι ελληνικές διεκδικήσεις είναι όχι μόνο ηθικά ισχυρές, αλλά και νομικά τεκμηριωμένες. Αυτό που πρέπει να προσδιορισθεί με διμερείς διαπραγματεύσεις είναι το ύψος των οφειλών της Γερμανίας αφενός λόγω του κατοχικού δανείου, αφετέρου λόγω των αποζημιώσεων. Η Επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το κατοχικό δάνειο εκτιμάει το ύψος της γερμανικής οφειλής στα 11 δισ ευρώ.
Η εκτίμηση θεωρήθηκε πολύ χαμηλή, αφού σύμφωνα με άλλους μάλλον μετριοπαθείς υπολογισμούς το ύψος της οφειλής κυμαίνεται γύρω στα 60 δισ ευρώ. Ο υπολογισμός, ωστόσο, είναι υπόθεση μίας επόμενης φάσης. Πρώτα, το Βερολίνο πρέπει να υποχρεωθεί να αναγνωρίσει την οφειλή του και στη συνέχεια να διαπραγματευθεί το ύψος της. Το ίδιο ισχύει και για τις κάθε είδους αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων υπολογίζεται ότι είναι αρκετά πάνω από 100 δισ.

«Πρωτίστως ηθικό ζήτημα»!

Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς (1997) για την αποζημίωση των κατοίκων του Διστόμου, την οποία επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη η απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου (2000) άνοιξε τον δρόμο για τις διεκδικήσεις ιδιωτών και επανέφερε στο προσκήνιο το ευρύτερο ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων.
Από τότε, όμως, έχουμε αλλάξει και φάση και γήπεδο. Η μπάλα έδειξε το 2015 να φεύγει από τα χέρια των ιδιωτών και την υπόθεση να αναλαμβάνει το κράτος. Αυτό τουλάχιστον είχε φανεί τότε από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Η δήλωσή του ενώπιον της Μέρκελ για πρωτίστως ηθικό ζήτημα, όμως, άφησε πολύ γρήγορα πικρή γεύση. Δεν άλλαξε, ωστόσο, ούτε κατά κεραία την ισχύ των ελληνικών διεκδικήσεων.
Το νεοαποικιακού χαρακτήρα σύμφωνο ελληνογερμανικής συνεργασίας, που υπέγραψαν οι Γιώργος Παπανδρέου και Άγκελα Μέρκελ τον Μάιο 2010, και που επέτρεψε στον Γερμανό υφυπουργό Φούχτελ να αλωνίζει την Ελλάδα δεν ήταν, βεβαίως, ο τρόπος για να εκκαθαρισθεί το ναζιστικό παρελθόν. Ούτε, βεβαίως, το «Γερμανοελληνικό Ταμείο για το Μέλλον» (με προϋπολογισμό ένα εκατ ευρώ!), στόχος του οποίου ήταν –κατά ομολογία του ίδιου του Γερμανού πρεσβευτή Πέτερ Σόοφ– «η αναζήτηση ενδεδειγμένων δράσεων για την επεξεργασία του παρελθόντος»! Με άλλα λόγια στόχος του ήταν να χρηματοδοτήσει το ξαναγράψιμο της ιστορίας…
===============
  • «Στο νότιο προπύργιο του Ράιχ»

    =============

    Γερμανία: Τι γράφει η «Die Welt» για τη διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων

     

    «Γιατί η Αθήνα απαιτεί τώρα πολεμικές αποζημιώσεις», είναι ο τίτλος ανάλυσης της εφημερίδας «Die Welt», με αφορμή την πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Ο αρθρογράφος εξηγεί τις βασικές παραμέτρους της υπόθεσης και τις πιθανές μελλοντικές κινήσεις, ενώ επισημαίνει ότι ανάλογες αξιώσεις διατυπώνει πλέον και η Πολωνία, όπου ο επικεφαλής της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής θέτει πλέον την ελληνική απόφαση ως παράδειγμα.
    «Περισσότερες από επτά δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα θέλει εκ νέου να προσπαθήσει να λάβει αποζημιώσεις για τις ζημίες που προκάλεσε η Γερμανία. Αυτό αποφάσισε την Τετάρτη το ελληνικό Κοινοβούλιο.
    Στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν τίθενται πια τέτοιες αξιώσεις – αλλά όχι σε όλες», επισημαίνει η εφημερίδα, η οποία, σε μια ιστορική αναδρομή του θέματος, αναφέρεται μεταξύ άλλων στην δικαστική απόφαση του 1997 για αποζημίωση απογόνων θυμάτων της ναζιστικής περιόδου με περίπου 29 εκατομμύρια ευρώ και στα προβλήματα που είχαν ανακύψει σχετικά με την ασυλία κρατών.
    «Απαιτήσεις επανορθώσεων υπήρξαν και κατά την διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Το 2016 ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης απείλησε να κατασχέσει εν Ελλάδι γερμανική περιουσία.
    Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λέει τώρα ότι συνειδητά ανέμενε το τέλος των διεθνών προγραμμάτων βοήθειας, προκειμένου να μην γίνει σύγχυση των δύο θεμάτων», συνεχίζει ο συντάκτης και αναφέρει ότι οι επικριτές των ελληνικών αξιώσεων λένε κοροϊδευτικά ότι η Ελλάδα θέλει με τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις ύψους περίπου 300 δισεκατομμυρίων να «βγάλει» το χρέος της, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 350 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ανάλυση της εφημερίδας περιλαμβάνει ακόμη αναφορές στην Συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος (1953), στην αποζημίωση ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων που έλαβε η Ελλάδα το 1960 και στον ισχυρισμό της γερμανικής πλευράς ότι σε αυτήν την Συμφωνία έχει καταγραφεί ότι το θέμα έχει διευθετηθεί οριστικά. Επιπλέον, επισημαίνονται οι αναφορές του Βερολίνου στην Συμφωνία «2+4».
Όπως αναφέρει η «Die Welt», η Ελλάδα θέλει να στείλει ρηματική διακοίνωση προκειμένου να διαπραγματευτεί με την γερμανική κυβέρνηση. «Αυτό το αίτημα μάλλον θα απορριφθεί από την κυβέρνηση. Κατόπιν το θέμα είναι εάν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε να είναι αρμόδιο.
Σε αυτό οι νομικοί διχάζονται. Κάποιοι λένε ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για τέτοιες παλιές υποθέσεις. ‘Αλλοι επιχειρηματολογούν ότι αν η Γερμανία απορρίψει την πρόσκληση σε διαπραγματεύσεις, το ζήτημα θα καταστεί και πάλι επίκαιρο – και τότε η υπόθεση θα μπορούσε να απασχολήσει τους δικαστές στην Χάγη», τονίζεται.
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να προβάλουν αντίστοιχες αξιώσεις και άλλες χώρες που επλήγησαν από την ναζιστική Γερμανία, ο αρθρογράφος κάνει λόγο για την Επιτροπή που έχει σχηματίσει η Βουλή της Πολωνίας, με Πρόεδρο τον Αρκάντιους Λούλαρτσικ, ο οποίος ζήτησε να τεθεί η ελληνική απόφαση ως πρότυπο.
«Η απόφαση της ελληνικής Βουλής δείχνει ότι η διεθνοποίηση του θέματος πολεμικές αποζημιώσεις από την Γερμανία είναι ρεαλιστική», έγραψε ο κ. Λούλαρτσικ στο Twitter.
Σύμφωνα με την «Die Welt», από το 2017 έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα απαιτήσεις αποζημιώσεων από κύκλους του κυβερνώντος κόμματος στην Πολωνία (PIS), χωρίς ωστόσο να υπάρχουν επίσημες αξιώσεις της κυβέρνησης προς την Γερμανία. Η επιτροπή του κ. Μούλαρτσικ, επισημαίνεται, θα παρουσιάσει την έκθεσή της εντός του έτους.
Από την πλευρά της η γερμανική κυβέρνηση έχει απορρίψει αυτές τις αξιώσεις, επισημαίνοντας την επανειλημμένη παραίτηση της Πολωνίας για τέτοιες πληρωμές κατά το παρελθόν. Μέλη της πολωνικής κυβέρνησης επιχειρηματολογούν όμως ότι μια τέτοια δήλωση του 1953 ήταν αντισυνταγματική και έγινε μόνο υπό την πίεση της Σοβιετικής Ένωσης. Επιπλέον, αφορούσε μόνο την ΛΔΓ.
===========
BLOGGER: Το πιθανότερο (99%) η όλη μεθόδευση γύρω από τις Γερμανικές αποζημιώσεις να είναι στο πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής, για εκτρέψει την κουβέντα, σε δουλειά να βρισκόμαστε... Επειδή όμως στο προτεκτοράτο τίποτα δεν γίνεται χωρίς να το πει το ...αφεντικό και κανείς πράκτορας δεν ρισκάρει το κεφάλι του - ο πράκτορας ρισκάρει πάντα τα κεφάλια των άλλων - υπάρχει μια πιθανότητα, η ανακίνηση του θέματος- κατ΄εντολήν των Αμερικανών - να εξυπηρετεί τα σχέδιά τους  αφού έτσι επαναφέρουν ένα μοχλό πίεσης στη Γερμανία και συνάμα ξαναθυμίζουν ότι όπως το 1953 πίεσαν τους συμμάχους τους να ...σβήσουν τα χρέη της Γερμανίας, τώρα μπορεί να πιέσει ώστε οι σύμμαχοι να τα απαιτήσουν.... (στο τέλος τέλος όλες οι συμφωνίες  έχουν αξία όταν υπάρχουν αξιόπιστες κάνες όπλων για να τις επιβάλλουν και στην περίπτωσή μας ξέρουμε ποιος έχει το όπλο...). 
===================  

«Γιατί η Αθήνα απαιτεί τώρα πολεμικές αποζημιώσεις», είναι ο τίτλος ανάλυσης της εφημερίδας «Die Welt», με αφορμή την πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Ο αρθρογράφος εξηγεί τις βασικές παραμέτρους της υπόθεσης και τις πιθανές μελλοντικές κινήσεις, ενώ επισημαίνει ότι ανάλογες αξιώσεις διατυπώνει πλέον και η Πολωνία, όπου ο επικεφαλής της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής θέτει πλέον την ελληνική απόφαση ως παράδειγμα. «Περισσότερες από επτά δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα θέλει εκ νέου να προσπαθήσει να λάβει αποζημιώσεις για τις ζημίες που προκάλεσε η Γερμανία. Αυτό αποφάσισε την Τετάρτη το ελληνικό Κοινοβούλιο. Στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν τίθενται πια τέτοιες αξιώσεις – αλλά όχι σε όλες», επισημαίνει η εφημερίδα, η οποία, σε μια ιστορική αναδρομή του θέματος, αναφέρεται μεταξύ άλλων στην δικαστική απόφαση του 1997 για αποζημίωση απογόνων θυμάτων της ναζιστικής περιόδου με περίπου 29 εκατομμύρια ευρώ και στα προβλήματα που είχαν ανακύψει σχετικά με την ασυλία κρατών. «Απαιτήσεις επανορθώσεων υπήρξαν και κατά την διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Το 2016 ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης απείλησε να κατασχέσει εν Ελλάδι γερμανική περιουσία. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λέει τώρα ότι συνειδητά ανέμενε το τέλος των διεθνών προγραμμάτων βοήθειας, προκειμένου να μην γίνει σύγχυση των δύο θεμάτων», συνεχίζει ο συντάκτης και αναφέρει ότι οι επικριτές των ελληνικών αξιώσεων λένε κοροϊδευτικά ότι η Ελλάδα θέλει με τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις ύψους περίπου 300 δισεκατομμυρίων να «βγάλει» το χρέος της, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 350 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ανάλυση της εφημερίδας περιλαμβάνει ακόμη αναφορές στην Συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος (1953), στην αποζημίωση ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων που έλαβε η Ελλάδα το 1960 και στον ισχυρισμό της γερμανικής πλευράς ότι σε αυτήν την Συμφωνία έχει καταγραφεί ότι το θέμα έχει διευθετηθεί οριστικά. Επιπλέον, επισημαίνονται οι αναφορές του Βερολίνου στην Συμφωνία «2+4». Όπως αναφέρει η «Die Welt», η Ελλάδα θέλει να στείλει ρηματική διακοίνωση προκειμένου να διαπραγματευτεί με την γερμανική κυβέρνηση. «Αυτό το αίτημα μάλλον θα απορριφθεί από την κυβέρνηση. Κατόπιν το θέμα είναι εάν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε να είναι αρμόδιο. Σε αυτό οι νομικοί διχάζονται. Κάποιοι λένε ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για τέτοιες παλιές υποθέσεις. ‘Αλλοι επιχειρηματολογούν ότι αν η Γερμανία απορρίψει την πρόσκληση σε διαπραγματεύσεις, το ζήτημα θα καταστεί και πάλι επίκαιρο – και τότε η υπόθεση θα μπορούσε να απασχολήσει τους δικαστές στην Χάγη», τονίζεται. Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να προβάλουν αντίστοιχες αξιώσεις και άλλες χώρες που επλήγησαν από την ναζιστική Γερμανία, ο αρθρογράφος κάνει λόγο για την Επιτροπή που έχει σχηματίσει η Βουλή της Πολωνίας, με Πρόεδρο τον Αρκάντιους Λούλαρτσικ, ο οποίος ζήτησε να τεθεί η ελληνική απόφαση ως πρότυπο. «Η απόφαση της ελληνικής Βουλής δείχνει ότι η διεθνοποίηση του θέματος πολεμικές αποζημιώσεις από την Γερμανία είναι ρεαλιστική», έγραψε ο κ. Λούλαρτσικ στο Twitter. Σύμφωνα με την «Die Welt», από το 2017 έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα απαιτήσεις αποζημιώσεων από κύκλους του κυβερνώντος κόμματος στην Πολωνία (PIS), χωρίς ωστόσο να υπάρχουν επίσημες αξιώσεις της κυβέρνησης προς την Γερμανία. Η επιτροπή του κ. Μούλαρτσικ, επισημαίνεται, θα παρουσιάσει την έκθεσή της εντός του έτους. Από την πλευρά της η γερμανική κυβέρνηση έχει απορρίψει αυτές τις αξιώσεις, επισημαίνοντας την επανειλημμένη παραίτηση της Πολωνίας για τέτοιες πληρωμές κατά το παρελθόν. Μέλη της πολωνικής κυβέρνησης επιχειρηματολογούν όμως ότι μια τέτοια δήλωση του 1953 ήταν αντισυνταγματική και έγινε μόνο υπό την πίεση της Σοβιετικής Ένωσης. Επιπλέον, αφορούσε μόνο την ΛΔΓ. 19/04/2019 20:12 ΑΠΕ-ΜΠΕ Φ. Καραβίτη Βερολίνο, Γερμανία

Πηγή: “Die Welt” για την διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων: Μετά την Αθήνα ακολουθεί η Πολωνία https://hellasjournal.com/2019/04/quot-die-welt-quot-gia-tin-diekdikisi-polemikon-epanorthoseon-meta-tin-athina-akoloythei-i-polonia/

Σχόλια