Ανισότητες και ανασφάλεια με σφραγίδα και ΟΟΣΑ

Ανισότητες και ανασφάλεια με σφραγίδα και ΟΟΣΑ, Βασίλης Μπέτσης
Η κρίση της απασχόλησης, με την έννοια του υψηλού επιπέδου ανεργίας και της αδυναμίας δημιουργίας περισσότερων νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης καθώς και η κρίση του κοινωνικού κράτους, με την έννοια της συρρίκνωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων και παροχών, αποτελούν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μετάβασης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, από τη συλλογικότητα και τη συλλογική ευθύνη στην εξατομίκευση και την ατομική ευθύνη. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Πράγματι, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η κατεύθυνση αυτή που επέλεξαν, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποιημένης απελευθέρωσης των αγορών (κεφαλαίου και εργασίας) και των οικονομιών, οι πολυεθνικές εταιρείες αλλά και οι εθνικές επιχειρήσεις, ενσωματώνει τις ανατροπές του θεσμικού πλαισίου και τις ασκούμενες πολιτικές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Παράλληλα, το νεοφιλελεύθερο αυτό πρότυπο οργάνωσης της απασχόλησης, των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση της μη σταθερής και ευέλικτης απασχόλησης και όχι μόνο. Το πρότυπο αυτό ανατρέπει τις συνθήκες της πλήρους και οκτάωρης απασχόλησης, εισάγει την ανασφάλεια στην απασχόληση ενώ κρατάει χαμηλό το επίπεδο των αμοιβών. Επίσης δεν καταφέρνει να καταπολεμήσει την ανεργία, διευρύνει τις ανισότητες και γενικότερα συρρικνώνει τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα.
Το επιχείρημα, ωστόσο, των διεθνών οργανισμών (π.χ. ΔΝΤ, ΟΟΣΑ), των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων που ασκούν αυτές τις πολιτικές ευελιξίας στην οικονομία και την αγορά εργασίας επιμένει στην αντίθετη κατεύθυνση. Προκρίνει την επίτευξη της αύξησης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας των οικονομιών, την αύξηση της απασχόλησης, την καταπολέμηση της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) υποστηρίζει ότι η ευελιξία της εργασίας αντισταθμιζόμενη με περισσότερη ασφάλεια και διεύρυνση της απασχόλησης, θα εξασφαλίσει, μεταξύ των άλλων, συνθήκες αύξησης του εισοδήματος (ιδιαίτερα του φτωχότερου 20% των νοικοκυριών) και περιορισμού των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων.

Έπεσαν έξω στους υπολογισμούς

Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο αυτού του επιχειρήματος υποστηρίζεται ότι οι ασκούμενες ευέλικτες πολιτικές στην οικονομία και την εργασία που κινούνται στον άξονα «ευελιξία της απασχόλησης αντί επιδόματος ανεργίας» ή «προστασία της ευελιξίας αντί της φιλανθρωπίας», παρατηρούνται σε εκτεταμένη κατάσταση και μορφές εφαρμογής στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Όμως, παρά το γεγονός ότι η εκτεταμένη εφαρμογή τους δεν έχει συμβάλλει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην ουσιαστική επίλυση των σοβαρών προβλημάτων της αγοράς εργασίας, εντούτοις διατυπώνεται, λανθασμένα, ο αντίθετος ισχυρισμός. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι συνέβαλαν και συμβάλλουν στην αύξηση του «κατασκευασμένου μεθοδολογικά» υψηλού ποσοστού της απασχόλησης (π.χ. ΗΠΑ 70,7%, Πορτογαλία 70% τον Σεπτέμβριο του 2018), θεωρώντας ότι απομακρύνονται τα μέλη των φτωχότερων νοικοκυριών από τις συνθήκες της ακραίας φτώχειας.
Ταυτόχρονα, υποστηρίζεται λανθασμένα ότι σε χώρες όπου παρατηρείται έλλειμμα της ευελιξίας στην αγορά εργασίας (π.χ. Γαλλία, Ιταλία), εμποδίστηκαν οι επιχειρήσεις να δημιουργήσουν νέες ευέλικτες θέσεις εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγούνται «στη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, στην διεύρυνση του κοινωνικού ελλείμματος, στον κίνδυνο περιορισμού των δημοκρατικών λειτουργιών και της αποσύνθεσης του διεθνούς εμπορίου».
Αντίθετα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι ασκούμενες, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, πολιτικές απελευθέρωσης των οικονομιών και ευελιξίας της αγοράς εργασίας, δεν θωράκισαν, όπως αναμενόταν λανθασμένα, τους οικονομικούς σχηματισμούς διεθνώς από την οικονομική κρίση-ύφεση του 2008 και τις χώρες της Ευρωζώνης από την κρίση δανεισμού. Μια κρίση όμως που μετεξελίχθηκε από τις ασκούμενες πολιτικές των Μνημονίων, σε κρίση χρέους και σε αποικίες χρέους. Το ίδιο, οι ευέλικτες αυτές πολιτικές δεν θωράκισαν ούτε τις αγορές εργασίας, όπου η δεσπόζουσα κατάσταση της κατάρρευσης τους λόγω της ευελιξίας, οδήγησε, στην σημαντική αύξηση της ανεργίας με ανασφάλεια και ανισότητες.

Η ελληνική περίπτωση

Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ελληνικής οικονομίας με την έννοια ότι η ευέλικτη απασχόληση μετεξελίσσεται από προσωρινή σε μόνιμης διάρκειας ευέλικτη, χαμηλά αμειβόμενη (385 ευρώ μεικτά αμείβονται 629.687 εργαζόμενοι-2017), αδήλωτη και ανασφάλιστη απασχόληση, που μεταξύ άλλων, ουσιαστικά αποκρύπτει την πραγματική ανεργία και τις ανισότητες.
Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, η ευέλικτη κινητικότητα στην αγορά εργασίας ουσιαστικά τροφοδοτεί τη σχέση ευελιξία-ανεργία, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με την έρευνα, οι εννέα μήνες ανεργίας να αντιστοιχούν σε τέσσερα χρόνια απώλειας της εργασιακής εμπειρίας. Επίσης, σύμφωνα με αντίστοιχα με την αγορά εργασίας στατιστικά στοιχεία, η στατιστική ανεργία (Απρίλιος 2018) βρίσκονταν στο επίπεδο του 20,8% (980.000 άτομα), ενώ η πραγματική ανεργία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), ανερχόταν στο επίπεδο του 31,5%.

Η μερική απασχόληση αποτελούσε το 11,5% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης και το 30,6% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ενώ στην Ευρωζώνη ανερχόταν στο επίπεδο του 16%. Σε επίπεδο νέων προσλήψεων η ευέλικτη (μερική και εκ περιτροπής) απασχόληση αποτελεί το 50%, κατά την περίοδο 2016-2024 θα αποτελεί το 64% και από το 2025 μέχρι το 2055 θα αποτελεί το 75% των νέων προσλήψεων.
Έτσι, την περίοδο 2016-2025 η ευέλικτη (μερική και εκ περιτροπής) απασχόληση θα αποτελεί το 18,5% του συνολικού απασχολούμενου πληθυσμού και κατά την περίοδο 2025-2055 θα αποτελεί το 29% του συνολικού απασχολούμενου πληθυσμού. Παράλληλα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις της έρευνας μας, το ετήσιο έλλειμμα που θα προκληθεί στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (απώλεια εσόδων) από την εξέλιξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης θα είναι κατά μέσο όρο 1,12% του εκάστοτε ετήσιου ΑΕΠ (το ΑΕΠ έχει θεωρηθεί ότι θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5%).

Υπηρετούν σκοπιμότητες

Παράλληλα, σύμφωνα με σχετική έρευνα (IMD) της Ελβετίας, το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε κατά το 2017 στην ίδια θέση (57η μεταξύ 63 χωρών), όπως ήταν το 2016, παρά την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, το χαμηλό επίπεδο των αμοιβών και την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους.
Η παρατήρηση αυτή αποκαλύπτει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η παραγωγή επιστημονικής γνώσης των διεθνών οργανισμών μεταμορφώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε παραγωγή πληροφόρησης που υπηρετεί τις σκοπιμότητες και τους στόχους των πολιτικών αποφάσεων.
Αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα από την επιστημονική θεώρηση και την αυστηρή μεθοδολογικά ερευνητική τεκμηρίωση της αναγκαιότητας άσκησης, στην περίπτωση μας, των ευέλικτων πολιτικών στην οικονομία και την εργασία. Ως εκ τούτου, η οριακή σχέση των ευέλικτων αυτών πολιτικών με την κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα να απονομιμοποιεί πλέον τον αντικειμενικό τους ρόλο.

Σχόλια