Κατά ανάλογο τρόπο, οφείλουμε σεβασμό προς μια συλλογικότητα, όποια κι αν είναι –πατρίδα, οικογένεια ή οτιδήποτε άλλο-, όχι για την ίδια, αλλά ως τροφή για κάποιον αριθμό ανθρώπινων ψυχών.
Αυτή η υποχρέωση επιβάλλει πρακτικά διαφορετικές συμπεριφορές και πράξεις, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όμως θεωρούμενη αυτή καθαυτή, είναι ίδια για όλους.
Ειδικότερα είναι απολύτως ίδια για όλους όσους βρίσκονται έξω από αυτή τη συλλογικότητα.
Ο βαθμός του οφειλόμενου προς τις ανθρώπινες συλλογικότητες σεβασμού είναι πολύ υψηλός, για πολλούς λόγους.
Κατ’ αρχάς, καθεμία είναι μοναδική και, εάν καταστραφεί, δεν αντικαθίσταται. Ένας σάκος σιτάρι μπορεί πάντα να αντικατασταθεί από έναν άλλον σάκο σιτάρι. Η τροφή που παρέχει μια κοινότητα στην ψυχή εκείνων που είναι μέλη της δεν έχει ισοδύναμο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Έπειτα, λόγω της διάρκειάς της, η κοινότητα διεισδύει ήδη στο μέλλον. Περιέχει τροφή, όχι μόνο για τις ψυχές των ζωντανών, αλλά και για εκείνες πλασμάτων που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί, που θα έρθουν στον κόσμο τους επόμενους αιώνες.
Τέλος, λόγω και πάλι της διάρκειάς της, η συλλογικότητα έχει τις ρίζες της στο παρελθόν. Συνιστά το μοναδικό όργανο διατήρησης για τους πνευματικούς θησαυρούς που έχουν συγκεντρωθεί από εκείνους που έχουν πεθάνει, το μοναδικό όργανο μεταβίβασης μέσω του οποίου οι νεκροί μπορούν να μιλούν στους ζωντανούς. Και το μοναδικό επίγειο πράγμα που συνδέεται άμεσα με την αιώνια μοίρα του ανθρώπου, είναι η ακτινοβολία εκείνων που κατόρθωσαν να αποκτήσουν πλήρη συνείδηση αυτής της μοίρας, ακτινοβολία η οποία μεταβιβάστηκε από γενιά σε γενιά.
Simon Wiel, Ανάγκη για ρίζες. Σελ. 21-22.
Όταν προσπαθούμε να αναζητήσουμε την ταυτότητά μας, ανατρέχουμε αυτομάτως στο παρελθόν. Η ταυτότητα είναι μια ατομική και συλλογική συνειδητοποίηση της αναζήτησης της ρίζας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τα δέντρα, δεν μπορεί κανείς να ανυψωθεί προς στο φως, χωρίς να βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στο χώμα. Για να μπορεί να ατενίζει κανείς τον ουρανό, έχει ανάγκη πρώτα να στρέφεται μέσα στη γη. Κάθε άνθρωπος, άσχετα από τον τόπο και τον χρόνο που ζει, εμπεριέχει την αρχέγονη ανάγκη της ψυχής του να καταβυθίζεται στην ύπαρξή του. Μέρος αυτής της καταβύθισης είναι η ανάγκη του να συνδέεται με τις ρίζες του. Το ρίζωμα δεν συνδέεται μονάχα με το παρελθόν, αλλά και το μέλλον. Αποτελεί συγχρόνως έντονη βίωση του παρόντος.
Η αναζήτηση της ρίζας παίρνει και την μορφή της πατρίδας. Η λέξη πατρίδα εμπεριέχει την λέξη πατέρας, δηλαδή τον πρόγονο. Συχνά αναφέρεται κι η λέξη μητρίδα, από την μητέρα. Οι ρίζες απλώνονται και διακλαδώνονται στην καταγωγή του καθενός. Η αναζήτηση της πατρίδας και της μητρίδας είναι οι βαθύτερες μνήμες μας, οι πρωταρχικοί τρόποι ζωής με τους οποίους συνδεόμαστε, ακόμη κι αν δεν το γνωρίζουμε ή αδιαφορούμε για αυτό. Η πατρίδα δίνει τόπο στις ρίζες των αναμνήσεών μας. Στις πιο βαθιές μας ανάγκες, σωματικές και πνευματικές. Το να μην έχει κανείς πατρίδα ή το να ξεριζώνεται, όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι μια από τις πιο βίαιες πράξεις που μπορεί να δεχτεί.
Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεριζωθούν οι άνθρωποι. Ακόμη και γενιές ολόκληρες μεταναστών και προσφύγων που εξαναγκάστηκαν και εκδιώχθηκαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από την πατρίδα τους την φέρουν μέσα τους. Ακόμη κι αν κάποιος γκρέμισε συθέμελα το σπίτι και τη γειτονιά των παιδικών αναμνήσεων, εκείνα στέκονται ανέπαφα στην ψυχή του ξεριζωμένου ανθρώπου και κληρονομούνται ως τραύμα, αλλά και ως παρηγοριά, ως σταθερό σημείο. Είναι οδυνηρό όταν ένας άνθρωπος φέρει ως τραύμα την ίδια του τη ρίζα.
Συχνά γίνεται λόγος και για εθνική ταυτότητα. Πολλές φορές γράφεται ότι είναι μια τεχνητή κατασκευή, ένας μύθος του ρομαντισμού και της γέννησης εθνικών κρατών. Δεν θα διαφωνήσουμε σε αυτό. Πράγματι, η εθνική ταυτότητα συνδέεται με κρατικά σύνορα βίαια κατασκευασμένα, εκτοπισμούς, ανταλλαγές πληθυσμών, μετακινήσεις, ως απότοκα πολέμων. Δεν υπάρχουν κράτη που αλλάζουν τα σύνορά τους, δίχως να χυθεί αίμα και να ανατραπεί η ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Η εθνική ταυτότητα καλλιεργείται τις περισσότερες φορές με πιεστικό και βίαιο τρόπο, καθώς όσοι κατοικούν εντός κοινών κρατικών συνόρων πρέπει να έχουν κοινό πολιτισμό και αντιλήψεις, ενιαία γλώσσα και ει δυνατόν έθιμα. Το μονοπώλιο στο δικαίωμα ορισμού της εθνικότητας το έχει το εκάστοτε κράτος, που μέσω των σχολείων και των άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και με τη συμβολή άλλων θεσμών (π.χ. θρησκευτικών, πολιτισμικών κλπ.) θέτει τα αυστηρά κριτήρια για το τι είναι εθνικό και τι όχι και μάλιστα, τι είναι εθνικά ορθό και τι όχι. Ωστόσο, επειδή ακριβώς αυτή η διαδικασία επιβλήθηκε, όπως και τόσες άλλες άλλωστε (βιομηχανική ανάπτυξη, αποικιοκρατική εξάπλωση, ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις εθνικών κρατών, παγκοσμιοποίηση, ευρωπαϊκή ταυτότητα κλπ.), διαποτίζοντας πολλές εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, είναι δύσκολο πια μα διακριθεί η ήρα από το στάχυ.
Πολλές φορές, οι άνθρωποι αναζητώντας τις ρίζες και την ταυτότητά τους, δεν είναι εύκολο να διαχωρίσουν τα προσωπικά τους βιώματα από τα εθνικά επιβεβλημένα βιώματα, που διαποτίζουν τις εμπειρίες τους. Έτσι, για παράδειγμα, όλοι οι Έλληνες στις παιδικές αναμνήσεις τους έχουν μεταξύ άλλων και τις γιορτές για εθνικές επετείους, τις παρελάσεις και τις σχετικές εκδηλώσεις. Μπορεί σήμερα να διαφωνούν με την προσέγγιση, αλλά ήδη έχουν περάσει πολλά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ενσωματώνοντας, ενδεχομένως, τέτοιες διαδικασίες ως φυσικές. Πράγματι, η ανάγκη για ρίζες, καθώς συνδέεται και με τα παιδικά μας χρόνια, εμπλέκει στα προσωπικά μας συναισθήματα και εθνικά συναισθήματα. Το να νιώθουμε ένοχοι και να προσπαθούμε να «διορθώσουμε» ό,τι νιώθουμε μας προκαλεί συχνά άλλου είδους ζητήματα, πολύ πιο σύνθετα και προβληματικά από το όποιο επιβεβλημένο εθνικό συναίσθημα. Το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Το δίπολο πατριώτης ίσον εθνικιστής ή αντιεξουσιαστής ίσον διεθνιστής μένει να διαφεντεύει πολλές γενιές ανθρώπων, που σπάνια εντοπίζουν ότι κι ο διεθνιστής αποδέχεται την ύπαρξη έθνους-κράτους, με βασική ωστόσο προϋπόθεση το εν λόγω έθνος-κράτος να θεμελιωθεί σε αδύναμες βάσεις και, φυσικά, να χρωστά την ύπαρξή του στην διεθνιστική «αλληλεγγύη», με άλλα λόγια να είναι πλήρως ελέγξιμο και χειραγωγήσιμο. Βεβαίως, ο διεθνισμός έχει απολέσει στην πράξη προ καιρού την όποια υποτιθέμενη αθωότητά του, ενδυόμενος το προσωπείο της παγκοσμιοποίησης, της παγκόσμιας διακυβέρνησης, του παγκόσμιου εμπορίου, της μαζικότητας, της ομογενοποίησης και άλλων δεινών.
Ωστόσο, υπάρχει κάτι διαφορετικό που μπορούμε να κάνουμε από το να μένουμε καθηλωμένοι απέναντι στο δίπολο εθνικιστής-διεθνιστής. Χρειάζεται πρώτα να παρατηρήσουμε ειλικρινά και προσεκτικά τα συστατικά που διαμόρφωσαν τη δική μας ταυτότητα. Σε αυτήν την παρατήρηση, η σύγκριση με άλλες περιπτώσεις μπορεί να μας διαφωτίσει καλύτερα. Έτσι, λοιπόν, στρεφόμενοι σε άλλους λαούς, παρατηρούμε ότι οι ιθαγενείς του Καναδά για παράδειγμα ή της Αυστραλίας αναζητούν την ταυτότητά τους, επιχειρώντας να ανασυνθέσουν τον τρόπο ζωής τους, πριν κατακτηθούν από τους Ευρωπαίους. Προσπαθούν να αναδείξουν όσα υπήρξαν για χιλιάδες χρόνια πριν την εμφάνιση των κατακτητών. Αν στον σημερινό ελλαδικό χώρο κάνουμε την ίδια ερώτηση και προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια και καθαρή σκέψη, θα αντιληφθούμε ότι η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί, όσο κι αν το ερώτημα φαίνεται απλό: ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι πριν τους κατακτητές σε αυτόν που σήμερα ονομάζουμε ελλαδικό χώρο;
Σε έναν τόπο με τόσες πολλές κατακτήσεις, μεταβολές, μετακινήσεις και ανταλλαγές πληθυσμών, που συνθέτει τόσο έντονες αντιφάσεις (χριστιανισμός και αρχαιοελληνικό πνεύμα, επιβίωση οργιαστικών εθίμων και εξωστρέφεια με ευρωπαϊκού τύπου προσεγγίσεις) είναι ακατόρθωτο να εντοπίσουμε το πριν και το μετά της κατάκτησης, τους ιθαγενείς πληθυσμούς και τον τρόπο ζωής μας, πριν κατακτηθούμε.
Οι πρώτοι κάτοικοι που ίσως μας έρθουν στο μυαλό είναι μάλλον οι Μυκηναίοι ή οι προϊστορικοί κάτοικοι, ανώνυμοι και χωρίς πολλά κατάλοιπα, μια σχηματική αναπαράσταση στο μυαλό μας περισσότερο, παρά αληθείς πρόγονοι. Όταν ακούμε έναν ιθαγενή της Αφρικής, της Αμερικής ή της Ωκεανίας να μιλάει για προγόνους, που σε πολλές περιπτώσεις θεωρεί και θεότητες, δεν τον κατονομάζουμε φυσικά ούτε εθνικιστή ούτε σωβινιστή ούτε τον κατηγορούμε ότι υπακούει σε έναν εθνικό μύθο. Το μυαλό μας πηγαίνει –και ορθά- στη βία και τις εξοντώσεις που δέχτηκαν αυτοί οι άνθρωποι από τους κατακτητές τους. Όταν όμως σήμερα ένας Έλληνας μιλάει για τους προγόνους του, η συζήτηση πηγαίνει αυτομάτως στην επιβεβλημένη εθνική του ταυτότητα.
Όταν σκεφτόμαστε τις ρίζες μας, ποιοι είμαστε, ποιοι έμεναν εδώ πριν τους κατακτητές, δεν μπορούμε να βρούμε μια άμεση ρίζα, μια άμεση πηγή, απαλλαγμένη από κρατικά μορφώματα. Είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέξουμε στην αρχαία Ελλάδα, ενδεχομένως στην εποχή του Χαλκού κλπ. Επίσης, η αναζήτηση μιας ρίζας οδηγεί αυτόματα το νου μας στη σύνδεση με τον εθνικισμό, δηλαδή στη σύνδεση με ένα εθνικό κρατικό μόρφωμα, συνδεδεμένο με τη σειρά του με την Επανάσταση του ’21 και τους «εθνικούς» ήρωες. Άλλοτε, η αναζήτηση μιας ρίζας πέφτει πάνω σε συλλογικά τραύματα (εμφύλιος, κατοχή, πρόσφυγες και μικρασιατική καταστροφή). Επομένως, η αναζήτηση μιας ρίζας περιστρέφεται μονίμως γύρω από την ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους και των δεινών με τα οποία συνδέθηκε. Αυτή η εθνικότητα όμως φέρει από μόνη της μια ενοχή, επειδή, αν δεν επαναπαύεσαι σε εύκολες λύσεις (θήτης-θύμα, κατακτητής-κατακτημένος, υπερασπιστής μιας ταυτότητας που δεν συνοδεύεται από έναν τρόπο ζωής, αλλά μένει ένας τίτλος και μια βολική ανάγνωση του παρελθόντος (το τελευταίο το κάνουν τελικά οι περισσότεροι «παραδοσιακοί» σύλλογοι), τότε προβληματίζεσαι, επειδή αναγκάζεσαι να περάσεις ανάμεσα στις συμπληγάδες: εθνικισμός ή διεθνισμός;
Φυσικά, έχει χυθεί πολύ αίμα και πολύ μελάνι που δικαιολογούν αυτή την καχυποψία απέναντι στους Έλληνες προγόνους. Ακριβώς, η σχολική επιτήρηση και η κοινωνικά αποδεκτή εθνικότητα συνέδεσαν την έννοια του προγόνου όχι με αυθόρμητες προσωπικές αναζητήσεις της ρίζας, αλλά με τεχνητές και επιβεβλημένες ταυτότητες, με ένα λεξιλόγιο που φύτευσε στο μυαλό του καθενός, πριν καν το συνειδητοποιήσει, μια στρεβλή εικόνα για τους προγόνους. Ωστόσο, το να επιθυμεί κανείς να αναζητήσει τις ρίζες του, την πατρίδα του, το παρελθόν του είναι μια διαδικασία πολύ πιο ουσιαστική και περίπλοκη από την αναπαραγωγή εθνικών ταυτοτήτων.
Αυτήν εκμεταλλεύονται οι εθνικιστές και δημιουργούν αυτές τις αυτόματες συνδέσεις. Το να αναζητάς τις ρίζες σου δεν σημαίνει ότι αναζητάς μια εθνική ταυτότητα. Είναι πολύ διαφορετικό. Το να αναζητάς τις ρίζες σου σημαίνει να αφαιρέσεις πολλά ψεύτικα ενδύματα και λέξεις, για να φτάσεις τελικά στην αλήθεια Εμείς δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την πορεία μνήμης του ιθαγενούς της Αυστραλίας ή αυτού της Αμερικανικής ηπείρου. Αν θέλουμε να αναζητάμε τις ρίζες μας, δεν πρέπει πρώτα να δούμε από πού αντλούμε την σκέψη και τον τρόπο ζωής μας; Τι σημαίνουν σήμερα για έναν νέο άνθρωπο; Τι σημαίνουν για έναν μεγαλύτερο; Το χριστιανικό δόγμα εμφυτεύτηκε βίαια μέσα στην αρχαία ελληνική σκέψη και πλέον στην σημερινή ελληνική παράδοση μόνο σε αναβιώσεις «παγανιστικών» θρησκευτικών τελετών αναδεικνύονται πλήρως οι αρχαίες ελληνικές προεκτάσεις. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, η χριστιανική τελετή του Ψυχοσάββατου; Τι σημαίνει η αποκριά; Τι σημαίνουν οι σαράντα μέρες λοχείας και οι σαράντα μέρες πένθους ή νηστείας; Τι σημαίνουν οι λατρευτικές καθαρτήριες φωτιές κι οι λατρείες των ιερών δέντρων σήμερα;
Πολλοί άνθρωποι στο παρελθόν και στο παρόν αναζήτησαν και αναζητούν την ελληνικότητα με έναν διαφορετικό τρόπο. Μέσα από έναν άλλον τρόπο ζωής, σκέψης και συγκρότησης. Για παράδειγμα, αυτό που ονομάζεται «αρχαίο ελληνικό πνεύμα» δεν παρουσιάζει την ομοιομορφία που μας εμφανίζουν στα σχολικά αφηγήματα. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα –έστω και αποσπασματικά σωζόμενο-, η αρχαία ελληνική θρησκεία, ιστορία, φιλοσοφία, αστρονομία, κοσμολογία και γλώσσα, δεν αποτελούν ένα συμπαγές και αδιατάρακτο αφήγημα εν είδει δόγματος. Απεναντίας, παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλομορφία, πλούσιους μύθους, μυστηριακές λατρείες, φιλοσοφικούς δρόμους με εξαιρετικές εκφάνσεις της ζωής. Ωστόσο, ιδωμένο μέσα από το χριστιανικό φακό, διαστρεβλώνεται όλο και περισσότερο. Οι αρχαίες ελληνικές πόλεις παρήγαν μια πλούσια και πολυποίκιλη παράδοση, ανομοιογενή και με διάφορες αντιφάσεις, από τα οποία ο χριστιανισμός διατήρησε τα ιδεαλιστικά, εξιδανικευμένα πρότυπα σκέψης, αφηρημένες έννοιες περισσότερο παρά τρόπους ζωής, αγάλματα χωρίς την ψυχή που διέθεταν στην αρχαιότητα, πρότυπα αισθητικής που δεν ανταποκρίνονταν στην αρχαία σκέψη με τόσο αποστειρωμένο τρόπο.
Το ευρωπαϊκό πνεύμα ήρθε να ολοκληρώσει από την άλλη το έργο του χριστιανισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες, κατά την ευρωπαϊκή προπαγάνδα, ήταν οι πρώτοι ορθολογιστές, που μας έδειξαν τον δρόμο για την λογική, απαλλαγμένη από δεισιδαιμονίες. Παρόλο που κάθε λαός του παρελθόντος δεν ένιωθε καμιά ανάγκη να διαχωρίσει σε ξεχωριστές κατηγορίες το ιερό από το μη ιερό, το λογικό από το μη λογικό, οι νέες δυιστικές κατηγορίες της Δύσης φυτεύτηκαν στο παρελθόν μας. Οπότε, στρεφόμενοι στο παρελθόν, στεκόμαστε μπροστά σε αμίλητα, αγέλαστα, ψυχρά μάρμαρα, που η θέασή τους ανήκει στο βλέμμα του ειδικού. Οι απλοί, αμαθείς άνθρωποι αρκεί να λαμβάνουν απλώς το χάπι της εθνικότητας και του «αρχαίου ελληνικού πνεύματος» πρωί-βράδυ πριν κοιμηθούν. Αυτός ο εθνικός μύθος δεν αφυπνίζει, αλλά αποκοιμίζει. Επειδή δεν μπορεί όλοι οι αρχαίοι Έλληνες να ήταν γενναίοι πολεμιστές. Δεν μπορεί όλοι να ήταν σπουδαίοι φιλόσοφοι ή σπουδαίοι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Οι περισσότεροι θα υπέφεραν από τις ίδιες ματαιώσεις και ατέλειες με τις δικές μας. Θα ένιωθαν κι αυτοί χαμένοι. Και το κυριότερο: δεν θα πίστευαν ότι είναι αλάνθαστοι. Είναι σφάλμα να καθαγιάζεται το παρελθόν σαν κάτι ακέραιο και πλήρες, τέλειο και αλάνθαστο. Ίσα-ίσα, ο τρόπος που συνομιλεί με το παρόν ή και το μέλλον ακόμη το μεταμορφώνει κάθε φορά και του δίνει διαφορετικές διαστάσεις. Οπότε, με αυτή την έννοια, ούτε το παρελθόν είναι στατικό.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα Διαδρομή, στο φύλο του Μαρτίου του 2018
==========================
Πατρίδα και Μητρίδα: Αναζητώντας το ρίζωμα (Β’ μέρος)
Πατρίδα και Μητρίδα: Αναζητώντας το ρίζωμα (Β’ μέρος)
[…]ο κόσμος του ανθρώπου είναι πολύπτυχος, συνιστά ένα σύνολο διασυνδεόμενων διαδικασιών και οι αναζητήσεις εκείνες που τεμαχίζουν το σύνολο αυτό σε διακριτά μέρη, χωρίς στη συνέχεια να το ανασυνθέτουν, δημιουργούν ψευδή εικόνα της πραγματικότητας. Έννοιες όπως «έθνος», «κοινωνία» και «πολιτισμός» χαρακτηρίζουν κομμάτια του συνόλου και απειλούν να μετατρέψουν ονόματα σε αντικείμενα. Μόνο εάν κατανοήσουμε τα ονόματα αυτά ως δέσμες σχέσεων και τα επανατοποθετήσουμε στο πεδίο από το οποίο αποσπάστηκαν, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αποφευχθούν παραπλανητικά συμπεράσματα και ότι θα διευρυνθεί από την πλευρά μας η κατανόηση.
Eric Wolf, Η Ευρώπη και οι λαοί χωρίς ιστορία. Σελ. 27.
Όταν αναζητά ο καθένας τις πνευματικές του ρίζες, χρειάζεται να τις δει με ειλικρίνεια, με μια ψύχραιμη ματιά. Το πρώτο βήμα που απαιτείται να κάνουμε είναι να δούμε κατάματα όσα αποτελούν για μας σφάλματα και όσα αποτελούν προτερήματα. Σίγουρα δεν θα συμφωνήσουμε όλοι σε αυτή την διάκριση. Για παράδειγμα, στον ελλαδικό χώρο πριν λίγες δεκαετίες ο άξιος σεβασμού άνθρωπος, κατά γενική ομολογία, ήταν αυτός που διέθετε την λεγόμενη μπέσα, το να είναι δηλαδή έντιμος και να κρατά τον λόγο του. Ωστόσο, εδώ και κάποια χρόνια το ανωτέρω σχήμα έχει ανατραπεί πλήρως∙ «άξιος σεβασμού», επιτρέψτε μας τα εισαγωγικά, είναι όποιος κατορθώνει να πλουτίζει εύκολα, δίχως κόπο και με κάθε μέσον και έξυπνος όποιος εξαπατά αποτελεσματικά. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το πώς φτάσαμε σε αυτή την αλλαγή. Παρόλα αυτά, δεν είναι στόχος του παρόντος κειμένου να καταφύγει σε μια τέτοια ιστορική ανάλυση, αλλά να αναδειχθεί αν αυτό αποτελεί όντως σφάλμα ή προτέρημα, αν αυτή η εξαπάτηση είναι όντως αρετή. Από την μεριά μας, θεωρούμε ότι όχι απλώς δεν είναι αρετή, αλλά επί της ουσίας κόβει τις ρίζες της ανθρωπιάς μας.
Το να εξαπατούμε μας αποσπά από το περιβάλλον μας, μας κάνει να ζούμε εις βάρος των άλλων. Και αυτοί οι άλλοι στο τέλος δεν είναι κάποιοι άγνωστοι και ξένοι, αλλά οι δικοί μας άνθρωποι. Όταν δεν μας εμπιστεύονται και δεν εμπιστευόμαστε, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε καμιά απολύτως επί της ουσίας ανθρώπινη σχέση. Η ζωή μας δηλητηριάζεται με καχυποψία, επίκριση και έλλειψη αποδοχής. Όταν σε μια οικογένεια, για παράδειγμα, ο ένας εξαπατά τον άλλον, γεγονός που κληροδοτείται αυτόματα σχεδόν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τότε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο προκύπτουν άνθρωποι μόνοι. Είναι πολύ δύσκολος και κακοτράχαλος ο δρόμος της αντιστροφής, το να δουν δηλαδή τα ίδια τα παιδιά τα σφάλματα των γονέων και να προχωρήσουν εμπρός δίχως ενοχές, για να αντιστρέψουν τον τρόπο που μεγαλώνουν ολόκληρες γενιές με το φληνάφημα πως «όλοι έτσι κάνουν, εμείς θα σώσουμε τον κόσμο;» και άλλα παρόμοια.
Από την άλλη, αν θέλουμε να εντοπίσουμε τα προτερήματά μας συλλογικά, δεν μπορούμε να τα ανάγουμε σε μια σχεδόν μεταφυσική σχέση με την αρχαιότητα, όπου σαν από θαύμα άπαντες ήσαν ιδανικοί και τέλειοι. Προφανώς, δεν θα συμφωνήσουν όλοι με αυτά που πίστευε ο Πλάτωνας, μόνο και μόνο επειδή ανήκει συμβατικά στην κατηγορία «αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος» στο νου τους. Ίσως κάποιοι συμφωνήσουν περισσότερο με τον (κατά μίαν άποψη) Αιθίοπα Αίσωπο, που έζησε σε ελληνικές πόλεις. Μάλιστα, παρ’ ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, δείχνοντας ότι κάθε άνθρωπος που το αξίζει πρέπει να τιμάται ανεξάρτητα από τη καταγωγή του. Ή μπορεί να βρει περισσότερα κοινά με τον δούλο Επίκτητο εκ Φρυγίας, που έφτιαξε την σχολή του στην Νικόπολη, παρά με τον Αριστοτέλη, όσον αφορά στον τρόπο που αντιμετώπιζαν την ελευθερία. Ενδεχομένως, βρει κάποιος στοιχεία που θα απελευθερώσουν το πνεύμα του σε κάποιους ασκητές όπως ο Ιωάννης της Κλίμακος ή ο Τζελαλαντίν Ρουμί, ασχέτως αν δεν ακολουθεί την θρησκευτική τους πίστη. Το φύτεμα του χριστιανισμού, ως θρησκευτικού δόγματος, που μόνον η εκκλησία έχει το μονοπώλιο να ερμηνεύει, δεν είναι ένα ανερμήνευτο φαινόμενο. Το εκκλησιαστικό ιερατείο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο να αλλοιώνει κάθε έννοια ελευθερίας. Έντυσε με μανδύα «αγιότητας» ουκ ολίγους ανηλεείς και αδίστακτους ανθρώπους. Αμαύρωσε κάθε έννοια ειλικρίνειας και αντικειμενικότητας και στηλίτευσε ως αμαρτωλό κάθε τι αγνό και φυσικό. Αποσύνδεσε βίαια και αιματηρά κάθε φυσική επαφή του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Απονεύρωσε τις ομορφιές που υπήρχαν στην επαφή των ανθρώπων με τους συνανθρώπους τους, με την τροφή τους, με το σώμα τους, με τις σκέψεις τους. Διαπότισε με ενοχές ό,τι πιο όμορφο και φυσικό συμβαίνει εδώ και χιλιετηρίδες, την αποδοχή και την αγάπη. Κατά έναν παράδοξο και τραγικό τρόπο, ο χριστιανισμός κατέκτησε τον κόσμο την ίδια στιγμή που πρόδιδε τον εαυτό του, την ίδια την διδασκαλία του Ιησού.
Επίσης, οι κρατικές και διακρατικές συμφωνίες είναι μια αναφανδόν διαφορετική υπόθεση από τις ρίζες. Κι όμως, κάθε ομάδα του ελληνικού κράτους (πόντιοι, κρητικοί, βλάχοι, λεγόμενοι «ντόπιοι» κλπ.) εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό πολιτικά και κομματικά. Πώς θα μπορούσε να αποτιναχθεί αυτή η πολιτική πάτινα; Πώς θα μπορούσε να αποτιναχθεί όλη αυτή η ανάγκη κάποιων να αποδείξουν ότι είναι «μοντέρνοι», ακολουθώντας τυφλά τις «εξελίξεις»; Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δημοτικό τραγούδι, που στην περίοδο της χούντας επιβλήθηκε πλήρως ψυχαναγκαστικά, ως επί μέρους της «πολιτιστικής» πρότασης του καθεστώτος. Επίσης, συνδέθηκε η παραδοσιακή μουσική και οι χοροί με κομματικούς συλλόγους που για δεκαετίες υπήρξαν εν συνόλω κρατικοδίαιτοι, για να αναπαράγουν μαριονέτες που χορεύουν «παραδοσιακή» μουσική. Το να βρει κανείς ένα βαθύ νόημα σε έναν απλό στίχο ενός βοσκού που έζησε δεκάδες χρόνια πριν δεν έχει να κάνει με δεισιδαιμονίες. Το να ακούσει μια μελωδία που θα μιλήσει σε κάτι βαθύτερο μέσα του και θα τον ηρεμήσει ή θα τον ξεσηκώσει σε εκστατικό χορό δεν έχει να κάνει με επίσημες θεσμοθετημένες και άνευρες «χορευτικές εκδηλώσεις».
Η αληθινή μουσική και ο αληθινός χορός ξεπηδούν μέσα από στιγμές έκστασης, αυθεντικά βαθύτερης επικοινωνίας δίχως λόγια, που σε βυθίζει σε άλλους κόσμους. Με τον ίδιο τρόπο που χόρευαν χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σε κύκλο, πιασμένοι από το χέρι, κοιτώντας ο ένας στα μάτια τον άλλον, χωρίς να έχουν ανάγκη να επιδείξουν ο,τιδήποτε. Όταν χόρευαν, για να προσεγγίσουν το άπειρο. Όταν έμπαιναν στην καρδιά του και χρειάζονταν ένα χέρι να τους ξαναφέρει στον κύκλο του χορού. Όταν οι μουσικοί έπαιζαν με τις νότες της ενατένισης στην απεραντοσύνη του κόσμου. Έτσι, μάθαιναν ό,τι κι οι άλλοι λαοί χωρίς ποτέ να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους, χωρίς ποτέ να έχουν βγει φωτογραφίες στο «εξωτερικό», χωρίς να έχουν σπουδάσει ο,τιδήποτε γνώριζαν το βίωμά τους. Αλλά αυτό στιγματίστηκε ως αμάθεια, ως οπισθοδρόμηση, ως δεισιδαιμονία. Βάρυνε με την αγωνία μη μείνουμε «εμείς», οι όποιοι «εμείς», «εκτός της καρδιάς των εξελίξεων». Κι ανταλλάξαμε την δική μας καρδιά με την καρδιά των εξελίξεων: όλες αυτές τις αστραπιαίες διαδικτυακές συνδέσεις και τα συμπαρομαρτούντα τους («έξυπνες» συσκευές, «έξυπνα» σπίτια κι αυτοκίνητα για μωρούς ανθρώπους).
Η προσπάθεια να ξεφύγουμε από τις παγίδες του θρησκευτικού φανατισμού μας οδήγησε στην απάθεια του στεγνού ορθολογισμού, της τεχνολογικής θρησκείας, της λατρείας της τεχνητής νοημοσύνης (προσφάτως μάθαμε ότι την αναγάγουν κάποιοι σε θεό της εποχής, στην κυριολεξία). Σταδιακά χάνουμε σημαντικές ικανότητες: μνημονική, σωματική αντοχή, πνευματική αντοχή, υπομονή, επιμονή, σιωπή, την ικανότητα να ακούμε τους άλλους, την ικανότητα να μιλάμε ξεκάθαρα. Κι όμως, όλες αυτές οι ικανότητες μάς συνδέουν με τις ρίζες μας. Είναι ο τρόπος να τρέφεται το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα μας. Βλέπουμε παντού χρησιμότητα, εκεί που πριν λίγες δεκαετίες στον ίδιο τόπο οι άνθρωποι έβλεπαν ιερότητα: στα βουνά, στα ποτάμια, στη θάλασσα και στον ουρανό. Σταδιακά η απλότητα βαφτίστηκε γραφικότητα, η ιερότητα βαφτίστηκε αφέλεια ή δεισιδαιμονία και η αγάπη, η συντροφικότητα, η αλληλοβοήθεια έγιναν ή κούφιες λέξεις ή απάτητα μονοπάτια.
Θα θέλαμε τελικά η μόνη ταυτότητα που θα μας απομείνει να είναι αυτή του ανθρώπου, του ιθαγενούς γυμνού και απροστάτευτου «άγριου», αλλά αυτή τη φορά απέναντι στη μηχανή, που δεν έχει απεκκρίσεις και συναισθήματα; Μήπως ήδη δεν ντρεπόμαστε που κουραζόμαστε και δεν είμαστε αρκετά εργατικοί και παραγωγικοί; Μήπως ήδη δεν ντρεπόμαστε που γερνάμε και υποφέρουμε από αρρώστιες; Ήδη εξορίσαμε τον θάνατο σε απομακρυσμένα νεκροταφεία, την αρρώστια σε ψυχρά και απρόσωπα νοσοκομεία και τα γηρατειά σε γηροκομεία. Μήπως δεν έχει γίνει ντροπή να είσαι ανθρώπινος με σάρκα και οστά, λάθη, θυμό και τρυφερότητα; Δεν παρουσιάζονται συχνά όλα τα συναισθήματα σαν αδυναμία; Δεν βλέπουμε τόσους και τόσους ανθρώπους να επιδιώκουν την «διαχείριση των συναισθημάτων τους»; Ίσως, τελικά, οι άνθρωποι να φτάσουν κάποτε να παριστάνουν τις μηχανές, για να είναι κοινωνικά αποδεκτοί και όχι οι μηχανές να προσποιούνται τους ανθρώπους.
Οι ρίζες μας τρέφουν, όπως τα δέντρα, αλλά ποιες είναι αυτές; Οι ίδιες οι εικόνες του παρελθόντος μάς μιλούν χωρίς λόγια. Μας αφηγούνται όλα τα μυστικά του σύμπαντος και μας αφήνουν να τα δούμε με πολλούς τρόπους, αν θέλουμε. Η αναζήτηση της ρίζας μέσα σε μια εθνικότητα είναι μονοδιάστατος δρόμος. Το δέντρο δεν πατάει σε μια ρίζα, αλλά απλώνει πολλά ριζώματα προς όλες τις κατευθύνσεις, για να θρέψει, αλλά και να συνδεθεί με άλλα δέντρα και να τα θρέψει επίσης. Χρειάζεται να μην πέφτουμε σε ένα έντονο σφάλμα, να μην αντιμετωπίζουμε την πολιτική με συναισθηματισμούς και τις προσωπικές μας σχέσεις με ψυχρούς υπολογισμούς. Η πολιτική θα σπείρει πολέμους και διχόνοιες, όταν κάποιες οικονομικές και πολιτικές οντότητες θα ανταγωνιστούν για μεγαλύτερο κομμάτι από την ίδια «πίττα».
Κλείνουμε με μια παλιά καλή ιστορία, που μας θυμίζει ότι και οι ρίζες του καθενός είναι ένα ακόμη πιο περίπλοκο ζήτημα, για να το εξαντλήσει κανείς με μια απλή τελική απάντηση. Μοιάζει με τους επτά τυφλούς που εξετάζουν το σώμα του ελέφαντα. Θα μπορούσε βέβαια η ιστορία αυτή να αφιερωθεί σε όσους ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν την απόλυτη αλήθεια.
Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας[1]
Η παρακάτω ιστορία είναι ένα Ινδικό παραμύθι και χρησιμοποιείται σε περιστάσεις που οι άνθρωποι καλούνται να απαντήσουν σε, φαινομενικά, εύκολες και απλές ερωτήσεις και ισχύει κάθε φορά που καλείται ένας ειδικός να εκφέρει άποψη για τον κλάδο του.
Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας
Στα βάθη της ερήμου υπήρχε μια πόλη, όπου όλοι ήταν τυφλοί. Ένας βασιλιάς με το στρατό του περνούσαν κάπου κοντά στην πόλη και στρατοπέδευσαν. Ο βασιλιάς είχε μαζί του και έναν μεγάλο ελέφαντα, που τον είχε για βαριές δουλειές αλλά και για να φοβίζει τους εχθρούς του στη μάχη. Οι άνθρωποι της πόλης είχαν ακούσει βέβαια κάτι για τους ελέφαντες, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να συναντήσουν κάποιον. Έτρεξαν λοιπόν 6 νέοι άνδρες να ανακαλύψουν πώς ήταν ο ελέφαντας.
Ο πρώτος μόλις έφτασε, άπλωσε το χέρι του, ακούμπησε τα πλευρά του, αισθάνθηκε τη λεία επιφάνειά του, μύρισε τον αέρα και σκέφτηκε “Είναι, χωρίς αμφιβολία, ζώο, αλλά αυτό το ζώο μοιάζει με τοίχο”. Τρέχει λοιπόν να ανακοινώσει την ανακάλυψή του.
Ο δεύτερος, αισθάνθηκε τον αέρα, ακούμπησε με το χέρι του τον κορμό του ελέφαντα, που μόλις αντιλήφθηκε το χέρι πάνω του βρυχήθηκε δυνατά. Ο τυφλός σκέφτηκε «Ο ελέφαντας μοιάζει με φίδι και είναι τόσο τεράστιο, που η αναπνοή του σε ξεκουφαίνει». Τρέχει λοιπόν πίσω να γνωστοποιήσει την ανακάλυψή του.
Ο τρίτος πλησιάζει τον ελέφαντα, ακουμπάει την απαλή επιφάνεια του χαυλιόδοντα και αισθάνεται την αιχμηρή άκρη του. «Φανταστικό», σκέφτηκε, «ο ελέφαντας είναι σκληρός, αιχμηρός σαν ακόντιο και μυρίζει σαν ζώο». Τρέχει, λοιπόν, στους συμπολίτες του για τα νέα.
Ο τέταρτος, μόλις φθάνει, απλώνει το χέρι του χαμηλά και ακουμπάει ένα πόδι του ελέφαντα. Το ψηλαφεί, το αγκαλιάζει και αισθάνεται το σκληρό του
δέρμα. Ο ελέφαντας αντιδράει και μετακινεί το πόδι του. « Α!», σκέφθηκε «πώς να μη φοβίζει τους εχθρούς στη μάχη ο ελέφαντας. Είναι σαν τεράστιος κορμός δένδρου, κι όμως είναι ευλύγιστος και δυνατός». Τρόμαξε και ο ίδιος και τρέχει να πει τα νέα στην πόλη.
Ο πέμπτος τυφλός ακούμπησε την ουρά του ελέφαντα «Δεν καταλαβαίνω τι το ιδιαίτερο έχει ο ελέφαντας», σκέφθηκε, «είναι απλώς ένα κομμάτι σχοινί».
Αφήνει την ουρά και τρέχει πίσω στην πόλη.
Ο έκτος, βιαζόταν πολύ για να μη φθάσει τελευταίος και μόλις έφθασε, αισθάνθηκε το αέρα που «έκανε» το αυτί του ελέφαντα που κουνιόταν, απλώνει το χέρι του, ακουμπάει το αυτί του ελέφαντα και αισθάνεται τη σκληρή του επιφάνεια. Χαμογέλασε με αυταρέσκεια. «Ο ελέφαντας μοιάζει με ζωντανό ανεμιστήρα», σκέφθηκε και ικανοποιημένος με αυτήν του την πρώτη εντύπωση τρέχει πίσω.
Στο τέλος, έφτασε ένας τυφλός γέροντας. Είχε φύγει από την πόλη νωρίς, περπατούσε αργά και ήταν αποφασισμένος να αφιερώσει χρόνο για να μελετήσει προσεκτικά τον ελέφαντα. Μόλις έφτασε, περπάτησε γύρω από τον ελέφαντα, ακούμπησε διάφορα μέρη του σώματός του, τον μύριζε, και άκουγε όλους τους θορύβους, που έκανε το ζώο, προσεκτικά. Ψηλάφισε το στόμα του ελέφαντα, τον τάισε χόρτο και χτύπησε απαλά τον κορμό του. Τελικά επιστρέφει στην πόλη, αλλά βρίσκει όλη την πόλη σε μεγάλη αναστάτωση.
Κάθε ένας από τους έξι νεαρούς τυφλούς είχε αποκτήσει οπαδούς, που είχαν ασπασθεί τη δική του εκδοχή, για το τι είναι ο ελέφαντας. Όμως, όταν οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν ότι υπήρχαν έξι διαφορετικές εκδοχές, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο γέρος, ήσυχα, άκουγε τους διαπληκτισμούς. «Είναι σαν τοίχος!», «όχι είναι σαν φίδι!», «όχι είναι σαν ακόντιο!», «όχι σαν δέντρο!», «όχι σαν σχοινί!», «όχι σαν ανεμιστήρας!».
Ο γέρος γύρισε την πλάτη του και άρχισε να πηγαίνει σπίτι του, γελώντας, καθώς θυμήθηκε τις δικές του απερισκεψίες, όταν ήταν νέος. Σαν κι αυτούς, κάποτε, είχε συμπεράνει ότι είχε καταλάβει στο σύνολό του κάτι που είχε γνωρίσει (βιώσει), μόνο εν μέρει. Γέλασε, καθώς θυμήθηκε ότι, κάποτε, ήταν απρόθυμος να ανακαλύψει από μόνος του την αλήθεια και στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αυτά που έλεγαν οι άλλοι.
Περισσότερο, όμως, γέλασε καθώς συνειδητοποίησε ότι, τελικά, ήταν ο μόνος στην πόλη που δεν ήξερε τι ήταν ο ελέφαντας.
Eric Wolf, Η Ευρώπη και οι λαοί χωρίς ιστορία. Σελ. 27.
Όταν αναζητά ο καθένας τις πνευματικές του ρίζες, χρειάζεται να τις δει με ειλικρίνεια, με μια ψύχραιμη ματιά. Το πρώτο βήμα που απαιτείται να κάνουμε είναι να δούμε κατάματα όσα αποτελούν για μας σφάλματα και όσα αποτελούν προτερήματα. Σίγουρα δεν θα συμφωνήσουμε όλοι σε αυτή την διάκριση. Για παράδειγμα, στον ελλαδικό χώρο πριν λίγες δεκαετίες ο άξιος σεβασμού άνθρωπος, κατά γενική ομολογία, ήταν αυτός που διέθετε την λεγόμενη μπέσα, το να είναι δηλαδή έντιμος και να κρατά τον λόγο του. Ωστόσο, εδώ και κάποια χρόνια το ανωτέρω σχήμα έχει ανατραπεί πλήρως∙ «άξιος σεβασμού», επιτρέψτε μας τα εισαγωγικά, είναι όποιος κατορθώνει να πλουτίζει εύκολα, δίχως κόπο και με κάθε μέσον και έξυπνος όποιος εξαπατά αποτελεσματικά. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το πώς φτάσαμε σε αυτή την αλλαγή. Παρόλα αυτά, δεν είναι στόχος του παρόντος κειμένου να καταφύγει σε μια τέτοια ιστορική ανάλυση, αλλά να αναδειχθεί αν αυτό αποτελεί όντως σφάλμα ή προτέρημα, αν αυτή η εξαπάτηση είναι όντως αρετή. Από την μεριά μας, θεωρούμε ότι όχι απλώς δεν είναι αρετή, αλλά επί της ουσίας κόβει τις ρίζες της ανθρωπιάς μας.
Το να εξαπατούμε μας αποσπά από το περιβάλλον μας, μας κάνει να ζούμε εις βάρος των άλλων. Και αυτοί οι άλλοι στο τέλος δεν είναι κάποιοι άγνωστοι και ξένοι, αλλά οι δικοί μας άνθρωποι. Όταν δεν μας εμπιστεύονται και δεν εμπιστευόμαστε, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε καμιά απολύτως επί της ουσίας ανθρώπινη σχέση. Η ζωή μας δηλητηριάζεται με καχυποψία, επίκριση και έλλειψη αποδοχής. Όταν σε μια οικογένεια, για παράδειγμα, ο ένας εξαπατά τον άλλον, γεγονός που κληροδοτείται αυτόματα σχεδόν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τότε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο προκύπτουν άνθρωποι μόνοι. Είναι πολύ δύσκολος και κακοτράχαλος ο δρόμος της αντιστροφής, το να δουν δηλαδή τα ίδια τα παιδιά τα σφάλματα των γονέων και να προχωρήσουν εμπρός δίχως ενοχές, για να αντιστρέψουν τον τρόπο που μεγαλώνουν ολόκληρες γενιές με το φληνάφημα πως «όλοι έτσι κάνουν, εμείς θα σώσουμε τον κόσμο;» και άλλα παρόμοια.
Από την άλλη, αν θέλουμε να εντοπίσουμε τα προτερήματά μας συλλογικά, δεν μπορούμε να τα ανάγουμε σε μια σχεδόν μεταφυσική σχέση με την αρχαιότητα, όπου σαν από θαύμα άπαντες ήσαν ιδανικοί και τέλειοι. Προφανώς, δεν θα συμφωνήσουν όλοι με αυτά που πίστευε ο Πλάτωνας, μόνο και μόνο επειδή ανήκει συμβατικά στην κατηγορία «αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος» στο νου τους. Ίσως κάποιοι συμφωνήσουν περισσότερο με τον (κατά μίαν άποψη) Αιθίοπα Αίσωπο, που έζησε σε ελληνικές πόλεις. Μάλιστα, παρ’ ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, δείχνοντας ότι κάθε άνθρωπος που το αξίζει πρέπει να τιμάται ανεξάρτητα από τη καταγωγή του. Ή μπορεί να βρει περισσότερα κοινά με τον δούλο Επίκτητο εκ Φρυγίας, που έφτιαξε την σχολή του στην Νικόπολη, παρά με τον Αριστοτέλη, όσον αφορά στον τρόπο που αντιμετώπιζαν την ελευθερία. Ενδεχομένως, βρει κάποιος στοιχεία που θα απελευθερώσουν το πνεύμα του σε κάποιους ασκητές όπως ο Ιωάννης της Κλίμακος ή ο Τζελαλαντίν Ρουμί, ασχέτως αν δεν ακολουθεί την θρησκευτική τους πίστη. Το φύτεμα του χριστιανισμού, ως θρησκευτικού δόγματος, που μόνον η εκκλησία έχει το μονοπώλιο να ερμηνεύει, δεν είναι ένα ανερμήνευτο φαινόμενο. Το εκκλησιαστικό ιερατείο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο να αλλοιώνει κάθε έννοια ελευθερίας. Έντυσε με μανδύα «αγιότητας» ουκ ολίγους ανηλεείς και αδίστακτους ανθρώπους. Αμαύρωσε κάθε έννοια ειλικρίνειας και αντικειμενικότητας και στηλίτευσε ως αμαρτωλό κάθε τι αγνό και φυσικό. Αποσύνδεσε βίαια και αιματηρά κάθε φυσική επαφή του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Απονεύρωσε τις ομορφιές που υπήρχαν στην επαφή των ανθρώπων με τους συνανθρώπους τους, με την τροφή τους, με το σώμα τους, με τις σκέψεις τους. Διαπότισε με ενοχές ό,τι πιο όμορφο και φυσικό συμβαίνει εδώ και χιλιετηρίδες, την αποδοχή και την αγάπη. Κατά έναν παράδοξο και τραγικό τρόπο, ο χριστιανισμός κατέκτησε τον κόσμο την ίδια στιγμή που πρόδιδε τον εαυτό του, την ίδια την διδασκαλία του Ιησού.
Επίσης, οι κρατικές και διακρατικές συμφωνίες είναι μια αναφανδόν διαφορετική υπόθεση από τις ρίζες. Κι όμως, κάθε ομάδα του ελληνικού κράτους (πόντιοι, κρητικοί, βλάχοι, λεγόμενοι «ντόπιοι» κλπ.) εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό πολιτικά και κομματικά. Πώς θα μπορούσε να αποτιναχθεί αυτή η πολιτική πάτινα; Πώς θα μπορούσε να αποτιναχθεί όλη αυτή η ανάγκη κάποιων να αποδείξουν ότι είναι «μοντέρνοι», ακολουθώντας τυφλά τις «εξελίξεις»; Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δημοτικό τραγούδι, που στην περίοδο της χούντας επιβλήθηκε πλήρως ψυχαναγκαστικά, ως επί μέρους της «πολιτιστικής» πρότασης του καθεστώτος. Επίσης, συνδέθηκε η παραδοσιακή μουσική και οι χοροί με κομματικούς συλλόγους που για δεκαετίες υπήρξαν εν συνόλω κρατικοδίαιτοι, για να αναπαράγουν μαριονέτες που χορεύουν «παραδοσιακή» μουσική. Το να βρει κανείς ένα βαθύ νόημα σε έναν απλό στίχο ενός βοσκού που έζησε δεκάδες χρόνια πριν δεν έχει να κάνει με δεισιδαιμονίες. Το να ακούσει μια μελωδία που θα μιλήσει σε κάτι βαθύτερο μέσα του και θα τον ηρεμήσει ή θα τον ξεσηκώσει σε εκστατικό χορό δεν έχει να κάνει με επίσημες θεσμοθετημένες και άνευρες «χορευτικές εκδηλώσεις».
Η αληθινή μουσική και ο αληθινός χορός ξεπηδούν μέσα από στιγμές έκστασης, αυθεντικά βαθύτερης επικοινωνίας δίχως λόγια, που σε βυθίζει σε άλλους κόσμους. Με τον ίδιο τρόπο που χόρευαν χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σε κύκλο, πιασμένοι από το χέρι, κοιτώντας ο ένας στα μάτια τον άλλον, χωρίς να έχουν ανάγκη να επιδείξουν ο,τιδήποτε. Όταν χόρευαν, για να προσεγγίσουν το άπειρο. Όταν έμπαιναν στην καρδιά του και χρειάζονταν ένα χέρι να τους ξαναφέρει στον κύκλο του χορού. Όταν οι μουσικοί έπαιζαν με τις νότες της ενατένισης στην απεραντοσύνη του κόσμου. Έτσι, μάθαιναν ό,τι κι οι άλλοι λαοί χωρίς ποτέ να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους, χωρίς ποτέ να έχουν βγει φωτογραφίες στο «εξωτερικό», χωρίς να έχουν σπουδάσει ο,τιδήποτε γνώριζαν το βίωμά τους. Αλλά αυτό στιγματίστηκε ως αμάθεια, ως οπισθοδρόμηση, ως δεισιδαιμονία. Βάρυνε με την αγωνία μη μείνουμε «εμείς», οι όποιοι «εμείς», «εκτός της καρδιάς των εξελίξεων». Κι ανταλλάξαμε την δική μας καρδιά με την καρδιά των εξελίξεων: όλες αυτές τις αστραπιαίες διαδικτυακές συνδέσεις και τα συμπαρομαρτούντα τους («έξυπνες» συσκευές, «έξυπνα» σπίτια κι αυτοκίνητα για μωρούς ανθρώπους).
Η προσπάθεια να ξεφύγουμε από τις παγίδες του θρησκευτικού φανατισμού μας οδήγησε στην απάθεια του στεγνού ορθολογισμού, της τεχνολογικής θρησκείας, της λατρείας της τεχνητής νοημοσύνης (προσφάτως μάθαμε ότι την αναγάγουν κάποιοι σε θεό της εποχής, στην κυριολεξία). Σταδιακά χάνουμε σημαντικές ικανότητες: μνημονική, σωματική αντοχή, πνευματική αντοχή, υπομονή, επιμονή, σιωπή, την ικανότητα να ακούμε τους άλλους, την ικανότητα να μιλάμε ξεκάθαρα. Κι όμως, όλες αυτές οι ικανότητες μάς συνδέουν με τις ρίζες μας. Είναι ο τρόπος να τρέφεται το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα μας. Βλέπουμε παντού χρησιμότητα, εκεί που πριν λίγες δεκαετίες στον ίδιο τόπο οι άνθρωποι έβλεπαν ιερότητα: στα βουνά, στα ποτάμια, στη θάλασσα και στον ουρανό. Σταδιακά η απλότητα βαφτίστηκε γραφικότητα, η ιερότητα βαφτίστηκε αφέλεια ή δεισιδαιμονία και η αγάπη, η συντροφικότητα, η αλληλοβοήθεια έγιναν ή κούφιες λέξεις ή απάτητα μονοπάτια.
Θα θέλαμε τελικά η μόνη ταυτότητα που θα μας απομείνει να είναι αυτή του ανθρώπου, του ιθαγενούς γυμνού και απροστάτευτου «άγριου», αλλά αυτή τη φορά απέναντι στη μηχανή, που δεν έχει απεκκρίσεις και συναισθήματα; Μήπως ήδη δεν ντρεπόμαστε που κουραζόμαστε και δεν είμαστε αρκετά εργατικοί και παραγωγικοί; Μήπως ήδη δεν ντρεπόμαστε που γερνάμε και υποφέρουμε από αρρώστιες; Ήδη εξορίσαμε τον θάνατο σε απομακρυσμένα νεκροταφεία, την αρρώστια σε ψυχρά και απρόσωπα νοσοκομεία και τα γηρατειά σε γηροκομεία. Μήπως δεν έχει γίνει ντροπή να είσαι ανθρώπινος με σάρκα και οστά, λάθη, θυμό και τρυφερότητα; Δεν παρουσιάζονται συχνά όλα τα συναισθήματα σαν αδυναμία; Δεν βλέπουμε τόσους και τόσους ανθρώπους να επιδιώκουν την «διαχείριση των συναισθημάτων τους»; Ίσως, τελικά, οι άνθρωποι να φτάσουν κάποτε να παριστάνουν τις μηχανές, για να είναι κοινωνικά αποδεκτοί και όχι οι μηχανές να προσποιούνται τους ανθρώπους.
Οι ρίζες μας τρέφουν, όπως τα δέντρα, αλλά ποιες είναι αυτές; Οι ίδιες οι εικόνες του παρελθόντος μάς μιλούν χωρίς λόγια. Μας αφηγούνται όλα τα μυστικά του σύμπαντος και μας αφήνουν να τα δούμε με πολλούς τρόπους, αν θέλουμε. Η αναζήτηση της ρίζας μέσα σε μια εθνικότητα είναι μονοδιάστατος δρόμος. Το δέντρο δεν πατάει σε μια ρίζα, αλλά απλώνει πολλά ριζώματα προς όλες τις κατευθύνσεις, για να θρέψει, αλλά και να συνδεθεί με άλλα δέντρα και να τα θρέψει επίσης. Χρειάζεται να μην πέφτουμε σε ένα έντονο σφάλμα, να μην αντιμετωπίζουμε την πολιτική με συναισθηματισμούς και τις προσωπικές μας σχέσεις με ψυχρούς υπολογισμούς. Η πολιτική θα σπείρει πολέμους και διχόνοιες, όταν κάποιες οικονομικές και πολιτικές οντότητες θα ανταγωνιστούν για μεγαλύτερο κομμάτι από την ίδια «πίττα».
Κλείνουμε με μια παλιά καλή ιστορία, που μας θυμίζει ότι και οι ρίζες του καθενός είναι ένα ακόμη πιο περίπλοκο ζήτημα, για να το εξαντλήσει κανείς με μια απλή τελική απάντηση. Μοιάζει με τους επτά τυφλούς που εξετάζουν το σώμα του ελέφαντα. Θα μπορούσε βέβαια η ιστορία αυτή να αφιερωθεί σε όσους ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν την απόλυτη αλήθεια.
Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας[1]
Η παρακάτω ιστορία είναι ένα Ινδικό παραμύθι και χρησιμοποιείται σε περιστάσεις που οι άνθρωποι καλούνται να απαντήσουν σε, φαινομενικά, εύκολες και απλές ερωτήσεις και ισχύει κάθε φορά που καλείται ένας ειδικός να εκφέρει άποψη για τον κλάδο του.
Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας
Στα βάθη της ερήμου υπήρχε μια πόλη, όπου όλοι ήταν τυφλοί. Ένας βασιλιάς με το στρατό του περνούσαν κάπου κοντά στην πόλη και στρατοπέδευσαν. Ο βασιλιάς είχε μαζί του και έναν μεγάλο ελέφαντα, που τον είχε για βαριές δουλειές αλλά και για να φοβίζει τους εχθρούς του στη μάχη. Οι άνθρωποι της πόλης είχαν ακούσει βέβαια κάτι για τους ελέφαντες, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να συναντήσουν κάποιον. Έτρεξαν λοιπόν 6 νέοι άνδρες να ανακαλύψουν πώς ήταν ο ελέφαντας.
Ο πρώτος μόλις έφτασε, άπλωσε το χέρι του, ακούμπησε τα πλευρά του, αισθάνθηκε τη λεία επιφάνειά του, μύρισε τον αέρα και σκέφτηκε “Είναι, χωρίς αμφιβολία, ζώο, αλλά αυτό το ζώο μοιάζει με τοίχο”. Τρέχει λοιπόν να ανακοινώσει την ανακάλυψή του.
Ο δεύτερος, αισθάνθηκε τον αέρα, ακούμπησε με το χέρι του τον κορμό του ελέφαντα, που μόλις αντιλήφθηκε το χέρι πάνω του βρυχήθηκε δυνατά. Ο τυφλός σκέφτηκε «Ο ελέφαντας μοιάζει με φίδι και είναι τόσο τεράστιο, που η αναπνοή του σε ξεκουφαίνει». Τρέχει λοιπόν πίσω να γνωστοποιήσει την ανακάλυψή του.
Ο τρίτος πλησιάζει τον ελέφαντα, ακουμπάει την απαλή επιφάνεια του χαυλιόδοντα και αισθάνεται την αιχμηρή άκρη του. «Φανταστικό», σκέφτηκε, «ο ελέφαντας είναι σκληρός, αιχμηρός σαν ακόντιο και μυρίζει σαν ζώο». Τρέχει, λοιπόν, στους συμπολίτες του για τα νέα.
Ο τέταρτος, μόλις φθάνει, απλώνει το χέρι του χαμηλά και ακουμπάει ένα πόδι του ελέφαντα. Το ψηλαφεί, το αγκαλιάζει και αισθάνεται το σκληρό του
δέρμα. Ο ελέφαντας αντιδράει και μετακινεί το πόδι του. « Α!», σκέφθηκε «πώς να μη φοβίζει τους εχθρούς στη μάχη ο ελέφαντας. Είναι σαν τεράστιος κορμός δένδρου, κι όμως είναι ευλύγιστος και δυνατός». Τρόμαξε και ο ίδιος και τρέχει να πει τα νέα στην πόλη.
Ο πέμπτος τυφλός ακούμπησε την ουρά του ελέφαντα «Δεν καταλαβαίνω τι το ιδιαίτερο έχει ο ελέφαντας», σκέφθηκε, «είναι απλώς ένα κομμάτι σχοινί».
Αφήνει την ουρά και τρέχει πίσω στην πόλη.
Ο έκτος, βιαζόταν πολύ για να μη φθάσει τελευταίος και μόλις έφθασε, αισθάνθηκε το αέρα που «έκανε» το αυτί του ελέφαντα που κουνιόταν, απλώνει το χέρι του, ακουμπάει το αυτί του ελέφαντα και αισθάνεται τη σκληρή του επιφάνεια. Χαμογέλασε με αυταρέσκεια. «Ο ελέφαντας μοιάζει με ζωντανό ανεμιστήρα», σκέφθηκε και ικανοποιημένος με αυτήν του την πρώτη εντύπωση τρέχει πίσω.
Στο τέλος, έφτασε ένας τυφλός γέροντας. Είχε φύγει από την πόλη νωρίς, περπατούσε αργά και ήταν αποφασισμένος να αφιερώσει χρόνο για να μελετήσει προσεκτικά τον ελέφαντα. Μόλις έφτασε, περπάτησε γύρω από τον ελέφαντα, ακούμπησε διάφορα μέρη του σώματός του, τον μύριζε, και άκουγε όλους τους θορύβους, που έκανε το ζώο, προσεκτικά. Ψηλάφισε το στόμα του ελέφαντα, τον τάισε χόρτο και χτύπησε απαλά τον κορμό του. Τελικά επιστρέφει στην πόλη, αλλά βρίσκει όλη την πόλη σε μεγάλη αναστάτωση.
Κάθε ένας από τους έξι νεαρούς τυφλούς είχε αποκτήσει οπαδούς, που είχαν ασπασθεί τη δική του εκδοχή, για το τι είναι ο ελέφαντας. Όμως, όταν οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν ότι υπήρχαν έξι διαφορετικές εκδοχές, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο γέρος, ήσυχα, άκουγε τους διαπληκτισμούς. «Είναι σαν τοίχος!», «όχι είναι σαν φίδι!», «όχι είναι σαν ακόντιο!», «όχι σαν δέντρο!», «όχι σαν σχοινί!», «όχι σαν ανεμιστήρας!».
Ο γέρος γύρισε την πλάτη του και άρχισε να πηγαίνει σπίτι του, γελώντας, καθώς θυμήθηκε τις δικές του απερισκεψίες, όταν ήταν νέος. Σαν κι αυτούς, κάποτε, είχε συμπεράνει ότι είχε καταλάβει στο σύνολό του κάτι που είχε γνωρίσει (βιώσει), μόνο εν μέρει. Γέλασε, καθώς θυμήθηκε ότι, κάποτε, ήταν απρόθυμος να ανακαλύψει από μόνος του την αλήθεια και στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αυτά που έλεγαν οι άλλοι.
Περισσότερο, όμως, γέλασε καθώς συνειδητοποίησε ότι, τελικά, ήταν ο μόνος στην πόλη που δεν ήξερε τι ήταν ο ελέφαντας.
σύντροφοι για την Αναρχική Απελευθερωτική Δράση
Δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα Διαδρομή, στο φύλλο Απριλίου 2018
=====
Σχόλια