Ο κύκλος κλείνει

Tου Γιώργου Καραμπελιά

 Κλείνει ένας χρόνος, σχεδόν, από τότε που άρχισε να γίνεται όλο και πιο πιθανή η άμεση κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την ευκαιρία της προεδρικής εκλογής και την πρόκληση πρόωρων εκλογών στις αρχές του 2015. Τα μηνύματα ήταν αδιάψευστα. Η Νέα Δημοκρατία, μετά τις ευρωεκλογές, έδειχνε να καταρρέει ενώ πύκνωναν τα σημάδια από τους Αμερικανούς, και ταυτόχρονα από τους Γερμανούς, ότι εγκαταλείπουν σταδιακώς τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Πράγμα που συνέβη για πολλούς λόγους.


Γιατί Αμερικανοί και Γερμανοί προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ;
Κατ’ αρχάς, η απειλή πολιτικής αποσταθεροποίησης, από την εξάντληση των δύο παλαιών μαστοδόντων του δικομματισμού, έβαζε τις μεγάλες δυνάμεις σε τροχιά αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων και υποχρεωτικώς έπεφταν πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ.
Συν τοις άλλοις, οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί, ο καθένας για δικούς του λόγους, δεν ήθελαν να κλείσει η εποχή των μνημονίων για την Ελλάδα, όπως φαινόταν πιθανό να συμβεί μετά το τέλος του 2014, ή τουλάχιστον κατά το 2015.

Για τους Γερμανούς και ιδιαίτερα τη στρατηγική Σόιμπλε: Η Ελλάδα, μετά το ξεζούμισμα επτά χρόνων (η ύφεση είχε αρχίσει από το 2008), θα είχε ίσως τη δυνατότητα να ξεφύγει από τη μέγγενη των μνημονίων και θα αποκτούσε μεγαλύτερη ανεξαρτησία, αναδεικνύοντας κυβερνήσεις που θα αναιρούσαν εν μέρει τα «κεκτημένα» των μνημονιακών χρόνων και θα επανέφεραν στο τραπέζι το ζήτημα του Κατοχικού Δανείου και των αποζημιώσεων. Σε πιθανές εκλογές, το 2015, ή ακόμα και το 2016, θα ήταν δυνατό να αναδειχθεί μια κυβέρνηση αντιμνημονιακών δυνάμεων με πραγματικές δυνατότητες – αν όχι «να σκίσει τα μνημόνια»– να αναιρέσει ένα μεγάλο μέρος του μνημονιακού κορσέ. Αυτό, παράλληλα με τις ανάλογες εξελίξεις στην Ισπανία ή την Ιρλανδία, κινδύνευε να θέσει σε κίνδυνο τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη και να δώσει τη δυνατότητα στους Γάλλους και τους Ιταλούς να σηκώσουν κεφάλι. Εξάλλου, η πολιτική Ντράγκι, σχετικά με την ποσοτική χαλάρωση, και η εκλογή Γιουνκέρ, ως προέδρου της Κομισιόν, δεν προοιωνίζονταν κάποια θετική εξέλιξη για τη γερμανική ηγεμονία. Γι’ αυτό και θα ήταν προτιμότερη μια πρόωρη, και σε συνθήκες μνημονίου, άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ώστε να αποτύχει παταγωδώς και να μεταβληθεί στο αρνητικό παράδειγμα για την Ευρώπη.

Οι Αμερικανοί , από την άλλη, εξ αιτίας των γεωπολιτικών αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή και της αντιπαράθεσης Τουρκίας-Ισραήλ, δεν είχαν κατορθώσει ακόμα να κλειδώσουν τα δύο βασικά τους «θέματα», σχετικά με την Ελλάδα, το ζήτημα των Σκοπίων και προπαντός το Κυπριακό, δεδομένου ότι θεωρούσαν την κυβέρνηση Σαμαρά υπερβολικά «εθνικιστική». Εξάλλου, από την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη –με μοναδική εξαίρεση το διάλειμμα του ΓΑΠ που με εντολή τους οδήγησε την Ελλάδα στα μνημόνια για να πλήξει την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ–, η Αμερική είχε απολέσει σε μεγάλο βαθμό την απόλυτη ηγεμονία στην ελληνική πολιτική σκηνή: ο Σημίτης, ο Κώστας Καραμανλής και οι Σαμαράς -Βενιζέλος βρίσκονταν πιο κοντά στους Ευρωπαίους και τους Γερμανούς, ή τουλάχιστον προσπαθούσαν να κρατούν ίσες αποστάσεις.

Έτσι, από τη μία οι Αμερικανοί, για να προωθήσουν τους γεωπολιτικούς τους στόχους και να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά στην Ευρωζώνη, ώστε να υποταχθεί στον Ατλαντισμό, από την άλλη οι Γερμανοί, για να σταθεροποιήσουν την ηγεμονία τους στην Ευρώπη, συνέβαλαν στην πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά και στην άνοδο στην εξουσία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε συνθήκες κρίσης. Και προφανώς θα επρόκειτο για μια κυβέρνηση αδύναμη, χωρίς καμία δυνατότητα να αντισταθεί στους μεν και τους δε.

Ο Σόιμπλε είτε θα επιτύγχανε μια παραδειγματική αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη είτε θα την μετέβαλλε σε παράδειγμα προς αποφυγήν και θα καθυστερούσε ή θα μείωνε την ισχύ του αντιγερμανικού ρεύματος στην Ευρώπη. Οι Ποδέμος και το Σιν Φέιν θα έπαιρναν ένα μάθημα, και πριν απ’ όλους οι αντιμνημονιακοί στην Ελλάδα. Διότι θα οδηγούνταν είτε στην επιλογή μιας άτακτης χρεωκοπίας –το περιβόητο Grexit– είτε σε υποταγή, μέσα από καταστροφές που θα διαιώνιζαν τη θέση της Ελλάδας ως αποικίας χρέους.

Για όποιον είχε στοιχειώδη λογική, καθώς προχωρούσε το Φθινόπωρο του 2014, τα πράγματα φαίνονταν όλο και πιο καθαρά. Η Γερμανία και το ΔΝΤ σαμποτάρισαν ανοικτά την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, υποχρεώνοντάς την να επιστρέψει στο μνημονιακό καβούκι της.
Για να ολοκληρωθεί το εγχείρημα, όμως, χρειαζόταν να αποκλειστεί η δυνατότητα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή και η χώρα να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές.

Απελπισμένες προσπάθειες αποτροπής
Εμείς από το Άρδην είχαμε διαβλέψει τον κίνδυνο καταστροφής που θα έφερνε η αδυναμία εκλογής Προέδρου και κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να τον αποτρέψουμε – δυστυχώς, πολύ λίγα εξαρτιόνταν από εμάς. Κατ’ αρχάς, αρχίσαμε να ξιφουλκούμε και να επιχειρηματολογούμε ενάντια σε μια τέτοια μοιραία επιτάχυνση. Τότε, βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, γιατί η άποψή μας δαιμονοποιούνταν ως «συνθηκολόγηση» μπροστά στη Γερμανία και το μνημόνιο. Σε αναρίθμητες συζητήσεις και κείμενα, υποχρεωθήκαμε να έλθουμε σε ρήξη με ένα μεγάλο μέρος των αντιμνημονιακών, που θεωρούσαν πως οι προεδρικές εκλογές αποτελούσαν τη μεγάλη «ευκαιρία» για να διώξουμε τα μνημόνια και οι οποίοι σταδιακώς, πατριώτες ή μη, ήρθαν να πυκνώσουν τις τάξεις του εθνομηδενιστικού ΣΥΡΙΖΑ.

Προσπαθήσαμε τότε να έλθουμε σε επαφή με τους ΑΝΕΛ και τον Καμμένο, που υποτίθεται ότι εμφορούνταν από πατριωτικές αντιλήψεις, και να τους πείσουμε να μην προχωρήσουν τυχοδιωκτικά σε μια τέτοια κίνηση που θα αποτελούσε και το προοίμιο για την πολιτική τους εξαφάνιση! Προσωπικά, επιχείρησα να πείσω τον Καμμένο και άλλα στελέχη των ΑΝΕΛ να αποφύγουν μια τέτοια κίνηση και να προτείνουν οι ίδιοι υποψήφιο πρόεδρο, ο οποίος θα εκλεγόταν, και να διασφάλιζαν τη συμφωνία του Σαμαρά για εκλογές μέχρι τα τέλη του 2015, όπως εξάλλου πρότεινε και ο ίδιος ο Σαμαράς. Προσπάθησα να τον πείσω ότι, με μια τέτοια τακτική, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις θα μεταβάλλονταν σε «κυβέρνηση εν αναμονή» και θα μπορούσαν να προετοιμαστούν ικανοποιητικά γι’ αυτό, ενώ διαφορετικά θα οδηγούνταν στην καταστροφή. Μάλιστα, αυτό το ζήτημα αποτελούσε και τον όρο για μια εκλογική σύμπραξη του Άρδην με τους ΑΝΕΛ, την οποία επιζητούσε τότε διακαώς και ο Καμμένος, ώστε να ενισχύσει ένα μέτωπο αριστερών και δεξιών αντιμνημονιακών πατριωτών. Και πράγματι, εάν αποφεύγονταν οι εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, η πατριωτική συνιστώσα του αντιμνημονιακού κινήματος θα ενισχυόταν. Η απάντησή του προέδρου των ΑΝΕΛ ήταν πως τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί και μόνο εάν εμφανιζόταν ως υποψήφιος πρόεδρος ο Κώστας Καραμανλής θα μπορούσε να υπερψηφίσει Πρόεδρο από την προηγούμενη Βουλή. Πιθανώς δε, αντέτεινε αυτό το επιχείρημα διότι γνώριζε πως ο Καραμανλής δεν επρόκειτο να το κάνει! Πράγματι, ο Καραμανλής είχε εγκαινιάσει μια τακτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα, με τον οποίο είχε τακτικές μυστικές επαφές, και δεν επρόκειτο να κουνήσει το δακτυλάκι του για οτιδήποτε. Η στρατηγική του συμπόρευση με τον Τσίπρα φάνηκε εξάλλου καθαρά με την εκλογή Παυλόπουλου ως Προέδρου και διεκόπη μόλις με το δημοψήφισμα.

Στην απελπισία μου προσπάθησα να έλθω σε επαφή με τους πάντες. Και με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω ανθρώπων που βρίσκονταν κοντά στον ίδιο τον Τσίπρα, κάποιοι μάλιστα είναι και υπουργοί σήμερα. Τότε είχα προτείνει τον Μανόλη Γλέζο ως υποψηφιο για την προεδρία, έτσι ώστε να καταγραφεί η ηγεμονία του αντιμνημονιακού χώρου και στην προηγούμενη Βουλή, πράγμα που φάνηκε να επιθυμεί και ο ίδιος.Χαρακτηριστική ήταν η αντιπαράθεσή μου επί του θέματος με τον Νίκο Ξυδάκη, στις Βρυξέλλες, σε εκδήλωση που οργάνωσε ο νέος Λόγιος Ερμής, την 1η Δεκεμβρίου 2014. Και βέβαια, με το πολύ «σοβαρό» επιχείρημα ότι «τώρα είναι η ευκαιρία» και «η επανάσταση δεν περιμένει», με έγραψαν στα παλαιά τους υποδήματα, τόσο εμένα όσο και πολλούς άλλους, και μεσα από τον ΣΥΡΙΖΑ που πρόβαλαν ανάλογες ενστάσεις.

Ήδη, από τον Δεκέμβριο του 2014, ήμουν βέβαιος πλέον πως βαδίζαμε προς την καταστροφή, προπαντός σε δύο βασικούς τομείς της ζωής της χώρας. Αρχικώς, στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου, για την οποία είχαμε προβλέψει επακριβώς και λεπτομερώς, ότι οι τυχοδιώκτες του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούνταν σε ολοκληρωτική συνθηκολόγηση, μετά από οικονομική κατάρρευση και πιστωτικό γεγονός. Εξίσου σοβαρές θα ήταν οι συνέπειες μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στο μεταναστευτικό και τα εθνικά θέματα. Γι’ αυτό και αρνηθήκαμε εν τέλει να συμπαραταχθούμε με τους ΑΝΕΛ στις εκλογές, «χάσαμε την έδρα» και αφήσαμε… μόνο του τον Ζουράρι στον… αγώνα.

Έκτοτε, τα γεγονότα εξελίχθηκαν «by the book». Ο Κουβέλης, κατά απολύτως παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο (sic), αρνήθηκε να γίνει Πρόεδρος Δημοκρατίας, παρότι το επιθυμούσε διακαώς. Ο Τσίπρας και ο Καμμένος, με τον Λαζόπουλο και τον Παπαδάκη, οργάνωσαν το «κόλπο» Χαϊκάλη και κλείδωσαν την αδυναμία εκλογής Προέδρου από την προηγούμενη Βουλή, ο Σαμαράς επικαλούνταν τις άγιες εικόνες για να σωθεί και ο ταλαντούχος νεαρός εξελέγη πρωθυπουργός.

Διαλύοντας μία χώρα
Οι Συριζαίοι συστημικοί γραφειοκράτες είχαν ήδη μάθει να παίζουν το θέατρο της επανάστασης από τον Δεκέμβρη του 2008· στο εξής, απέκτησαν τη δυνατότητα να παίξουν με μια ολόκληρη χώρα, την οποία τους είχε παραδώσει ασύγγνωστα και μηδενιστικά ένας λαός, παραζαλισμένος από την αθλιότητα των προκατόχων τους και από τέσσερις ώρες καθημερινή τηλεθέαση. Πώς ήταν άραγε δυνατό να αποκαλύψουν στον ίδιο τον εαυτό τους τη βαθύτερη, σοσιαλδημοκρατική, συστημική και ανίκανη για συγκεκριμένο έργο, υπόστασή τους, αν δεν δοκίμαζαν τα ίδια τους τα όρια καθώς και τα όρια της χώρας; Η Ζωή Κωνσταντοπούλου ανέλαβε να χειρουργεί καθημερινά τη Βουλή και τους βουλευτές, ο Γιάννης Βαρουφάκης να παίζει στην παγκόσμια σκηνή τον ρόλο του απρόβλεπτου Έλληνα εραστή, μεταμφιεσμένου με το αζημίωτο σε οικονομολόγο, ο Πάνος Καμμένος ενδύθηκε τη στολή του στρατάρχη που ονειρευόταν από μικρός, με την επίνευση βεβαίως των Νατοϊκών, το ζεύγος Δρίτσα-Χριστοδουλοπούλου έσπευσε να εφαρμόσει το σχέδιο «ανοικτά σύνορα» απέναντι σε μια θάλασσα εκατομμυρίων δυνητικών μεταναστών από τα τουρκικά παράλια, και με το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια να τους δώσει τη δυνατότητα να ριζώσουν σύντομα στην Ελλάδα, ο δε Κώστας Ζουράρις ανέλαβε εν μια νυκτί, μέσω της «αντιρατσιστικής» του συμπεριφοράς, να παίξει τον μικρό ρόλο της επιστροφής στην αγκαλιά της ανανεωτικής αριστεράς, από την οποία είχε αποχωρήσει εικοσιπέντε χρόνια νωρίτερα – το αίμα νερό δεν γίνεται.

Πάρα δίπλα, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ονειρευόταν πως θα μεταμόρφωνε την Ελλάδα σε Κούβα της Μεσογείου, παίρνοντας τη ρεβάνς από τη… Βάρκιζα, προσβλέποντας στον Πούτιν ως διάδοχο του Στάλιν. Ξεχνούσε όμως ότι ο ίδιος, σε αντίθεση με τον Βελουχιώτη και την ανολοκλήρωτη επανάστασή του, είχε περάσει σαράντα ολόκληρα χρόνια ως κομματικός υπάλληλος και οι δικοί του «μαυροσκούφηδες» είχαν πρωτοστατήσει σε συνδικαλιστικούς αγώνες των ΔΕΚΟ και των Τραπεζών, με στρατηγεία τα παρακείμενα ουζάδικα, ο δε Διαμαντόπουλος, που φαντασιωνόταν… γουναράδικα, είχε ήδη διακριθεί στα καρναβάλια. Όσο για τον «μεγάλο» Πούτιν, είχε προσφάτως σκορπίσει πενήντα δισεκατομμύρια δολάρια στους χειμερινούς αγώνες στο Σότσι για να «αποκοιμίσει» τους δυτικούς και να ικανοποιήσει την αθλήτρια ερωμένη του, Αλίνα Καμπάεβα, την ίδια ώρα που οι Αμερικανοί του αποσπούσαν, κάτω από τη μύτη, την Ουκρανία και τον απέκοπταν έτσι από τη Δυτική Ευρώπη (αξίζει κανείς να δει το κινηματογραφικό έργο Λεβιάθαν για να πάρει μια γεύση από την ποιότητα του καθεστώτος του!). Δύο χρόνια πριν, στην Κύπρο, είχε αποδείξει πως δεν κάνει καμία κίνηση στην Ευρωζώνη εάν δεν διασφαλίσει πρώτα τη συναίνεση της Μέρκελ. Όσο για την «υπερήφανη εξωτερική πολιτική», ο Νίκος Κοτζιάς, με τον πρόσφατο διορισμό της Σίας Αναγνωστοπούλου ως του κατάλληλου ανθρώπου για να θάψει τελεσίδικα το Κυπριακό, μαζί με τον Αναστασιάδη, απέδειξε πως, παρά τις πρόσφατες πατριωτικές του κορώνες, δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στη γραμμή του ΓΑΠ και της υπερατλαντικής δυνάμεως.

Και βέβαια, πάντα ως «διευθυντής ορχήστρας» που δεν διευθύνει τίποτε, σε έναν νέο ρηξικέλευθο και πρωτότυπο ρόλο, ο… «πρωθυπουργός»! Που έπαιξε με τα πάντα. Από τη μία είχε ως «καβάτζα» τους Ποδέμος, τον… Ζίζεκ και τη «λίστα Τσίπρας» στην Ιταλία – εξάλλου είχε μόλις διεκδικήσει την ηγεσία(!) της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς–, ταξίδευε στη Ρωσία και μιλούσε για «νέα λιμάνια» στα οποία δήθεν θα κατευθυνόταν. Παράλληλα, έκανε τα «γλυκά μάτια» στην Άνγκελα και τηλεφωνούσε στον Ομπάμα και τον… Ολαντρέου για βοήθεια στα δύσκολα. Στο εσωτερικό της χώρας, άφηνε ανενόχλητη την καταστροφή να καλπάζει. Η οικονομία πέρασε και πάλι στην ύφεση, το τραπεζιτικό σύστημα διελύθη κυριολεκτικώς, η ανεργία άρχισε να ανεβαίνει και πάλι και, στο τέλος, με τη μεγάλη απάτη του δημοψηφίσματος, τα έπαιξε όλα για όλα. Απέσπασε ένα αυτονόητο ΟΧΙ στις απαιτήσεις των δανειστών και, αμέσως μετά, διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Ελλάδας, σιδεροδέσμιας, στο χειρότερο μνημόνιο, που εκχωρεί τον εθνικό πλούτο στα χέρια της Ευρωζώνης, μεταβάλλοντάς μας κυριολεκτικώς σε αυτή την αποικία χρέους που δήθεν ξόρκιζε. Καταβυθιστήκαμε για τρία ακόμα χρόνια σε ύφεση, και επειδή πολύ δύσκολα βγαίνει ο λογαριασμός σε ένα τόσο δύσκολο πρόγραμμα, παραμένει πάντα ανοικτός ο δρόμος του Grexit, στο τέλος της διαδρομής.

Επαναστατικές συνθήκες και… αντεπανάσταση
Και δυστυχώς, το βαλς αυτής της ανεκδιήγητης παρέας δεν έχει ακόμα λάβει τέλος. Διότι πώς άραγε θα κατορθώσει να διατηρήσει την εξουσία και να επιβάλει σκληρά μέτρα όταν, εδώ και χρόνια, διαβουκολεί τους Έλληνες πως αυτή η παρέα γνωρίζει μόνο πώς να μοιράζει χρήματα;

Πλέον, έχει προκαλέσει μια ανεπανόρθωτη ζημιά όχι απλώς στην οικονομία ή στη χώρα, με την πλημμύρα των μεταναστών, αλλά στο ίδιο το ηθικό του ελληνικού λαού, τον οποίο οδήγησε σε μια προσδοκία «επαναστατικού χαρακτήρα» ενώ απουσιάζουν παντελώς οι δυνατότητες υλοποίησης των αντίστοιχων προσδοκιών.

Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, μιλάμε για επαναστατικές συνθήκες «όταν οι υποτελείς τάξεις δεν ανέχονται πλέον να ζουν όπως παλιά και οι κυρίαρχες τάξεις δεν μπορούν πια να κυβερνούν». Αυτές οι συνθήκες, με την κρίση του 2010, άρχισαν σταδιακώς να υλοποιούνται. Οι λαϊκές τάξεις απομακρύνονται πλειοψηφικά από τις κυρίαρχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες αποδεικνύονται ανίκανες να συνεχίσουν να κυβερνούν απρόσκοπτα. Ωστόσο, η ύπαρξη «επαναστατικών συνθηκών» δεν οδηγεί αναγκαία και σε επανάσταση, σε αντίθεση με το αφελές αφήγημα των γραφειοκρατών της επανάστασης. Πολύ συχνά στην ιστορία οδηγεί σε αντεπανάσταση και σε αυταρχικά καθεστώτα, και σε πολύ λιγότερες σε επανάσταση. Γι’ αυτό εξάλλου οι αυθεντικοί επαναστάτες, όπως ο Λένιν, και όχι καραγκιόζηδες, υποστήριζαν πάντα πως δεν μπορεί κανείς να παίζει με την επανάσταση.

Διότι, στις σημερινές ελληνικές συνθήκες, υπάρχουν δύο πιθανοί δρόμοι υποστασιοποίησης των επαναστατικών συνθηκών: Ο πρώτος είναι η ανάταξη της χώρας, μέσα από μια καθολική, μακρόχρονη και βαθύτατη επανάσταση, που θα ανατρέψει, επί τέλους, το καθεστώς της μόνιμης υποτέλειας της χώρας, στρέφοντάς την σε μια αυτόκεντρη, ενδογενή και ταυτόχρονα ανοικτή στον κόσμο, ολοκλήρωση, μετά την αδιέξοδη εμπειρία της παρασιτικής ενσωμάτωσης στη Δύση. Ο δεύτερος «επαναστατικός δρόμος» είναι μια καθοδική σπείρα χωρίς σταματημό, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η ολοκληρωτική καταστροφή, ακόμα και η εξαφάνιση της χώρας ως αυτόνομου εθνικού πολιτειακού υποκειμένου, δηλαδή η κυπροποίηση της Ελλάδας στο σύνολό της και η ολοκληρωτική εκποίηση της Κύπρου.

Παίζοντας λοιπόν με την «επανάσταση», ο Τσίπρας και οι συν αυτώ πυροδότησαν πλειοψηφικές προσδοκίες –όπως φάνηκε πολύ καθαρά με το δημοψήφισμα– στις οποίες δεν μπορούσαν, όπως ήταν προβλεπόμενο, να ανταποκριθούν. Και παρότι οι ίδιοι «πρόδωσαν» κυριολεκτικά αυτές τις προσδοκίες, αυτές εν μέρει συνεχίζουν να «ταξιδεύουν» στα μυαλά και τη λογική αρκετών Ελλήνων και κινδυνεύουν, μετά της αποτυχία της αριστερής «επανάστασης» που απεδείχθη κυριολεκτικώς φρούδα, να οδηγήσουν σε άλλες «επαναστάσεις», αυταρχικού, ολοκληρωτικού ή και ακροδεξιού χαρακτήρα. Γι’ αυτό δεν έχει πλέον καμία τύχη μια επαναστατική πλειοδοσία τύπου Λαφαζάνη, Ζωής Κωνσταντοπούλου κ.ά. – όσο και να προσπαθούν να καρπωθούν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, αυτό πλέον έχει φύγει από τα χέρια της συριζογενούς Αριστεράς. Και μάλλον είμαστε σχετικά τυχεροί διότι και η Χρυσή Αυγή έχει ήδη κάψει τη γούνα της και πολύ δύσκολα θα μπορέσει, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, να ανταποκριθεί σε μια τέτοια προσδοκία. Όμως, η κοιλιά του κτήνους είναι πάντα γόνιμη.

Η «επανάσταση» του Τσίπρα οδήγησε ήδη σε μνημονιακή αντεπανάσταση. Και να ευχόμαστε να μείνει μόνο εκεί.

Δεν μπορούν να «ολοκληρώσουν»
Στις 14 Αυγούστου, το πρωί, στη Βουλή των Ελλήνων, τελείωσε στην πραγματικότητα η πρόσκαιρη ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ-Τσίπρα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα, και πρώτα η ιδεολογική ηγεμονία. Η συντριπτική ήττα που υπέστη, αποδοκιμαζόμενος από το ένα τρίτο σχεδόν του κόμματος και των βουλευτών του, έχοντας εναντίον του την ίδια την Πρόεδρο της Βουλής που ο ίδιος επέλεξε, τη στιγμή που χιλιάδες πρόσφυγες πλημμυρίζουν τα νησιά και τις οθόνες των τηλεοράσεων, δεν έχει επιστροφή. Όσο για όλους εκείνους που προβλέπουν μια “μακρόχρονη ηγεμονία” του Τσίπρα στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, απλούστατα, ή δοκιμάζουν να τον εξαπατήσουν με κολακείες, για να ολοκληρώσει σήμερα τη βρώμικη δουλειά του μνημονίου, γνωρίζοντας ότι την επόμενη ημέρα θα εξαφανιστεί, ή στη χειρότερη περίπτωση εκλαμβάνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα.
Επειδή οι ίδιοι είχαν επενδύσει, με τον ένα ή άλλο τρόπο, στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ-Τσίπρα, εύχονται κατά βάθος να επιτύχει. Κάτι που όμως είναι εξαιρετικά απίθανο, για να μην πω παντελώς αδύνατο.
Προφανώς, βέβαια, ελλείψει άμεσης εναλλακτικής λύσης, ο Τσίπρας και οι συν αυτώ θα δοκιμάσουν να μεταβληθούν αυτοί στον ελλείποντα νεο-φιλελεύθερο μηχανισμό που θα υλοποιήσει το νέο μνημόνιο· και προς αυτό πλειοδοτούν οι πάντες, από τον Σόιμπλε έως τους «νταβατζήδες»! Να παίξουν τον ρόλο του δόκτορα Τζέκυλ, που θα μαζέψει τα ερείπια που άφησε πίσω του το alter ego τους, ο κύριος Χάυντ, δηλαδή ο Βαρουφάκης, η Κωνσταντοπούλου, η Χριστοδουλοπούλου και ο… Τσίπρας των έξι πρώτων μηνών!

Όμως, δυστυχώς για την πολιτική τους μακροημέρευση, δεν μπορούν να επιτελέσουν ικανοποιητικά αυτό το έργο. Διότι και το DNA του κόμματός τους είναι προκαθορισμένο ως αποκλειστικά δημοκοπικό και παροχολογικό (σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ που όχι μόνο είχε δύο ψυχές, και τον Ανδρέα και τον Σημίτη, αλλά διέθετε και τον απαραίτητο χρόνο για να μετασχηματιστεί) και ο Τσίπρας δεν διαθέτει τη στόφα του ηγέτη που μπορεί να επιβληθεί στο κόμμα του ή την κοινωνία. Κατά συνέπεια, θα καταλήξουμε, αφού περάσουμε από «περιπέτεια» σε «περιπέτεια», από εκλογές σε εκλογές και ίσως από καταστροφή σε καταστροφή, στη μόνη δυνατή λύση που μπορεί να προσφέρει το ελληνικό πολιτικό σύστημα σήμερα, μια κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» ή εθνικής ενότητας ή κάτι παραπλήσιο, που θα έχει επιβάλει στους Έλληνες την επιστροφή στην «κανονικότητα» της υποταγής. Μόνο ένα τέτοιο σχήμα θα μπορούσε να εφαρμόσει το μνημόνιο που υπέγραψε ο… Τσίπρας. Ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό.

Γι’ αυτό εξάλλου τρίβει τα χέρια του ο Σόιμπλε. Όχι μόνο οδήγησε, μέσω των τυχοδιωκτών του ΣΥΡΙΖΑ, σε αδιέξοδο το αντιμνημονιακό κίνημα στην Ελλάδα, αλλά και κέρδισε χρόνο στην Ευρώπη. Χωρίς την Ελλάδα και τον Τσίπρα, η γερμανική πρωτοκαθεδρία θα είχε ήδη αρχίσει να ξηλώνεται, όπως έχει διαφανεί από την πολιτική Ντράγκι, την εκλογή Γιουνκέρ και την ενδυνάμωση των Ποδέμος, του Σιν Φέιν, του Μπέπε Γκρίλο, της Λεπέν, ή την εκλογή αντιγερμανικής κυβέρνησης στην Πολωνία. Και ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να προστεθεί αξιόπιστα σε αυτές τις δυνάμεις, το σάλτο μορτάλε των Τσίπρα-Βαρουφάκη λειτούργησε αντίστροφα υπέρ των γερμανικών θέσεων: η πολιτική αντι-λιτότητας οδηγεί σε καταστροφή και υποταγή! Και μόνη σωτηρία είναι η επιστροφή στη δημοσιονομική εκκαθάριση, τα μνημόνια και τον νέο δανεισμό.

Υπάρχει δυνατότητα θετικής έκβασης της επαναστατικής προσδοκίας;
Μέσα από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι κυρίαρχες πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης, στη διάρκεια των τελευταίων πέντε ή εφτά χρόνων, παράλληλα με τη γεύση της απογοήτευσης και της προδοσίας στο στόμα, άφησαν πίσω τους και έναν λαό που άρχισε να αφυπνίζεται από τον λήθαργο της ύστερης μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας. Αυτή η αφύπνιση, όπως ήταν ίσως λογικό, πραγματοποιήθηκε αρχικώς πάνω στις προδιαγραφές που όριζε αυτή η ίδια η παρασιτική ευδαιμονία, με στόχο την ανάκτησή της. Εξ ου και οι περιπέτειες και οι στροφές αυτής της αφύπνισης, η οποία και ανέδειξε στο προσκήνιο φιγούρες όπως τον Βαρουφάκη και την Κωνσταντοπούλου, τη Ραχήλ Μακρή, τον Κατρούγκαλο, ή τον Χαϊκάλη, ή «ηγέτες» όπως ο Τσίπρας, ο Καμμένος, ή ο Σταύρος Θεοδωράκης, και αντιπάλους του «συστήματος» σαν τον Μιχαλολιάκο και τον Κασιδιάρη. Παρασιτική και φθαρμένη μέχρι το μεδούλι, η ύστερη μεταπολίτευση μόνο τέτοιους μπορούσε να αναδείξει.

Όμως, πλέον, ο κύκλος κλείνει και κατόρθωσε να απαξιώσει ακόμα και τα ίδια τα “τοτέμ” της Αριστεράς, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανόλη Γλέζο που, αντί να λειτουργήσουν ως οι σοφοί Νέστορες του έθνους και του λαού, εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ως αιωνίως «οργισμένοι» παλίμπαιδες και έχουν παραχωρήσει τον ρόλο του Νέστορα μόνο σε έναν συστημικό Μητσοτάκη…

Ο κύκλος ελπίζω να έκλεισε με τον ΣΥΡΙΖΑ και, μπροστά στον κίνδυνο μιας καθοδικής πορείας χωρίς επιστροφή, οι Έλληνες να αρχίσουν να αναμετρώνται με το πραγματικό διακύβευμα, το χαίνον χάος της ιστορικής εξαφάνισης. Αν κατανοήσουμε αυτό το διακύβευμα και στρατευτούμε στην ανάταξη του έθνους μας, με όραμα, σκληρή δουλειά και προσπάθεια, απορρίπτοντας τα κομματικά και πολιτικά ναρκωτικά των εμφυλίων του παρελθόντος, ίσως αυτή η μεγάλη αναταραχή, που άρχισε τόσο αναπάντεχα για τους περισσότερους στο… ακριτικό Καστελλόριζο, να μας δώσει μια ακόμα ιστορική ευκαιρία. Και να αρχίσουμε τη μακρά, μεγάλη και αυθεντική επανάσταση που χρειαζόμαστε τόσο.

Είναι Δεκαπενταύγουστος και η Παναγιά μαζί μας.

Πηγή "Άρδην"

Σχόλια